Δημήτρης Πικιώνης: Επεξεργασία και αυτοσχεδιασμός
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ
Αρχιτέκτων
ΑΠΟΨΕ ΛΟΙΠΟΝ,* αγαπητοί φίλες και. φίλοι, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Γιατί δεν έφτανε ότι καλούμαι να διατυπώσω κάποιες σκέψεις για τον Πικιώνη και το έργο του —δημιουργό και έργο που τόσο επηρέασαν την νεανική μου σκέψη— αλλά και γιατί η συνδυαστική της οργάνωσης αυτών των διαλέξεων μ' έφερε να μιλήσω δίπλα-δίπλα με τον Μίμη Φατούρο, δάσκαλο μου κι αυτόν, αλλά και φίλο, στου οποίου τα γενναιόδωρα λόγια τόσα πολλά χρωστά η δουλειά μας. Κι όσο είναι δύσκολο πραγματικά να σας μεταφέρω γόνιμα τις περασμένες εμπειρίες μου, χωρίς να καλλιερ-γήσω κι εγώ άθελα μου τον μύθο του Πικιώνη, άλλο τόσο δύσκολο αλλά και τιμητικό είναι να κάνω μια παράλληλη ομιλία για τον Πικιώνη με τον Μίμη Φατούρο, ο οποίος διατύπωσε ήδη από τη δεκαετία του '60 κριτικές σκέψεις για τον Δ. Πικιώνη ενταγμένες σ' ένα πρώτο σχέδιο παρουσίασης της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, του οποίου η προβλεπτικό-τητα και η τόλμη τεκμηριώθηκε σ' ένα μεγάλο βαθμό από την αξεπέραστη ακόμη δουλειά για την Ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής του F. Loyer.
Παρ' όλα αυτά θα κάνω ό,τι μπορώ, γιατί πιστεύω ότι εκδηλώσεις σαν κι αυτές που οργάνωσε εδώ η Εταιρεία Σπουδών για τον Πικιώνη δεν είναι απλά τιμητικές —άλλωστε το έργο του Πικιώνη έχει ήδη καθιερωθεί και τιμηθεί— αλλά είναι μια αφορμή για να μιλήσουμε για την ελλη-νική αρχιτεκτονική, να σταθμίσουμε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της, να προβάλουμε τη φυσιογνωμία της μέσα από τη δική του, και να επιχειρή σουμε να συγκροτήσουμε μια αλυσίδα σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής παράδοσης από τους έλληνες αρχιτέκτονες που αντιμετώπισαν με σοβαρότητα και ευσυνειδησία την αρχιτεκτονική, και που χωρίς τη δουλειά τους, εμείς όλοι δεν θα βρισκόμαστε σήμερα εκεί που είμαστε.
Είναι λοιπόν χρόνια τώρα που σκέφτομαι ότι η συμβολή της αρχιτεκτονικής στη νεοελληνική πολιτισμική εξέλιξη είναι ανύπαρκτη, και η απουσία αυτή είναι φανερό ότι έχει επηρεάσει και την ίδια την ελληνική αρχιτεκτονική. την έχει φτωχύνει, την έχει μιζερέψει. Κι αυτό δεν οφείλεται βέβαια μονάχα στους έλληνες αρχιτέκτονες η και στους κριτικούς τους —όσους συνειδητοποιούν αυτή την ταύτιση— αλλά και στο ελληνικό κοινό, που δεν έχει ακόμα ξεχωρίσει τι πρέπει να περιμένει από τον αρχιτέκτονα και τι από τον μηχανικό, τον υπομηχανικό η τον εργολάβο.
Κι η κατάσταση αυτή και βέβαια επηρεάζει την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας και την αφήνει στο περιθώριο της επικαιρότητας, στο περιθώριο της πολιτισμικής παρουσίας.
Εκεί, σ' αυτό το περιθώριο, αναπτύσσεται μια κριτική από αρχιτέκτονες για τον κοινωνικό περίγυρο, για την αδιαφορία κοινού και συναδέλ-φων, για όσα χτίζονται καθημερινά ορίζοντας το δρόμο, τη γειτονιά, την πόλη. Κείμενα σπαραχτικά, κριτικής και αυτοκριτικής, στα όποια σπάνια υπάρχει αντίλογος η τραύλισμα διαλόγου. η αρχιτεκτονική, ακόμα κι όταν συζητιέται, παραμένει αντικείμενο του σιναφιού. αφορά μονάχα τους αρχι-τέκτονες. είναι ένα θέμα «τεχνικό». Κι έτσι όταν η αρχιτεκτονική δεν υπάρ-χει ως πολιτισμικό αγαθό, υπάρχει μονάχα ως επαγγελματική παρουσία, ως δημόσιες σχέσεις, ως παραγωγή κτιρίων αυξημένου κόστους.
Σ' αυτή την ενοχή συνωμοσία σιωπής υπάρχουν κάποιες φωνές που ακούγονται και σβήνουν και πάλι και πάλι, χρόνια τώρα. Φωνές που επιχειρούν, να συσχετίσουν, να αποκαλύψουν, να προβάλουν τη σημασία της αρχιτεκτονικής τέχνης στην καθημερινή —σημερινή κι αυριανή— ζωή μας. Φωνές που επιχειρούν να τοποθετήσουν την αρχιτεκτονική δίπλα στις άλλες τέχνες που διαμορφώνουν την πολιτισμική φυσιογνωμία του τόπου.
Μια τέτοια φωνή απ' τις πιο σημαντικές ήταν κι η φωνή του Πικιώνη που συνάντησα στα χρόνια του '50. Αυτός ο Πικιώνης που γνωρί-σαμε εμείς τότε δεν είναι πια ο ίδιος που συνεργαζόταν στο Τρίτο Μάτι. Είναι ο ώριμος άνθρωπος που έχει περάσει απ' τις φουρτούνες μιας ζωής, που μάζεψε τη γνώση από σπουδές κι ανοίγματα στα πρωτοποριακά μη-νύματα της σύγχρονης τέχνης, από την προσήλωση στην παράδοση και την ιστορία, αλλά και από εμπειρίες δραματικές της ιστορίας του τόπου, από τις διώξεις φίλων και μαθητών του, απ' την ταπείνωση ενός λαού, απ' τη διαστρέβλωση, την εφιαλτική παραμόρφωση του οράματος της μεταπολεμικής Ελλάδας, από την υλοποιημένη εικόνα μιας κοινωνίας που οι αξίες της περιορίστηκαν στη ΔΥΝΑΜΗ και το ΚΕΡΔΟΣ.
Για μας, λοιπόν, τότε ο Πικιώνης ήταν ο άνθρωπος που κράταγε με πείσμα ανοιχτό τον κλεφτοπόλεμο απέναντι σ' αυτά. Μιλώντας αλληγορικά, εντοπίζοντας την προσοχή μας στην ΑΡΕΤΗ, που την προσδιόριζε με στίχους του Σολωμού, του Σικελιανού και του Παλαμά, αποδεικνύοντας σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο.
Για πολλούς άλλους όμως ανάμεσα μας, ο Πικιώνης εικονογραφούσε τον τύπο του Έλληνα διανοούμενου, που τόσο γλαφυρά παρουσίασε ο Παν. Μουλλάς πριν από ένα μήνα σ' αυτήν την αίθουσα.(1)
Τον φτωχό αμφιλεγόμενο δάσκαλο με το τριμμένο πανωφόρι, τον γέροντα που αεροβατεί ζώντας στο παρελθόν, που λειτουργεί μ' έναν ξεπερασμένο τρόπο μιλώντας μέσα από τα δόντια του, αφήνοντας τις λέξεις να πέφτουν πάνω στο σχεδιαστήριο και ν' ανακατεύονται με τις μουντζούρες, με το χυμένο καφέ και το σβησμένο τσιγάρο. Κοιτάζοντας κάτω για ν' απο-φεύγει τ' απορημένα πρόσωπα των σπουδαστών. Πόσοι θαύμαζαν το μυ-θικό θέατρο που έστηνε στο μάθημα του; Πόσοι βαριόνταν κι εχλεύαζαν; Πόσοι τέλος έπιαναν το κάλεσμα του για αναζήτηση, αμφιβολία και γιατί όχι «μυστικισμό»;
Ελπίζω αύτη η έκθεση,(2) που με τόση στοργή στήθηκε εδώ κι ένα μήνα, να έχει αναδειχθεί σ' ένα καλειδοσκόπιο, φτιαγμένο με τεκμήρια από το έργο και τη ζωή των συγχρόνων του —φίλων και συνεργατών— που πάνω του προβάλλει η μορφή του Πικιώνη, σχολιασμένη με διακριτικότητα και υπαινικτικότητα έτσι που να επιτρέπει σ' όσους αναζητούν τους δεσμούς που συνδέουν τον άνθρωπο με την ανθρώπινη κοινότητα, το έργο με την εποχή, και τη ζωή με τη δημιουργία, να βγάλουν κάποια συμπεράσματα.
Χειμώνας :
Απόγευμα αργά. είμαι μόνος στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής σχολής. Διάλειμμα. η πανύψηλη πόρτα τον νεοκλασικού κτιρίου ανοίγει. ξετρυπώνει έva γκρίζο πανωφόρι και μια γκρίζα ρεπούμπλικα, ο Πικιώνης, σκυφτός μ’ ένα αποτσίγαρο στα χείλια. Σηκώνει το γιακά του γκρίζου παλτού, κοιτάζει χάμω αφηρημένα. Προχωρεί. Είναι μο-νάχος. Ο ήλιος περνά από τις διάφανες καγκελόπορτες και φτάνει στο μαρμάρινο στηθαίο που είχαμε πριν λίγες μέρες μετρήσει και ξαναμετρήσει αποτυπώνοντας το. Σταματά ξάφνου σαν κάτι να τον παρα-ξένεψε. Γυρίζει πίσω στην πόρτα και κοιτάζει το φωτισμένο στηθαίο. Ύστερα το πλησιάσει και ακουμπά το χέρι στο κνμάτιο. Το ψαύει σαν τον τυφλό που προσπαθεί ν' αναγνωρίσει αγαπημένο γνώριμο πρόσω-πο. Είναι απορροφημένο; και απόμακρος.
