Αυτά που δεν διδάσκει το "ελληνικό" σχολείο...
Γράφει ο Νεκτάριος Δαπέργολας
Διδάκτωρ Ιστορίας
Και επειδή βέβαια δεν έχει νόημα να τιμάς τους ήρωες που κάποτε λευτέρωσαν με αίμα και θυσίες αυτή τη γη, παρά μονάχα μέσα από τις δικές τους πράξεις (και όχι με τα κούφια λόγια τα δικά μας), ας θυμίσουμε ανήμερα της μεγάλης εθνικής μας εορτής, αντί άλλης αναφοράς, και δύο γνωστά, αλλά πολύ χαρακτηριστικά και συγκινητικά περιστατικά εκείνης της εποχής.
Αρχικά, το περίφημο εκείνο περιστατικό με τον Κωνσταντίνο Κανάρη, που εξηγώντας πολλά χρόνια αργότερα πού βρήκε το θάρρος για το μέγα τόλμημα της πυρπόλησης της τούρκικης ναυαρχίδας στη Χίο, έλεγε πως έκανε το σταυρό του κι είπε αποφασιστικά στον εαυτό του: «Κωνσταντή, απόψε θα πεθάνεις για την πατρίδα». Κι αφού πέτυχε στο μέγα εγχείρημα, το πρώτο πράγμα βέβαια που έκανε ο τεράστιος εκείνος ήρωας ήταν να πάει ξυπόλητος στον ναό του Αγίου Νικολάου στα Ψαρά και να ανάψει ένα κερί, για να ευχαριστήσει την Παναγία.
Ένας άλλος πολύ διάσημος ήρωας ήταν ο Νικηταράς, ο οποίος έζησε στο πετσί του όλη τη χυδαία αγνωμοσύνη του δήθεν ελεύθερου ελληνικού κράτους, όπως δείχνει η «θητεία» του στο Παλαμήδι και στις φυλακές τις Αίγινας, (βάσει γελοίων κατηγοριών για δήθεν συνωμοσία εναντίον του Όθωνα), αλλά κι ένα ακόμη περίφημο περιστατικό, που επιπλέον αναδεικνύει περίτρανα το ήθος και την αξιοπρέπεια εκείνων των σπουδαίων ανθρώπων.
Όταν αποφυλακίστηκε λοιπόν ο Νικηταράς το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά, με μια αστεία σύνταξη, που δεν έφτανε ούτε για ψωμί. Έτσι, μετά από σχετικό του αίτημα, η αρμόδια κρατική αρχή η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, του επέτρεψε (!!!) να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας!
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, πήγε στο σημείο όπου ζητιάνευε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. «Τι κάνετε, στρατηγέ μου»; ρώτησε ο ξένος. «Απολαμβάνω λεύτερη πατρίδα» απάντησε περήφανα ο ήρωας. «Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο»; «Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος» απάντησε περήφανα ο Νικηταράς. Ο ξένος κατάλαβε και διακριτικά, φεύγοντας, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρ’ το, γιατί θα το χάσεις!». Και λίγα χρόνια αργότερα βέβαια, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας πέθανε ξεχασμένος και πάμφτωχος.
Δυο πολύ χαρακτηριστικές ιστορίες, από αυτές που ποτέ δεν θα διδαχθούν στη γελοία και αφελληνισμένη δημόσια εκπαίδευση του ελεεινού προτεκτοράτου. Εμείς όμως οφείλουμε να τις μελετάμε, για να θυμόμαστε ποιοι πολέμησαν κάποτε για μας, ποιοι αγνοί ήρωες έδωσαν το αίμα τους για να λευτερώσουν αυτή τη βασανισμένη και αγιοτόκο γη. Τη γη που εμείς σήμερα καθημερινά προδίδουμε, μαγαρίζουμε και ατιμάζουμε. Εθελούσιοι και τραγικοί σκλάβοι σήμερα εμείς - μιας άλλου είδους, πολύ χειρότερης και πιο ολέθριας δουλείας.
Καλή αφύπνιση και καλή λευτεριά!