ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

Common_Nightingale

Κοινό Αηδόνι, Luscinia megarhynchos © Paschalis Dougalis
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικής Φύσης

«Ἔνδον βλέπε»!—μὰς ἐσυμβούλευε μέσα στ' ἀθάνατα «Εἴς ἑαυτόν» κομματάκια ὁ Μάρκος Αὐρήλιος. Εἶναι κάποιες στιγμές, ὅσο σπάνια, ὅσον ἄταχτα καὶ ἂν μᾶς ἔρχονται, καὶ εἶναι αὐτὲς οἱ γιορτές μας, ἐσώψυχες, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Πρωτοχρονιά, τὰ Πάθη καὶ ἡ Λαμπρή. Μέσα μας τὶς βρίσκουμε, μέσα μας τὶς γιορτάζουμε. Δὲν μᾶς ὡφελοῦν τὰ καλανδάρια.

*** Δὲ σηκώθηκα ἔτσι πρωΐ γιὰ καμιὰ βαριὰ σοβαρὴ ἐργασία. Γιὰ βιβλίο, γιὰ τίποτε ἄλλο, μελέτη ἢ τραγούδι. Σηκώθηκα γιὰ νὰ ἰδῶ τὰ τρία τέσσερα πουλάκια πῶς χαμοπετοῦν ἀπὸ τὰ πεύκα στὰ σύρματα. Καὶ μόνο τὸ πέταμά τους, ἐκεῖ ποὺ σχίζουν τὸν ἀέρα, μάγεμα.

*** Δὲ λαλοῦν ὅμοια ὅλα τ' ἀηδόνια, καθὼς δὲ μοσκοβολοῦν ὅμοια ὅλα τὰ ρόδα. Τὸ ἀηδόνι τοῦ κήπου, τοῦ γειτονικοῦ, ἦρθε, κελάϊδησε καὶ σώπασε. Κι ἄλλα ἀηδόνια ὓστερ' ἄκουσα· μὰ τὸ λάλημά του δὲν τὸ ξανάκουσα.

*** Ἡ ποίηση δὲ χωρίζεται ἀπὸ τὸ στίχο, ὅπως καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κορμί.

*** Εἶναι στιγμὲς ποὺ μᾶς φαίνεται πὼς ὁ κόσμος χάλασε, πὼς δὲν πιστεύει πιὰ στὸν ἔρωτα, στὸ αἴσθημα, πὼς μιὰ ἡδονὴ βασιλεύει, πὼς ἡ γυναίκα ἔχασε τὴν παρθενικὴ ντροπή, πὼς ἀνδροποιήθηκε, πὼς κυριαρχεῖ τὸ χρῆμα, τὸ ψέμα, τὸ συμφέρον. Καὶ πῶς γιὰ τοῦτο εἶναι ψυχὲς ποὺ θέλουν νὰ βλέπουν ἀναστημένο στὴν τέχνη τὸ ἀνύπαρκτο. Γιατὶ καὶ ἡ ὀμορφιὰ εἶναι πάντα σὲ ἀπόστση. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ποιητὴς γυρίζει πρὸς τὰ ὡραῖα αἰσθήματα καὶ τὶς ρωμαντικὲς ἀγάπες.

*** Φίλος συνάδελφος ἔγραφε γιὰ τὸν Ἐμμανουήλ Ροΐδη. Ἂν ζοῦσε τώρα, ποιὸν τάχα θὰ εἶχε γιὰ νὰ τὸν ἀντιγράφῃ ἀπάνω - κάτου; Ὁ φίλος συνάδελφος λησμονεῖ πὼς ἡ ἀξία τοῦ Ροΐδη δὲν εἶναι στὸ τί ἔπαιρνε, μὰ στὸ ΠΩΣ ἔπαιρνε. Πῶς τὸ χρησιμοποιοῦσε, πῶς τὸ ἐκμεταλλευόταν, μοναδικὸς καὶ σημαντικὸς μέσα στὴν ἀπρόσωπην ἀσημότητα τῶν συγχρόνων του. Εἴταν προσωπικότης· μὲ δανεικά· ἀδιάφορο. Δανείζεται κανείς, γιατὶ τὸν ἐμπιστεύονται, πλούσιος καθὼς εἶναι. Ὁ Ροΐδης εἶναι τὸ ὕψος του.

*** «Δὲ μπορεῖ νὰ μ' ἐνδιαφέρῃ ὁ θάνατος, γιὰ κύριο λόγο πὼς ἐνόσω εἶμαι στὴ ζωή, ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει». Λόγια τοῦ Τολστόη. Καὶ λοιπόν: σᾶς ἀκούω, πουλάκια τὸ πρωΐ, ζιζίκια τὸ βράδι, Μοῦσα ὅλες τὶς ὧρες, καὶ ζῶ μ' ἐσᾶς, ἥρωες κ' ἐμπνεύσεις τῶν τραγουδιῶν μου. Δὲν μ' ἐνδιαφέρει καὶ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ τραγούδι μου. Καὶ γι' αὐτὸ ὑπάρχει ὁ κόσμος.

Ἐφ. «Ἐλεύθερος Ἄνθρωπος», 25 Δεκ. 1930.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος ΙΓ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ (1926-1939)

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *