Ε Λ Λ Α Δ Α
Ι
Στὴ γῆ μου τόπο βρῆκα, νόημα κ' αἷμα.
Τὸν τόπο τὸν γιόμισαν κι' ἄλλοι. «Ἡ πύλη
πλατεῖα κ' εὐρύχωρος ἡ ὁδός». Σὰν φίλοι
μπαίνουν κ' οἱ ἐχθροί. Τῶν «βάρβαρων» τὸ ρέμα
πιὸ κόσμιο ἦταν. Καὶ τὸ νόημα ψέμα
κατάντησε στῶν ἄπιστων τὸ χείλη
Μά... βρῆκα (νἆναι τάχα τοῦ Μαβίλη,
τοῦ Παπαφλέσσα ἢ τοῦ Λεωνίδα;) κ' αἷμα.
Δὲν πάγωσε ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν.
Ὅσοι τὸ χύσαν - ὄχι, δὲν τὸ χάσαν.
Κι' ἂν τὄχουν χύσει κιόλας ἄπειροι ἄλλοι
(τὸ ξέρει ἡ Ἑλλάδα μου) θὰ πλημμυρίσει
ὡσὰν χρυσάφι ὁγρὸ τὶς φλέβες πάλι
ἐκείνου, ποὺ ἕτοιμος γιὰ νὰ τὸ χύσει.
ΙΙ
Ἡ γῆ τῆς Ἀνθρωπότητας μονάχη,
μονάχη κ' ἒρμη, ἀνόργωτη καὶ στείρα,
Μιὰ χούφτα χῶμα, σκύβοντας, ἐπῆρα
καὶ τὄφερα στὸν τόπο μας. Κι' ἀστάχυ
μεγάλο φύτρωσε. Ποιός ξέρει, θἄχει
βαθειά, παλιὰ τῆς γνωριμιᾶς τὴν πεῖρα
μὲ τὴν πατρίδα μου ἡ κλαμένη χήρα,
ποὺ λέγεται Ἀνθρωπότητα. Τὴ ράχη,
ποὺ σήμερα ἔρμη, μαύρη ἔχει ἀπομείνει,
τὴ φώτισε ἄλλοτε ἕνας ἥλιος. Πίνει,
ναί, πίνει ἀκόμα ἀπὸ τὸ φῶς του ἡ δόλια.
Γιὰ σκέψου, ἂν σμίξουνε, τί πρασινάδα
θὰ βγεῖ, τί θεῖα θ' ἀνθίσουνε περβόλια,
ἂν σμίξουν ἡ Ἀνθρωπότητα κ' ἡ Ἑλλάδα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Στὶς 27 Ὀκτωβρίου 1940, τὴν παραμονὴ τῆς Μεγάλης Ἡμέρας, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ γράψω (κ' ἤμουν ἀκόμα στὴν Κάρυσσο) δυὸ σονέττα γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Κάτι πιὸ βέβαιο καὶ πιὸ ἀλάθητο ἀπ' τὴ συνειδητή μου ὕπαρξη καὶ σκέψη μοῦ εἶπε, ὅτι ἐκείνη ἡ μέρα κ' ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα τῆς μεγάλης Παραμονῆς. Μὲ τὰ δυὸ μου σονέττα γιὰ τὴν Ἑλλάδα κλείνει ἕνας κύκλος 75 σονέττων, ποὺ θὰ ἰδοῦν κάποτε τὸ φῶς.
Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 1280, 1980
Ἑλλήνων Φῶς