Βεβαιώνεται. Ξανασηκώνει τον γκρίζο γιακά τον κι απομακρύνεται προσπαθώντας ν' ανάψει το σβησμένο τσιγάρο κατάντικρυ στον ήλιο που δύει.
Τον Πικιώνη τον γνώρισα όταν ήταν 65 χρόνων. Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι τί μπορούσα άραγε να καταλάβω τότε από το μικρόσωμο γέροντα, έτσι καθώς έφτανε σε μας μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά του μύθου;
Μόνο η ΦΩΝΗ TOΥ στοχαστική μέσα από τα δόντια με σφιγμένα τα χείλη που κρατούσαν το σβηστό τσιγάρο, και η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ μουντζουρωμένη συχνά από μολύβι, έφταναν ως εμάς.
Άκουγα κάτι για το Τρίτο Μάτι, έβλεπα το σχολείο του στα Πευκά-κια. Τίποτε απ' αυτά δεν βοηθούσαν να συνδέσω αυτή τη σκυμμένη φιγούρα που κοίταζε χαμηλά και κάποτε σήκωνε τα μάτια να μας δει, να διαπι-στώσει αν επικοινωνεί μαζί μας, μ' ΕΚΕΙΝΑ τα κείμενα. ΕΚΕΙΝΑ τα έργα.
Το βλέπουμε και στην έκθεση, το βλέπουμε και στο Λεύκωμα' ανάμεσα στο ’38 και το ’47, ένα κενό.
Χρόνια δύσκολα για τον τόπο (το είπα και πρίν): Δικτατορία Μεταξά. διωγμοί διανοουμένων, πόλεμος. Κατοχή, εμφύλιος, άλλες διώξεις, ο Γιάννης Δεσποτόπουλος, ο Νίκος Κιτσίκης, από το Πολυτεχνείο, κι άλλοι... Πώς αντιδρά τις δύσκολες ώρες; Δεν ξέρω... Ξέρω όμως ότι στα πιο ώριμα χρόνια του, από τα '50 ως τα '60, δεν χτίζει σχεδόν τίποτα' κι υστέρα — το εργα-στήρι της Ευθυμιάδη και το σπίτι του Ποταμιάνου. Εκεί τον συναντούμε.
Όλη η μεσοπολεμική δραστηριότητα του ήταν εκείνη την εποχή άγνω-στη. Άγνωστη για μας η πολιτισμική του δραστηριότητα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν κείμενα για την ποίηση και την πεζογραφία, για τη ζωγραφική, το θέατρο, κείμενα κριτικά, που συσχετίζουν τις ελληνικές πολιτισμικές δραστηριότητες με τις διεθνείς εξελίξεις. Η αρχιτεκτονική ούτε προβάλλεται ούτε κρίνεται. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου —Βαλεντής, Δε-σποτόπουλος, Καραντινός, Μητσάκης, Παναγιωτάκος, Παπαδάκης— είναι ονόματα που δεν θα τά 'βρισκε κανείς σε δημοσιευμένο έργο προσπελάσιμο στην Ελλάδα. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική υπάρχει μονάχα στη Δύση, και στα λίγα ξένα περιοδικά που φτάνουν ως εμάς.
Ο Πικιώνης είναι ο μόνος αρχιτέκτονας καθηγητής που κτίζει, χωρίς να βάζει ταμπέλες, και παρ' όλα αυτά συζητιέται. Μαζί του η συμφωνείς η διαφωνείς η απορείς· όμως είναι ένα πρόσωπο στο οποίο αναφερόνται όλοι...
Από τους μαθητές του, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, λίγοι τον παρακολουθούν γεγονός που μοιάζει να μην τον ενδιαφέρει και πολύ. Τώρα κτίζει και σχεδιάζει και είναι αφιερωμένος σ' αυτά.
Τον συνάντησα μια μέρα καθώς έβγαινε από το παλιό βιβλιοπωλείο τον Ελευθερουδάκη στη γωνία της πλατείας Συντάγματος.
—"Έλα να δεις, μου λέει, και γυρίζοντας πίσω με οδήγησε στα τραπέζια με τις αρχαιολογικές έκδόσεις.
Άνοιξε ένα βιβλίο για την Ακρόπολη των Αθηνών, το ξεφύλλισε και σταμάτησε σε μια φωτογραφία του ιερού βράχου
— Κοίταξε τον ουρανό... Τι σύννεφα (!), η Ακρόπολη, ο Παρθενώνας. "Ολα αλλάζουν... Όλα έχουν το ίδιο βάρος.
Η οργάνωση του χώρου είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια σειρά ενδιαφέρουσες εικόνες που διατάσσονται κατά μήκος μιας πορείας, κάτι πολύ πε-ρισσότερο κι από τη «λειτουργική» σύνδεση κάποιων περιοχών χρήσης. Είναι η ίδια η ιεράρχηση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, η έκφραση της σημασίας που δίνουμε στον εαυτό μας και τους άλλους, στην ατομική η ομαδική ζωή, στο δημόσιο και ιδιωτικό χαρακτήρα της. Και η ποιότητα του χώρου δεν προσεγγίζεται με τη χρήση ακριβών υλικών, αλλά με τους ευαίσθητους συνδυασμούς τους και την ευρηματική συσχέτιση τους. Μ' αυτή τη λογική, ο προσωπικός μας χώρος η αυτός που προτείνουμε στους άλλους είναι δείκτης της συμπεριφοράς μας και της στάσης μας απέναντι στη ζωή. Κι αν το περιβάλλον μας δείχνει ασυνέπεια, επιπολαιότητα ή ακρισία, τότε αυτό σημαίνει πώς η επιπολαιότητα, η ασυνέπεια και η ακρισία βρίσκονται κάπου μέσα μας. Γι' αυτό και η επεξεργασία που προτείνουμε για έναν αρχιτεκτονημένο χώρο, φέρνει μαζί της μια ζωή παλιά και μυστική, που ξεκινά από τα βάθη της συνείδησης μας, και αποκαλύπτεται καθώς συσχε-τίζεται με όσα μας περιβάλλουν.
Χτίζει λοιπόν ο Πικιώνης την εποχή που τον γνωρίζω εγώ. Χτίζει το σπίτι του Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Και χτίζει με έναν ασυνήθιστο τρόπο.
Είναι σχεδόν κάθε μέρα εκεί. Συνεργάζεται με τους μαστόρους, εξηγεί, ρωτάει, σχεδιάζει, στοχάζεται, αποφασίζει.
Η κατασκευή είναι γι' αυτόν ο τρόπος που αρθρώνονται τα υλικά, είναι η λογική με την οποία αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά τους.
Και η έγνοια για τη λεπτομέρεια είναι πολύ πέρα απ' τη διακόσμηση και την κατασκευή. Είναι πράξη ερμηνείας της αρχιτεκτονικής σύλληψης και η επεξεργασία της αποκαθιστά μια φιλική σχέση με το χώρο και τα υλικά. Σχέση που παραπέμπει σ' όσα «γνωρίσαμε» από τα παιδικά μας χρόνια, βλέποντας, αγγίζοντας, μυρίζοντας ακόμα.
Και η συνέπεια με την οποία επιλύονται οι λεπτομέρειες καθιερώνει έναν τρόπο ανάγνωσης του χώρου, ολοκληρώνοντας την αρχιτεκτονική έκφραση, και οδηγώντας αυτούς που πρόκειται να τον χρησιμοποιήσουν, να τον κατανοήσουν και να τον οικειοποιηθούν.
Η απόφαση του για τη χρήση των υλικών, για τη συσχέτιση τους, για την τελική τους επεξεργασία, πρέπει να επανατοποθετεί και να αναδεικνύει τη δομή του αρχιτεκτονικού έργου, τον τρόπο οργάνωσης του, τη λογική της ένταξης του στο περιβάλλον.
Αν η κατανόηση της αρχιτεκτονικής είναι μια δύσκολη υπόθεση, η χρήση των υλικών μπορεί να χρησιμεύσει όπως το θέμα στην ποίηση που, καθώς λέει ο Έλιοτ, είναι το κρέας που ρίχνει ο κλέφτης στο σκυλί για να πατήσει το σπίτι.
Έτσι, πολλές φορές —το ξέρουμε καλά— η παρουσία ενός ευρύτατα αποδεκτού υλικού προετοιμάζει και διευκολύνει την αποδοχή μιας ασυνήθιστης οργάνωσης χώρων.
Γιατί «τα υλικά είναι στοιχειώδεις ύλες ζωής», καθώς γράφει ο Γ. Χειμωνάς, που φέρνουν μαζί τους γνώριμες και οικείες μορφές, που αργοσαλεύουν στις επιφάνειες των τοίχων και των δαπέδων. Ύλες ζωής που αποκαθιστούν μια σχέση αμεσότητας με το χώρο και τη γύρω μας πραγματικότητα. Ανάγοντάς μας στη σεβαστή φυσική τους μορφή, στη δομή τους, στην ιδιαίτερη ακτινοβολία τους.
Πολλές φορές ,αυτές οι ύλες ζωής αναλαμβάνουν να αποσαφηνίσουν, να επαναπροσδιορίσουν και να εξατομικεύσουν τη μορφή —καθώς κάνει άλλωστε και το χρώμα—, ανάγοντάς την στη συμπληρωματική της ή στην αντιθετική της, ή συμπυκνώνουν το χαρακτήρα και το νόημα του τόπου, μεταμορφώνοντας τον εσωτερικό χώρο σε υπαίθριο, τη χτισμένη υλική μορφή σε διάφανη, άϋλη, το πλήρες σε κενό — αρχή μιας νέας προσέγγισης.
Ο Πικιώνης χρησιμοποίησε τα υλικά —φυσικά η τεχνητά, παραδοσιακά ή σύγχρονα— με μια νοοτροπία χειροτεχνική. Το υλικό τον οδηγεί, καθώς και ο μάστορας που το χειρίζεται. Γι' αυτό εξηγεί πάντα ΤΙ θέλει να κάνει κι όχι ΠΩΣ θα το κάνει, αφήνοντας τους συνεργάτες του να πάρουν πρωτοβουλία —που πάντα ήλεγχε—. μετατρέποντάς τους έτσι σε ουσιαστικούς συντελεστές του έργου.
Μ' αυτόν τον τρόπο αφήνει ανοικτή την πόρτα στο προχώρημα ενός τρόπου σκέψης, στην ανανέωση της προσέγγισης μιας φθαρμένης από την καθημερινότητα κατασκευαστικής λογικής.
Μέσα στην οργιώδη κατεδάφιση και ταυτόχρονη ανοικοδόμηση της Αθήνας της δεκαετίας του '50, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έχει περιοριστεί σε λίγα κακοσχεδιασμένα και απλοϊκά κατασκευαστικά στερεότυπα, που καλύπτουν όλες τις φάσεις σχεδίασης του έργου, από την τυπική κάτοψη και όψη της αθηναϊκής πολυκατοικίας μέχρι το κάγκελο του μπαλκονιού της.
Η παρέμβαση λοιπόν του Πικιώνη σ' αυτή τη φάση της καθημερινής αρχιτεκτονικής πρακτικής με το καινούργιο ποιοτικό λεξιλόγιο που εισήγαγε δεν ήταν απλά μια άλλη λογική, αλλά ήταν μια επανάσταση απέναντι στην αδιαφορία γι' AΥTO που χτίζεται και για τον ΛΟΓΟ που χτίζεται. Ήταν μια λογική που δεν μπορούσε να την παλαίψει κανείς παρά μονάχα με την απόρριψη και το χλευασμό της, με την παρερμηνεία, την κακοήθεια και την αποπροσανατολιστική τακτική, ή με την αναγωγή της στη λογική της δήθεν υψηλής τέχνης που είναι για τους λίγους, που είναι ακριβή, που είναι μιας άλλης εποχής.
Πόλεμος λασπολογίας αρκετά εύκολος, γιατί αυτό το νέο λεξιλόγιο που αγωνιζότανε να διατυπώσει ο Πικιώνης βασιζότανε στην πρόθεση του να καταδικάσει κάθε εστία φθοράς αυτής της καθημερινής σχέσης μας με το χώρο και απαιτούσε ένα ΡΥΘΜΟ και μια ΦΡΟΝΤΙΔΑ τελείως διαφορετική κι ασύμφορη για την πραγματικότητα εκείνης της εποχής.
Έτσι, το λεξιλόγιο αυτό αντί να «μεταφραστεί», όπως ωραία παρατήρησε ο Φατούρος, αντί να χρησιμεύσει σα βάση για παραπέρα στοχασμό ή προχώρημα, κατασυκοφαντήθηκε ή αντιγράφηκε με μιαν αφόρητη επιπολαιότητα.
Σ' αυτό συνέβαλαν κι όσοι διαφωνούσαν —ενώ καταλάβαιναν την αγωνιώδη προσπάθεια που απαιτούσε αυτό που επιχειρούσε ο Πικιώνης—, χύ-νοντας δηλητήριο με κάθε ευκαιρία και υποβαθμίζοντας τη συμβολή του στη μάχη για την αναβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος, προς όφε-λος —φυσικά— των εμπόρων της αρχιτεκτονικής και των εργολάβων. Τα-κτική εγωκεντρική, κοντόφθαλμη, μίζερη και, δυστυχώς, συνηθισμένη...
Σκέφτομαι τα λόγια του Γιαννόπουλου που διαβάζουμε κάτω στην
Έκθεση :
«...διότι απαιτείται αναγνώρισις κάθε αξίας. και αποκάλυψις προ αυτής, και συνεννόησις, και αλληλοενίσχυσις, όπως αποτελεσθή μία δύναμις ήτις θα εργασθή προς τον σκοπόν της Ελληνικής Τέχνης».
Πόσο μακριά είμαστε από μια τέτοια στάση...
Εχθές το βράδυ —μου είπε— δοκίμασα να τοποθετήσω 5 αντικείμενα πάνω στο τραπέζι — ένα ανθοδοχείο, ένα ποτήρι, το τασάκι, το κουτί με τα τσιγάρα και το κουτί απ' τα σπίρτα. Ε, λοιπόν δεν ήταν καθό-λου εύκολο. Έλειπε η γεωμετρία, το πλαίσιο, έλειπε ο νόμος.
Ύστερα δοκίμασα με τη «χάραξη» του Δοξιάδη (3) και την υποδιαίρεση των αποστάσεων σε αναλογίες χρυσής τομής. Ε, λοιπόν, το αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο στέρεο. Η εικόνα πολύ πιο σαφής. Η αναφορά πιο ορατή.
«Η σύνθεση», λέει ο P. Valéry, «είναι μια τεχνητή επινόηση που επιχειρεί να οργανώσει ένα αρχέγονο χάος διαισθήσεων και φυσικών αναπτύξεων. Εξυπονοεί πράξεις θεληματικές και στοχαστικές που πειθαρχούν τις παρορμήσεις μιας φυσικής παραγωγής σύμφωνα με μιαν αντίληψη».(4)
Αυτό γίνεται στον Πικιώνη με ατέλειωτες διεργασίες και δοκιμές πάνω στο σχεδιαστήριο, και η φροντίδα του για τη μορφή δεν είναι ίσως τίποτε άλλο από μια στοχαστική αναφορά στις μνήμες ενός οικουμενικού λεξιλογίου που τον τροφοδοτεί, ιδωμένες μ' ένα «μαγικό» ζωγραφικό τρόπο, κάτω από το φως.
Προικισμένος με μιαν ασυνήθιστη επιμονή, αρχίζει και ξαναρχίζει κάθε μέρα στο γιαπί μια ιεροτελεστία επιλογών και αναζητήσεων, απορρίπτοντας τη μια λύση μετά την άλλη, ωσάν σε μια πορεία προς την κάθαρση —αναδιοργανώνοντας και επανατοποθετώντας το υλικό του, ως την απο-δοχή της τελικής του μορφής.
Έχω την εντύπωση ότι ο Πικιώνης δουλεύοντας στο σχεδιαστήριο δεν ετοίμαζε σχέδια εφαρμογής, αλλά προετοίμαζε τον εαυτό του για να τον φέρει σε κείνη την κατάσταση ετοιμότητας για τη δημιουργική πράξη που απαιτούσε ο τρόπος δουλειάς του στο εργοτάξιο. Κι αυτό γινόταν με την ολοκληρωτική αφοσίωση σ' αυτά που έκανε, με την αυστηρά πειθαρχημένη προετοιμασία, τη σκληρή δουλειά στο σχεδιαστήριο, και την επίμονη αυτοσυγκέντρωση την ώρα της εφαρμογής. Έλεγε:
— Χρειάζεται να δουλεύει κανείς ακατάπαυστα και να προετοιμάζεται για να μπορέσει μια στιγμή —όταν αστράψει μες στο σκοτάδι— να ΔΕΙ.
— Κι αυτό δεν γίνεται κάθε μέρα, γίνεται ΑΞΑΦΝΑ, ενώ η προετοιμασία πρέπει να είναι συνεχής, ασταμάτητη, οδυνηρή, κρυφή ή φανερή, εσω-τερική υπόθεση ή ζύμωση συλλογική.
—Ανοικτά μάτια κι αυτιά ανοικτά, μυαλό ελεύθερο, και πνεύμα σε εγρήγορση έτσι ώστε να βρίσκεσαι πάντα ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΔΕΙΣ.
Η ετοιμασία αυτή όμως δεν του αρκούσε. Στοιχείο απαραίτητο που τη συνόδευε ήταν η αποσαφήνιση των νόμων — των αρχών της σύνθεσης. Γιατί είναι φυσικό ότι κάθε αρχιτεκτονική σύνθεση προϋποθέτει συνολικές αποφάσεις που πρέπει να έχουν παρθεί με φρόνηση και υπολογισμό και που οι μερικότερες αποφάσεις που οφείλει να παίρνει κανείς αυτοσχεδιάζοντας επί τόπου δεν θα τις ανατρέπουν. Έτσι μια σειρά αποφάσεων δέ-σμευαν τις επόμενες, σχηματίζοντας πλέγματα που το ένα με το άλλο είχαν μια συνέχεια, μια αρθρωμένη «αυθαίρετη» συναισθηματική γεωμετρία δε-μένη με την ερμηνεία του τοπίου.
Η έκταση του εργοταξίου ήταν τέτοια που ήταν αδύνατο να το ελέγχει. Έπρεπε να προβλέψει και, όταν η πρόβλεψη δεν έφτανε και διαπίστωνε λάθη, έπρεπε να τα διορθώσει. Κάμποσες φορές χαλούσε και ξανάφτιαχνε. όμως τις περισσότερες φορές είχα την αίσθηση ότι προσπαθούσε ν' αναζητήσει τις αρχές με τις οποίες θα ανέτρεπε το λάθος, επιχειρώντας να το μετατρέψει σε εύρημα, εντάσσοντας το σ' ένα σύστημα παραβάσεων που απλά θα ενεργοποιούσαν τα προαποφασισμένα γεωμετρικά συστήματα.
Σ' αυτήν την προσπάθεια είχα πολλές φορές την εντύπωση ότι δεν σκεφτότανε μονάχα, αλλά λειτουργούσε και με τα χέρια και με ολόκληρο το σώμα επιχειρώντας μια δράση που δεν θα προέρχονταν μόνο από λογικούς συσχετισμούς αλλά κι από ένα σύνολο σωματικών παρορμήσεων, τοποθετώντας αντικείμενα δοκιμαστικά, πηγαίνοντας πίσω - μπρος, χαμηλά -ψηλά, ως να βεβαιωθεί, ν' αποφασίσει, παίρνοντας το τσεκούρι και χτυπώντας το ξύλο ή το καλέμι για να σμιλέψει την πέτρα.
Γνωρίζοντας τις αδυναμίες του,
τις πρόβαλλε πάνω στο πρόβλημα,
τις δοκίμαζε πάνω στις δυσκολίες.
Έτσι οχύρωνε τον εαυτό του και το έργο.
Πρωί στην Ακρόπολη την ώρα τον κολατσιού καθήσαμε στο μικρό καφενεδάκι του Λουμπαρδιάρη. Πάνω στο ράφι πίσω από το τεζάκι του καφετζή ένα ποτήρι με κόκκινα τριαντάφυλλα.
