Αριθμός ταυτότητας: 1204-1453-1821-1941-1955-1974-2016
Προχθές, λοιπόν, μπαίνει ένας φοιτητάκος, γύρω στα 20-22. Παραγγέλνει «έναν κυπριακόν καφέν», κάθεται στο κεντρικό τραπέζι, όπως αρμόζει σε έναν άρχοντα, και ανοίγει την εφημερίδα Πολίτης. Τον ήξερα. Με βλέπει που στραβοκοιτάζω όταν ανοίγει τη νατοϊκή φυλλάδα. Με κοιτάζει επίμονα, μπας και του φτύσω μέσα στον καφέ του. Εξάλλου, αυτοί οι διανοούμενοι και προοδευτικοί φοιτητές ποτέ δεν γλείφουν ό,τι φτύνει ο άλλος. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν. Του πάω τον καφέ, με κοιτάζει υποτιμητικά –όπως πρέπει να κοιτάζει ένας νέος με σπουδές στην Ευρώπη έναν καφετζή– και ψοφώντας για συζήτηση, μου λέει: «Θέλεις να πεις, αν δεν με ήξερες ή εν ήξερες το όνομά μου, θα εκαταλάβαινες ίντα είδος Κυπραίου είμαι;» «Ώπα», λέω από μέσα μου, «εν’ καμιά τζιαινούρκα μόδα τούτη με τα είδη των Κυπραίων». Του απαντώ: «Εν ξέρω εγιώ που τούτα, εγιώ είμαι απλά ένας καφετζιής τζιαι θκιαβάζω την Ένωσιν, γιατί έσιει χάζιν».
Τα είδη των Κυπραίων. Προφανώς αναφέρεται σε κάποιες μειονοτικές ομάδες, πέραν από την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα. Μόνο που εδώ γίνεται ένα τεράστιο μπέρδεμα. Το γεγονός ότι υπάρχουν μειονότητες σε ένα νησί με έναν συμπαγή ελληνικό πληθυσμό είναι απόλυτα κατανοητό, θεμιτό και συμβατό με την ιστορία του νησιού, που μετρά αρκετούς δυνάστες και κοινωνικούς μετασχηματισμούς από τα πρώτα κιόλας χρόνια του σταδιακού «εξελληνισμού» του. Και δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανένας σοβαρός ιστορικός ή ανθρωπολόγος την προαιώνια ελληνική πολιτισμική ιστορία του νησιού, που ήταν πάντα κυρίαρχη και προσανατολισμένη από τα κάτω. Τώρα, το γεγονός αυτό σημαίνει για κάποιους ότι η Κύπρος έχει ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο που είναι κυρίαρχο και ότι η κυπριακή ταυτότητα πρέπει να εντάξει στους κόλπους της αυτές τις μειονότητες. Το πρώτο είναι τουλάχιστον γελοίο, το λένε και οι αριθμοί. Για το δεύτερο θα συμφωνήσουμε. Αλλά η κυπριακή ταυτότητα δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από την τοπική μας ταυτότητα, αφού η εθνοτική μας καταγωγή, η εθνική μας ταυτότητα, μετρά αιώνες κοινής ιστορίας με την ελληνική. Το κυπριακό κράτος μετρά μόνο 65 χρόνια κουτσουρεμένης ζωής, και αυτό είναι μία πολύ μικρή περίοδος για να εξηγήσει αυτήν την «κυπριακή» στροφή. Σίγουρα υπάρχουν και συμφέροντα πίσω από αυτό.
Συνεχίζει ο αδίστακτος φοιτητάκος και μου λέει: «Μπορεί να μιλώ ελληνικά και να έχω ελληνικό όνομα, αλλά μπορώ να μάθω εύκολα και τα τουρκικά. Άρα η γλώσσα εν σημαίνει τίποτε». Του απαντώ με ένα ευγενικό ύφος: «Έβετ». Τι άλλο μπορούσα να πω; Ακόμη μία απόδειξη της ρηχής αντίληψης που έχουν κάποιοι για την πολιτική των ταυτοτήτων. Η γλώσσα είναι ένα τεράστιο εργαλείο που σηματοδοτεί μία διαφορετική ερμηνευτική ικανότητα και μία τελείως διαφορετική νόηση του κόσμου. Δεν τα λέω εγώ αυτά. Τα λένε οι γλωσσολόγοι, οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι και οι ιστορικοί. Επίσης, το γεγονός ότι το όνομα διατηρεί την ελληνική του προέλευση δείχνει και πάλι πολλά. Όπως και πολλά ελληνικά στοιχεία που είχαν ονόματα πολλών Τουρκοκυπρίων, αλλά και άλλων μειονοτικών ομάδων. Αυτό δείχνει επίσης πολλά για την κατασκευή και την εξέλιξη αυτών των ταυτοτήτων.
Τέλος, και αφού γύρισα να φύγω, να πάω στη δουλειά μου, μου φωνάζει: «Είναι η θρησκεία; Αφού εν πιστεύκω, σιόρ. Εν’ ο πολιτισμός καλό. Αλλά τζιαι οι Τουρκοκύπριοι τρώσιν κεμπάπ, λαχματζιούν τζιαι πηαίννουν για καφέν». Γυρνώ και του λέω: «Να κεράσω λαχματζιούν; Έμεινεν που τα προχτές τζιαι ο Αρμένης που τα κάμνει εν μου έφερεν άλλα ακόμα». Μου απάντησε ότι μόνο φρέσκα τρώει «που το μαγαζίν του Sir Hadjioannou στην Αγγλίαν». Τι να πρωτοπείς πάλι; Ότι η θρησκεία, και δη η ορθοδοξία, δεν είναι απλώς μία ταυτότητα στο τώρα, αλλά κάτι το οποίο ανέθρεψε γενιές και γενιές παππούδων μας, που συνέβαλε τα μέγιστα στην ιδιοσυγκρασία μας ως λαού, στην πνευματική μας συνείδηση και στα αντιστασιακά μας αντανακλαστικά;
Δυστυχώς, οι ιθαγενείς νοηματοδοτήσεις του πολιτισμού έχουν φτάσει σε σημείο μιας απόλυτα γενικευτικής προσέγγισης. Ο Κυπραίος, κουμπάρε, εν’ τζιείνος που τρώει σούβλαν τζιαι φωνάζει της γεναίκας να στρώσει το τραπέζιν. Η πολιτισμική ταυτότητα είναι πλέον μόνο ο υλικός πολιτισμός και μία διατροφική συνήθεια, είναι το κεμπάπ και το λαχματζιούν κατά τους νεωτεριστές, θιασώτες της ΔΔΟ, που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Προφανώς και πρέπει και επιβάλλεται να υπάρχει ισότητα, ισονομία (ΔΔΟ;) και ενσωμάτωση και όχι μία ρατσιστική αφομοίωση όπως μας πλασάρουν αυτοί. Πώς λειτουργούν οι ταυτότητες και η σύνδεσή τους με την ιστορία, όταν πολιτικοποιούνται με έναν εργαλειακό τρόπο; Ξευτιλίζονται.
Γιώργος Τάττης
Κουβέντες του καφενέ (της Περιστερώνας)
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις