Λοϊζου Κώστας (7 Σεπτεμβρίου 1935 - 26 Οκτωβρίου 1958)
Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1958 στο χωριό Κάμπος, της επαρχίας Λευκωσίας, από σοβαρά εγκαύματα που έπαθε σε επίθεση της ανταρτικής ομάδας του εναντίον του αστυνομικού σταθμού Κάμπου.
Γονείς : Λοΐζος Καραγιώργη και Ιωάννα Σακκά.
Αδελφός : Γεώργιος.
Ο Κώστας Λοΐζου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του Μαραθόβουνου και εργαζόταν ως σιδηρουργός στη Λευκωσία. Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ. Στο σιδηρουργείο του κατασκεύαζε βόμβες, τόσο για επιθέσεις της ομάδας του όσο και για τις ανάγκες άλλων ομάδων. Αργότερα κατατάχθηκε σε ομάδα εκτελεστικού στη Λευκωσία και συνεργαζόταν κυρίως με τους ήρωες Στέλιο Μαυρομμάτη και Σταύρο Στυλιανίδη. Η περιοχή στην οποία δρούσαν, στο κέντρο της Λευκωσίας, ονομάστηκε αργότερα από τους Άγγλους "μίλι του θανάτου", λόγω των πολλών εκτελέσεων στρατιωτών που είχαν γίνει εκεί.
Στα τέλη Απριλίου - αρχές Μαΐου του 1956, μετά από ανεπιτυχή απόπειρα εκτέλεσης ενός προδότη, ο Κώστας Λοΐζου υποχρεώθηκε να καταφύγει στα βουνά του Κύκκου, στο λημέρι του Μάρκου Δράκου, στην περιοχή "Τρουλινός" του χωριού Καλοπαναγιώτης. Έκτοτε τον καταζητούσαν οι Άγγλοι, που τον είχαν επικηρύξει για 5000 λίρες. Μετά το θάνατο του Μάρκου Δράκου, και συγκεκριμένα από το Μάρτιο του 1958, ο Κώστας Λοΐζου ορίστηκε από το Διγενή αρχηγός ανταρτικής ομάδας και κατέφυγε στην περιοχή "Αβρουλιές" του χωριού Κάμπος, όπου κατασκεύασε ορεινό κρησφύγετο.
Έδρασε ως αντάρτης για είκοσι εννέα μήνες και υπέφερε πολλά δεινά, κακουχίες και καταδιώξεις. Επέφερε όμως και πολλά πλήγματα κατά του εχθρού, σε ενέδρες και μάχες. Την πρώτη Οκτωβρίου 1958, σε επίθεση της ομάδας του στον αστυνομικό σταθμό Κάμπου, προκλήθηκε πυρκαγιά από την οποία υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της αγωνίστριας νοσοκόμας του Παναγιώτας Πιτσιλλίδου, ο Κώστας Λοΐζου πέθανε ύστερα από είκοσι πέντε οδυνηρές μέρες. Ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός μέχρι το τέλος του αγώνα, οπότε έγινε ανακομιδή του λειψάνου του και τάφηκε με τιμές στο χωριό του, δίπλα στο μακρινό του ξάδελφο Μάκη Γεωργάλλα.