ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ

Τα Προπύλαια της Ακρόπολης το 1869

Τἀηδόνια τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὰ πουλιὰ τῆς Δύσης.
(Τραγούδι τοῦ λαοῦ).

Ἡ Ἑλλάδα, ἀρχαία, παντοτινή. Μὰ κοίτα, καὶ τὴ βρίσκεις τοῦ νέου μέσ' στὸ περπάτημα τὴ δύναμη τοῦ ἀρχαίου. Πόσες φορὲς δὲ βλέπουμε στοῦ νέου παιδιοῦ τὸ σεῖσμα, στοῦ νέου παιδιοῦ τὸ λίγισμα, νὰ σειέται, νὰ λιγιέται μέσ' ἀπ' τοῦ χρόνου τοὺς βυθοὺς ὁ γέρος ὁ πατέρας, καὶ μ' ὅλο ποὺ τοῦ νέου παιδιοῦ τὸ λίγισμα, τὸ σεῖσμα, σὰν ἀλλαχτὰ καὶ σὰ θρεφτὰ κι ἀπ' ἄλλο βιός, ποιὸς ξέρει! κἄν ἀπ' τῆς μάννας τὸν ἀέρα, κἄν ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου προγόνου βάρβαρου καὶ ἀλαργεμένου, ποὺ ἦρθε καὶ στοίχιωσε, καὶ ξαναζῇ στοῦ νέου παιδιοῦ τὴ μοῖρα.

Ἡ νέα Ἑλλάδα, νέα ψυχὴ, νιὸς λόγος, νιὸ τραγούδι, καὶ τῆς Ἑλλάδας τῆς ψυχῆς, τραγούδι ἐσύ, ὁ καθρέφτης. Καὶ γέρνεις καὶ κοιτάζεσαι μέσ' στὸν καθρέφτη, ὦ Μάννα, καὶ λαμπροκαθρεφτίζεσαι μὲ τὶς θωριὲς τῆς πλάσης καὶ μὲ τὰ πάθη τῆς καρδιᾶς. Σ' ἐσὲ καρδιὰ καὶ ἡ πλάση, γιατὶ ἀπ' τὴν πέτρα ὡς τὸ πουλὶ στὸν κόσμο τὸ δικό σου κ' αἰστάνονται ὅλα καὶ μιλᾶν μ' ἀνθρώπινη λαλίτσα. Σ' ἐσένα πάλε καὶ ἡ καρδιὰ σταυραδερφὴ τῆς πλάσης τῆς ἄγγιχτης κι ἀπάρθενης ἀπ' τὴν πανάρχαιαν ὥρα ποὺ γύρω ἀπὸ τὶς μαντικὲς βαλανιδιὲς καὶ κάτου στὸν ἴσκιο τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς καὶ μέσ' στὸ φῶς τὸ ἀκράτο, καλόρρυθμα, λειτουργικά, διαβαίναν τραγουδώντας Ἀλκαῖοι καὶ δωρικοὶ χοροὶ καὶ ἰωνικὲς κιθάρες.

Τοῦ τραγουδιοῦ σου ὁ ποιητὴς ἐγὼ δὲν εἶμαι, ὦ Μάννα, καὶ μήτε καὶ ἀκριβὸς κανεὶς τῆς γνώρας καὶ τῆς φήμης ἀπ' τοὺς μακάριους τοῦ θεοῦ τοῦ δελφικοῦ ποὺ πίνουν καὶ ζοῦν ἀπὸ τ' ἀθάνατο νερὸ τῆς Ἱπποκρήνης. Μονάχη ἐσ' εἶσαι κι ὁ Ὅμηρος, ἐσὺ καὶ ἡ Φαντασία τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ τραγουδᾶς, Δέσποινα, Μάννα, Ἑλλάδα. Καὶ τὰ παλιὰ βιολιὰ χτυπᾶς μὲ δοξαριὲς καινούριες. Ὁ ψάλτης δίχως ὄνομα καὶ χίλια ὀνόματα ἔχει. Ψάλτης κανένας ἀπὸ μᾶς τοῦ ψαλτηριοῦ σου, τὶ ὅλοι κάτου ἀπὸ σὲ ἀξεχώριστα καὶ ὁμάδι, εἴμαστ' ὁ ψάλτης, μὰ πιὸ πολὺ εἶν' οἱ ταπεινοὶ κ' οἱ ἁπλοὶ βλαστοί, οἱ ξωμάχοι. Ἀγνώριστοι καὶ ἀγύρευτοι ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς χῶρες τοῦ βάρυπνου, τοῦ ἀκάθαρτου καὶ κρύου καὶ μολεμένου, κάτου ἀπ' τὰ μάτια τ' οὐρανοῦ νυχτόημερα, καὶ παίρνουν ἀπὸ βουνὰ καὶ πόταμους καὶ στάνες καὶ ρουμάνια, κι ἀπὸ τῆς γῆς τὰ καθαρὰ κι ἀπὸ τ' ἁγνὰ τῆς πλάσης τὴ γνώμη καὶ τὴ λεβεντιά, τὸ στίχο καὶ τὸν ἦχο.

Χαῖρε, ὁ Πολίτης, ὁ Σοφός! — Ἡ αὐγὴ ροδογελοῦσε, στ' ἀραχνιασμένο, στὸ κλειστὸ παλάτι βαρὺς ὕπνος τὸ γέρο καταχώνιαζε τὸ βασιλιά, τὸ Μῦθο, καὶ γύρω του νυχτερευτὲς καὶ λιβανίστρες γύρω θρησκεῖες, λατρεῖες· καὶ οἱ βωμοὶ λογῆς καὶ σὰ σβυσμένοι. Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τοῦ παλατιοῦ τ' ἀνοίγεις καὶ μπάζεις μέσα τῆς ζωῆς τὸ φῶς καὶ τὸν ἀέρα, καὶ λὲς τοῦ Μύθου: —Ξύπνησε! —Καὶ λὲς τοῦ ρήγα: —Μίλα, ξύπνα, καὶ νά ἡ Παράδοση καὶ νά ἡ νεράϊδα· μίλα!— Καὶ ξεσκεπάζεις τῆς κρυφῆς λιγόλοης Παροιμίας τ' ἀγαλματένιο πρόσωπο, νόημα, φωνὴ τῆς δίνει. Καὶ τῆς καρδιᾶς μας τὴν καρδιὰ μᾶς δείχνεις, τὸ Τραγούδι τ' ὁλόδροσο, τὸ πιὸ ὄμορφο ρηγόπουλο, καὶ κράζεις: —Ἀκοῦστε το πῶς κελαϊδεῖ καὶ δέστε το πῶς πάει!—

Χαρῆτε, νιάτα ἑλληνικά, περηφανέψου, Μάννα!

*

Χαῖρε, κ' ἐσὺ ὁ κελαϊδιστής, τὸ κρητικὸ τ' ἀηδόνι! Σὰ νὰ χωρίζῃς τοῦ τεχνίτη τὸ τραγούδι πρῶτος ἀπ' τὸ τραγούδι τοῦ λαοῦ ποὺ ρέει κ' εἶναι σὰν ἕνα μ' ἐσένα, ὦ πλάση ἀπρόσωπη, τὶ χίλια πρόσωπα ἔχεις. Καὶ τοῦ τεχνίτη τὸ τραγούδι σφραγιστὸ μὲ μύριες, μὲ λογῆς βοῦλλες ἄμοιαστες, καὶ ἡ κάθε βούλλα δείχνει καὶ νιὸ ξέχωρο πρόσωπο χρυσογραμμένο ἀπάνου, ποὺ ἕνα, κι ἀξίζει γιὰ πολλά, καὶ ντόπιο καὶ σὰν ξένο. Μέσ' στὴ βουνόσπαρτη Σητειά, τῶν πέλαων ξαγναντεύτρα, στῆς Κρήτης τὴν Ἀκρίτισσα ποὺ γέννησεν ἐσένα, ποιός θεὸς σὲ βλόγησε; Καὶ ποιά κρητικοπούλα νύφη, ποιά νύφη συναναθρεφτὴ ποιᾶς φράγκισσας Καλλιόπης ποιόν ὁμηρίδη ραψωδὸν ἀγάπησε καὶ πῆρε, γιὰ νὰ γεννήσουν —θεοῦ χαρὰ— διπλομορφιά, τὴ Ρίμα μὲ τὴ λαλιὰ τὴ ζωντανὴ ποὺ τὴ λαλεῖ κι ἀντρειεύει τὸ Γένος ὁλοζώντανο; Δόξα σ' ἐσέ, ὁ Κορνάρος, δόξα σ' ἐσένα, ὁ ποταμὸς ὁ χρυσομελιτάρης, ποὺ τρέχεις καὶ κατρακυλᾶς καὶ πότισμα καὶ δρόσος τῆς θείας Ἑλλήνισσας φυλῆς κ' ἐλεύτερης καὶ σκλάβας, καὶ μὲ τοὺς Ἐρωτόκριτους καὶ μὲ τὶς Ἀρετοῦσες, δόξα κι ἀγάπη καὶ τιμὴ κι ὅλες τὶς ἀντρειοσῦνες!

Χώρια, ματιά, περπατησιά, κορμοστασιὰ ὁ καθένας, στοῦ δεκαπεντασύλλαβου τὸ βῆμα ἁρμόνισέ τους, τὴν κρίση μὴν τὴ φοβηθῇς, καὶ μέτρα τους καὶ πές τους, Μοῦσα, μὲ τὰ σημάδια τους καὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους.

Σολωμός, Ρήγας, Βηλαράς, Ψυχάρης, Βαλαωρίτης, τῆς μυγδαλιᾶς τὰ στέφανα καὶ τοῦ σποριᾶ τὰ χέρια, καὶ οἱ παραστάτες κ' οἱ προεστοί. Πολέμαρχοι. Οἱ Πατέρες.

Πλάστης κριτής, ὁ Πολυλάς. Καὶ μὲ τῶν Ἰλιάδων καὶ μὲ τῶν Τετραβάγγελων τὸ φῶς ὁ Πάλλης, ψάλτης. Γιὰ χαίρονται τοῦ ἡλιοῦ τὸ φῶς, γιὰ μέσ' στὸ χῶμα λιώνουν, βασιλευτοί, ἀβασίλευτοι, δὲν ξέρω· ζοῦν ἐμπρός μου. Στοὺς οὐρανοὺς ἑλληνικούς, τῆς ἁρμονίας ἡ Πούλια. Σ' ἄνανθο βράχο ἀποσυρτός, ἀταίριαστος, μονάχος, ζωσμένος μὲ τῆς λύρας του τὸν ὠκεανό, καὶ ὁ Κάλβος.

—Πατριδολάτρη σαλπιχτὴ μεγαλομάρτυρα! Ἦρθεν, ἦρθε τῆς δόξας ὁ καιρός. Ὡς πότε, παλληκάρια; Δὲ ζοῦν τὰ παλληκάρια πιὰ θεριὰ σ' ἐρμιὲς καὶ σπήλια, τῆς Πολιτείας διαφεντευτές, τοῦ θρόνου εἶν' ἀντιστύλια. Μὰ εἶν' ἡ Ἑλλάδα σου πλατιά, τετράπλατα γραμμένη στὰ σύνορα τοῦ χάρτη σου, στοῦ ὀνείρου σου τὰ μάγια, μακριὸς ὁ δρόμος, ἄσωστος, τὰ κακοτόπια πλῆθος, ὁ ὀχτρὸς ἑφτάψυχος καὶ μέσ' στὸ ψυχομάχημά του. Κύριοι, τὰ μίση τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν τρανῶν οἱ ἀμάχες. Σὰν τὴν ἀρχαίαν ἀράθυμη βασίλισσα, κ' ἡ Ἀγάπη μαρμάρωσε καὶ στέκεται μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της δοξαρεμένα ἀπὸ σκληροὺς θεοὺς μέσ' στὴν ποδιά της. Καὶ τῶν αὐτοκρατόρω μας ὁ σταυραϊτὸς μακριάθε κλαγγάζει ἀπὸ τὴν ξςνητιά. —Ξενητεμένε, μήπως μᾶς στέλνεις χαιρετίσματα; Μηνᾶς τὸ γυρισμό σου; Τῆς δόξας ἦρθεν ὁ καιρός; Ὡς πότε, παλληκάρια;

—Μῶμε κ' ἐσὺ παιγνιδιστή, Θύρση, δειλὲ βοσκάρξ. ἀπὸ τῆς Τουρκαρβανιτιᾶς τὸ λύκο σαστισμένε, πρόδρομε, ποὺ δὲν ὄκνεψες νὰ κονταροχτυπήσῃς, καὶ μέσ' στὰ μαῦρα Γιάννενα τὰ κατασκλαβωμένα, γιὰ κάποιο μέγα λυτρωμὸ μελλόμενο τοῦ Λόγου. Στῆς λυτρωμένης Ἤπειρος τὶς ράχες καὶ τὶς λίμνες προσμένει σε ἡ φλογέρα σου ποιμενικὴ μέ κάποιους πιὸ γλυκοὺς ἤχους ἄπαιχτους, γιὰ νὰ τοὺς παίξῃς τώρα, ἄν, ὅπου ζοῦσες ἄμοιρος, μακαριστὸς γυρίσῃς.

—Κ' ἐσὺ ὁ ἀσύγκριτός! Μ' ἐσὲ πρωτόφαντος ὁ στίχος, μαζί, ἡ πολέμια χλαλοὴ καὶ ἡ κλάψα τῆς τρυγόνας καὶ ἡ χάρη ποὺ ἅγιο λείψανο τ' ὡραῖο συντρίμμι κάνει. Κι ἄν τὸ πετᾶς μισουρανὶς τοῦ βούκινου τὸ σκοῦσμα, μυστικὰ γέρνεις καὶ γλυκὰ τὸ στῆθος πρὸς τὴν ἅρπα, νὰ πλάσῃς τ' ἄστρο τῆς νυχτὸς καὶ τ' ἄστρο τῆς ἡμέρας, νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα γιομάτη μάγια.

—Καὶ ὦ Φωτεινέ, Ἀστραπόγιαννε καὶ ἀρματωλὲ καὶ Ἀκρίτα καὶ τῆς φυλῆς καὶ τῆς φωνῆς, καρδιά, τραγούδι, λόγος, τοῦ Γένους φυλακάτορα, καὶ σὰ νὰ στέκῃς πάντα μὲ κάποια ὁλάνοιχτα φτερά, σὰ σκέπη ἀπάνωθέ μας. Δροσάτος ἀπ' τοῦ Κίσσαβου τὴν πάχνη, ἀπὸ τὴ φλόγα μαυρειδερός, μοσκοβολᾶς μπαρούτι καὶ θυμάρι.

—Κι ὁ ἀπ' ὅλους δυνατώτερος, μὰ καὶ γι' αὐτὸ γραμμένος νὰ τήνε σέρνῃς γιὰ καιρὸ σὰν ξεμοναχιασμένη τὴ δύναμή σου, τοῦ καιροῦ καταφρονήτρα καὶ ὅλων ὅσοι μισοί, καὶ σὰ νερὸ μήτε ζεστὸ οὔτε κρύο, καρποὶ ἄδετοι ἀνωφέλευτοι, μήτε καλοί, κακοὶ οὔτε, μισοὶ καὶ σβοῦνε, οἱ Τίποτε στὸ τίποτε γυρίζουν, καὶ —τὸ εἶπε ὁ τρισμεγάλος σου πατέρας, ὁ Ἀλιγγέρης,— δὲν τοὺς βαστᾶ ἡ παράδεισο, μήπως καὶ τὴ μολέψουν, καὶ δὲν τοὺς θέλει ἡ κόλαση μήπως τὸ παινευτοῦνε. Ἀντάρτη καὶ καταλυτή, διδάχε καὶ οἰκοδόμε μὲ τοῦ Οἴστρου τὰ κεντήματα, μὲ τῆς Σοφίας τὰ μέτρα, θέλεις δὲ θέλεις, μιὰ φορά, κι ἄς εἶναι ἀργά, ἕνας βράχος θὰ σκαλιστῇ γιὰ νὰ γενῇ βωμὸς μὲ τ' ἄγαλμά σου.

*

Στῆστε βωμούς, χώριους, λογῆς, κι ἀπὸ τὰ μάρμαρα ὅλα, τὰ κόκκινα, τὰ πράσινα, τ' ἄσπρα, τὰ πλουμισμένα, κάθε πατέρας καὶ βωμός, κάθε βωμὸς πατέρας μὲ τὸ δικό του τ' ὄνομα, μὲ τὴ δική του εἰκόνα, σημάδι νὰ εἶναι τ' ὄνομα καὶ λατρεμὸς ἡ εἰκόνα· κ' ἕνα βωμό, τοῦ τραγουδιοῦ κορώνα στῆστε, γιὰ ὅλους. Καὶ γύρω σ' ὅλους τοὺς βωμοὺς καὶ στὸ βωμὸ τὸν ἕνα καὶ Ἀπόλλωνες καὶ Σάτυροι καὶ Μοῦσες, νέοι, ὡραῖοι, κισσομυρτοστεφάνωτοι, ποιητὲς καὶ τραγουδίστρες, περιπλεχτοί, μὲ τάματα, μὲ πρόσφορα κανίσκια, δάκρυα τοῦ μοσκολίβανου, τοῦ στίχου κεροπλάστες, κι ἀπ' τῶν ἀνθῶν τὸ βύζασμα τεχνίτες μυροβράστες, χοροὺς χορεῦετε γραικικούς, πανηγυρίστε τὰ ὅλα τὰ πανηγύρια, ἑλληνικά, βυζαντινά, ρωμαίϊκα, πινδαρικό, σολωμικό τὸν ὕμνο ἀνάφτε, ὑψῶστε! Καὶ μὴ μοῦ βαργομήσετε, μὴν παραπονεθῆτε κι ὅσοι τῆς λύρας δάσκαλοι καὶ τῆς φλογέρας πρῶτοι, μαστόροι μὲ τὴ δοξαριά, μὲ τὴν πνοὴ φερμένοι σὰ μὲ φτερὰ ὑπερκοσμικὰ στοὺς φαντασμένους κόσμους, καὶ οἱ πρωτινοὶ καὶ οἱ πιὸ στερνοὶ καὶ οἱ νιοὶ καὶ οἱ γερασμένοι καὶ στὴ ζωὴ ὅσοι σέρνεστε κι ὅσοι στὰ Ἠλύσια ζῆτε καὶ ποὺ καβαλλικεύετε τὸ φτερωτὸ νοητάκι, βουνήσιοι ἀπὸ τὴ Ρούμελη κι ἀπ' τὸ Μωριὰ καμπίσιοι, κορυδαλοὶ τῆς Ἤπειρος, ἀϊτοὶ μακεδονίτες, θρακιῶτες γέρανοι, κ' ἐσεῖς, νησιώτικα δελφίνια, τοῦ Ἰόνιου τ' ἀφροκύματα, τοῦ Αἰγαίου δροσομελτέμια, ἀττικοὶ ψάλτες, σιγαλὲς κ' ἐσεῖς μοιρολοῆτρες, ἄ! μὴ μοῦ βαργομήσετε, μὴν παραπονεθῆτε ποὺ δὲ στηθήκανε βωμοὶ γιὰ σᾶς μὲ τ' ὄνομά σας. Γιατί, ὦ τῆς νιότης ἀκριβοί, γιατί, ὦ νυμφίοι τῆς Ρίμας, τὰ λεβεντόπαιδα εἴσαστε, δὲν εἴσαστε οἱ πατέρες. Κ' εἶναι καὶ κάποιοι... Εἶναι βωμοὶ ποὺ γίνονται —δὲν εἶναι— μπορεῖ ψηλότεροι καὶ πιὸ φανταχτεροὶ ἀπὸ τούτους. Τὰ ὀνόματά σας λάμπουνε κ' οἱ εἰκόνες σας θαμπώνουν τὰ μάτια τὰ ὁραματικὰ κι ὅσο ποτὲ δὲν φέξαν κι ὅσο ποτὲ δὲν ἄστραψαν τὰ ὀνόματα κ' οἱ εἰκόνες, κι ὅσα γραμμένα σὲ βωμούς. Γρήγορ' ἀργὰ μιὰ θεία Πυθώνισσα ἀπολλωνικὴ τρανόκραχτα ὡς τ' ἀστέρια στὰ διάβα κάποιων ἀπὸ σᾶς θὰ τὸν ἀποσκεπάσῃ, κράχτη δειλὸ τὸ λόγο μου, σκούζοντας: Νά οἱ Πατέρες!

*

Κ' ἐγὼ ποιός εἶμαι; Ὄρθος θαμπὸς χρυσῆς αὐγῆς καθάριας, ἢ κάποιο ἀνάδομα στερνὸ στὸ σβύσιμο μιᾶς φλόγας; Μὴν εἶμαι ρεῖθρο ἀπὸ πηγὴ μιᾶς μουσικῆς καὶ στάζω; Μὴν κυπροκούδουνο καὶ ἠχῶ καὶ ντέφι κι ἀλαλάζω; Ξέρω; Δὲν ξέρω τίποτε. Γνωρίζω μόνο, ἐγώ εἰμαι τοῦ ἀπόμερου ζευγολατιοῦ ποὺ μέσα του πρωτόειδες τὸ φῶς καὶ τῆς μητέρας σου τὸ χαμόγελο, ἐγὼ εἶμαι τοῦ ἀπόμερου ὑποστατικοῦ καὶ ὁ φυτευτὴς καὶ ὁ κύρης, τοῦ ἀπόμερου περιβολιοῦ πατέρας, καὶ δικός σου. Κ' ἐσὺ παιδὶ ἀπ' τὸ αἷμα μου ποὺ θὰ κληρονομήσῃς, μέσα του, ἀπάνου στ' ἁπαλὰ βρυγιὰ καὶ στ' ἀνθοκλάδια, στὰ μονοπάτια, στὶς βραγιές, ὅπου καρποί, ὅπου φύτρες, καὶ σὲ βωμῶν ὑψώματα καὶ σ' ἀγαλμάτων πόδια, πουλιὰ καὶ λύρες κελαϊδᾶν, καρδιὲς καίνε, ὅπως καίνε τὰ κανελλογαρύφαλα στὰ θράκια τ' ἀναμμένα γιὰ τὰ μοσκοβολήματα, γιὰ τοῦ κακοῦ τὰ ξόρκια, καὶ εἶν' οἱ βωμοὶ θρησκευτικοί, καὶ οἱ γλυπτικὲς εἰκόνες, καὶ μ' ὅλο τους τ' ἀσάλευτο, σὰν ἀπὸ σάρκα ζοῦνε. Τοῦ ξωτικοῦ ἀναγάλλιαση καὶ ξάφνισμα τ' ἀνθρώπου, τὰ δέντρα ἀγνώριστα εἶν' ἐκεῖ, παράξενα βαλμένα, καὶ λὲς δὲν ἔχουν ὄνομα, σειρὰ γενιᾶς δὲν ξέρουν. Ποτήρια, τῆς μοσκοβολιᾶς προσφέρνουν τὸ νεχτάρι κάποια λουλούδια, καὶ οἱ καρποί, κάποιοι καρποὶ μοιράζουν τῆς ἀλοῆς τὸ πίκραμα καὶ τ' ἀφιονιοῦ τὸν ὕπνο. Μὰ ἐκεῖ, τῆς γέψης ὄνειρα, τὰ ὁλόγλυκα τὰ σύκα, σμαράγδι εἶναι τὸ θώρι τους καὶ σμάλτο εἶν' ἡ καρδιά τους, σμάλτα, σμαράγδια τῆς δροσιᾶς καὶ τῆς ἁπαλοσύνης· καὶ τὰ κεράσια τοῦ μαγιοῦ καὶ τὰ σπειριὰ τοῦ ρόϊδου, φιλιὰ καὶ κρουσταλλώσανε, ρουμπίνια καὶ ἀναλιώσαν. Στὰ τραχιὰ κλήματα βαριὰ τὰ ζουμερὰ σταφύλια τῆς φτώχιας εἶναι ὁ θησαυρός, τῆς ὀμορφιᾶς ἡ ζήλια.

Παιδί, τὸ περιβόλι μου ποὺ θὰ κληρονομήσῃς, ὅπως τὸ βρῇς κι ὅπως τὸ δῇς νὰ μὴν τὸ παρατήσῃς. Σκάψε το ἀκόμα πιὸ βαθιὰ καὶ φράξε το πιὸ στέρεα καὶ πλούμισε τὴ χλώρη του καὶ πλάτηνε τὴ γῆ του, κι ἀκλάδευτο ὅπου μπλέκεται νὰ τὸ βεργολογήσῃς, καὶ νὰ τοῦ φέρνῃς τὸ νερὸ τὸ ἁγνὸ τῆς βρυσομάνας, κι ἄν ἀγαπᾶς τ' ἀνθρώπινα κι ὅσα ἄρρωστα δὲν εἶναι, ρίξε ἁγιασμὸ καὶ ξόρκισε τὰ ξωτικά, νὰ φύγουν, καὶ τὴ ζωντάνια σπεῖρε του μ' ὅσα γερά, δροσάτα. Γίνε ὀργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι ἄν εἶναι κ' ἔρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροὶ ὠργισμένοι, κι ὅσα πουλιὰ μισέψουνε σκιασμένα, κι ὅσα δέντρα γιὰ τίποτ' ἄλλο δὲ φελᾶν παρὰ γιὰ μετερίζια, μὴ φοβηθῇς τὸ χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε τὸ περιβόλι, κόφ'το, καὶ χτίσε κάστρο ἀπάνου του καὶ ταμπουρώσου μέσα, γιὰ πάλεμα, γιὰ μάτωμα, γιὰ τὴν καινούργια γένα π' ὅλο τὴν περιμένουμε κι ὅλο κινάει γιὰ νάρθῃ, κι ὅλο συντρίμμι χάνεται στὸ γύρισμα τῶν κύκλων. Φτάνει μιὰ ἰδέα νὰ στὸ πῇ, μιὰ ἰδέα νὰ στὸ προστάξῃ, κορώνα ἰδέα, ἰδέα σπαθί, ποὺ θὰ εἶν' ἀπάνου ἀπ' ὅλα.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ζ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΜΠΙΡΗΣ
ΒΩΜΟΙ

Φωτογραφία: Τὰ Προπύλαια τῆς Ἀκρόπολης, 1869. The J. Paul Getty Museum

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *