Ελένη Αλταμούρα (Σπέτσες 1821 - 19 Μαρτίου 1900)
Η πρώτη γυναίκα που κατόρθωσε να μπει στο αντρικό άβατο των καλλιτεχνικών Ακαδημιών της Ιταλίας!
Στο ιστορικό νησί των Σπετσών έζησαν δυο εκπληκτικές γυναίκες. Η μία είναι η πασίγνωστη ηρωίδα, η Μπουμπουλίνα και η άλλη η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα, λιγότερο γνωστή βέβαια αλλά με εξίσου εντυπωσιακή πορεία ζωής.
Έζησε και μεγάλωσε κι αυτή σε μια κοινωνία συντηρητική όπου ο ρόλος της γυναίκας ήταν να ζει υποταγμένη. Το πάθος όμως της Ελένης να προχωρήσει και να καλλιεργήσει το ταλέντο της στη ζωγραφική ήταν τόσο έντονο που νίκησε όλα τα εμπόδια και έλαμψε. Έλαμψε με την αισθητική της όσο και με την καλλιέργειά της. Η Ελένη Αλταμούρα ήταν η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος μετά το ’21.
Γεννήθηκε στις Σπέτσες κατά το 1821. Το επώνυμο Αλταμούρα ανήκει στον Ιταλό σύζυγό της, ο οποίος είχε ελληνική καταγωγή. Το επώνυμο του πατέρα της ήταν Μπούκουρης. Η Ελένη ξεχώριζε από τα άλλα της αδέρφια, δυο κορίτσια κι έναν αδερφό. Είχε μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική ψυχή και τρομερή παρατηρητικότητα. Ο Ιωάννης Μπούκουρης, ο πατέρας της, κατάλαβε ότι στις Σπέτσες δεν μπορούσε να μορφώσει τα παιδιά του. Γι΄ αυτό τα έγραψε σ’ ένα γαλλικό σχολείο στο Ναύπλιο και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα όπου έβαλε τις κόρες του σε κάποιο παρθεναγωγείο.
Από αυτές τις κινήσεις του πατέρα αλλά και από άλλες που θα δούμε παρακάτω καταλαβαίνουμε πόσο προοδευτικός ήταν για την εποχή του και πόσο καλλιεργημένη ψυχή είχε. Ήθελε, και επεδίωξε, να καλλιεργήσει το νου και την ψυχή των παιδιών του με όλους τους δυνατούς τρόπους. Υπόδειγμα πατέρα υπήρξε ο Ιωάννης Μπούκουρης γιατί προσπάθησε με όποιο τρόπο ήταν δυνατόν εκείνη την εποχή να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες των παιδιών του, να δυναμώσει την αντίληψή τους, να αναπτύξει την κρίση τους, να πολλαπλασιάσει τα ενδιαφέροντά τους, να ευαισθητοποιήσει την ψυχή τους.
Στο παρθεναγωγείο, όπου σπούδαζε, η Ελένη εκδήλωσε το πάθος της για τη ζωγραφική. Όταν το αντιλήφθηκε ο πατέρας της αποφάσισε να πάρει δασκάλους στο σπίτι για να τη μυήσουν στα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης.
Ο Ιταλός ζωγράφος Τσέκολι βοήθησε πολύ τη Σπετσιώτισσα ζωγράφο να αναπτύξει το φυσικό της χάρισμα. Μια μέρα λοιπόν είπε στον πατέρα της ότι η μαθήτριά του τον έχει όχι μόνο φτάσει αλλά και ξεπεράσει!
Ο Ιωάννης Μπούκουρης ακούγοντας τα λόγια του Ιταλού ζωγράφου αποφάσισε να πάει την κόρη του στην Ιταλία για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της.
