Ελληνική φιλοξενία
Η λέξη «φιλοξενία» έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και είναι διαχρονικά ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Έλληνα. Ο φιλόξενος άνθρωπος είναι αυτός που δείχνει μια φιλική στάση και σεβασμό στον ξένο που τον επισκέπτεται. Η φιλοξενία παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Ελλήνων, ασχέτως του ότι κάποιοι παίζουν με τη νοημοσύνη μας, αφού τσουβαλιάζουν ολόκληρο το έθνος των Ελλήνων, καταλογίζοντάς του επίθετα όπως ρατσιστές, μισαλλόδοξοι και ξενοφοβικοί.
Στην Κύπρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλής φιλοξενίας, ειδικά αν επισκεφθεί κάποιος πολλά χωριά του νησιού, όπου οι ελάχιστοι κάτοικοί τους είναι έτοιμοι να σε φιλέψουν και να σε παρασύρουν σε ένα ταξίδι παράδοσης και ιστορίας.
Κάπου εδώ θέλω να αναφέρω δύο μικρά, πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν πως ο Έλληνας διακατέχεται ακόμη από αυτό το «μικρόβιο» της φιλοξενίας, κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει, κατά κάποιον τρόπο, από άλλους λαούς.
Μπήκαμε που λέτε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς ένα χωριό της επαρχίας Λάρνακας, όπου θα πηγαίναμε σε μια ταβέρνα, πρώτη φορά, για φαγητό. Αφού μπήκαμε στο χωριό και με τη βοήθεια του GPS για να είμαστε σίγουροι πως θα βρούμε τον χώρο, καταφέραμε να χάσουμε τον δρόμο μας. Έτσι κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ψάξαμε να βρούμε κάποιον να ρωτήσουμε για οδηγίες. Όντως, βρήκαμε έναν κύριο που περπατούσε στον δρόμο και τον ρωτήσαμε. Αυτός μας είπε πως ήταν μακριά για να πάμε με τα πόδια και πως ήταν δύσκολη η διαδρομή, έτσι αμέσως προθυμοποιήθηκε να μας οδηγήσει αυτός στην ταβέρνα. Με το αυτοκίνητο να μη χωρά άλλο άτομο, αυτός μας φωνάζει να τον ακολουθήσουμε και ξεκινά να τρέχει, ενώ εμείς πίσω του να τον ακολουθούμε με το αυτοκίνητο. Τέτοιο σκηνικό δεν έχω ξαναζήσει στη ζωή μου. Μετά από δυο τρία λεπτά, μας έδειξε να σταματήσουμε και γεμάτος χαρά μάς υπέδειξε τον τόπο που θέλαμε να πάμε. Εμείς τον ευχαριστήσαμε και ταυτόχρονα ίσως όλους να μας πέρασε η σκέψη πως ήταν τρελός. Αλλά ήταν ένας ωραίος τρελός που μας είδε πρώτη φορά στη ζωή του και προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει με αυτόν τον τρόπο.
Η ταβέρνα ήταν καθαρά κυπριακή παραδοσιακή, από το φαγητό μέχρι και τη ζωντανή ελληνική μουσική. Αυτό όμως που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν ο αριθμός των ξένων που κάθονταν στα τραπέζια και απολάμβαναν τον κυπριακό μεζέ. Κάποιοι που φαίνονταν συνταξιούχοι ακολουθούσαν τον ρυθμό της μουσικής, κουνώντας σταθερά το κεφάλι, ενώ στο δίπλα τραπέζι δύο πολύ πιο νεαρά ζευγάρια έδειχναν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή. Μέχρι που ο μπουζουξής ξεκινά να παίζει το γνωστό άσμα και ο τραγουδιστής να συνεχίζει: «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τραίνο…». Τότε οι δύο νεαρές κοπέλες, παρασυρόμενες φαίνεται από τον ρυθμό του τραγουδιού, σηκώνονται και ξεκινούν να χορεύουν παρέα με τις άλλες κοπέλες που ήταν ήδη στην πίστα. Αυτές αμέσως τις «καλωσορίζουν» στην παρέα τους και όλες μαζί πλέον, η καθεμιά όμως με τον δικό της τρόπο, χάνονται μέσα στους στίχους του Ρασούλη.
Τέτοια περιστατικά είμαι βέβαιος πως συμβαίνουν καθημερινά, σε όλα τα μήκη και πλάτη του νησιού, γιατί ο μέσος Έλληνας ξέρει να σέβεται και να συμπεριφέρεται σωστά στους επισκέπτες του. Η φιλοξενία είναι ένα από τα πιο σπουδαία χαρακτηριστικά μας και είναι καθήκον της γενιάς μας να συνεχίσει να διέπεται από αυτό, αλλά και να το μεταφέρει στις επόμενες γενιές.
Φοίβος Νικολαΐδης
Σιωπηλός Μάρτυς ή Rear Window
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις