Ἀποστολή: καταστρέψτε τὴν οἰκογένεια
γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
Τὸ παρὸν κείμενο δημοσιεύτηκε πρὶν ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια. Τώρα ποὺ οἱ μαγαρισιὲς καὶ ἡ ἀσέλγεια γίνονται νόμος- «Δὲν μποροῦμε γιὰ λόγους ἰσότητας καὶ συνταγματικότητας νὰ ἐξαιρέσουμε τὰ ὁμόφυλα ζευγάρια ἀπὸ τὴν ἀναδοχή», δηλώνει ἕνα πτῶμα ὑπουργικὸ – καὶ παρακολουθοῦμε τὴν μετατροπὴ τῆς πατρίδας μας, σὲ Σόδομα καὶ Γόμορα, τὸν πλήρη ἐξευτελισμὸ τοῦ θεοΐδρυτου θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τί γράφουν τὰ σχολικὰ βιβλία γι’ αὐτήν. Ὅπως τόσα χρόνια συμβαίνει μὲ τὴν γενοκτόνο μας Τουρκιά, ποὺ τὰ κοπροκάναλα, μᾶς τὴν παρουσιάζουν τάχα καὶ «νοικοκύρη λαό», τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ ἔσφαζε χιλιάδες Κύπριους πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια, κατὰ παρόμοιο τρόπο, καὶ τὸ τρισάθλιο ὑπουργεῖο Παιδείας, μαγαρίζει, μὲ τὰ βλάσφημα καὶ καρκινογόνα «πνευματικῶς» βιβλία καὶ προγράμματά του, τὰ παιδιά σας ΕΛΛΗΝΕΣ. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς κανοναρχεῖ τὸ ἀθάνατο ’21 καὶ ἂς πράξει ὁ καθεὶς κατὰ τὴν συνείδησή του.
«Ὅταν μοῦ πειράξουν τὴν πατρίδα καὶ τὴ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ’ νεργήσω κι’ ὅ,τι θέλουν ἄς μοῦ κάνουν»
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης
Κάποτε πλησίασε τὸν τροπαιοῦχο νομπελίστα μας ποιητὴ Γιῶργο Σεφέρη, ἕνας ξένος διαπρεπὴς συνομιλητής, «πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων»: «Μὰ πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε πραγματικὰ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ;». Ἀπαντᾶ ὁ Σεφέρης: «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε Ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν Λεωνίδα καὶ τὸν Παπαφλέσσα, καὶ ἔνιωσε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεανθρώπου». (Τὸ ἀπόσπασμα περιέχεται στὸ βιβλίο τῆς Μερόπης Σπυροπούλου, «Οἰκογένεια ὥρα μηδέν», ἔκδ. «Ἀρχονταρίκι», σελ. 131).
Δὲν ξέρουμε ἂν κατάλαβε ὁ… «πειραστὴς» ξένος τὴν ἀπάντηση τοῦ ποιητῆ, ὁ ὁποῖος ἐξυμνεῖ τὴν μάνα τὴ Ρωμηὰ καὶ τὴν οἰκογένεια, πρὶν αὐτὴ ἀνοίξει τὰ πορτοπαράθυρά της καὶ εἰσβάλουν στὸ εὐλογημένο καταφύγιο τοῦ Γένους, ὁ μαγαρισμένος ἀγέρας τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ μας. Καὶ ἡ κρίση «τηγανίζει» καὶ ταλανίζει κυρίως τὴν οἰκογένεια.
Δὲν σκοπεύω νὰ γράψω γιὰ τὴν σπουδαιότητα καὶ ἱερότητα τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ. Αὐτὸ ἀκόμα καὶ οἱ ἀνίατα προοδευτικοὶ τὸ κατανοοῦν. Τὸ βλέπω στὸ σχολεῖο. Γιὰ τὰ δικά τους βλαστάρια γίνονται κέρβεροι. Ἀπαιτοῦν καὶ πειθαρχία καὶ καλὴ παιδεία, ἐπιλέγουν τὰ καλύτερα καὶ ἀκριβότερα κολέγια. Τὶς προοδευτικὲς σαχλαμάρες καὶ ψευτοδημοκρατικότητες τὶς ἀφήνουν γιὰ τὰ παιδιά τοῦ, δηκτικῶς λεγόμενου, κοσμάκη. Καὶ οἱ ἀφελεῖς ζητωκραυγαστὲς τοὺς πιστεύουν καὶ τοὺς ψηφίζουν.
Στὸ βιβλίο «οἰκογένεια σὲ κρίση» (συλλογικὸς τόμος) διαβάζω σ’ ἕνα κείμενο τῆς Ντίνας Πετροπούλου. «Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1970, τὸ διαζύγιο εἶναι ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο μὲ αὐξητικὴ τάση σὲ ὅλο τὸν δυτικὸ κόσμο. Στὶς ΗΠΑ γιὰ τὴν τριετία 1977-79 ἕνας στοὺς δύο γάμους κατέληγε σὲ διαζύγιο, ποσοστὸ ποὺ ἀνακοινώθηκε καὶ στὴ χώρα μας 30 χρόνια μετά».(«Ἂν θέλεις νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα τοῦ μέλλοντος ἐπισκέψου τὴν σημερινὴ Ἀμερική», λέει ἕνα ἐπιτυχημένο ρητό). Στὸ ἴδιο κείμενο περιέχεται καὶ τὸ ὄνειρο ἑνὸς πεντάχρονου παιδιοῦ. Τὸ ρώτησαν τί θὰ γίνει, ὅταν μεγαλώσει. Ἀπάντηση: «Ξέρεις ἐγὼ ὅταν μεγαλώσω θὰ γίνω ἐπιστήμονας… μεγάλος ἐπιστήμονας… καὶ θὰ φτιάξω μία κόλλα, τὴν πιὸ δυνατὴ κόλλα τοῦ κόσμου… γιὰ νὰ κολλήσω τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά». Τὸ μικρὸ παιδὶ ψάχνει τὴν «κόλλα». Σὲ τοῦτο τὸν τόπο ξέρουμε, ἤξεραν οἱ παλιότεροι – αὐτὸ λέγεται Παράδοση – πὼς ἡ μόνη «κόλλα», ἀτσάλινη καὶ συμπαγής, ποὺ ἕνωνε διὰ βίου τὸ ζευγάρι εἶναι ὁ Χριστός.
«Ἔνθα ἀνὴρ καὶ γυνὴ καὶ παιδία καὶ τοῖς τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός», γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. («Εἰς Γέν.», λόγος Ζ´, 5, ΕΠΕ 8,140). Ὅταν φεύγει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ «μέσον» καὶ στὴν θέση του μπαίνει ἡ καριέρα, ἡ καλοπέραση, ἡ ἡδονοθηρία καὶ ἡ ἀδιαφορία τότε ὁ ὄμορφος καὶ «χρηστὸς ζυγὸς» τοῦ γάμου καταλήγει σὲ διαζύγιο. (Καὶ ἂς μὲ συγχωρέσουν κάποιοι -δὲν μέμφομαι καὶ δὲν κρίνω κανέναν, γιὰ τὰ παιδιὰ γράφω- σπάνια βλέπουμε στὰ σχολεῖα, παιδιὰ διαλυμένων οἰκογενειῶν, στὶς ὁποῖες ὑπάρχει ἀναφορὰ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἐκκλησία μας.
Σπάνια βλέπουμε διαζύγια σὲ πολύτεκνες οἰκογένειες, γιατί τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μὲ τὸ «ἐμεῖς» καὶ ὄχι μὲ τὸ καταστροφικὸ «ἐγὼ» τοῦ μοσχοαναθρεμμένου μοναχογιοῦ ἢ τῆς μοναχοκόρης. Σκέφτομαι, ἂν θέλουν τὰ νέα ζευγάρια νὰ τιμωρήσουν τὸ ἐλεεινὸ κρατίδιο τοῦ μνημονίου, ἂς κάνουν πολλὰ παιδιά. Οἱ στατιστικὲς λένε ὅτι τὰ περισσότερα παιδιὰ γεννήθηκαν τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ἐν μέσῳ φρικτῆς καὶ ἀνείπωτης σκλαβιᾶς. Μὲ 5-6 παιδιὰ καὶ φόρους δὲν πληρώνεις καὶ ἐργασία βρίσκεις καὶ ὁ Θεὸς βοηθάει. Κατανοῶ τὶς ἀντιδράσεις. Πῶς θὰ τὰ μεγαλώσουμε, τί θὰ ἀπογίνουν, εἴμαστε ἄνεργοι, μέλλον ζοφερό. Σὲ λίγα ὅμως χρόνια θὰ διδάσκουμε καὶ θὰ παίρνουν τὰ προνοιακὰ ἐπιδόματα οἱ οἰκογένειες καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Μπαγκλαντὲς καὶ τὸ Πακιστάν. Ἢ μήπως περιμένουμε νὰ λύσει τὴν βραδυφλεγῆ βόμβα τῆς λαθρομετανάστευσης ὁ κ. Χρυσοχοΐδης; Ὅπως τὸ ἔλυσε στὴν προηγούμενη θητεία-κοροϊδία του).
Κι ἂν σήμερα «μὲς στὴν ἐρημιὰ τοῦ κόσμου» ἔχουμε περισσότερο ἀνάγκη τὴν οἰκογένεια, ἔρχονται τὰ τρισάθλια κουρελουργήματα «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης» -βιβλία γλώσσας- καὶ εὐτελίζουν πλήρως τὸν ἱερὸ θεσμό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἄκρατου ἀτομισμοῦ καί… κανιβαλισμοῦ τὸ «Νέο Σχολεῖο» τους, ἐπιδιώκει νὰ προσβάλλει καὶ νὰ μειώσει τὴν σημασία ποὺ εἶχε -καὶ ἔχει ἀκόμα- ὡς κοινωνικὴ ἀξία καὶ πρότυπο στὴν πατρίδα μας ἡ οἰκογένεια (μὲ τοὺς δύο γονεῖς νὰ ζοῦν μαζὶ καὶ νὰ φροντίζουν τὰ παιδιά τους). Πουθενὰ στὰ βιβλία αὐτὰ δὲν θὰ βρεῖς αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὸ ποὺ γράφει στὸ βιβλίο του «χάνω τὸ παιδί μου», ὁ ἀειθαλὴς δάσκαλός μας Κωνσταντῖνος Γανωτής, ὅτι «ἡ οἰκογένεια εἶναι μία ἀγκαλιὰ προσώπων ποὺ ἀγαπιοῦνται καὶ ἀγαπιοῦνται γι’αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ εἶναι εἰκόνες Θεοῦ, γεννημένοι γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». (σελ. 76). Σ’ ὅλο τὸ Δημοτικὸ ἐλάχιστες ἀναφορὲς γίνονται στὴν οἰκογένεια καὶ στὸν ἀνθρωποποιὸ ρόλο της. Στὴν ϛ´ τάξη, (γλώσσα, β´ τεῦχος) ὑπάρχει ἑνότητα μὲ τίτλο «συγγενικὲς σχέσεις». Στὸ κείμενο «ὧρες μὲ τὴν μητέρα μου», διαβάζουμε: Ἡ μαμά μου… μὲ τὸν μπαμπά μου παντρεύτηκαν ἀπὸ ἔρωτα στὸ ἄψε-σβῆσε καὶ οἱ εὐχὲς ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ παπάς, ὅταν τοὺς πάντρεψε, πραγματοποιήθηκαν. Ἀπόκτησαν καρπὸν κοιλίας, δηλαδὴ ἐμένα καὶ τὸν ἀδελφό μου». Ρηχὴ εἰρωνεία, ἀπαράδεκτη γιὰ σχολικὸ βιβλίο (σελ. 84). Στὸ κείμενο «πρέπει νὰ φανῶ γενναῖος», τὸ μοναχοπαίδι μίας οἰκογενείας, καλεῖται νὰ ἐπιδείξει τὴν ἑξῆς γενναιότητα: νὰ πάει διακοπὲς μόνο του, γιὰ νὰ περάσουν οἱ γονεῖς του, προφανῶς, καλύτερες διακοπές, χωρὶς τὶς δεσμεύσεις ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ μικροῦ τους παιδιοῦ (σελ. 89).
Στὸ ἑπόμενο κείμενο μὲ τίτλο «μία οἰκογένεια ἀνάμεσα στὶς ἄλλες», ἀφοῦ περιγράφει ἕνα παιδί, τρίτης δημοτικοῦ, τὰ «εἴδη» τῶν οἰκογενειῶν (πυρηνική, μονογονεϊκή, «ξαναπαντρεμένων») στὸ τέλος τὸ παιδὶ ἀποφαίνεται: «Ὅταν μεγαλώσω καὶ κάνω δική μου οἰκογένεια, δὲν ξέρω ἀκόμα πῶς θὰ μοιάζει…». (Τὸ κείμενο εἶναι ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ἐρευνητές», τῆς ἐφ. «Καθημερινή»). Ὁλόκληρη ἑνότητα, χωρὶς ἕνα κείμενο προβολῆς μίας φυσιολογικῆς οἰκογένειας. Πλήρης καταρράκωση τοῦ θεσμοῦ καὶ σαφὲς «δίδαγμα» στὰ παιδιά: δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια, «νὰ εἶσαι ὁ ἐαυτός σου», μὴν ἐλπίζεις σὲ παρωχημένα πράγματα. Στὸ Γυμνάσιο τὰ πράγματα εἶναι πολὺ χειρότερα. Ἐδῶ κυριαρχοῦν κείμενα καταθλιπτικά, ἀκατάλληλα γιὰ παιδιά, διασύρονται οἱ γονεῖς, ἀπαξιώνεται πλήρως ἡ παραδοσιακή, «ὁμαλὴ» οἰκογένεια. Στὰ «κείμενα νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», Α´ γυμνασίου, στὸ διήγημα τοῦ Λ. Τολστόι, μὲ τίτλο «Ὁ παπποὺς καὶ τὸ ἐγγονάκι», ὁ γιὸς καὶ ἡ νύφη φέρονται βάναυσα καὶ ἀπάνθρωπα στὸν ἀνήμπορο γερο-πατέρα, ἕως ὅτου μαθαίνουν ἀπὸ τὸν μικρὸ ἐγγονὸ νὰ τοῦ φέρονται σωστά. Στὴν σελ. 45 στὸ κείμενο «Νινὲτ» τῆς Ζὼρζ Σαρῆ περιγράφεται, κατὰ τὴν εἰσηγητικὴ σημείωση τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας, «ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους καὶ μὲ τὶς ἐνοχὲς ποὺ συχνὰ αἰσθάνονται αὐτοί», ὅπως καὶ «ἡ κρίση ταυτότητας, τὴν ἀγωνία, δηλαδή, τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὴν καταγωγή του, τοὺς γονεῖς, τὶς ρίζες του».
Στὴν σελ. 49, στὸ ἀπόσπασμα μὲ τὸν τίτλο «Τὰ πράγματα στρώνουν περισσότερο», ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὑακίνθου», τῆς Τούλας Τρίγκας, ἡ ἡρωίδα, ἕνα νεαρὸ κορίτσι, καταγράφει τὶς ἐμπειρίες της ἀπὸ τὸ διαζύγιο τῶν γονέων καὶ τὸ δεύτερο γάμο τῆς μητέρας της, βλέπει θετικὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐκφράζει μάλιστα τὶς θετικὲς ἐντυπώσεις της καὶ στὸν (φυσικὸ) πατέρα της (τηλεφωνικῶς).
Στὰ «Κείμενα» τῆς Β´ γυμνασίου, στὸ κείμενο «Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τῆς Ἄννας Φρὰνκ» (σελ. 48), ὁ μαθητὴς θὰ διαβάσει: «περισσότερο ἀπ’ τοὺς ἄλλους, ἡ μητέρα, μὲ τὸ χαρακτήρα της καὶ τὰ ἐλαττώματά της, μοῦ πλακώνει τὴν καρδιά. Δὲν ξέρω πιὰ τί στάση νὰ κρατήσω· δὲ θέλω νὰ τῆς πῶ βάναυσα πὼς εἶναι παράλογη, σαρκαστικὴ καὶ σκληρή».
Κείμενα ἀπαισιόδοξα, παιδαγωγικὰ ναυάγια, ποὺ ἐλάχιστα συνάδουν μὲ τὴν δροσιά, καὶ τὴν χαρὰ ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὴν «ἄνοιξη» τῆς ζωῆς, στὴν νιότη τοῦ γυμνασίου. Στὴν σελ. 52 «φιλοξενεῖται» κείμενο μὲ τίτλο «Οἱ Κυριακὲς στὴν θάλασσα», πρωταγωνιστοῦν τρία κορίτσια, ποὺ οἱ γονεῖς τους εἶναι διαζευγμένοι. Ἕνα ἀπὸ τὰ κορίτσια ἐκθέτει τὶς αἰτίες τοῦ διαζυγίου. Μιλᾶ γιὰ τὸν πατέρα της: «Φαίνεται ὅτι στὸ παλιό μας σπίτι τὸν καιρὸ ποὺ ζούσανε μὲ τὴν μητέρα οἱ δουλειές του τὸ ἴδιο τὸν ἀπασχολούσανε. Ἦταν ἴσως ἡ κύρια αἰτία ποὺ χωρίσανε. Αὐτό, καὶ τὸ ὅτι μποροῦσα νὰ καταλάβω πῶς ἕνας ἄνθρωπος κάνει ἀπιστίες. Τώρα τὸ κατάλαβα». Μάλιστα. Καὶ ἐμεῖς καταλαβαίνουμε γιατί ἐπιλέγονται τέτοια κείμενα γιὰ 13χρονα καὶ 14χρονα παιδιά. Στὴ σελ. 42 ἄλλο ἀπαισιόδοξο κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ μάνα», ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ παιδιά, στὸ ὁποῖο ὁ πατέρας θύμωνε καὶ ξυλοφόρτωνε ἄγρια τὰ παιδιά, ὅταν τὸν ξυπνοῦσαν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του» καὶ ἡ σύζυγος-μητέρα, ποὺ ἔκανε τὰ πάντα, ἀνεχόταν τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἄντρα της καὶ «ἦταν ἱκανοποιημένη γιατί τῆς ἔφτανε νὰ γνωρίζει συχνὰ ὅλο τὸν πόθο τοῦ ἄντρα, νὰ πιάνει παιδὶ μ’ αὐτόν, νὰ γεννάει…».
Θὰ μποροῦσα νὰ συνεχίσω, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ ἐκεῖνο τὸ «ἐξαιρετικό», ποὺ περιέχεται στὴν «Νεοελληνικὴ Γλώσσα», τῆς γ´ γυμνασίου, ὅπου ὁ δύσμοιρος φιλόλογος καλεῖται νὰ διδάξει τὸ γνωστὸ τραγούδι τῶν Κατσιμιχαίων «Don’t worry be happy», τὸ ὁποῖο εἶναι κατάλληλο γιὰ οἰνόφλυγες, μεταμεσονύκτιους θαμῶνες διασκεδαστηρίου καὶ ὄχι γιὰ τάξη σχολικοῦ διδακτηρίου. Παραθέτω τὴν πρώτη στροφή:
«Ἅμα ξυπνήσεις καὶ ἔχεις βγάλει οὐρά,
ἂν κοιταχτεῖς καὶ ἔχεις βγάλει βυζιὰ
don’t worry be happy.
Ἅμα ἡ κόρη σου σὲ λέει μπαμπὰ ἐνῶ ὁ γιός σου
σὲ φωνάζει μαμὰ
don’t worry be happy…».
Αὐτὰ τὰ «ὡραῖα» βγαίνουν σήμερα ἀπὸ τὰ σχολεῖα. Πνίγονται, ἀσφυκτιοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Ἀντὶ γιὰ τὸ «μάννα» τῆς ἐξαίσιας παράδοσής μας, τὰ ποτίζουμε χολή, τὰ τρέφουμε μὲ ἀκαθαρσίες. Μία Πνευματικὴ Γενοκτονία, τὴν ὁποία ἐπιτρέπουμε, γιατί ἀπὸ Ἔθνος μὲ ἦθος θυσιαστικὸ καὶ ἀντιστασιακό, καταντήσαμε, ἀξιολύπητο, δειλὸ σκορποχώρι. Ἐσχάτη ὥρα ἐστί, νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ καθαρίσουμε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ τὴν μαραζώνουν.
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία