ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ (Κωστῆς Παλαμᾶς)
Ἐγὼ γυρίζω, γυρίζω, καὶ κάνω
τὸν ἄνεμο κουβάρι...
Κ α ρ κ α β ί τ σ α ς (Ἀπὸ ἕνα γράμμα του).
Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη, ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν' ἐδῶ, τὸ προσκυνᾶ ἡ πλεμπάγια, ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ. Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια. Ἡ Πολιτεία λωλάθηκε, κι ἀπόπαιδα τὰ κάνει το Νοῦ, τὸ Λόγο, τὴν Καρδιά, τὸν Ψάλτη, τὴν Προφήτη· κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρὸ στεφάνι, στὴ λάσπη. Σταῦλος ὁ ναὸς καὶ μπουντρούμι τὸ σπίτι. Ἀπὸ θαμποὺς ντερβύσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πετιέται. Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους! Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται. Γύρω μου ἀδιάφοροι κι ὀχτροί, καὶ οὐρλιάζουνε μπροστά μου, κ' ἐμὲ μ' ἀδράχνει ἕνας θυμὸς κ' ἕνας σκοπὸς μὲ πάει· κ' ἕνα παλιὸ τραγούδι μου μέσ' ἀπ' τὴ θάλασσά μου ξανάρχεται στὰ χείλη μου, κῦμα κι ἀφρός, καὶ σπάει: Δὲν ἔχεις, Ὂλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι, κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονᾶν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα, τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι. Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωΐλοι, καὶ Μαμμωνάδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι· λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκούλοι κ' οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη! Καὶ τὸ ἐπικὸ παλάτι, νά! (γιὰ σένα ἐγὼ τὸ ὡψώνω, κορώνα τοῦ βυζαντινοῦ θυμοῦ, Βουλγαροχτόνε), τὸ παρατῶ· πολεμικὴ καστέλλα θεμελιώνω. Εἶν' ἐδῶ μέσα οἱ βούλγαροι καὶ οἱ τοῦρκοι καὶ μᾶς τρῶνε. Τὸ Τότε μιὰ γιὰ πάντα πάει· γεννήσου ἀπὸ τὸ Τώρα, γκρεμιστή, πλάστη, φύσηξε τὸ φύσημά σου, ὦ μάγε, σκολαστικὸς καὶ ρουσφετλὴς ρημάζουνε τὴ χώρα· βουλγαροχτόνε, φρύαξε, καὶ ρίξου, Τουρκοφάγε! ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Σὲ βλέπω· ἀναγελαστικὰ τὰ μάτια σου σπαράζουν στὸ ἀγέλαστό σου πρόσωπο, συγνεφιασμένη μέρα, τὸ πρόσωπό σου ἀπελπισιά, τὰ μάτια σου ταράζουν. Μὰ κράτησε τὸ δρόμο σου καὶ κοίτα παραπέρα. Πάντα εἶν' ὀρθὸς κι ἀσάλευτος ὁ λειτουργός· τὸ χέρι τ' ἀργοσαλεύει ρυθμικὰ βλογώντας· μὴν ξεχάνῃς. Γύρω μου ἀτάραχα, ἡ ἐλιά, τὸ φῶς, τὸ καλοκαίρι· στρηφογυρίζει, δέρνεται μονάχα ὁ μπεχλιβάνης. Ἄς σκούζουν οἱ ντερβύσηδες, ἄς λένε οἱ μανταρίνοι, καὶ μέσα ἡ χώρα γριὰ λωλὴ κι ἄς δασκαλοκρατιέται. Στὰ περιβόλια —κοίταξε— βαθιὰ εἶν' οἱ ἄσπροι κρίνοι, κάτου ἀπὸ δέντρα φουντωτὰ λαὸς δροσολογιέται. Πόσα ὁλοστρόγγυλα παιδιὰ κι ὡραῖα κορίτσια πόσα μὲ τὰ χλωρά, μὲ τὰ πουλιὰ περνᾶνε ταιριασμένα, καὶ συλλαβίζουν τὴ ζωή, τὴν ὀμορφιά, τὴ γλώσσα κι ἀπάνου στὰ δημιουργὰ βιβλία σου σκυμμένα! 21 τοῦ Μάη 1908.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Ἑλλήνων Φῶς