Βασικός εμψυχωτής λοιπόν της Ελένης υπήρξε ο πατέρας της, ο οποίος είχε καλλιτεχνική ψυχή. Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτός έχτισε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα, το «Θέατρο Μπούκουρα», το οποίο γκρέμισαν μετά από χρόνια κι απόμεινε στη θέση του μια πλατεία γνωστή ως «Πλατεία Θεάτρου».
Είναι πράγματι θαυμάσιο και μας εκπλήσσει το ότι ο πατέρας της Ελένης θέλησε να δώσει στην κόρη του πράγματα αδιανόητα για εκείνη την εποχή και με τη νοοτροπία που επικρατούσε σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Αυτός ο απλός άνθρωπος είχε καταλάβει ότι η τέχνη ανακουφίζει, λυτρώνει, διδάσκει, μορφώνει, εξευγενίζει, ωριμάζει. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως θα καλλιεργούσε ακόμη περισσότερο το ταλέντο της κόρης του και δε θα προσπαθούσε να το καταπνίξει!
Κι έτσι ένα πρωινό του Απρίλη του 1848, πατέρας και κόρη έπλεαν μ’ ένα μικρό ιστιοφόρο προς τις ακτές της Ιταλίας. Η Ελένη, φτάνοντας στη Ρώμη, ήταν ντυμένη με αντρικά ρούχα, είχε τα μαλλιά της κομμένα αντρικά και ύφος αγορίστικο. Τη βοηθούσε και το παρουσιαστικό της σ΄ αυτή τη μεταμφίεση μια και της Ελένης τα χαρακτηριστικά ήταν αδρά, το σώμα της αδύνατο χωρίς καμπύλες και η έντονη έκφρασή της σχεδόν αρρενωπή. Δεν ήταν όμορφη αλλά πολύ συμπαθητική.
Όλη αυτή η αλλαγή έγινε γιατί η Σπετσιώτισσα ζωγράφος και ο πατέρας της είχαν ενημερωθεί ότι στην Ιταλία οι καλλιτεχνικές Ακαδημίες δέχονταν μόνο άντρες. ( Η σπουδή του γυμνού την οποία ήθελε η Ελένη να διδαχθεί ήταν αυστηρά απαγορευμένη στις γυναίκες ). Παράτολμη η απόφαση που πήρε να ντυθεί άντρας, το πάθος της όμως για τη ζωγραφική ήταν τόσο βαθύ που αγνόησε όλους τους κινδύνους και προχώρησε.
Ο πατέρας της μένει λίγο καιρό μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Η Ελένη αρχίζει τις σπουδές της στην καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης. Όταν στη σχολή της προκηρύσσεται διαγωνισμός ανάμεσα στα έργα που βραβεύονται είναι και το έργο του Χρυσίνη Μπούκουρη με τίτλο: «Η Απελπισία».
Τον πίνακα αυτόν η Ελένη δεν τον πούλησε αν και της πρότειναν πολύ καλή τιμή για να τον αγοράσουν. Τον έστειλε δώρο στον πατέρα της με αφιέρωση.
Η θαρραλέα ζωγράφος δε ζωγράφιζε μόνο τη φύση. Ζωγράφιζε και την ψυχή της, τα συναισθήματά της, τον πόνο, τη μοναξιά, τους φόβους της. Όσο τα χρόνια περνούν η Ελένη ακούραστη μελετά και σπουδάζει τη ζωγραφική τέχνη. Τις σπουδές της συνεχίζει στη Νάπολη, στη σχολή των Καλών Τεχνών.
Σ΄ αυτή τη σχολή διδάσκει ο καθηγητής Ξαβέριος Αλταμούρας. Ο Αλταμούρας έχει αγαπήσει πολύ το «αγόρι» που ακούει στο όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης. Μια αγνή φιλία συνδέει τους δύο νέους.
Στης Ελένης την ψυχή όμως αυτή η φιλία μετατράπηκε σε βαθύ έρωτα. Σε μια εορταστική βραδιά ο «νεαρός σπουδαστής» από την Ελλάδα γνωρίζει μια Ελληνίδα η οποία έχει ωραία φωνή. Όλοι την παρακαλούν να απαγγείλει κάτι ελληνικό. Η Ελληνίδα αποφασίζει να απαγγείλει κάτι το οποίο τυχαίνει να «μιλήσει» στην ψυχή της Ελένης. Η ψυχή της Σπετσιώτισσας εκείνη τη στιγμή δονείται από νοσταλγία για την πατρίδα της, για τον πατέρα της, για τα παιδικά της χρόνια. Ξεχνά πώς είναι ντυμένη, ξεχνά πως τόσα χρόνια προσποιείται τον άντρα, ορμάει στο κορίτσι που μόλις πριν είχε απαγγείλει και αρχίζει να τη φιλά και να κλαίει ασταμάτητα. Όλοι αγανακτούν με τη συμπεριφορά της κι είναι έτοιμοι να της επιτεθούν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Ελένη χωρίς να διστάσει ομολογεί σε όλους ότι είναι γυναίκα και ότι όλη αυτή η μεταμφίεση οφείλεται στο ότι ήθελε να σπουδάσει τη ζωγραφική τέχνη για να μπορεί με τα πινέλα της να εκφράζεται και να εκφράζει τον εσωτερικό της κόσμο.
Το ανώτερο όνειρο της ζωής της, τη μεγάλη της επιδίωξη, τον υψηλό της στόχο, εκείνη τη στιγμή τον εξομολογήθηκε σε όλους τους καλεσμένους της εορταστικής βραδιάς. Η γυναίκα αυτή ψύχραιμα, τολμηρά και θαρραλέα αντιμετώπισε το πλήθος χωρίς να φοβηθεί ή να διστάσει. Ήταν προικισμένη με πολλές αρετές η νεαρή ζωγράφος και όλοι τη θαύμασαν εκείνη τη νύχτα.
Ο Ξαβέριος Αλταμούρας ύστερα από αυτή τη συνταρακτική αποκάλυψη την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τώρα πια η Ελένη του εκδηλώνει ελεύθερη τον απόλυτο έρωτά της. Παντρεύονται σε λίγους μήνες και αποκτούν τρία παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Την εποχή του γάμου της πηγαινοέρχεται στο σπίτι του Αλταμούρα μια ωραία Αγγλίδα με την οποία η Ελένη έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις και την εμπιστεύεται απόλυτα. Δυστυχώς όμως ο Αλταμούρας γοητεύεται από την Αγγλίδα σε τέτοιο βαθμό που παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να φύγει μαζί της.
Από εδώ και πέρα η ζωή της Ελένης γίνεται τραγική. Είναι μόνη σ΄ έναν ξένο τόπο με τρία παιδιά. Αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα και να μείνει μαζί με τον πατέρα της στην Αθήνα. Ύστερα από λίγο καιρό άλλο ένα χτύπημα της μοίρας έρχεται. Χάνει τον πατέρα της τον οποίο υπεραγαπούσε. Αρχίζει να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά της.
Ο γιος της Ιωάννης έχει κληρονομήσει το ταλέντο της ζωγραφικής από τους γονείς του και στέλνεται από το βασιλιά Γεώργιο να σπουδάσει ζωγραφική στην Κοπεγχάγη. Εκεί διακρίθηκε ανάμεσα στους πρώτους Ευρωπαίους θαλασσογράφους. Επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα μαζί με την αδερφή της μητέρας του.Δεν προλαβαίνει να χαμογελάσει η μοίρα στην οικογένεια Αλταμούρα και η κόρη της αρρωσταίνει από φυματίωση. Έτσι η Ελένη, προκειμένου η αγαπημένη της κόρη ν΄ αλλάξει αέρα, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι, στις Σπέτσες. Η Σοφία όμως αντί να καλυτερεύσει πεθαίνει. Είναι μόλις 18 ετών. Μετά το θάνατο της κόρης της η Ελένη μένει μόνη της στις Σπέτσες. Ο άλλος της γιος έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι, κοντά στον πατέρα του.
Η χτυπημένη από τη μοίρα ζωγράφος, βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Πάνω στην απελπισία της την πιάνει παροξυσμός, ανάβει φωτιά στην αυλή του σπιτιού της και καίει τα ομορφότερα έργα της, τα σχέδιά της, τα πιστοποιητικά των σπουδών της. Όλα έγιναν στάχτη…
Όταν έχασε την αγαπημένη της κόρη ήταν πενήντα ενός χρόνων. Με τα ψυχικά αποθέματα που είχε προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή της στις Σπέτσες. Προσπάθησε και να ξαναζωγραφίσει σκίτσα με πέννα. Αυτό όμως που την ισοπέδωσε και την έριξε σε ωκεανό δυστυχίας ήταν ο θάνατος του γιου της, Ιωάννη, 6 χρόνια μετά το θάνατο της κόρης της. Ο ταλαντούχος θαλασσογράφος ήταν μόλις 23 ετών όταν πέθανε…
Περιφέρεται μέσα στο σπίτι σα φάντασμα, βουτηγμένη μέσα στον πόνο του χαμού. Από τότε η διανοητική της κατάσταση δεν ήταν φυσιολογική, αν και ασχολιόταν με διάφορες εργασίες, όπως η συντήρηση του πατρικού της σπιτιού και οι οικονομικές διεκπεραιώσεις διαφόρων εργασιών. Βρίσκει λίγη παρηγοριά στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής. Πιστεύει ότι τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασε βρίσκονται κάπου κοντά της. Ελπίζει ότι κάποτε θα τα συναντήσει. Όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς και της δυστυχίας έχει κοντά της μια πιστή υπηρέτρια η οποία τη φροντίζει και της συμπαραστέκεται.
Το 1896 καταφέρνει να φτιάξει την τελευταία αυτοπροσωπογραφία της, η οποία σώζεται ως σήμερα. Βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά βρίσκει παρηγοριά στον κόσμο της ζωγραφικής. Χάνεται μέσα στα χρώματα της δημιουργίας και για λίγο «αναπνέει». Προσπαθεί με ήσυχο τρόπο να ανακτήσει την ψυχική της γαλήνη.
Έτσι κύλησε η υπόλοιπη ζωή της ως το θάνατό της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις και σε κάποιες μικρές στιγμές που της έδιναν λίγη ανάσα, όπως η επίσκεψη κάποιων συγγενών, η αλληλογραφία με τη μητέρα της, τον αδερφό της και τα δύο ταξίδια που έκανε στην Αθήνα.
Έτσι ήσυχα πέθανε τη νύχτα της Kυριακής 19 Mαρτίου, προς Δευτέρα 20 Mαρτίου του 1900, στο πατρικό της σπίτι παρέα με την έμπιστη υπηρέτριά της. Η ψυχή της γαλήνεψε, γέμισε χρώματα γιατί πήγε κοντά στα παιδιά της. Εκεί συνάντησε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χάσει.Τις ψυχές του Ιωάννη και της Σοφίας, τους καμένους της πίνακες, τις ελπίδες της, τα όνειρα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Kηδεύτηκε στο κοιμητήρι της Aγίας Άννας, στην ίδια περιοχή. Aργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Γιάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Nεκροταφείο Aθηνών, σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρη – Aλταμούρα. Το σπίτι της περιήλθε στους κληρονόμους της. Ένα σπίτι που παρέμεινε στη μνήμη των Σπετσιωτών σαν «στοιχειωμένο».
Ότι κι αν πιστεύει κανείς για την πορεία της ζωής της Αλταμούρα, που είναι μια συνταρακτική τραγωδία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αντοχές της και οι δυνατότητές της στην τέχνη, άγγιξαν τα όρια του ιδανικού.
Πηγή: Scripta Manent