-Χθες, είπε, πέρασε ο Τσαρούχης και μου τα έδειξε. Κοίταξε αλήθεια πώς μεταμορφώνεται το φως από την παρουσία τους.
Είχε πάρει ένα πακέτο μπισκότα και αφηρημένος μασουλούσε. Ένας σκουπιδιάρης πέρναγε· τον κοίταξε και φώναξε:
-Γέρο, με μπισκοτάκια τη βγάζουμε τώρα:
Εγέλασε με την καρδιά του.
Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Πικιώνη στην Ακρόπολη —ως φοιτητής— το καλοκαίρι του '56 και το χειμώνα '56-'57 ξεκλέβοντας ώρες από τη Σχολή. Ήταν πια 70 χρόνων. Μάθημα αξέχαστο — εμπειρία μονα-δική κι ανεπανάληπτη. Τον έβλεπα λίγο. Ήταν απορροφημένος με το έργο στον Λουμπαρδιάρη και σπάνια τον πείθαμε να ανέβει μέχρι εμάς, που δου-λεύαμε κάτω απ' την Ακρόπολη. «Μας εμπιστευόταν», έλεγε. Εμπιστο-σύνη που διδάσκει την υπευθυνότητα. Και η δουλειά πάνω στην Ακρόπολη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη στους άλλους, σ' αυτούς που θα ζήσουν το χώρο:
-στα παιδιά, που τα παρακολουθεί έκθαμβος να παίζουνε κουτσό για
να πατήσουν από πλάκα σε πλάκα —βαλμένη με τόση προσοχή δίπλα στις
άλλες— αναγνωρίζοντας στην κίνησή τους τη χορευτική ερμηνεία της δικής του απόφασης καθώς αποτυπώθηκε πάνω στο πλακόστρωτο.
-στους γέροντες, που αναπαύονται στα τσιμεντένια πεζούλια ή που
κοιτούν στοχαστικά τη γη, τις πλάκες, το χορτάρι που ξεφυτρώνει ανάμεσα, καθώς βαδίζουνε προσεκτικά από πλατύσκαλο σε πλατύσκαλο, κατεβαίνοντας.
Άνθρωποι σοβαροί —σκληροί— με σημαντικό έργο και παρουσία εμίλησαν για φλυαρία, για «Νέα» ερείπια. Τα ήξερε αυτά... και μεις τα ξέραμε. Αλλά η δουλειά στην Ακρόπολη ήταν μια πράξη πίστης. Ο Hassan Fathy, ο Αιγύπτιος αρχιτέκτονας που τίμησε πρόπερσι η Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων στην Αίγυπτο, είχε περάσει τότε απ' την Αθήνα. Ανέ-βηκε στον Λουμπαρδιάρη και συγκινημένος είπε: «Να λοιπόν που στην εποχή του Καίσαρα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αναζητούν τον Θεό». «Η ποιότητα ενός καλλιτέχνη», λέει κάπου ο Juan Gris, «εξαρτά-ται από την ποσότητα του παρελθόντος που φέρνει μέσα του».(5)
Έτσι ο Πικιώνης, μελετώντας αδιάκοπα τ' αρχαία κείμενα, συλλέγει κομμάτια από αυτά, κομμάτια που τ' αντιγράφει για να μας τα μοιράσει —όπως τα βλέπουμε στην έκθεση— φτιάχνοντας ένα κολάζ από μνήμες που τον τραβούν μέχρι τα βάθη της ιστορίας.
Όμοια εκεί, κάτω από την Ακρόπολη, συγκεντρώνει τα μαρμάρινα και πήλινα κομμάτια από την κατεδαφιζόμενη χωρίς συστολή Αθήνα του 19ου αιώνα, επιχειρώντας να συνθέσει ένα γιγάντιο κολάζ από τα περασμένα και τα τωρινά, συνθέτοντας σε ανοικτό διάλογο με τα μνημεία, με το τοπίο, με το χρόνο, ένα έργο προορισμένο να συνυπάρξει με αυτά. Καθώς έλεγε: ΝΑ ΣΥΝΑΙΡΕΘΕΙ.
Εκεί, κάτω από την Ακρόπολη, την επομένη του εμφύλιου σπαραγμού, όταν η μισαλλοδοξία κυριαρχούσε, η αναφορά στο παρελθόν ήταν ένας τρόπος για να μιλήσει κανείς για το μέλλον, όπως ένα κολάζ αρχαίων και παλαιοχριστιανικών κτισμάτων όρθωσε τον Άγιο Ελευθέριο, υπόμνηση του ποιοί είμαστε και πούθε ερχόμαστε.
ΕΤΣΙ καθώς η χρήση των παλιών κομματιών πάνω στο καινούργιο κτίσμα ταυτίζει το χθες με το σήμερα και τα κάνει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Σαν μια έκρηξη που ανασυνθέτει το χρόνο.
ΕΤΣΙ το κολάζ από τα ερείπια της Αθήνας γίνεται ένας καθρέφτης που μας προτείνει να κοιταχτούμε. Και δεν είναι μονάχα καθρέφτης της δικής μας συμπεριφοράς απέναντι σ' αυτό —ό,τι κι αν ήταν— που μας άφησαν οι προηγούμενες γενιές.
Ήταν μια διαμαρτυρία και μια κατανυκτική επιχείρηση διεισδυτικής αναφοράς μέσα από τα θρύψαλα σε μια πόλη που γκρεμίστηκε με απίστευτη κυνικότητα και βαρβαρότητα από τους ίδιους τους κατοίκους της και τους πρόσφυγες που κατέφυγαν σ' αυτήν.
Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ'αυτό που στα χρόνια μας συνηθίσαμε να λέμε ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Δεν είναι οπτική αναφορά, ούτε μορφολογική αναπόληση, ούτε μυθολογική ανάμνηση.
Τα θρύψαλα από μπετόν και μάρμαρο, από σωλήνες αποχέτευσης κι ανάγλυφα φουρούσια, είναι όλα παρόντα ΕΔΩ, μεταμορφωμένα κι εξανθρωπισμένα.
Αυτόν τον κομματιασμένο καθρέφτη μας προτείνει ο Πικιώνης στο μοναχικό περίπατο που υφαίνει υπογραμμίζοντας τις στάσεις — χάντρες ενός ανήφορου που αγκαλιάζει τους λόφους με συνεχείς αναφορές στο «λαμπρομέτωπο ΝΑΟ» που προβάλλει, κρύβεται, ξαναπροβάλλει, καθώς υποψιαζόμαστε το θόρυβο του νερού που κυλά στις παρυφές του πεζόδρομου, αλλάζοντας κατεύθυνση και κλίση σ' ένα παιχνίδι πειθαρχημένο στους κανόνες της φύσης.
Αναζητώντας την «Ελληνικότητα», που μας διαφεύγει, σε κάθε τι που χρησιμοποιούσε: υλικά, φυτά, τεχνικές, ιδέες οργάνωσης. Προσπαθώντας να στήσει ξανά όρθια μια παράδοση καταφρονεμένη και να την προ-βάλει πάνω στο φωτεινό και περίοπτο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου.
Και σ' αυτή τη δύσκολη προσπάθεια που αναλώθηκε βρέθηκε μόνος.
—Η κριτική ανύπαρκτη.
—Η συναδελφική συμπαράσταση σε αφασία.
—Η κοινή γνώμη ακατατόπιστη βλέπει μονάχα την επιφάνεια. Κάντε μια βόλτα σήμερα στον Λουμπαρδιάρη.
Πόσα κατάλαβαν απ' όλα αυτά οι γενιές που ήρθαν; Το κράτος; Ο τουρισμός; Ο δήμος; Οι επιχειρήσεις, Οι επισκέπτες. Εμείς...
Εξαργυρώνουμε την προσφορά καταστρέφοντας την, εκχυδαΐζοντάς την, διαστρεβλώνοντας και παραμορφώνοντας καθημερινά το έργο του, σβήνοντας μέρα με τη μέρα τα ίχνη αυτής της ανεπανάληπτης παρουσίας.
Τον βρήκα μπροστά σ' ένα περίπτερο. Ήταν η τρίτη μέρα της πρώ-της αντιστασιακής δίκης. Δικτατορία. Διάβαζε τους τίτλους των εφημερίδων. Μου κράτησε το χέρι. Αισθάνθηκα ότι —όπως κι εγώ— ήταν πολύ συγκινημένος. Θυμάμαι τα λόγια του:
«Δεν άφησαν τίποτα όρθιο... που πάει πάλι ο τόπος... τι ντροπή».
Σήκωσε το κεφάλι του, έγυρε πίσω το σκυφτό κορμί και με κοί-ταξε. Θυμάμαι ακόμα τα μάτια του πελώρια πίσω από τους μεγεθυντικούς φακούς. Ύστερα κοίταξε πάλι κάτω. Έσκυψα ν' ακούσω.
«Πρέπει να κρατηθούμε», μουρμούρισε... και μου έσφιξε το χέρι με απίστευτη για ένα γέροντα ΔΥΝΑΜΗ κάμποση ώρα...
Δεν είπαμε άλλο, αν θυμάμαι καλά.
Ύστερα χάθηκε μες στους περαστικούς μικροκαμωμένος κι αδύνατος.
Δεν τον ξανάδα από τότε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τον Δ. Πικιώνη στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας στις 8.12.1987.
1. - Παν. Μουλλάς, «Η ώρα των διανοουμένων. Οι λέξεις και τα πράγματα στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας». Διάλεξη στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας στις 12.11.1987.
2. - Αναφορά στην έκθεση που οργανώθηκε στην Εταιρεία Σπουδών Ν.Π. & Γ.Π. με την ευθύνη της Ε. Καλαφάτη τον Νοέμβριο του 1987.
3. - Αναφορά στην παρουσίαση της θεωρίας του αρχιτέκτονα Κ. Α. Δοξιάδη για τη διαμόρφωση του χώρου στην αρχαία Ελλάδα, ‘Τρίτο Μάτι’, 7.12.1937.
4. - P. Valéry, Situation de Baudelaire, 1924.
5. - Βλ. R. Garandy, D'un réalisme sans rivage, 1963.
Πηγή: ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΝