Ἄνθρωπε πονηρέ, γύρισε καί κοίταξε τό χάος πού 'ναι ὁλόγυρά μας!
Ἄνθρωπε πονηρέ, γύρισε καί κοίταξε τό χάος πού 'ναι ὁλόγυρά μας! Ἐγώ πολλές φορές τρομάζω τή νύχτα, βλέποντας νά κρέμεται ἀπό πάνω μας τούτη ἡ μηχανή τοῦ κόσμου. Καί τά σκληρά βουνά πού πατᾶμε, καί κεῖνα πού στέκουνται στόν ἀγέρα, δέν ἔχουνε θεμέλιο, δέν ἀκουμπᾶνε πουθενά. «Ὁ πήξας ἐπ' οὐδενός τήν γῆν τῇ προστάξει Σου, καί μετεωρίσας ἀσχέτως βρίθουσαν!» Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε γαντζωμένοι ἀπάνω σ' ἕνα μικρό μῆλο, κρεμασμένο κι αὐτό μαζί μέ τ' ἄλλα ἀπό τό μεγάλο δέντρο τ' οὐρανοῦ, πού δέν ἔχει ρίζες, παρά στέκεται στόν ἀγέρα.
Ὅπως ἡ γῆς βγάζει στόν καιρό της χορτάρια καί λουλούδια, κι ἅμα ζήσουνε ὅσο εἶναι διορισμένο, ξεραίνουνται καί γίνουνται χῶμα, καί πάλε μέ τόν καιρό ξαναφυτρώνουνε ἄλλα, καί τό 'να ζεῖ ἀπό τή σκόνη τ' ἀλλουνοῦ, ἔτσι περνᾶνε ἀπό τόν ψεύτη τόν κόσμο κ' οἱ ἄνθρωποι, ὁ ἕνας πίσ' ἀπό τόν ἄλλον.
Σέ κάθε χώρα ἔτσι γίνεται. Μά τοῦτος ὁ μύλος τῆς ζωῆς γυρνᾶ πιό γρήγορα στίς χῶρες πού 'ναι πιό ἀρχαῖες, καί πιό πολύ ἀκόμα στίς μεριές τοῦ κόσμου πού σταυρώνουνται τά ρέματα. Γιατί, ὅπως ἔχει ρέματα ἡ θάλασσα, ἡ ἀτμόσφαιρα καί τά ποτάμια, τό ἴδιο κ' οἱ ἀνθρῶποι κάνουνε κι αὐτοί ρέματα παράξενα, καί περιπλέκονται τό 'να μέ τ' ἄλλο, καί χοχλακᾶνε, κ' ὕστερα πλημμάρουνε καί σκεπάζουνε τίς στεριές καί τά νησιά.
Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τόν Θρηνητικό Πρόλογο τοῦ βιβλίου Τό Ἀϊβαλί ἡ πατρίδα μου, τοῦ Φώτη Κόντογλου
Φωτογραφία: Σαμοθράκη
Ἑλλήνων Φῶς