Χωρὶς τῆς πατρίδας τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἰδέα, δὲν ὑπάρχει κίνηση και ἀγώνας, θυσία καὶ προκοπή
Αἰσθάνομαι πὼς ἀνήκω στοὺς κύκλους τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ κοντύλι τους κρατιέται ἀσυγχρόνιστο· ἔτσι θὰ τὸ εἰποῦν, ὑποθέτω, τὸ κοντύλι μου κάποιοι ποὺ εἶναι ἢ ποὺ φαντάζονται πὼς συγχρονίζονται καὶ πὼς εἶναι γιὰ τοῦτο ἱκανοποιημένοι καὶ πὼς βλέπουν γιὰ τοῦτο κάπως περιφρονητικὰ τοὺς ταπεινοὺς καὶ παρακατιανοὺς ἐμᾶς. Ἄν καὶ καλὰ καλὰ δὲν ξέρω τί νόημα ἔχει γιὰ τὴν ἀξία καὶ τῆς τέχνης καί, γενικώτερα, τῆς σκέψης ὁ λεγόμενος αὐτὸς συγχρονισμός. Ἄν καὶ μοῦ φαίνεται πὼς τὴν ὄψη τοῦ κόσμου, καὶ γύρω τους καὶ μακρότερ' ἀκόμα, τὴν ἀλλάζουν οἱ ἀσυγχρόνιστοί. Φτάνει νὰ εἶναι γεννημένοι γιὰ τοῦ εἴδους αὐτοῦ τ' ἀλλάγματα, καὶ ὄχι βέβαια, φτωχοὶ δουλευτὲς μὲ τὸ κοντύλι, σὰν τὸν ὑποφαινόμενο. Μήπως τάχα ἡ λεγόμενη πρωτοτυπία δὲν ἔχει κύριο στοιχεῖο της τὴν ἐκμετάλλευση κάποιων πηγῶν ποὺ ξαφνίζουνε στὴν ἀρχὴ καὶ παρουσιάζονται σὰν καινούριες, σὰν ἀσυγχρόνιστες καὶ ποὺ δὲν εἶναι, συχνότατα, παρὰ τὸ γύρισμα σὲ ἰδανικὰ τοῦ περασμένου καιροῦ ξεχασμένα ἢ ἀθέατ' ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ νεκρὰ νομιζόμενα; Σὲ παλαιὰ ἰδανικὰ ἀναστημένα καὶ θρεμμένα μὲ νέα στοιχεῖα. Γυρίζουμε καὶ ξαναγυρίζουμε ρυθμικά, τὰ ὄντα καὶ τὰ φαινόμενα. Τίποτα δὲ μένει, μὰ καὶ τίποτε δὲ φεύγει. Ὁπωσδήποτε ἄν κανεὶς θὰ μποροῦσε νά μὲ λογαριάσῃ, ρωτώντας με, τάχα μὲ ἀπορία, πῶς μένω καθυστερημένος σὲ μερικὰ πράγματα ποὺ τώρα δὲ λογαριάζονται, θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ ἀπαντήσω: Δὲν συγχρονίζομαι, ἁπλούστατα, γιατὶ βρίσκομαι σὲ ὅλους τοὺς χρόνους. Πρὸ ὁλίγου καιροῦ ἕνας φημισμένος Γερμανὸς διανοητής, ὁ Ρατενάου, θῦμα δολοφόνων, ποὺ κόβουν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τοῦ σταματήσουν τὴ θαυματουργὴ ροὴ τοῦ Λόγου ποὺ ἐνσαρκώνει, προίκισε τὸν κόσμο μὲ μιᾶς πλατιᾶς πνοῆς συγγραφή· ἐπιγράφεται: «Ποῦ πάει ὁ κόσμος;» Θὰ τοῦ ἀπαντοῦσα μὲ τὸν πρῶτο στίχο τοῦ Ἐρωτόκριτου: «Στοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν». Καὶ τὴν ἱστορία τὴν ἀντιλαμβάνουμε παλαϊκά. Εἶναι τὸ ἔργο καὶ εἶναι τὸ θαῦμα τῶν ὀλίγων. Τῶν πολὺ ὀλίγων. Τὴ δημιουργοὺν οἱ ἥρωες καὶ οἱ μάρτυρες. Ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἥρωες καὶ ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ μάρτυρες. Ἡ παλληκαριά, στὸ ὑψηλονόητο νόημα τῆς λέξης, καὶ ἡ ἁγιωσύνη σὲ μιὰν ἀντίληψή της εὐρύτατη. Ἡ ἱστορία εἶναι γιὰ μένα οἱ Παράλληλοι τοῦ Πλουτάρχου καὶ οἱ Ἥρωες τοῦ Καρλάϋλ. Καὶ εἶναι ἀπὸ ὀ ν ό μ α τ α. Μὲ συγκινεῖ ὁ τάφος τοῦ Ἄγνωστου Στρατιώτη. Ὅμως μὲ υἱστρηλατεῖ τὸ ἄγαλμα τοῦ Στρατιώτη τοῦ γ ν ω σ τ ο ῦ. Οἱ ἥρωες. Οἱ φωτιὲς ποὺ ἀνάφτουν τὰ ξερόξυλα. Ὕστερα ἔρχονται ὅλα τ' ἄλλα. Συνεργάτες, βοηθοί, θαυμαστές, ἐραστές, σύντροφοι, ἐκτελεστές, συνεχιστές. Ἕνας Κολμπέρ, μοῦ ἔλεγε τὶς προάλλες ἕνας μελετητὴς τῆς γαλλικῆς ἱστορίας, ἕνας ἁπλὸς οἰκονομολόγος ὑπουργὸς τοῦ δεκάτου τετάρτου Λουδοβίκου, τὴν ἔπλασε τὴ Γαλλία, μὲ τὸ πεῖσμα καὶ μὲ τὸ μῖσος ἐναντίον του πόσων γύρω του! Μπορεῖ. Κ' ἕνας Ναπολέοντς τὴν ὕψωσε τὴ Γαλλία στὸν ἕβδομο οὐρανὸ τῆς δόξας καὶ τὸ ρυθμὸ τοῦ κόσμου τὸν κίνησε νὰ πάλλεται γοργὰ καὶ δυνατὰ καὶ λαμπερά, καὶ μὲ ὅλο τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσε καὶ μὲ ὅλο τὸ σὰν ἑωσφορικοῦ μετεώρου πέρασμά του. «Ἔτεκε τὸν γίγαντά του ὁ σεισμὸς τῆς οἰκουμένης», εἶπε ὁ ποιητής. Καὶ ὁ ἅγιος Φραγκῖσκος ἀπὸ τὴν Ἀσσίζα, ποὺ ἐφέτος, νομίζω, τοῦ γιορτάστηκαν ἢ τοῦ γιορτάζονται τὰ ἑφτακόσια χρόνια ἀπὸ τὴ μετάστασή του, τί μᾶς λέει; Μὲ ποιὰ θεία καλωσύνη καὶ μὲ ποιὰ χαρὰ χριστιανικὴ γέμισε τὸν κόσμο μιὰ γιὰ πάντα! Ἄκοῦς πῶς μιλοῦνε γιὰ τὴ ζωή του καὶ εἶναι σὰ νὰ σοῦ φέγγῃ ἔξαφνα τὸ λογισμὸ ἕνα χαμόγελο τοῦ Ἰησοῦ! Κ' ἕνας θάνατος σὰν ἐκεῖνον τοῦ Ρήγα; Ἀλίμονο στὸ λαό, ποὺ ἕνα τέτοιο θάνατο, ἢ παράδοση εἶναι ἢ πιστοποιημένο γεγονός, δὲν τὸν κάνει κόνισμα καὶ προσκύνημά του. «Ἐγώ ἔσπειρα, ἄλλοι θὰ θερίσουν». Εἶναι θεόσδοτο κάτι, νὰ εἶσαι Ἡρακλής. Ἀκόμα καὶ ὑπάκουος νὰ σκλαβώνεσαι γιὰ νὰ καθαρίζῃς τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ τέρατα. Μὰ ἥρωας ὅμοια εἶσαι, φτάνει νὰ ξέρῃς νὰ σπέρνῃς γιὰ τὸ θέρισμα. Παλαιϊκὰ πιστεύω μέσα μου, καὶ μὲ ὅλο τὸ δείλιασμα καὶ μὲ ὅλο τὸ ἄνεργο, μπορεῖ, τῆς ζωής μου, πὼς χωρὶς τὴν ἰδέα καὶ χωρὶς τὴν εἰκόνα τῆς πατρίδας, κι ἂς ξέπεσε τὸ αἴσθημα γιὰ κείνη κι ἂς χλώμιανε ἡ χάρη της, γιὰ τοὺς ἀναίσθητους καὶ γιὰ τοὺς χ λ ι α ρ ο ύ ς, (χ λ ι α ρ ό ς, σημάδευε ὁ Ἀπόστολος μέσα στὴν ἐπιστολή του καὶ ὁ Δάντης ἔβαζε στὸ στίχο του τὴ λέξη, καὶ εἴταν ἡ λέξη σὰν ἀνάθεμα), χωρὶς τῆς πατρίδας τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἰδέα, δὲν ὑπάρχει κίνηση και ἀγώνας, θυσία καὶ προκοπή. Πάντα λαχταρίζω σὰν πέφτουνε τὰ μάτια μου στὸ πασίγνωστο πλατωνικὸ ρητὸ ποὺ μᾶς φωνάζει πάντα ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων πὼς τίποτα δὲν ὑπάρχει, σὰν τὴν πατρίδα, τιμιώτερο καὶ ἁγιώτερο καὶ ὡραιότερο. Καὶ δόθηκε ἡ χάρη νὰ τὴν ἐπαναλάβῃ τὴ σεπτὴ αὐτὴ ὁμολογία πίστεως ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Σωκράτη, ἂν καλὰ θυμοῦμαι, μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πατρίδα τὸν ἀντάμειβε μὲ τὸ φαρμάκι τοῦ θανάτου, νὰ τὴν ἐπαναλάβῃ ἕνας ποιητής, ὕστερ' ἀπὸ αἰῶνες, καὶ ποιητὴς ποὺ δὲν τὸ περίμενες ἀπὸ τὸ θρησκευτικὰ μυστηριακό, μὰ καὶ ἀδιάντροπα φιλήδονο τραγούδι του. Εἶναι ὁ γάλλος Βερλαίν, σ' ἕνα του στίχο ἀλήσμόνητο: «Ἀμέσως ὕστερ' ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ θεοῦ ἔρχεται ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδας!»
Πηγή: Μελέτες καὶ Ἄρθρα (1926-1939), Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος ΙΓ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Ἑλλήνων Φῶς