ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1940

Τὸν ὄρθρο τοῦ Δεκαπενταύγουστου τοῦ 1940, στὴ Φτέρη τοῦ Αἰγίου, χίλια διακόσα μέτρα ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὴν πρώτη μακρυνὴ καμπάνα τοῦ χωριοῦ, ἐξύπνησα ἔχοντας στὸ νοῦ μου καὶ στὰ χείλη μου τὴν προσευχὴ ὁποὺ εἶχα γράψει πολλὰ χρόνια πίσω καὶ τὴν ἔχω τυπωμένη στὸ βιβλίο μου «Ἡ συνείδηση τῆς Πίστης».

«Ἀλλὰ τὴν Κοίμησή σου, ὅπου μετάλαβα τὴ γνώρα τοῦ Θανάτου, πῶς νὰ τηνὲ πῶ; Ἀποκοιμήθηκες μὲς στῆς γῆς καὶ τοῦ πελάου τὰ μύρα, ὢ Παναγιά! Κοιμήθης! Μὰ εἶν’ ὁ τάφος ἄδειος, τὸ μετάξι ὅπου τυλίχτη ἡ τίμια τῆς ζωῆς ἐλπίδα εἶν’ ἄδειο πιά!»

Ἔτσι προσευχόμουν.

Ἡ ἁγιότερη, ἡ βαθύτερη γιορτὴ ἀκέριας τῆς Χριστιανωσύνης, ποὺ μᾶς δίνει τὴν τελειότερη εἰκόνα τοῦ θανάτου σὰν Μετάστασης ἐκστατικῆς, ἐφώταγε βαθιά μου τὴν αὐγὴν ἐκείνη ὅλο τὸ χῶρο τῆς συμπαντικῆς ψυχῆς, σὰν ὥρα μυστικῆς συγκομιδῆς τῆς πιὸ ὑπερούσιας Ὠμορφιᾶς, πρὸς τὴν ὁποία στρέφονται ὡς πρὸς ἀκραῖο τελείωμα κι’ ὡς πρὸς χῶρο τέλειας ἀναγνώρισης τὰ πάντα: Οἱ ἀπόστολοι ἐκ περάτων, οἱ ἄγγελοι ποὺ ἀράζοντας ἀπὸ μακρὺ ταξίδι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς διπλώνουνε γονατισμένοι μπρός της τὰ φτερά τους, οἱ ἄνεμοι ποὺ πιὰ σωπαίνουν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κι’ ἀκόμα καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ λουλούδια καὶ οἱ καρποί!

Καὶ νά, στὴ μυστικότατη, στὴν ὑπερούσιαν αὐτὴν ὥρα τῆς μετάστασης τῶν πάντων πρὸς τὶς σφαῖρες τοῦ ὑπέρτατου ἁγνισμοῦ καὶ λυτρωμοῦ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Κοίμηση τῆς Χάρης της, ὁ Ἰταλός, σὰ νἄθελε νὰ πλήξει ἀντάμα μὲ τὸ ἀκήρατό της σῶμα, καὶ τὸ σῶμα τῆς βαθιὰ συναγιασμένης τὴ στιγμὴ ἐκείνη Ἑλλάδα, ξαφνικὰ χτυπάει τὴν Τῆνο, δολοφονικὰ καὶ καίρια, τὸ ἱερὸ ἀπ’ τὴν ὥρα αὐτὴ πολεμικὸ καράβι μας, τὴν «Ἓλλη».

