Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης Ὁ κόσμος του, ὁ κόσμος μας (Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911)
Μαρία Σαμλίδου
«Ἐβαπτίσθη τῇ Δευτέρᾳ ἡμέρα τοῦ Πάσχα καί ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος· ἔτυχε δέ τότε, ἐνῷ ὁ βαπτίζων αὐτόν παπά – Νικόλαος ἔρριπτε τό ἔλαιον εἰς τήν κολυμβήθραν, νά σχηματισθῇ αὐτομάτως ἐπί τοῦ ὕδατος αὐτῆς σταυρός διά τοῦ ἐλαίου· τό δέ περίεργον τοῦτο συμβεβηκός ἐξήγησεν ὁ παπά – Νικόλαος εἰπῶν ὅτι αὐτό τό παιδί θά γίνῃ μεγάλο».
(Ἀπό γράμμα τοῦ παπά – Γιώργη Ρήγα τοῦ Σκιάθιου στόν ἐκδότη Δικαίο).
Ὅσοι ξυπάζονται μέ κάθε τί πού δέν εἶναι γέννημα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἀλλά ἔρχεται ἀπό ἔξω καί εἶναι φράγκικο, λογαριάσανε τόν Παπαδιαμάντη ὡς ἠθογράφο.
Εἶναι ἠθογράφος ὁ Παπαδιαμάντης, γιατί ὁ κόσμος του κινεῖται μέσα στά ἔθιμα, τά ὀρθόδοξα καί ἑλληνικά. Αὐτό, ὅμως, δέ σημαίνει πώς οἱ ἄνθρωποι πού ἔστησε δέν εἶναι βαθύτατα ἀνθρώπινοι.
Ὁ κόσμος του εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀνθρώπους ὁλοκληρωμένους, εἴτε εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, εἴτε εἶναι ἄνθρωποι τοῦ διαβόλου, εἴτε, τέλος, ταλαντεύονται ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό. Εἶναι ἄνθρωποι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ. Καί πραγματικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν πασχίζει νά παρουσιαστῇ διαφορετικός ἀπό ἐκεῖνον πού εἶναι.
Εἴτε καλοί, εἴτε κακοί, εἴτε δίκαιοι ἤ ἄδικοι, εἴτε ἅγιοι ἤ δαιμονικοί, δέν εἶναι ἀντίγραφα ἀπό ξένα πρότυπα. Δέν εἶναι μασκαρεμένοι. Εἶναι ἄνθρωποι ριζωμένοι βαθιά στή γῆ πού τούς γέννησε. Ὁ κόσμος του γεννιέται, ζεῖ καί πεθαίνει μέσα στό κλῖμα τῆς παράδοσης.
Οἱ ἄνθρωποί του δέ σαλεύουνε στό κενό. Δέν ἀρμενίζουν στά κουτουροῦ. Δέν ἀκολουθοῦν τό φύσημα τοῦ ἀέρα. Θεός τους δέν εἶναι ἡ μίμηση καί ἡ μόδα. Καί ὅταν λέω μόδα, δέν ἐννοῶ τό περίβλημα, τό ἐφήμερο, τό διακοσμητικό, ἀλλά αὐτό πού σφραγίζει τήν τέχνη, τή μουσική, τήν ἐπιστήμη, τή λογοτεχνία, τή φιλοσοφία, γιατί ὄχι καί αὐτήν ἀκόμη τή θεολογία.
Καί τό χειρότερο καί πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ἐμείς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι μέ φλάμπουρο δύο ξόανα, τό νέο – ποιός μπορεῖ νά ὁρίσῃ, τελικά, τί εἶναι νέο – καί τήν πρόοδο – τήν ταλαιπωρημένη καί καθυστερημένη – πέφτουμε ἀπό ψευδαίσθηση σέ ψευδαίσθηση. Τό ἄθροισμά τους συνεπάγεται μοντερνισμό.
Οἱ ἔχοντες καί κατέχοντες εἶναι μοιραῖα οἱ πρῶτοι καί οἱ μόνιμα «μοντέρνοι» κάθε ἐποχῆς. Ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι τό τερτίπι τους. Μόνον ὁ λαός ἔχει ἔθιμα καί μόνον ὁ λαός ἔδινε στόν Παπαδιαμάντη τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ξεριζώθηκε. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τήν ἔγνοιά του καί τήν ἀγάπη του.
Ὁ κόσμος του εἶναι ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ἀδύνατων, πού ἀγαπούσανε, πού πονούσανε, πού ἁμαρτάνανε, πού μετανοι-ώνανε, πού πεθαίνανε, ὅπως πεθαίνουμε ὅλοι μας. Ἦταν ἄνθρωποι φτιαγμένοι ἀπό κάποια διαφορετική πάστα, ἀπό τούς ἐκσυγχρονισμένους.
Ὁ κόσμος του ἦταν πάντα σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν κόσμο τόν πλούσιο, τόν ἐξευρωπαϊσμένο μέ τίς ἀνέσεις του καί τίς ἀστικές του μικροφιλοδοξίες, πού ἔχουν γιά ἰδανικό τή σταδιοδρομία, τήν κοινωνική προβολή καί καταξιώση, τήν ἄνεση. Αὐτόν τόν κόσμο τῶν δουλοπάροικων πού ἔχουν στραμμένες τίς αἰσθήσεις τους καί τίς ζωές τους στά πρότυπα τῆς Φραγκιᾶς.
Στό διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης» γράφει: «Τά πλεῖστα τῶν ὑπ’ ἐμοῦ γραφέντων ἐορτασίμων διηγημάτων ἔχουσιν, ἀς μοῦ ἐπιτραπῇ ὁ λατινικός ὅρος a priori τήν ὑπόθεσιν, εἶναι δηλαδή μᾶλλον θρησκευτικά». Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός τῶν διηγημάτων του, ἀπό τόν ἴδιο τόν Παπαδιαμάντη λύνει πολλές ἀπορίες.
Οἱ δρόμοι τῆς εὔκολης φιλολογίας ἤ λογοτεχνίας εἶναι ξώπετσοι, ὅπως καί οἱ ἀνατριχίλες τῆς ἐπιδερμίδας.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως, ἡ ὁποία ἀνασκάφτει προσεκτικά ὁ Παπαδιαμάντης, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Ἡ ἀγωνία καί ἡ λαχτάρα γιά τό θεό – γνωρίσματα κι ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός μας, ἀκόμα καί ἐκείνων πού τό ἀρνοῦνται ἤ προσπαθοῦν νά ξεχάσουν – εἶναι ξάνοιγμα σέ ἀνοιχτά πέλαγα, εἶναι σύλληψη ζωῆς στό πιό βαθύ της νόημα, εἶναι περιοχή πνευματική, ὅπου δέν εἶναι γιά τόν καθένα. Εἶναι ὅμως, γιά τούς ἀθώους τῆς γνώσης, τούς ταπεινούς, τούς ἁπλούς.
Ἔτσι ἁπλός, φτωχός καί ὄχι θεολόγος μέ διπλώματα εἶναι ὁ παπά-Διανέλλος. Φτωχές καί ἀπλοϊκές εἶναι καί οἱ γυναῖκες πού τόν συνοδεύουνε τρεῖς ὧρες δρόμο, ἔως τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἅη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου. Δέν παριστάνουν πώς τάχα ἔχουνε ἀνησυχίες, οὔτε θεολογοῦνε, οὔτε συζητᾶνε ἀνούσια καί κομπαστικά. Καταφέρνον, ὅμως, νά στήσουνε ἕνα διάλογο, πού εἶναι μεστός ἀπό οὐσία καί πνεῦμα.
Μιά ἁπλῆ γυναίκα ρωτᾶ τόν παπᾶ γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ὅλοι τόν λογαριάζουνε γιά πεθαμένο, καθώς τόν εἶχε πλακώσει μάγγανος. Τοῦ κάνανε μνημόσυνα καί ἕνας ἄγγελος ἔπαιρνε τό πιάτο μέ τά κόλλυβα καί τά πήγαινε στόν πλακωμένο κι ἔτρωγε. Ἐπί μέρες ἀνάσαινε ἀπό μία τρύπα. Ἐπιτέλους κατάφερε νά σηκώσῃ τό μάγγανο καί να λευθερωθῇ. Ποιά ἦταν τώρα ἡ ἀπορία τῆς γυναίκας; Γιατί ὁ ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ τοῦ κουβαλοῦσε τά κόλλυβα γιά νά τρέφεται, δέν ἔκανε κάτι πιό ἁπλό, πιό γρήγορο καί πιό πρακτικό. Γιατί δέ σήκωνε τό μάγγανο ἀπό τήν ἀρχή γιά νά λευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος;
Καί ὁ παπά-Διανέλλος ἀποκρίνεται:
- «Γιατί ὁ σκοπός δέν ἦτανε νά δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶναι ἀποδεδειγμένη δι’ ἀπείρων θαυμάτων, ἀλλά νά φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμη τῶν μνημοσύνων καί τῶν διά τοῦς νεκρούς προσφορῶν, καί ὅτι τίποτε, τό ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε τό ὁποῖον προσφέρει εἰς τόν θεόν, εἰς τούς φτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανέν μαρτύριον, κανέν δάκρυ, τίποτε δέ χάνεται.
Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγα-θήν, ὡς ὁ κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου δέ πέσῃ εἰς τήν γῆν καί ἀποθάνει (καί τοιαῦτα εἶναι τά κόλλυβα, οἰούτοι καί οἱ νεκροί) πολύν καρπόν φέρει. Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσι, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν»
- «Τό λέγει αὐτό τό Εὐαγγέλιον; Ρωτά ἡ γυναίκα»
- «Τό λέγει τό ψαλτήρι, εἶναι λόγος Θεοῦ καί ἐμπνευσμένον ἀπό τό Πνεύμα τό Ἅγιον…»
Ὁ κόσμος τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι οἱ ὁρίζοντες του τόπου του. Οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς πιστεύουμε πῶς οἱ ὁρίζοντες τοῦ «ἔξω ἀπό τόν τόπο μας» εἶναι πολύ μεγαλύτεροι. Οἱ τάχα μου δῆθεν εὐρύτεροι ὁρίζοντες εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ξαναμμένης φαντασίας και ψευδαίσθησης.
Ὁ τόπος μας μέ τούς ἀνθρώπους του εἶναι μιά οὐσιαστική δειγματοληψία τῆς ἀνθρωπότητας. Καί κάτι περισσότερο: Εἶναι ὁ ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, δέν εἶναι, οὔτε τυφλός, οὔτε κουφός, οὔτε χωρίς αἰσθητήριο, οὔτε ἠλίθιος, ἀλλά ἀνοιχτομάτης, μέ κρίση καί ἔνστικό, ἅρα ἐνόχληση μαζί και περιπέτεια. Καί αὐτή ἡ περιπέτεια εἶναι πολύ πιό ἔντονη ἀπ’ ὅτι ἡ ἀδιαφορία πού χαρακτηρίζει τούς ὁρίζοντες τῆς Φραγκιᾶς.
Ἄλλο ὁ πλησίον, ἄλλο ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ πλησίον εἶναι ἐδῶ, δίπλα μας, παρέκει μας. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἔννοια ἀφηρημένη καί ἄπιαστη. Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι μετράνε μεγάλες ἰδέες, μεγάλες ἀγορές, μεγάλους πολιτισμούς, μεγάλες ἠπείρους, σ’ ἕνα καζάνι, αὐτός τῆς παγκοσμιοποίησης. Αὐτοί οἱ κόσμοι μέ τούς «εὐρεῖς ὁρίζοντες», ὅμως, στήν πραγματικότητα εἶναι πολύ πιό στενοί ἀπό ἕνα σοκκάκι τοῦ τόπου τῆς Σκιάθου.
Στίς μεγάλες πόλεις ἤ μητροπόλεις, ἀφοῦ εἶναι πρακτικά ἀδύνατο νά συνευρίσκωνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μαζί, ἐπινόησαν μια πρακτική καί βολική διάσπαση: Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν κοινά γούστα ἤ σκοπούς ἤ ἰδέες, φτιάξανε κλειστές ὁμάδες, πού στήν οὐσία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά κλίκες. Αὐτός, ὅμως, ὁ χωρισμός, ὄχι μονάχα δέν πλαταίνει τόν ὁρίζοντα, ἀλλά τόν στενεύει.
Μία πεζότατη σύνθεση, ἀπ’ ὅπου λείπει τό βασικό γνώρισμα τῆς ζωῆς: ὁ ἀντίλογος καί ἡ ποικιλία.
Στενά καί ἀποπνιχτικά, μία πλήξη ἀπό Ἄδη. Ἕνας κοσμικός ἀναχωρητισμός, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θέλουν νά εἶναι ἀθέατοι, ὄχι ἐπειδή προτιμοῦν τήν προσευχή καί τήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεό, ἀλλά ἐπειδή προσπαθοῦν ν’ ἀποφύγουν τόν πλησίον.
Ὁ Μολιέρος πού ἤξερε αὐτήν τήν ἀλήθεια, γνώριζε πώς μέσα στό σπίτι του κιόλας, ὑπῆρχε μια καλή δειγματοληψία τῆς ἀνθρωπότητας, γι’ αὐτό καί κάθιζε ἀντίκρυ του τήν ὑπηρέτριά του καί τῆς διάβαζε τίς κωμωδίες του. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἀπόλυτη συνείδηση, ὅτι τό γνήσιο φαίνεται παράδοξο καί τό φτιαχτό γίνεται πιστευτό.
Πῶς ν’ ἀντικρύσουμε τήν ἁπλῆ ἀλήθεια ἐμεῖς, οἱ ἐκσυγχρονισμένοι, ὅταν κάθε τί νέο γίνεται ἐπιτακτική ἀνάγκη; Χάνουμε κάθε μέρα πού περνάει τήν αἴσθηση τῆς πληρότητας τοῦ «τετελεσμένου», νομίζοντας ὅτι βλέπουμε καθαρά τό αὔριο. Φουτουρισμός στή λογοτεχνία καί στήν τέχνη. Νά κυνηγᾶμε τά ἀφηρημένα, τά ἀσύλληπτα, τά ἀκατανόητα.
Ὁ Ζάχος καί τό μπουζούκι του στή «Στρίγγλα Μάννα», δέν ἐκφράζει πανανθρώπινες ἰδέες, ἀλλά πράγματα ἀνθρώπινα καί συγκεκριμένα.
Ὁ τόπος του, ὁ κόσμος του, οἱ ἄνθρωποι. Δε λιποταχτοῦν στούς εὐρεῖς ὁρίζοντες τῆς «Ἑσπερίας», παρά κάνοουν ἀκατόρθωτα πράγματα. Μπορεῖς νά εἶσαι ὁ παπά-Γιάννης πού, παρά τά χρόνια του, στέκεται ὄρθιος καί τήν ἴδια μέρα ὑποδέχεται τό Δεσπότη, θάβει τό ἔγγονι του, δέχεται τό συμπεθεριό τῆς νιόπαντρης κόρης του καί δέχεται ταυτόχρονα μιά κοινοποίηση πού τοῦ γνωστοποιεῖ τήν ἀπόφαση γιά ἕνα χρέος δύο χιλιάδων δραχμῶν. Καί ὅλα αὐτά μ’ ἐγκαρτέρηση καί ὑπομονή καί μέ δοξολογία στόν Παντοδύναμο. Ποῦ νά βρῆ κανείς εὐρύτερο ὁρίζοντα ἀπό αὐτόν;
Ὅταν σαρκάζῃ τόν «πολιτισμόν εἰς τό χωρίον», ὅταν λογαριάζῃ τούς κακούς ἀντιγραφεῖς τῶν τάχα μου ἀντιπροσωπευτικῶν πολιτικῶν κομμάτων, ὡς χαλασοχώρηδες, ὅταν μᾶς δίνῃ ἀνάγλυφα τήν ἀποκρουστική εἰκόνα στίς ἐκλογές, ἀπό τή μιά τό τέρας τῆς ὀχλοκρατίας καί ἀπό τήν ἄλλη τό τέρος τῆς πλουτοκρατίας, τό κάνει μέ πόνο ψυχῆς, γιατί ὅλα αὐτά γίνονται δῆθεν για τό λαό. Ἐνῷ ξέρει πώς, οὔτε ἀπό τό λαό πηγάζουνε ὅλα αὐτά, οὔτε γιά τό καλό του γίνονται. Ξέρει ὅτι τό Προπατορικό ἁμάρτημα συνεχίζεται, ὅτι ἡ μίμησις Χριστοῦ ἔχει λησμονηθεῖ.
Ξέρει, ἐπίσης, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, πώς ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ ἰδανική ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά μιά Ἐκκλησία στά χέρια ἀνθρώπων που σκανδαλίζουν. Δέν εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ὑπακοή καί ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν πού δέν ἀρέσουν στόν λαό, ἀλλά ἡ ἰδιοκτησία, ἡ ἀνυπακοή καί οἱ σεξουαλικές ἁμαρτίες, πού ρίχνουνε τό μοναστικό βίο στά μάτια του. Δέν εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀλλά ἡ ἔλλειψη ταπεινοφροσύνης, ἡ ἀλαζονεία καί ἡ προκλητικότητα πού κάνει τούς Χριστιανούς ἀποκρουστικούς. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν ἔφτασε στούς ἀντικειμενικούς στόχους πού τῆς ἔταξε ὁ Χριστός, αὐτό σέ πολύ μεγάλο μέρος ὀφείλεται στά λάθη τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ κόσμος του πασχίζει νά βρίσκεται πιο κοντά στό Θεό. Εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τή δημιουργία τοῦ Δημιουργοῦ του. Τή γῆ καί τή θάλασσα. Ὁ κόσμος του δέν εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τό Θεό. Ἡ Γραφή, τό συναξάρι, ἡ λειτουργία, οἱ ἀκολουθίες εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα τ’ ἄλλα, τά θεωρητικά περισσεύουνε.
Στό διήγημα του «Ρεμβασμός τού Δεκαπενταύγουστου» περιγράφει ἕναν ὀργίλο, ἀλλά ἄκακο γέρο, τό γέρο – Φραγκούλα, ἔτσι ἀκριβῶς: «Ὁ γέρο – Φραγκούλας ἐπίστευε καί ἔκλαιγεν, ναί ἤτον ἄνθρωπος ἀσθενής, ἠγάπα καί ἡμάρτανε καί μετενόει». Σ’ αὐτόν τό χαρακτηρισμό – περιγραφή του γιά τό γέρο – Φραγκούλη, συνοψίζεται ἡ γνώμη τού Παπαδιαμάντη γι’ αὐτόν τόν κόσμο.
Στό διήγημά του «Μιά ψυχή» φανερώνει ποιοί εἶναι ζωντανοί κρίκοι στήν ἀλυσίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ποιοί εἶναι οἱ σπασμένοι κρίκοι τῆς φυσικῆς, τῆς σαρκικῆς, τῆς ὑλικῆς ζωῆς.
Ὅταν ἡ Εὐφροσύνη, ἡ πληγωμένη μητέρα τῆς μικρῆς Ἀγγε-λικούλας βλέπῃ τή νύχτα πάνω στό κρεβάτι τῆς πεθαμένης κόρης τής μια πεταλούδα νά γυροφέρνῃ τή φλόγα τῆς ἀναμμένης καντήλας πού ἔκαιγε πάνω στό προσκέφαλο του κρεβατιού πού πάνω ξεψύχισε ἡ Ἀγγελικούλα, πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἀγγελικούλας. Αὐτή ἡ πίστη τῆς Εὐφροσύνης, δέν εἶναι πρόληψη, ὅπως θά τήν χαρακτήριζαν οἱ ὀρθολογιστές, ἀλλά ἀγωνιώδης σύνδεση τοῦ ὁρατοῦ μέ τό ἀόρατο, τῆς ζωῆς τοῦ ἐπίγειου βίου μέ τήν αἰώνια πνευματική ζωή. Ἡ Εὐφροσύνη θλίβεται καί πονάει, ἐπειδή τό ὁρατό ἔγινε ἀόρατο, ἀλλά δέν ἀμφιβάλλει, οὔτε μιά στιγμή, πώς αὐτό τό ἀόρατο εἶναι καί αἰώνιο καί δέ γνωρίζει θάνατο, ἐνῷ τό ἄλλο, τό ὁρατό, μόνο προς τό θάνατο ὀδηγεῖ.
Ὁταν γυρίσανε ἀπό τό κοιμητήριο ἡ Εὐφροσύνη καί ἡ γριά ἡ μάνα της, ἡ γιαγιά τῆς πεθαμένης Ἀγγελικούλας, φανερώ-νουνε τή θεμελιακή τους ἀντίθεση. Κι ἡ γριά τήν πόνεσε τήν Ἀγγελικούλα, καί τήν ἔκλαψε, καί τήν μοιρολόγησε, ἐνῷ ἡ Εὐφροσύνη, πού τήν γέννησε, σώπαινε. Ἡ γριά εἶναι ἐκεῖνο πού ἐκφράζει ἡ πρόληψη. Ἐπικαλεῖται τά ἔθιμα γιά νά φάῃ και νά θρέψη τή σάρκα της. Ἔφαγε τηγανιτό ψάρι καί αὐγά. Μασάει ἀμύγδαλα καί ζητάει νά πιῇ μαστίχα, ἐπειδή δέν εἶχε κρασί καί ὄταν τῆς λένε πώς δέν πίνουνε μετά τό κρασί μαστίχα ἡ γριά μέ τή λαίμαργη καί ἀνυπάκουη σάρκα, λέει πώς οἱ Ρώσοι πού εἶναι καλοί Χριστιανοί, πίνουνε ρακί. Καί κατεβάζει τρία ποτήρια μαστίχα.
Ὁ Τάσος καί ὁ Μήτσος, τ’ ἀδέλφια της πεθαμένης κοιμόνταν. Ὁλόκληρος χορός νεκρῶν πού εἶχαν θάψει τό νεκρό τους. Ἡ μόνη πού κρατοῦσε ζωντανἤ τήν ἐπαφή τῆς μιάς ζωής μέ τήν ἄλλη, ἦταν ἡ μάνα τῆς Ἀγγελικούλας. Οὔτε μιλούσε, οὔτε μοιρολογοῦσε, οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε μαστίχα. Ἄναβε μοναχά τό καντήλι στό προσκέ-φαλο τοῦ κρεβατιοῦ. Κί ἐκεῖ βλέπει τή μικρή, χρυσόφτερη πε-ταλούδα νά γυροφέρνῃ τή φλόγα τοῦ καντηλιοῦ. Τήν εἶδε νά πετᾷ γύρω ἀπό τή φλόγα γιά ἕνα ὀλόκληρο λεπτό καί ὕστερα νά χάνεται. Τήν εἶδε τή δεύτερη νύχτα καί μέ δάκρυα στά μάτια νομίζει πώς εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἀγγελικούλας. Μιά εὐχή φεύγει τότε ἀπό τά χείλη της: Νά ‘ναι γλυκά τά ὄνειρα τῆς Ἀγγελικούλας ἐκεῖ πού κοιμᾶται. Τήν βλέπει νά πετᾷ πρός τήν ὀροφή κι ὕστερα νά κατεβαίνῃ καί νά πίνῃ ἀπό τό λάδι τῆς καντήλας.
Μετά τό τρίτο βράδυ ἡ πεταλούδα δέν ξαναφάνηκε. Αὐτό, ὅμως, δέν ἐμπόδισε τήν Εὐφροσύνη νά πηγαίνῃ κάθε νύχτα πρός ἀντάμωσή της. Ἀγρυπνούσε, γύρευε ἐναγώνια νά εἶναι ὁ ζωντανός κρίκος ἀνάμεσα στίς δύο ζωές. Δέ λησμονοῦσε τό θάνατο, ὅπως ἡ ἐβδομηνταπεντάρα γριά, μάνα της, παραδο-μένη στό φαΐ καί τό ποτό. Πασχίζει νά ξεπεράσῃ τό θάνατο. Πῶς, ὅμως; Πιστεύοντας στήν ἄλλη, τήν αἰώνια ζωή. Οἱ ἄλλοι κλάψανε, μοιρολογήσανε, σκούξανε καί ὕστερα ξεχάσανε καί τό ρίξανε στό φαΐ, στή λογομαχία καί τόν ὕπνο. Ἡ Εὐφροσύνη, ὅμως, κράτησε ὄρθιο τό πνεύμα της. Δέν ἄφησε τίποτε νά θολώσῃ τή μνήμη της. Ζούσε, γιατί ἀγαποῦσε. Κι ἀγάπη σημαίνει θύμηση, σημαίνει πάθος πρός ἕνωση, σημαίνει λαχτάρα γιά τήν οὐσία πού εἶναι τό αἰώνιο καί τό ἀόρατο. Ζούσε ἡ Εὐφροσύνη, ἐπειδή, ἀκριβῶς, εἶχε μνήμη θανάτου.
Θάνατος δέν εἶναι τό τέλος. Μία φαινομενική ζωή, ὅμως, εἶναι θάνατος. Θάνατος πνευματικός… Ἡ γέννηση καί ὁ θάνατος τοῦ σώματος εἶναι μία εἴσοδος καί μιά ἔξοδος. Καί ἔξοδος δέ σημαίνει τέλος, ἀλλά μετάσταση ἀπό ἐδῶ πρός τά ἐκεῖ.
Πρίν τελειώσω, ἀξίζει, νομίζω, ν’ ἀναφέρω ἕνα κομμάτι ἀπό τό γράμμα πού στείλανε οἱ τρεῖς ἀδερφές τοῦ Παπαδιαμάντη στό Γιάννη Βλαχογιάννη, γιά τίς τελευταίες μέρες καί ὧρες τῆς ζωῆς του.
«Ἀξιότιμε κύριε Βλαχογιάννη…
Τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τόν ἐκτύπησε πόνος στήν ὠμοπλάτην του· μετά τρεῖς ἡμέρας ἐλιποθύμησε καί ὅταν συνῆλθε:
«Τί μοῦ συνέβη; Τόσων ἐτῶν δέν ἐλιποθύμησα! Δέν βλέπετε ὅτι εἶναι προοίμια τοῦ θανάτου μου;». Ἦλθεν ὁ ἰατρός: Μπά, τί θέλεις ἐσύ, ἐδῶ; Θά κάνω πρῶτα τά χριστιανικά· Αὔριο θά ἔλθης» «Εἶχε ἐνύπνιον, εἶχε συγκοπάς.
Τρεῖς φορές ἐκοινώνησε, τρεῖς τοῦ διάβασαν τήν μεγάλην εὐχήν, ἐν εἴδε ἐξομολογήσεως… μία μετά τό μεσονύκτιον ἐσηκώθη καί εἶπε: «Νά πάγω μιά εἰς τοῦ Ζιμπλοῦ», γειτονικόν παντοπωλεῖον καί ἐπειδή εκλονίζετο, τόν καθίσαμεν εἰς τήν καρέκλαν, καί ἄρχισε νά κλαίῃ σά μικρό παιδί. Τόν βάλαμε δίπλα καί μέσα σέ πέντε λεπτά ἐξέπνευσε. Ἔκλεισε μόνος του τά μάτια, χωρίς να τά πιάσῃ ἄλλος. Τήν Δευτέραν τόν θάψαμε καί χάσαμε τήν τελευταία ἐλπίδαν μας,… 3 Ἰανουαρίου 1911..
Ὅσο καί ἄν φαίνεται ὑπερβολικό, οἱ νεκροί σφραγίζουνε τή ζωή μας, εἴτε μᾶς ἀρέσει, εἴτε ὄχι. Καί κάποτε τά κοιμητήρια, πού τόσο φοβᾶται ὁ δυτικός πολιτισμός καί πού δέ φοβοῦνται οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι στόν κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη, δέν εἶναι ἀσήμαντη ἀφετηρία ζωῆς.
Χριστός Ἀνέστη Ἄνθρωπος Ἀνέστη.
Περιοδικό ΄΄Λυχνάρι΄΄, ΑΡΙΔΑΙΑ, ΑΝΟΙΞΗ 2013
ΕΚΔΟΤΗΣ, Παρασίδης Χαράλαμπος
Πηγή: ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