ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ
Αθανάσιος Καραπέτσας
Στο σηµείωµά µας τούτο θα ασχοληθούµε µε τον σχεδόν άγνωστο σε µας λογοτέχνη, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον ταπεινό συνοδοιπόρο του άλλου Αλέξανδρου, του Παπαδιαµάντη. Σίγουρα δεν υπήρξε δηµιουργός πρώτου µεγέθους, είναι όµως απ' αυτούς τους πνευµατικούς προγόνους µας που τίµησαν την εποχή τους αλλά δεν κατάφεραν να την ξεπεράσουν. Υπήρξε αδικηµένος κι απ' την κριτική κι απ' το αναγνωστικό κοινό. Δεν διαβάστηκε και γύρω του αναπτύχτηκαν καταστάσεις «κριτικής αδικίας» συνυφασµένες µε πνευµατικούς µύθους και θρύλους και µ' αβασάνιστες αξιολογήσεις που έτυχε να επιβληθούν στις συνειδήσεις, όχι µόνο του κοινού αλλά και πολλών υπεύθυνων ανθρώπων των γραµµάτων. Και ξέρουµε πόσο δύσκολη επιχείρηση είναι η ανατροπή ή και η ανακατασκευή των µύθων αυτών. Αξίζει ευλαβικά να τον προσεγγίσουµε και να παλέψουµε µε τη λησµονιά που τον σκέπασε κι αποξεχάστηκε.
Η ζωή του
Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 15 Οκτωβρίου 1850, πρωτότοκος ανάμεσα σε εφτά αδέρφια. Ο πατέρας του, ξάδερφος της μητέρας του Αλ. Παπαδιαμάντη, κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά και η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Τρίτος ξάδερφος του άλλου Αλεξάνδρου, συμμαθητής και σχεδόν συνομήλικός του, συνδέθηκε στενά μαζί του κι έζησε κι αυτός τα πρώτα του χρόνια στο ίδιο νησιώτικο περιβάλλον.
Εκεί έµαθε τα πρώτα γράµµατα. Συνέχισε τις σπουδές του στη Σύρα κι έπειτα στην Αθήνα. Το 1872 γράφτηκε στη Φιλοσοφική του Πανεπιστηµίου της Αθήνας και την ίδια χρονιά έστειλε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισµό το ανέκδοτο και χαµένο δράµα του «Μιχαήλ Κοµνηνός, δεσπότης της Ηπείρου». Το 1873 για λόγους κοµµατικούς απολύεται ο πατέρας του που ήταν δηµοτικός εισπράκτορας και υποτελώνης Σκιάθου. Ο Μωραϊτίδης αντιµετωπίζει τώρα οικονοµικές δυσκολίες «Η παρτίδα µου άρχισε να αυξάνη επικινδύνως εις το φοιτητικόν ξενοδοχείον ...». Αναγκάστηκε µετά από αυτό να δουλέψει κι έγινε το ίδιο έτος συντάκτης της «Εφηµερίδος» του Κοροµηλά, εγκαινιάζοντας µε πολλή επιτυχία τα Πρακτικά της Βουλής. Στα 1880 πήρε το πτυχίο του και πρωτοδιορίστηκε στο Β' Γυµνάσιο Αθηνών. Έπειτα δίδαξε και σε άλλα γυµνάσια (Βαρβάκειο, Χαλκίδας, Σκιάθου) για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Την ίδια εποχή δηµοσίευσε, µαζί µε άλλα, τα περισσότερα από τα εορταστικά διηγήµατα, χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα. Σ' αυτή την εικοσαετία ταξίδεψε αρκετά ως απεσταλµένος αθηναϊκών εφηµερίδων κι έγραψε εντυπώσεις που συγκεντρώθηκαν έπειτα από πολλά χρόνια σε τόµους µε τον τίτλο: «Με του βορηά τα κύµατα». Τον ίδιο χρόνο, το 1880, µέσω του ευθυµογράφου Κλεάνθη γνωρίζεται µε το Βλάση Γαβριηλίδη και αρχίζει η συνεργασία µε την «Ακρόπολις».
Το 1900 άφησε τη δηµόσια υπηρεσία για να ξαναδιοριστεί ύστερα από τρία χρόνια στο Βαρβάκειο Αθηνών και να παυτεί στις 13 lανουαρίου 1904 «ως πλεονάζων και δι’ ανεπάρκειαν των πόρων του κληροδοτήµατος Βαρβάκη». Παντρεύτηκε το Φεβρουάριο του 1901 µε τη Βασιλική Φουλάκη, που τη γνώρισε στις αγρύπνιες του Αγίου Ελισσαίου κι έζησε µαζί της «παρθενίαν φυλάσσων», καθώς µας πληροφορούν οι σύγχρονοί του. Την βαθιά του πίστη την µεταβίβασε και στη γυναίκα του, που µαζί της πριν ακόµα παντρευτούν, γύριζαν στις εκκλησίες. Κι όταν παντρεύτηκαν στο σπίτι τους έβαλαν εκόνες; και κεριά, προσεύχονταν κι έψελναν. Κάποτε µια γριά Σκιαθίτισσα πήγε στην Αιδηψό για να κάνει λουτρά. Έµαθε πως ήταν εκεί ο κυρ Αλέκος µε την γυναίκα του, νιόπαντροι, και πήγε να τους δει Τους βρήκε να κάθονται στο δωµάτιο που είχαν νοικιάσει την ώρα που έψελναν εσπερινό. Ξαφνιασµένη τότε τους ρώτησε «Οσπιτεύετε ή καλογερεύετε;». Η γυναίκα του πέθανε στις 19 Μαϊου 1914. Λίγο πριν πεθάνει είχε ενδυθεί το µοναχικό σχήµα µε το όνοµα Αθανασία.
Τον lούλιο του 1907 έκανε περιοδεία στην Πελοπόννησο ως απεσταλµένος της εφηµερίδας «Αθήναι». Στην περιοδεία αυτή ήρθε και στο µοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου κι εκεί έπεσε. «Ήταν ένα σκαλοπατάκι, το πήρα για ίσιωµα πάω να πατήσω και ευρέθην κάτω στις πέτραις ... Ακούω κρακ το κόκκαλο του ποδιού στο καλάµι. Κάµνω να ανασηκωθώ, ακούω κρακ στο χέρι, κοντά στον ώµο....». Έτσι έσπασε το δεξί πόδι και χέρι του. Εξ αυτού υποχρεώθηκε να µείνει ακίνητος ως τον Απρίλη του 1908, στην κλινική και στο σπίτι του. Και τότε ακριβώς µε την αδιάκοπη επίδραση του µοναχού Δανιήλ Σµυρναίου του αγιογράφου, αποµακρύνεται περισσότερο ακόµη από την κοινωνική ζωή, δεν γράφει πια διηγήµατα -το τελευταίο του, το «Ψυχοσάββατον», δηµοσιεύτηκε στο ηµερολόγιο Σκόκου του 1908 - αφήνει τη δηµοσιογραφία, µεταφράζει εκκλησιαστικά κείµενα των πιο σπουδαίων Πατέρων της Εκκλησίας (µεταφράσεις από τα έργα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, δυο ακολουθίες, εις τον προφήτην Ελισσαίον και εις την εύρεση της εν Σκιάθω θαυµατουργού εικόνος Παναγίας της Κονιστρίας) και πηγαίνει πιο κοντά στο δρόµο του Θεού. Ο Μωραϊτίδης από τότε αποσύρεται απ' τα εγκόσµια.
Η θρησκευτικότητά
Ο Μωραϊτίδης ζει, στοχάζεται και ενεργεί ποτισµένος από το ορθόδοξο χριστιανικό πνεύµα, που αποτελεί και τη µοναδική δύναµη η οποία κινεί την ύπαρξή του. Η ζωή του διαγράφει έναν κύκλο, που τα συναντηµένα τελικώς ακραία σηµεία του είναι το σπίτι ενός ιερωµένου όπου γεννήθηκε, εγγονός παπά, και το µοναστήρι στο οποίο πέθανε. Τα ενδιάµεσα δεν είναι παρά γνωριµίες, αγαπήµατα και ταξίδια στο χώρο της θρησκευτικότητος, µέσα στον οποίο διαµορφώνεται και το λογοτεχνικό του έργο, που σφραγίζεται από την µεταφυσική διάσταση και την µυστικιστική έξαρση, την οποία υποβάλλει η γοητεία του λόγου του Χριστού.
Ενορία του Μωραϊτίδη ήταν η Ζωοδόχος Πηγή και δεν έλειπε από λειτουργίες και εσπερινούς µε κάθε καιρό. Οι αγρυπνίες µε το αγιορείτικο τυπικό στον Άγιο Ελισσαίο µαζί µε τον Παπαδιαµάντη και τον αγαθό ιερέα, τον παπα-Νικόλα Πλανά, ήταν µέρος της ζωής του. Σ' αυτή την ψαλτική πανδαισία αριστερός ψάλτης ήταν ο Αλ. Μωραϊτίδης και δεξιός ο Αλ. Παπαδιαµάντης. Ο Γ. Βαλέτας γράφει για τον πρώτο: « ...Ο συγγραφεύς του "Δεκατιστού" είχε το ήθος ταπεινότερον και εφαίνετο βυθισµένος εις όνειρον θρησκευτικής αφοσιώσεως και λατρείας. Επακουµβών επί του ερείσµατος του στασιδίου δι' αµφοτέρων των χειρών έκλινε την φαλακράν κεφαλήν του µε την µακράν µαύρην γενειάδα, το λείο µέτωπον καιτην γρυπήν ρίνα και ηµικλείων τους οφθαλµούς, έψαλλεν ήρεµα, µόλις ακουόµενος. Και ήτο το θέαµα των δύο αυτών από Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον ... ».
Ο Μωραϊτίδης είχε πάντα επαφή µε το Όρος και τα καλοκαίρια τα περνούσε συχνά εκεί, φιλοξενούµενος στα Κατουνάκια του ασκητικότατου Δανιήλ του Σµυρναίου, που πολύ επέδρασε απάνω του και τον εισήγαγε στους Νηπτικούς.
Άλλη σηµαντική γνωριµία του Μωραϊτίδη ανάµεσα στους πιστούς είναι η Θεοδώρα, της γυναικείας Μονής Κεχροβουνίου της Τήνου. Έχοντας µαζί της κοινό πνευµατικό καθοδηγητή τον Δανιήλ, ο Μωραϊτίδης όχι µόνο επισκέφθηκε και περιέγραψε το µοναστήρι, αλλά κράτησε και για πολλά χρόνια αλληλογραφία µαζί της, ανακοινώνοντάς της την πρόοδο της µακρόπνοης εργασίας του σε µεταφράσεις των σηµαντικότερων Πατέρων της Εκκλησίας. Ζει κι αναπνέει για το Χριστό. Ο χαρακτήρας του τώρα έχει αλλάξει Ο Γ. Δροσίνης σηµειώνει: «ο Μωραίτίδης είχε τότε µια παιδική αφέλεια και καλοσύνη, που µε τον καιρόν έγινε αγιοσύνη. Πάντα εύθυµος και γελαστός, τραβούσε αµέσως την αγάπη όλων. Χρόνια κατόπιν τον συναντούσα έξω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, τυλιγµένον το χειµώνα µ' ένα παλιό σάλι, και στα χείλη του ξαναγύριζε για µια στιγµή το νεανικό γέλιο, αταίριαστο µε τη δεσποτική γενειάδα του».
Η µοναχική του κλίση
Πολύ πριν ντυθεί το «αγγελικόν σχήµα», υπήρξε αναχωρητής µέσα στην πολυθόρυβη πρωτεύουσα. Σ' ένα απόµερο δροµάκι των Αθηνών, το µοναχικό του δωµάτιο ήτανε κελί µοναστηριού, που στην πόρτα του έσβηνε ευλαβητικά το κύµα της εγκόσµιας ζωής. ΄Ενας δηµοσιογράφος που τον επισκέπτεται το 1920 γράφει: «Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ζη περιωρισµένος εντός της µικράς του κατοικίας, µη θυσιάζων ολίγας ώρας εκ της µελέτης και προσευχής του διά την ανά την πόλιν έξοδόν του [...] Εκεί αριστερά, εις την γωνίαν του δωµατίου, υψούται το εικονοστάσιον. Είκοσι περίπου εικόνες τοποθετηµέναι επί του τοίχου, µικραί µετά µεγάλων, τετράγωνοι νεώτεραι µετά οκταγώνων βυζαντινών, έργα τέχνης και παλαιοντολογικής αξίας. Το θυµιατήριον ευρίσκεται εκεί επί της τραπέζης µετά του µικρού κηροπηγίου. Το άρωµα προηγηθέντος θυµιάµατος έχει παραµείνει εις την ατµόσφαιραν του δωµατίου». Αποτραβηγµένος λοιπόν, από τη ζωή, που βούιζε τριγύρω του, ψέλλιζε τις προσευχές του και ως νέος υµνωδός της Εκκλησίας του Χριστού συνέθετε σε βυζαντινά µέλη τα δικά του τροπάρια των ηρώων της πίστης. Ο ασκητισµός του ήταν αυστηρός. Συγγένευε µε εκείνο των πρώτων αναχωρητών. Η χριστιανική ταπείνωση δεν ήταν άδεια λέξη γι' αυτόν. Την είχε ντυθεί κατάσαρκα η ψυχή του. Καταδίκασε στην ψυχή του την εγκόσµια ζωή για να βρει λύτρωση στην σιωπή της έκστασης, στην ουρανοπολιτεία του µοναστηριού, όπου θα αντάµωνε Εκείνον. Ο Στ. Δάφνης γράφει: «ο Μωραϊτίδης υπήρχε εις την ζωήν µόνον δια µερικούς εναρέτους κληρικούς των Αθηνών, δια µερικούς καλογήρους του Αγίου Όρους ή των Κυκλάδων, µε τους οποίους έχει συχνήν αλληλογραφίαν, δια µερικάς ευσεβείς γερόντισσας που τον επισκέπτονται εις το ερηµητήριόν του και παίρνουν την ευχήν του όταν πρόκειται να κοινωνήσουν».
Το Σεπτέµβριο του 1929 παίρνει το µοναχικό σχήµα από το µητροπολίτη Χαλκίδας Γρηγόριο και ονοµάζεται Ανδρόνικος. Η κουρά του έγινε στους Τρεις Ιεράρχες της Σκιάθου και γράφτηκε στο µοναχολόγιο της Μονής του Ευαγγελισµού κι έπειτα από είκοσι µέρες πέφτει άρρωστος. Δεν έµεινε πολύ στο κρεβάτι. Η µεταβολή ήταν εντελώς εξωτερική. Στο βάθος της ψυχή; του τίποτε δεν είχε αλλάξει Κάτω από το λαϊκό ένδυµα του καθηγητή, του διηγηµατογράφου και του ακαδηµαϊκού, ζούσε πάντα ο ασκητής. « Κάτω από τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο µοναχός Ανδρόνικος. Ο Μωραϊτίδης ήταν καλόγερος και µε τα πολιτικά.
Με µεγάλη χαρά εισήλθε στον νυµφώνα του Χριστού. Σ' ένα γράµµα του που έστειλε λίγες µέρες αργότερα σε µια ευλαβική κυρία των Αθηνών και δηµοσιεύθηκε στην εφηµερίδα «Εστία», µιλάει για τα ράσα του, που του στέκανε ωραία, για τις καµπάνες της εκκλησίας που σήµαιναν χαρµόσυνα, για την ευλογία του Μητροπολίτη, για τους χριστιανούς του εκκλησιάσµατος που δεν χόρταιναν να τον καµαρώνουν µέσα στο «αγγελικόν σχήµα».
Και στην Ηγουµένη Θεοδώρα θα γράψει στις 16-9-1929:
«Σήµερον είχον την µεγαλυτέραν εορτήν της ζωής µου. Εκείνο το οποίον επόθουν από τόσα χρόνια, εκείνο το οποίον η ψυχή µου εµελετούσε νύκτας και ηµέρας, το απήλαυσα, το απέκτησα. Το Μέγα και Αγγελικόν Σχήµα. Δεν είµαι πλέον ο Διδάσκαλος Αλέξανδρος, ο πρεσβύτης, ο πολυάσχολος µε τας µερίµνας του κόσµου. Είµαι ο µοναχός Ανδρόνικος ... ».
Η «κουρά» του, στα ογδόντα του χρόνια, δεν ήταν παρά µια απλή εκπλήρωση ενός τύπου.
Το έργο του
Τα θεατρικά του έργα
Ξεκινώντας τη συγγραφική του περιπέτεια επιδόθηκε το πρώτον στη σύνθεση θεατρικών έργων. (Βάρδας Καλλέργης, 1874. Η καταστροφή των Ψαρών, 1876. Αλλάχ - Κερίµ, 1880. Τα σκανδαλώδη επίθετα, 1880. Πόλεως Άλωσις, 1888.) Μετά επακολούθησε το διήγηµα και η συγγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Τα διηγήµατά του
Τα διηγήµατα που έγραψε είναι τριάντα αλλά πιο εκτενή απ' αυτά του Παπαδιαµάντη. Μερικά είναι σωστές νουβέλες; ολόκληρα µικρά βιβλία. Θυµίζουµε ότι ο Παπαδιαµάντης έγραψε 170. Απ' αυτά τα τριάντα, 5-6 είναι τ' αθηναϊκά, όλα τ' άλλα είναι παρµένα από τη Σκιάθο. Από κει αντλεί τη θεµατογραφία, τους χαρακτήρες, τους µύθους. Στα διηγήµατά του απλώνεται ένας ηθογραφικός και ποιητικός µαζί κόσµος. Τα πιο πολλά αναφέρονται στις γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Ό,τι κυρίως τα διακρίνει είναι ερωτική διάθεση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και νοσταλγική αναπόληση του παρελθόντος µε βασικούς ήρωες ανθρώπους της καθηµερινής ζωής. Κυριαρχούν η εκκλησία, το µοναστήρι, ο παπάς, ο καλόγερος, οι γιορτές οι άγιοι, η θάλασσα, οι ναυτικοί (βαρκάρηδες, ψαράδες, ναύτες, καπεταναίοι) η ξενιτιά, ο νόστος οι τρικυµίες τα ναυάγια.
Μετά το 1920 αποφασίζει ο Μωραϊτίδης να τυπώσει τα διηγήµατά του και να τα συγκεντρώσει σε σειρά έξι τόµων. Έτσι, είχε την τύχη, πριν πεθάνει να τα συγκεντρώσει ο ίδιος και να τα δει τυπωµένα σε βιβλία από τον εκδοτικό οίκο Ι. Σιδέρη.
Μεγάλη η αγωνία του για τις αξίες της ζωής, για τα ήθη, τα έθιµα, για την παράδοση, που µέσα από τα διηγήµατά του προσπαθούσε να µεταγγίσει στη ζωντανή συνείδηση του λαού µας. Ενδεικτικά στο διήγηµά του «Χριστούγεννα στον ύπνο µου», φαίνεται καθαρά καθώς γράφει: «Τα έθιµα ριζώνουν, βλέπετε, µέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων και όταν καταργώνται, νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από µέσα από την καρδίαν, ήτις πονεί και οδυνάται µεταδίδουσα τον πόνον εις όλον το σώµα. Ο άνθρωπος όστις δέν έχει το νεύρον τούτο δεν ανήκει εις έθνος. Είναι αλλότριος αυτού. Νοµίζει πως είναι εις τον κόσµον όλον και δεν είναι πουθενά. Είναι εις τον αέρα, αεροβατεί... »,
Με του βορηά τα κύµατα
Είναι ένα µεγάλο αφήγηµα που έχει κεντρικό ήρωα τον ίδιο το συγγραφέα, άλλοτε νοσταλγικό αναζητητή, άλλοτε παρατηρητικό περιηγητή, συχνά πολύξερο ταξιδιώτη και πάντα ευλαβικό προσκυνητή. Οι µεστότερες ταξιδιωτικές του σελίδες αναφέρονται στις περιηγήσεις του στα ιερά προσκυνήµατα του Γένους. Στην Πόλη, στον Άθω, στους Αγίους Τόπους, στην πολυφίλητη Σκιάθο, στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη. Πάµπολλες χρονογραφικές εντυπώσεις υπάρχουν και για την Αθήνα. Παντού γύρευε το Χριστό και την ακµή του υπόδουλου ελληνικού στοιχείου. Στις περιγραφές του κραυγάζει κυριολεκτικά µπροστά στο «ελληνικό θαύµα»: Έτσι, στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, µας άφησε και πολυτιµότατες σαν πληροφοριακά ντοκουµέντα, και ανεξάλειπτες σαν ζωγραφιές εικόνες της ελληνικής δηµιουργικότητας, σε χώρους που σήµερα µε τραγικότητα τους αποκαλούµε «χαµένες πατρίδες». Και οι έξι τόµοι των ταξιδιωτικών του στεγάζονται κάτω απ' τον εύγλωττο τίτλο: «Με του βορηά τα κύµατα».
Ο Μωραϊτίδης είναι από τους πρώτους του είδους τούτου του πεζού λόγου. Στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις δεν κατορθώνει πάντοτε, όπως ο Παπαδιαµάντης, να δηµιουργεί ατµόσφαιρα ποιητικής µαγείας. Αφήνεται πολλές φορές σ' ένα περιγραφικό λόγο υπερφορτωµένο από επίθετα και εικόνες εις βάρος ενίοτε της αρχιτεκτονικής οικονοµίας. Η αφηγηµατική του ικανότητα δεν κατορθώνει να δώσει στους ισχνούς του µύθους µέγεθος και σπουδαιότητα.
Οι περιγραφές του συχνά απεραντολογούν, γεµάτες παροµοιώσεις και σχήµατα λόγου, φτάνοντας σ' ένα όργιο καλλιλογικού περιγραφικού οίστρου, εις βάρος συχνά της αρχιτεκτονικής οικονοµίας.
Ο πρώτος πρακτικογράφος
Έγινε, όπως αναφέραµε παραπάνω, συντάκτης στην «Εφηµερίδα», εγκαινιάζοντας µε πολλή επιτυχία τα Πρακτικά της Βουλής. Να, πως ο ίδιος διηγείται την ιστορία αυτή:
«Ο κ. Διευθυντής (ο Δηµ. Κοροµηλάς) άφησε την πένναν του, παραµέρισε τα διάφορα χαρτιά, και µε την µίαν χείρα του τακτοποιών τον εν αταξία πάντοτε σιτόχρουν αραχνοϋφή λαιµοδέτην του, µοι έτεινε την άλλην µε ένα χαιρετισµόν, οικειότατον µεν και προσηνέστατον, βαρύν δε και στιβαρόν, οπού µε ετάραξεν ολόκληρον, ωσάν να ήθελε να µε επαναφέρη εις εµαυτόν, ταραγµένον ολίγον από της συγκινήσεως. Βλέπων µε δε µε τους µεγάλους χαροπούς του οφθαλµούς, µου λέγει µε τον ανοικτόκαρδον εκείνον της φωνής του τόνον, οπού ποτέ δεν θα λησµονήσω:
- Ξεύρεις να γράφης Πρακτικά της Βουλής;
- Έκαµα βοηθός του δηµογραµµατέως Σκιάθου, του λέγω, χωρίς δισταγµούς πλέον και χωρίς δειλίαν.
- Λοιπόν κρατούσες τα Πρακτικά του Δηµοτικού Συµβουλίου;
- Μάλιστα. Έγραφα τας ληξιαρχικάς πράξεις της πόλεως. Κρατούσα τα Πρακτικά των διαφόρων εκλογών.
- Κ' εγώ αυτό ίσα-ίσα ήθελα, µου απαντά µε µιαν χαρά όλως παιδικήν.
- Ξεύρεις γαλλικά; Με ερωτά κατόπιν.
- Ξεύρω ολίγα, του απαντώ µε τρεµάµενη την φωνήν.
- Λοιπόν πάρε αυτήν την εφηµερίδα να µου µεταφράσης αυτήν την στήλην, και να µου την φέρης αύριον αυτήν την ώραν. Και θα σου πω.
Και µου έδωκε την γαλλικήν εφηµερίδα Liberté, επιδείξας µοι την στήλην, οπούέπρεπε να µεταφράσω. Έλαβον την εφηµερίδα και απήλθον».
Την άλλη µέρα, επήγε πάλι ο Μωραίτίδης στα γραφεία της «Εφηµερίδος», έδωσε στον Κοροµηλά τη µετάφραση και πήρε αµέσως το διορισµό.
- Λοιπόν, αγαπητέ Μωραϊτίδη, θα πηγαίνης εις την Βουλήν, θα σηµειώνης το τι γίνεται και το τι λέγεται, και θα έρχεσαι εδώ την νύκτα να τα γράφης κατά τον τρόπον αυτόν της γαλλικής εφηµερίδος. Να το γραφείον σου - και µου έδειξε το τραπεζάκι οπού έβλεπα εις το όνειρό µου την προηγουµένην νύκτα. Να και αυτό το χαρτοφυλάκιον, να φυλάττης µέσα τα χειρόγραφά σου να µην χάνωνται. Και µου έδωκεν ένα µεγάλο µαύρο χαρτοφυλάκιον οπού το έχω ακόµη, επάνω εις το οποίον έγραφα όλα τα Διηγήµατά µου και ό,τι άλλο. Πολύ τυχηρόν το κακοµοιριασµένον!.»
Κανένας δε µπορεί ν' αρνηθεί στον Μωραϊτίδη τον τίτλο του πρώτου πρακτικογράφου. Του τον αναγνώρισαν όλοι οι σύγχρονοί του, ο Κοροµηλάς που τον έστειλε στη Βουλή να κρατήσει πρακτικά για την «Εφηµερίδα» του, την πρώτη ελληνική καθηµερινή εφηµερίδα, ο Μητσάκης, άλλοι ονοµαστοί δηµοσιογράφοι και λόγιοι, ακόµη κι ο Χαρίλαος Τρικούπης. Αξίζει ν' αναφέρουµε το περιστατικό µε τον Τρικούπη:
«Κατά το τέλος σπουδαίας τινός συνεδριάσεως της Βουλής, µετά το 1876, ο διευθυντής της «Εφηµερίδος» Δ. Κοροµηλάς εισελθών εκ την αίθουσαν των Συνεδριάσεων παρεκάλεσε τον κ. Χ. Τρικούπην, πρωθυπουργόν όντα, να διατάξη να του δώσουν τον λόγον ον απήγγειλε κατά την συνεδρίασιν εκείνην εκ των στενονραφηµένων πρακτικών, προς δηµοσίευσιν. Ο δε Τρικούπης του λέγει µε τον σοβαρόν µεν εκείνον της φωνής του τόνον, αλλά µε το χαριτωµένον και ευγενές µειδίαµά του:
- Εγώ αρκούµαι εις εκείνα οπού εσηµείωσεν ο κ. Μωραϊτίδης».
Μέγιστος έπαινος τούτος ο λόγος.
Ο Γ. Κοροµηλάς, επίσης, γράφει: «...ο Σκιαθίτης πεζογράφος µου κάµνει την εντύπωσιν ενός πελωρίου σπόγγου». Ανάµεσα στις εντυπώσεις που απορρόφησε «ο σπόγγος» του Αλ. Μωραϊτίδη, ήταν και οι συζητήσεκ των συνεδριάσεων τηςΒουλής, η δηµοσίευση των οποίων ήταν το δηµοσιογραφικό του καθήκον.
Η βράβευσή του
Το 1921 του απονέµεται το αριστείο Γραµµάτων και Τεχνών. Στις 26 Ιανουαρίου του 1928 η Ακαδηµία Αθηνών τον ανακηρύσσει οµόφωνα πρόσεδρο µέλος της. Ο Μωραϊτίδης ούτε που πήγε να παραστεί στην εκλογή του. Αρκέστηκε, στις 14 Μαρτίου, σε µια ευχαριστήρια επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ακαδηµίας.
Η σκιά του Παπαδιαµάντη πέφτει πάνω στο Μωραϊτίδη
Η σκιά που πέφτει επάνω στο Μωραϊτίδη από το ανάστηµα του Παπαδιαµάντη είναι µια σκιά βαριά, σταθερή, αµετακίνητη, πιεστική σκιά που µικραίνει, θολώνει και σπρώχνει πέρα σε κάποιο άφεγγο βάθος τον συγγραφέα τόσων έξοχων διηγηµάτων. Ο Παπαδιαµάντης είναι ο εφευρέτης και ο διαµορφωτής αυτού του είδους των διηγηµάτων. Ο Μωραϊτίδης είναι ο συνεχιστής, ο µιµητής του Παπαδιαµάντη. Κι η αναλογία αυτή, µοιραία τον µεταµορφώνει σε ταπεινό ουραγό της τέχνης και σε χλωµό είδωλο της προσωπικότητας Εκείνου.
Λόγια και ιδιόρρυθµη ήταν η γλώσσα στην οποία έχυσε τη λαϊκή ψυχή του έργου του. Ο Μωραϊτίδης βλάστησε µέσα στην παράδοση εκείνη που µπορεί να κρατάει από τα λαµπρά περασµένα της γλώσσας µας και της ζωής µας, δεν είχε όµως ποτέ την ικανότητα να αντιµετωπίσει τα καινούργια και να τραβήξει προς το µέλλον. Μια παράδοση που δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει ζωντανή συνείδηση του λαού µας.
Ο Παπαδιαµάντης ήταν πέρα για πέρα φύση καλλιτεχνική. Η θρησκευτική πίστη ενεργούσε σ' αυτόν ως ζωντανή πηγή έµπνευσης. Ανεξάντλητος και πολύπτυχος ο κόσµος του. Ο Μωραϊτίδης ήταν περισσότερο φύση ασκητική. Η θρησκευτικότητά του σοβαρότερη και αυστηρότερη. Περισσότερο πεζογράφος βαθύτερα αντικειµενικός αλλά λιγότερο προικισµένος. Πιο στενός ο κόσµος του δεν έχει τον αέρα και τον ορίζοντα του Παπαδιαµάντη. Μπορεί να τον αδίκησε η φήµη του Παπαδιαµάντη, τον αδίκησε ίσως κι ο ίδιος ο Παπαδιαµάντης, που ήταν φιλόπρωτος µα οπωσδήποτε το έργο του, όσο κι αν παρουσιάζεται σεµνό και µε εσωτερική συνέπεια, αποτελεί µια επιβίωση.
Πρέπει να δεχτούµε ότι ο Μωραϊτίδης δεν εξαντλείται στον τύπο του ευλαβούς και του επιρρεπούς στην κατάνυξη φιλακόλουθου. Υπήρξε συγγραφέας ποικίλων ενδιαφερόντων. Είχε βάθος και πλάτος κι αγωνίζονταν διαρκώς, κι όχι µόνο µε τη γραφίδα του, για πνευµατικά κατορθώµατα. Εξάλλου γνώριζε µ' επάρκεια τα εκκλησιαστικά γράµµατα και δεν περιφρονούσε τη θύραθεν λογοτεχνία, ως σηµαντικός φιλόλογος που ήταν. Τη γερή φιλολογική του κατάρτιση, άλλωστε, φανερώνουν τα πολλά και ποικίλα µεταφραστικά του αγωνίσµατα από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα πατερικά κείµενα.
Ο θάνατός του
Τα παλιά κατάγµατα που δεν είχαν εντελώς θεραπευτεί, φαίνεται πως υποτροπίασαν. Και οι φυσικές δυνάµεις του είχαν καταπέσει. Στις 20 Οκτωβρίου παύει να οµιλεί. Ζήτησε και κοινώνησε των αχράντων µυστηρίων. Προτού κοινωνήσει ψιθύρισε προσευχή και ψέλλισε το «ποτήριον σωτηρίου λήψοµαι και το όνοµα Κυρίου επικαλέσοµαι» κατόπιν κατελήφθη από βαθύ ύπνο. Ο θάνατος του Ανδρόνικου-Αλέξανδρου Μωραϊτίδη ήρθε την παραµονή του Αγίου Δηµητρίου, Παρασκευή µεσηµέρι, στις 25 Οκτωβρίου του 1929. Η αθηναϊκή εφηµερίδα «Σκριπ», δυο µέρες µετά, έγραψε «Μετά τον Παπαδιαµάντην, ο Μωραϊτίδης. Μετά τον Δάµονα, ο Φυντίας της Σκιάθου. Η ωραία νήσος, την οποίαν ο αείµνηστος Γαβριηλίδης απεκάλεσε «καταπράσινην, ευωδιάζουσαν, γαληνιώσαν, ευσεβή ψυχήν, πολύκολπον, ευλίµενον, δασοστεφή, βοσπορίζουσαν και περικαλλή» εγένετο ο τάφος του Μωραϊτίδη, όπως εγένετο και ο τάφος του Παπαδιαµάντη. Ο Μωραϊτίδης υπήρξεν ο κατ' εξοχήν Έλλην διηγηµατογράφος. Τα διηγήµατά του, και εν γένει όλα αυτού τα έργα, διεκρίνοντο δια το Ελληνικόν αυτών χρώµα, δια το ελληνοπρεπές ύφος και δια τας υγιάς αρχάς και βάσεις των. Τα έργα του Μωραϊτίδη είναι κατ' εξοχήν έργα ελληνικά, τα περισσότερα δε ήσαν εµπνευσµένα από την γλυκυτάτην θρησκευτικήν µυστικοπάθειαν του ποιητού. Και αυτός, όπως ο Παπαδιαµάντης, ενεπνεύσθη αριστουργήµατα από την θείαν πνευµατικήν πανδαισίαν των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η Ελλάς εις το πρόσωπον του Μωραϊτίδου δεν χάνει µόνον ένα βασιλέα του διηγήµατος, έναν δεινόν χειριστήν της γραφίδος, έναν υµνητήν των ωραιοτήτων της. Χάνει και ένα πραγµατικόν πατριώτην». ποιητού. Και αυτός, όπως ο Παπαδιαµάντης, ενεπνεύσθη αριστουργήµατα από την θείαν πνευµατικήν πανδαισίαν των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η Ελλάς εις το πρόσωπον του Μωραϊτίδου δεν χάνει µόνον ένα βασιλέα του διηγήµατος, έναν δεινόν χειριστήν της γραφίδος, έναν υµνητήν των ωραιοτήτων της. Χάνει και ένα πραγµατικόν πατριώτην».
Ο θάνατος κατά την πιστοποίηση του γιατρού επήλθε από γεροντικό µαρασµό. Και προπάντων πέθανε στη Σκιάθο του, στο αγαπηµένο του νησί. Πέθανε σαν τον Τολστόϊ σε ένα µοναστήρι. Μια καλόγρια του έκλεισε τα µάτια. Έτσι πέρασε στην γαλήνη της αιωνιότητας «εις προϋπάντησιν του Σωτήρος», που τόσο επιθυµούσε.
Βιβλιογραφία
Άγρας Τέλλος: Κριτικά, τοµ. Γ΄, εκδ. Ερµής, Αθήνα, 1984.
Αρτεµάκη Στέλιου: Ελληνικές Μορφές, εκδ. Εστίας, 1972.
Βαλέτας Γ.: Παπαδιαµάντης, Μυτιλήνη, 1940.
Δηµητρακόπουλος Φώτης: Ο µοναχός Ανδρόνικος, εκδ. Ergo.
Δροσίνη Γεωργίου: Άπαντα, εκδ. Σύλλογος προς Διάδωσιν Ωφελίµων Βιβλίων, Αθήναι, 2001.
Εφ. «Ελευθερία», 12 Φεβρ. 1959.
Εφ. «Πρωτεύουσα», 23 Νοεµβρίου 1920.
Εφ, «Σκριπ», 27 Οκτωβρίου 1929.
Ιωάννου Γιώργος «Επιζωγραφιοµένης εικόνας αποκατάσταση», στο Φώτα ολόφωτα - Ένα αφιέρωµα στον Παπαδιαµάντη και τον κόσµο του, επιµέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1981.
Καραντώνη Αντρ.: Με τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, περ. «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», 1962.
Καραντώνη Αντρ.: Ο διηγηµατογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, περ. «Νέα Εστία», τχ. 559, 15 Οκτ. 1950.
Καρβέλης Τάκης: Η γενιά του 1880, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2003.
Νιρβάνα Παύλου: Ο Μοναχός Ανδρόνικος, περ. «Νέα Εστία», τχ. 559, 15 Οκτ. 1950.
Παπαθανασόπουλου Θανάση: Αλ. Μωραϊτίδης: Η γνησιότητα µιας ανησυχίας, περ. «Νέα Εστία», τχ. 1683, 15 Αυγούστου 1997.
Πεντζίκης Ν.Χ.: Περί Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, στο Οµόπλουν Πλοίον, εκδ. Γνώση & Στιγµή, Αθήνα, 1990.
Χάρη Πέτρου: Έλληνες πεζογράφοι, τοµ Β΄ εκδ. Εστίας, 1969.
Μαστροδηµήτρη Π.Δ.: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκδ. Δόµος, 1983
Στεργιόπουλου Κώστα: Περιδιαβάζοντας τοµ. Β΄ εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1986.
Φερούση Δηµ: Ο Παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς, εκδ. Αστέρος Αθήνα, 1994.
Φραγκούλας Ιω. Ν.: Διορθωτικά στην ηλικία και τη συγγένεια Παπαδιαµάντη - Μωραϊτίδη, περ. «Σκιάθος, χρόν. Β΄ τχ. 5, Απρίλιος - Ιούνιος 1977.
Πηγή: «Λόγος και Αντίλογος»