Ἀργὰ τ’ ἀπόγεμμα μονάχα, ἦρθε τὸ μήνυμα στὴ Φτέρη. Ὁ ξωμάχος λαὸς ποὺ τὤφερε, εἶχε κιόλας πάνω στὴ μορφή του ὅλη τὴν προεικόνιση τοῦ ἀγῶνα, ποὺ ξεκίναε τόσο δόλια ἀπ’ τὰ βάθη τοῦ Ἅδη νὰ προσβάλλει τὶς κορφὲς τῆς Ἁγιότητας καὶ τὶς κορφὲς τῆς Λευτεριᾶς του καὶ τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ στὴ μορφή του ἀντιφεγγοῦσε κιόλας ἀπὸ τότε ἡ Ἀλβανία, ἀντιφεγγοῦσε ἡ κορυφαία του Νίκη. Καὶ τεράστιο Σύμβολο ἀμετάσειστο κι’ ἀπόρθητο, ἡ Κοιμημένη Παναγιά, μετουσιωμένη τώρα στὸν ὑπέρτατον αὐτὸν ἀγῶνα ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα, ἀναστημένη πιά, ἐβάδιζε μπροστά του, Ἀ ρ χ ι σ τ ρ α τ η γ ο ῦ σ α, ἀκοίμητή του Ὑ π έ ρ μ α χ η, ἀκατάβλητή του Ὁ δ η γ ή τ ρ α.

Ὅταν τὸ ἴδιο βράδυ ὡστόσο, ἀποτραβήχτηκα ἀπὸ τὸν ξωμάχο λαὸ καὶ γύρισα στὸ σπίτι μου, ἐμπῆκα στὴ μικρή μου κάμαρα, ποὺ ἀπάνω ἀπ’ τὸ κρεβάτι μου κρεμόνταν μιὰ παλιὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, —Ἑνωμένης στὴν ψυχή μου ἄρρηκτα ἀπ’ τὴν ὥρα αὐτὴ μὲ τὴν Ἑλλάδα,— κι’ ὅπως ὅταν εἴμουνα παιδί, κλειδώθηκα καὶ προσευχήθηκα μπροστά της. Τὴν παλιὰν ἐτούτη προσευχὴ τὴν εἶχα κάμει τότε μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, κι’ ὄχι διόλου γιὰ νὰ ἰδεῖ τὸ φῶς. Ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ μνημονεύουμε ὅλοι ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ Χάρη της ποὺ δὲ σιγάει ποτὲ βαθιά μας καὶ σὰ νἆναι ἡ μύχια προσευχὴ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, τηνὲ ξαναφέρνω σήμερα ἀπ’ τὴ μνήμη μου, ὅπου κρύβονταν στὰ χείλη μου καὶ τὴν ὑψώνω τὴ στιγμὴν ἐτούτη, ὡς νἄτανε τοῦ καθενὸς καὶ γιὰ ὅλους μας, ἐδῶ:

«Ὦ Ἐσύ, τῶν Οὐρανῶν ἡ πλατυτέρα,
ποὺ ἀγκάλιασες τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαούς,
τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν ἡ Θεία Μητέρα,
π’ ὅλους τῆς γῆς ξεχείλισες τοὺς ναούς,

Μάννα, π’ ἀγνάντια μου εἶσαι ὡς θερισμένη
ἀπ’ ἀστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ εἶσαι κ’ ἡ Ἑλλάδα, κ’ εἶσαι ἡ Κοιμημένη
μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια Παναγιά,

Μάννα, ποὺ ὁ νοῦς Σου μονάχα τὸ ξέρει,
ἄν ἀντίκρυ στὴν ἅγια Σου ἐντολή,
ἡ καρδιά μου δὲν εἶναι ὡς περιστέρι,
ἀθώα, δοκιμασμένη καὶ καλή,

δόσε τὴν ὥρα τούτη —κ’ εἶναι τώρα
ποὺ ἀγγίζουμε τὸν ὕστερο βυθὸ
κι’ ἀργοσημαίνει ἡ προαιώνια ὥρα—
στὴν ἅγιαν ἐντολή Σου νὰ σταθῶ,

ἀνύσταχτος, στὴν ἄκρη γινομένος
ἀγρύπνια, μιὰ ἀπέραντη ματιά,
σὰν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἐσταυρωμένος,
σὰν οἱ Ἅγιοι Παῖδες μέσα στὴ φωτιά!»

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 435, 1945

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *