Δοξαστικό γιά τό 1940
Εἶμαι πλούσιος. Πολυώνυμα δῶρα λαχών εἰμί. Εὐχαριστῶ τόν Θεό καί ὅλες τίς συνοδές δυνάμεις γιά αὐτό. Νά ἐξηγήσω θέλω τόν πλοῦτο μου γιά νά τόν μοιραστοῦν ὅσοι ἐπιθυμοῦν παρόμοιο νά ἔχουν. Ὑπάρχει ἄφθονος γιά ὅλους.
Κέρδος πρῶτο: Ἔχω γνωρίσει ἀνθρώπους πού νίκησαν, νικοῦν, δείχνουν πώς θά νικήσουν τήν πτωτική φύση τῆς σαρκός. Ἥρωες σιωπηλούς καί χαμογελαστούς σάν τόν γλυκό Ἀπόλλωνα πού πυρπολεῖ καί καταναλώνει τίς ψυχές πάνω στόν πανίερο Κύνθο. Ἁγίους καί μάρτυρες, ὁσίες πού πυράκτωσαν τό μέταλλο τῆς καλοσύνης τους στήν Κόλαση τῆς πραγματικότητας. Γιά μένα οἱ ζῶντες καί οἱ τεθνεῶτες ἥρωες, μάρτυρες, ἅγιοι καί διαλεχτοί ἀποσυνάγωγοι εἶναι ἕνα ἑνιαῖο σύνολο μέ τό ὁποῖο οὐδέποτε σταματῶ νά διαλέγομαι. Ὁδοδεῖκτες καί παρηγοριά στίς ἄνυδρες ὧρες τοῦ καμάτου.
Κέρδος πρώτιστο: Κομπάζω. Δέν θά ἔπρεπε ἀλλά συνάμα δέν θά μποροῦσα καί νά τό ἀποφύγω. Εἶμαι...
Ἕλλην γιατί νιώθω ἔτσι καί προσπαθῶ πεισμόνως νά προσανατολίζω τήν ὕπαρξή μου πρός τά ἐκεῖ, στόν ὕπατο, τελικό προορισμό. Πεθαίνω καθημερινά καί ἀναγεννῶμαι ἀπό τήν τέφρα τῆς συνείδησής μου καί πιστεύω ἀκράδαντα στό μέλλον πού ἔρχεται νά μέ καταπιεῖ καί νά μέ διεκπεραιώσει ἀλλαγμένο, ἀνώτερο, ὑπερβατικό στήν ποθητή διάσταση τῆς ἀδιατάρακτης γαλήνης.
Κέρδος ἀρχικό: Ἡ μοίρα τῆς ράτσας μου νά διασκεδάζει μέ τήν ἀλήθεια καί νά σιωπᾶ μπροστά στό αἴνιγμα τῆς μετάβασης στό ἀπρόσιτο πεδίο τῆς ἁπτῆς ἀρετῆς. Νά μία "προίκα" πού μέρα μέ τήν ἡμέρα δυσκολεύομαι νά πιστέψω ὅτι τήν ἀξιώθηκα. Ὅσο τσαλαβουτῶ στά ἀπέραντα ὕδατα τοῦ αἰώνιου ὠκεανοῦ τοῦ πνεύματος πού περιπλανήθηκε στά χώματά μας τόσο πιό ἀδαής νιώθω. Διαβάζω γιά τόν Ἑλληνισμό καί ἐκπλήσσομαι μέ τήν ἄγνοια μου καί ταυτόχρονα καταλαβαίνω γιατί αὐτός ὁ λαός ὁ αφελής-σοφός μπορεῖ νά τσακίσει κάτω ἀπό τήν φτέρνα του τόν ἀλαζονικό πύθωνα τῆς ἐπίγειας ἰσχύος.
Εἶμαι σίγουρος ὅτι νικήσαμε καί πάντα θά νικᾶμε γιατί εἴμαστε Ἕλληνες καί στό τέλος, ὅσο ἄσχημα κι ἄν πᾶνε τά πράγματα, πάντα θά ἀνατέλλει ἡ ἕλξη μας στό ἰδανικό πού νιώθεις σάν ἀνατριχίλα στούς Δελφούς, τ’ ἀκοῦς σάν σιγανό, μυστικό τραγούδι τῆς Δωδωναίας, μάντιδος φηγός καί σοῦ καίει τά μάγουλα, πυρίκαυστο δάκρυ, ὁ ἥλιος πού παίζει μέ τά αὐλάκια στή δωρική κορμοστασιά τοῦ ὀνειρικοῦ Παρθενώνα.
Κέρδος ἀμύθητο: Καί ὅσο κρατάει ἡ Ἑλλάδα, μία μέρα ἀκόμα, ἕνα λεπτό, μία αἰωνιότητα κι ὅσο δύναμαι νά νιώθω παντοῦ γύρω μου τόν ἔρωτα τῶν Ἀθηνῶν, τήν οὐράνια εὐλογία της πόλης τῶν πόλεων, εἶναι ἕνα θαῦμα ποῦ δέν μπορεῖ νά ξεπληρωθεῖ. Δῶρο σέ ὅλους ὅσοι μποροῦν νά τό νιώσουν.
Νά εὐδοκήσει ἡ Πλάση καί οἱ ποικίλες διαστάσεις της νά μᾶς φιλοξενοῦν θαλερούς καί ἐνσυνείδητους νά πιστεύουμε στό ἀδύνατο καί νά πράττουμε τό σωστό ἐπειδή εἴμαστε Ἕλληνες. Ζήτω ἡ ἔνθεη, θεοβάδιστη πατρίδα τῶν θεῶν, τῶν ἡμιθέων, ἡρώων καί πάνσεπτων προπατόρων μᾶς, ἡ Ἑλλάς! Ζήτω τά ὅπλα τῶν Ἑλλήνων!
Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι