Ἑλληνικὴ γλώσσα

seferis-8991-e1463160703928

Σεφέρης Γιῶργος

«Μπορεῖ ὁ καθένας νὰ μεταχειρίζεται ὅποιον ἦχο τοῦ ἀρέσει γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς ἰδέες του, φτάνει νὰ προειδοποιεῖ». Αὐτὴ ἡ φράση τῆς Λογικῆς τοῦ Port- Royal, ποὺ ἔπεσε τυχαῖα μπροστά μου, μ' ἔκανε νὰ συλλογιστῶ πὼς στὸ περασμένο μου σημείωμα μεταχειρίστηκα, χωρὶς νὰ «προειδοποιήσω», μία πρόταση ποῦ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ξάφνισε. Ἔγραφα γιὰ τὸν Σολωμό, τὸν Κάλβο καὶ τὸν Καβάφη: «οἱ τρεῖς μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας ποὺ δὲν ἤξεραν ἑλληνικά». Σκέφτηκα πὼς εἶναι προτιμότερο νὰ βιαστῶ νὰ δώσω λίγες ἐξηγήσεις προτοῦ μοῦ τὶς ζητήσουν.

Πρὶν ἀπ' ὅλα, μία διάκριση ποὺ εἶναι ἴσως κοινὸς τόπος, ἀλλὰ ποὺ δὲν πειράζει νὰ τὴ θυμόμαστε κάπου- κάπου. Μολονότι, στὴν τέχνη τοῦ λόγου, γλώσσα καὶ ὕφος εἶναι πράγματα συνυφασμένα καὶ χωνεμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ὠφελεῖ καὶ μποροῦμε νὰ τὰ κοιτάξουμε χωριστά, ὡς ἕνα τουλάχιστο σημεῖο, ἂν ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀκριβολογήσουμε. Εἶναι δυνατὸ νὰ φανταστοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὴν ἔχει στὴ διάθεσή του περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ λέξεις δέκα διαφορετικῶν γλωσσῶν, καὶ ποὺ νὰ ἔχει, παρ' ὅλη αὐτὴ τὴν πενία, ὕφος στὴν ἔκφρασή του. «Τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.» Ὅπως καὶ νὰ τὸ ἰδοῦμε, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν τὸ θαυμάσουμε τὸ ἀπόφθεγμα. Φτάνει νὰ εἶσαι πραγματικὸς ἄνθρωπος, καὶ ἔχεις ὕφος. Καλὸ ἢ κακὸ - στὴν περίπτωσή μου, ποὺ δὲν εἶναι αἰσθητικὴ περίπτωση- δὲν ἔχει σημασία, εἶναι πάντα ὕφος. Ἀντίθετα, ὁ ἐξουδετερωμένος ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς ὕφος. Τὸ μὴ ὕφος εἶναι ἀπάνθρωπο. Ἔτσι μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἀκόμη μία σκιὰ ἀνθρώπου (καὶ στὴ δυστυχισμένη μας ἐποχὴ ἡ γνώση φαίνεται νὰ παράγει πολλὲς τέτοιες σκιές), ποὺ νὰ ξέρει θαυμάσια μία γλώσσα καὶ νὰ μὴν ἔχει διόλου ὕφος. Στὴν ἄκρη τῆς διάκρισης αὐτῆς βρίσκουμε τὴ διάκριση τοῦ χειροποίητου καὶ τοῦ μηχανοποίητου –

ταπεινὴ τέχνη χωρὶς ὕφος

ἔλεγε μὲ ἀκρίβεια, γιὰ τοὺς μοιραίους γύψους του, ὁ Καρυωτάκης. Τὸ χέρι γνωρίζει μαζὶ καὶ αἰσθάνεται. Ἡ μηχανὴ δὲν αἰσθάνεται τίποτε• οὔτε τὸν κόπο της• εἶναι ἀπάνθρωπη δὲν ἔχει ὕφος.

Ὁ Σολωμός, ὁ Κάλβος καὶ ὁ Καβάφης εἴχανε ὕφος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ἂν τὸ ὕφος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἔκφραση καὶ ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ποὺ συναντοῦν αὐτὲς οἱ δυνάμεις, ἂν εἶναι μία σύνθεση αὐτῆς τῆς δράσης καὶ ἐκείνων τῶν ἀντιδράσεων, οἱ τρεῖς ποιητὲς μας εἶχαν, ὁ καθένας τους, ὅλα τὰ στοιχεῖα ἑνὸς ὕφους ξεχωριστοῦ ὡς τὴν ἰδιοτυπία, ἑνὸς ὕφους ποὺ χαράζει ὅρια καὶ στέκει σὰν ἀπομονωμένο. Αὐτὸ τό βλέπουμε ὅταν κοιτάξουμε τὶς ἐπιδράσεις ποὺ ἄφησαν καὶ τὶς σκέψεις ποὺ γέννησαν τὰ ἔργα τους.

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ ἀφεθῶ σ' ἕνα τόσο μεγάλο θέμα. Θέλω νὰ τὸ παραμερίσω ἀπεναντίας, ὅσο γίνεται. Οὔτε πρόκειται νὰ θίξω τὸ ἀτελείωτο γλωσσικὸ ζήτημα, πού, ὅσο γιὰ τὴ λογοτεχνία, δὲν ὑπάρχει, μένοντας ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνα ζήτημα ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς. Νομίζω ὅτι σήμερα - μολονότι μᾶς ἀπομένει ἄπειρη ὑλικὴ δουλειὰ ἀκόμη - ἔχουμε στερεώσει πιὰ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸ μόνο μέσο ποὺ βρίσκεται στὴ διάθεσή μας γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὴ σκέψη μας καὶ τὰ αἰσθήματά μας μὲ χρῶμα, μὲ βάρος, μὲ ἐνάργεια καὶ μὲ σκιές, εἶναι αὐτὴ ἡ γλώσσα ποὺ γράφουμε ὅλοι μας, καὶ ποὺ δὲν εἶναι μήτε ἡ καθαρεύουσα μήτε ἡ δημοτικὴ μήτε τὰ «νεοελληνικά», ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἂν τὰ πανεπιστήμια, οἱ ἀκαδημίες, ἡ διοίκηση καὶ οἱ ἐφημερίδες βρίσκουν περισσότερο σκόπιμο νὰ χρησιμοποιοῦν ὁρισμένα σχηματικὰ ἰδιώματα, αὐτὸ δὲν εἶναι δουλειὰ τῆς λογοτεχνίας ὡς λογοτεχνίας. Τὴ λογοτεχνία τὴν ἐνδιαφέρει πολὺ περισσότερο νὰ ξέρει ποιὰ εἶναι τὰ ὑλικά της, ποιὲς εἶναι οἱ πηγές τους, πὼς μπορεῖ νὰ τὰ πλουτίσει, μὲ ποιὲς ἀρετὲς καὶ ποιὲς ὑπερβολὲς δούλεψαν οἱ περασμένες γενεὲς καὶ τί ἀπομένει ζωντανὸ ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἐκείνη ποὺ στάθηκε σημαντική. Φοβοῦμαι πὼς δὲ μᾶς μένει πιὰ πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε μιὰ γιὰ πάντα αὐτὰ τὰ πράγματα.

Εἶναι δύσκολο νὰ διακρίνει κανείς, γιατί διακρίνοντας παραμορφώνει. Στὴν ἀρχική μου διάκριση εἶχα ὑπόψη μου δύο θεωρητικὰ ὅρια. Στὴν πραγματικότητα, ὅταν ὑπάρχει ὕφος, εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ τὸ ξεχωρίσουμε καὶ ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ ἰδιοσυγκρασία τοῦ συγγραφέα καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια ποὺ ὁ συγγραφέας ἄσκησε πάνω στὴν ἰδιοσυγκρασία του. Μολαταῦτα, εἶναι δυνατὸ ν' ἀντικρίσουμε τὴ γλώσσα χωριστά, ὡς τὸ σημεῖο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομική μας ὑπόθεση καὶ ἀποτελεῖ μία κοινὴ φύση ποὺ γεννιέται ὅταν γεννηθοῦμε. Αὐτὸ τὸ δοσμένο κοινὸ συναισθηματικὸ στοιχεῖο, ποὺ εἶναι ἡ ἀπαραίτητη βάση τῆς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας, τὸ διαμορφώνουμε μὲ τὴ δύναμη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Ἡ, καλύτερα, τώρα τελευταῖα ἀρχίσαμε νὰ ἐργαζόμαστε ἔτσι. Πρὶν λίγα χρόνια ἀκόμη, κάναμε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι μας γιὰ νὰ ἐξουδετερώσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα συναισθήματά μας, ἐφαρμόζοντας ἕνα στρεβλωτικὸ σύστημα ποὺ μιὰ παλιὰ παράδοση εἶχε τελειοποιήσει. Καὶ ἦταν τόση ἡ ἀντοχή του, ποὺ ὅταν ἔφτασε τὸ πράγμα στὸ ἀπροχώρητο καὶ ξέσπασε ὁ ἀγώνας τοῦ δημοτικισμοῦ, τὸ περίφημο σύστημα, τὴ στιγμὴ ποὺ κινδύνευε νὰ χαθεῖ, κατόρθωσε νὰ τρυπώσει καὶ στὶς τάξεις τῶν ἀντιπάλων. Ἔτσι φτάσαμε νὰ ἰδοῦμε μία καθαρεύουσα ἀριστερή, καθὼς εἴχαμε γνωρίσει τὴν καθαρεύουσα τῶν γλωσσαμυντόρων. Τεχνητὲς γλῶσσες καὶ οἱ δύο, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι τὸ συναισθηματικὸ ὑπόβαθρο τῆς πρώτης ἦταν πλατύτερο ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς δεύτερης, καὶ ὅτι ἡ πρώτη, ἂν δὲν ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἀγωνιζότανε τουλάχιστο γιὰ τὴν ἀλήθεια. Φυσικά, κάθε γραπτὴ γλώσσα εἶναι τεχνητή, καθὼς λένε. Αὐτὸ σημαίνει, ὑποθέτω, πὼς χρειάζεται τέχνη γιὰ νὰ γράψουμε. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τρέξουμε χρειάζεται τέχνη, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἂν εἴμαστε καλοὶ δρομεῖς, ὅτι τρέχουμε τεχνητά. Τεχνητὰ τρέχουμε μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Ἡ τέχνη μας στηρίζεται πάντα σὲ μία φύση, καὶ γι' αὐτὴ τὴ φύση πρόκειται. Ὅλα εἶναι ζήτημα ἰσορροπίας χρειάζεται καὶ ἡ φύση, χρειάζεται καὶ ἡ τέχνη, χρειάζεται μάλιστα, γιὰ νὰ προχωρήσει ἡ τέχνη, μία πρωτότυπη κάθε τόσο ἄποψη τῆς φύσης. Εἶναι ὅμως κακὴ τέχνη τὸ τεχνητὸ ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἐντύπωση τοῦ τεχνητοῦ.

Ἔτσι, θὰ χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι, νὰ ἐξελέγχουμε ποιὰ εἶναι ἡ φύση τῆς γλώσσας μας, ὄχι κοιτάζοντας μόνοι τὸν ἑαυτό μας- ὁ μοναχὸς ἀβοήθητος ἄνθρωπος εἶναι συχνὰ μαινόμενος καὶ σπάνια βλέπει καλὰ- ἀλλὰ γυρεύοντας τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν λίγων κειμένων (ἐννοῶ τὰ δημοτικὰ κείμενα) ποὺ ἔχουν ἀποδειχτεῖ, ὡς τὰ σήμερα τουλάχιστο, τὰ μόνα αὐθεντικά• καὶ πού, μολονότι φαίνουνται στοιχειώδη, θὰ χρειάζεται, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁλοένα καὶ περισσότερη καλλιέργεια γιὰ νὰ δεχτοῦμε τὴ διδαχή τους. Γιατί, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, θὰ ἔχουμε νὰ παραμερίσουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερα κρυσταλλώματα ποὺ θὰ μᾶς ἔχουν ἀφήσει τὰ μιξοβάρβαρα ἰδιώματα ποὺ σφυρίζουν γύρω μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁλοένα καὶ περισσότερες παρεμβολὲς ἀνάμεσα σ' αὐτὰ τὰ κείμενα καὶ σ' ἐμᾶς. Γιατί ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ πάρεις ἄμεσα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τὴ βοήθεια πού σοῦ χρειάζεται ἐσένα καὶ σὲ κανέναν ἄλλον, καὶ ἄλλο πράγμα νὰ πάρεις τὴ βοήθεια ποὺ ἔλαβε λ.χ. ὁ Σολωμός.

Ὅσο γι' αὐτὰ τὰ κείμενα, εἴμαστε βέβαιοι τουλάχιστο ὅτι τίποτε δὲ μᾶς ἀπατᾶ• ὅτι κάθε λέξη τους σκεπάζει μὲ ἀκρίβεια ἕναν ὁρισμένο συναισθηματικὸ χῶρο, ὅπως τὰ ἀκίνητα φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας, ἀφοῦ ἔσβησε ὁ ἥλιος, σκεπάζουν ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τίποτε ἄλλο. Ξέρουμε ἀκόμη ὅτι ἡ συνάρθρωση αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ἡ ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή. Ἀπὸ τὰ δύο ἀκόλουθα παραδείγματα, τὸ πρῶτο εἶναι ἀπὸ τὴ συλλογὴ τοῦ Ν. Γ. Πολίτη:

Κόκκιν' ἀχείλι ἐφίλησα κι ἔβαψε τὸ δικό μου,
καὶ στὸ μαντίλι τὸ 'συρα κι ἔβαψε τὸ μαντίλι,
καὶ στὸ ποτάμι τὸ 'πλυνα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι,
κι ἔβαψε ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση τοῦ πελάγου.
Κατέβη ὁ ἀϊτὸς νὰ πιεῖ νερὸ κι ἔβαψαν τὰ φτερά του,
κι ἔβαψε ὁ ἥλιος ὁ μισὸς καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἀπὸ τὸ τέλος τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Μακρυγιάννη:

«Κι ὅσα σημειώνω, τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο. Γιὰ κεῖνο ἔμαθα γράμματα στὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμο τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω ἤμουν φτωχὸς κι ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα, νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος ὅπου μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κι ἐγὼ σὲ τούτη τὴν κοινωνία, ὅσο ἔχω τ' ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα μου. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμει νεκρανάσταση στὴν πατρίδα μου, νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγότερον ἀπὸ τὸ χερότερο πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα πράμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. Ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομε νὰ ζήσομεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴ φυλᾶμε κι ὅλοι μαζί, καὶ νὰ μὴ λέγει οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος...»

Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς γλώσσας μας. Τὸ στοιχεῖο ποὺ μᾶς καθαρίζει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ, καὶ πού, δουλεύοντας τὴν ἔκφρασή μας, θὰ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε, ὄχι ἐξωτερικὰ καθὼς ἔγινε κάποτε ὡς τὴν κατάχρηση, ἀλλὰ στὴν ἐσωτερική του λειτουργία, καθὼς ὁ Σολωμὸς ἐφάρμοζε στὴν πνευματικὴ μορφὴ τὴν ἱστορία τοῦ φυτοῦ. Ἂν θέλουμε νὰ πλουτίσουμε τὴ γλώσσα μας εἴτε μὲ εἰσφορὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους εἴτε μὲ εἰσφορὲς ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες, ἂν θέλουμε νὰ ἰδοῦμε πόσο χρῶμα μπορεῖ νὰ σηκώσει ἢ ὡς ποιὰ ἀκρίβεια μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ ἡ γραμμή της, σ' ἐκεῖνα τὰ κείμενα θὰ πρέπει πάντα νὰ γυρίζουμε• εἶναι ὁ γνώμονας καὶ ἡ βάση.

Ἐκεῖ νομίζω πρέπει νὰ πᾶμε, ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ μάθουμε ποιὰ εἶναι τὰ βιολογικὰ γνωρίσματα τῆς λαλιᾶς μας. Ἴσως νὰ φάνηκα ὑπερβολικὰ περιορισμένος σὲ ὅσους νιώθουν μεγάλη ἀγαλλίαση μπροστὰ στὸ θέαμα τῆς περιώνυμης ἑλληνικῆς ποικιλίας. Παρακαλῶ νὰ μὲ συμπαθήσουν. Εἶναι, πιστεύω, ἀρκετὰ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γυρεύουν τὴν ἰσορροπία σὰν ἕνα μεγάλο ἀγαθό, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αἰσθάνονται, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς καλλιεργοῦν, τοὺς διχασμοὺς ποὺ μᾶς κομματιάζουν. Ἐλπίζω ὡστόσο νὰ τοὺς ἀποζημιώσω στὶς λίγες γραμμὲς πού μοῦ ἀπομένουν. Ἂν ἡ φύση μιᾶς γλώσσας εἶναι ἡ φύση μιᾶς συνολικῆς ἰδιοσυγκρασίας πεθαμένων καὶ ζωντανῶν ποὺ μᾶς περιέχει καὶ ποὺ διαθέτουμε ἕνα πολὺ μικρὸ περιθώριο γιὰ νὰ τὴν ἀλλάξουμε μὲ τὴν προσωπική μας ἐνέργεια, ἀπεναντίας ὁ τρόπος τῆς καλλιέργειας ποὺ ἀσκοῦμε πάνω σ' αὐτὴ τὴ φύση, ἀνήκει στὴν ἀτομική μας ἰδιοσυγκρασία. Ἐδῶ, κάθε ἀπαρίθμηση θὰ ἦταν ἄσκοπη. Ὁ Ροσὶν δούλεψε τὴ γλώσσα του κρατώντας μόνο πέντε χιλιάδες τόσες λέξεις• ὁ Σαίξπηρ πλούτισε τὴ δική του μ' ἕνα ἀπεριόριστο λεκτικό. Κι οἱ δύο καλλιέργησαν μὲ τὴν ἴδια δύναμη τὶς γλῶσσες τους• ἡ ἀξία τους μένει ἡ ἴδια. Μολονότι ξένοι, μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν, ὅπως μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν καὶ οἱ δικοί μας συγγραφεῖς ποὺ εἶχαν ἔμφυτη τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τέτοια ποὺ δοκίμασα νὰ τὴν καθορίσω παραπάνω, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὴν εἶχαν. Ὅμως ἀπὸ τοὺς τελευταίους αὐτοὺς δὲν ἀπομένουν περισσότεροι ἀπὸ τρεῖς: ὁ Σολωμός, ὁ Κάλβος, ὁ Καβάφης.

Αὐτὸ ποὺ λέμε σύγχρονη ἑλληνικὴ λογοτεχνία καὶ εἶναι τὸ σύνολο τῶν λογοτεχνικῶν ἔργων μιᾶς χρονικῆς περιόδου ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Σολωμὸ καὶ συνεχίζεται ἀκόμη, παρουσιάζει ἕνα γνώρισμα ποὺ κάνει ἀμέσως ἐντύπωση: γραφότανε σπάνια ἑλληνικά, καὶ ἀπὸ συγγραφεῖς ποὺ ἔγραφαν ἑλληνικὰ σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις. Μόλις στὰ τελευταῖα χρόνια, ἀπὸ τὴν περίοδο ποὺ θὰ τὴν ἐλέγαμε «παλαμική», ἔπαψε νὰ συμβαίνει αὐτό, καὶ καθὼς ξέρουμε δὲν ἔπαψε νὰ συμβαίνει ὁλωσδιόλου.

Δεύτερο χαρακτηριστικό: ὁ γενάρχης τῆς λογοτεχνίας αὐτῆς δὲν ἤξερε ἑλληνικά, ἀλλὰ τὰ ἔμαθε καὶ τὰ μάθαινε ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ Σολωμὸς ἔμαθε καὶ ἔγραψε ἑλληνικὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο (κρατώντας ὅλες τὶς ἀναλογίες) ποὺ ἔμαθε καὶ ἔγραψε γαλλικὰ ὁ Παπαδιαμαντόπουλος, ποὺ κι αὐτός, μολονότι σ' ἕναν πολὺ πιὸ περιορισμένο κύκλο, ἄφησε τὰ σημάδια τῆς γλωσσικῆς του ἐπίδοσης στὰ γαλλικὰ γράμματα.

Δὲν ξεχνῶ τὶς διαφορὲς τῶν δύο ποιητῶν, ποὺ μπορεῖ κάποτε νὰ εἶναι καὶ ἀντίρροπες, ἀλλὰ τὰ κοινὰ σημεῖα τῆς γλωσσικῆς τους θέσης χτυποῦν ἀμέσως στὸ μάτι καὶ εἶναι εὔκολο νὰ τὰ ξεχωρίσει κανείς. Τὰ παραλείπω.

Φτάνει νὰ κοιτάξουμε μὲ κάποια προσοχὴ τὸ χειρόγραφο τῆς Γυναίκας τῆς Ζάκυθος, λ.χ., ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ διαφωτιστικὰ κείμενα τῆς μοναδικῆς προσωπικότητας τοῦ Σολωμοῦ, γιὰ νὰ «πραγματοποιήσουμε» τὸν ἀγώνα του νὰ κατακτήσει μιὰ γλώσσα πού, ἂν τὴ συγκρίνουμε μὲ τὶς ἰταλικές του γνώσεις, τοῦ ἦταν ξένη γλώσσα. Καὶ παραξενεύεται κανεὶς ὅταν σκεφτεῖ ὅτι ἐνῶ ἦταν πολὺ πιὸ φυσικὸ ν' ἀρχίσει ἡ λογοτεχνία μας ἀπὸ συγγραφεῖς τοῦ τύπου τοῦ Κρυστάλλη, ἄρχισε ἀπεναντίας ἀπὸ ἕναν ποιητὴ ποὺ ἡ φυσική του ροπὴ τὸν ἔριχνε ὁλότελα ἔξω ἀπὸ τὸ στίβο τῆς μεγάλης του προσπάθειας, καὶ ποὺ εἶχε γιὰ σημαντικότερο ἐφόδιο, στὴν προσπάθειά του αὐτή, τὴ διάκριση τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἀντοχὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ μεγάλου ἄντρα λύγισε συχνὰ καὶ δὲν τὸν βοήθησε ὡς τὸ τέλος. Μᾶς ἄφησε λαμπρὰ ἀπομεινάρια τῶν σκληρῶν ἀγώνων του, καὶ χάσματα, ποὺ εἶναι ἴσως ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες διδασκαλίες σὲ ὅσους αἰσθάνονται τί θὰ πεῖ νὰ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν ἔκφραση στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἡ σημαντικότερη βοήθεια στὴ μόνωσή τους. Γιὰ πολὺν καιρὸ ἀκόμη, τὰ χάσματα τοῦ Σολωμοῦ θὰ εἶναι καὶ δικά μας χάσματα καὶ τῶν ἄλλων ποὺ θὰ 'ρθοῦν ὕστερα ἀπό μᾶς. Ὡς τὸ τέλος πάλεψε ἀνάμεσα στὴν ἰταλική του ἔκφραση καὶ στὴν ἑλληνική του ἔκφραση. Τὰ κενὰ τῶν ἔργων του εἶναι οἱ διαλείψεις μιᾶς ψυχῆς πού, στὴν ἀνώτερή της λειτουργία, ἦταν τεντωμένη ὥσπου νὰ σπάσει, ἀπὸ ἕναν ἀνυπέρβλητο διχασμό. Γιατί ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἤξερε νὰ κλείσει τὰ πράγματα μέσα στὴν ψυχή του. Δὲν παράγουμε πολλοὺς τέτοιους ἀνθρώπους. «Chiudi nella tua anima la Grecia (o altra cosa)...» Λίγα σημάδια του εἶναι πιὸ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρένθεση. Τὸ «altra cosa» εἶναι ὁ ἀντίπαλος• εἶναι ἀκόμη:

Τὸ χάραμα ἐπῆρα
τοῦ ἥλιου τὸ δρόμο,
κρεμώντας τὴ λύρα
τὴ δίκαιη στὸν ὦμο...

καὶ εἶναι:

«..ἐσκιάχθηκα, γιατί ἡ ὥρα ἤτανε κοντὰ στ' ἄγρια μεσανύχτια.

»Τόσο ποὺ ἔσπρωξα ὀμπρὸς τὰ χέρια μου, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁπού δὲν ἔχει τὸ φῶς του.

»Καὶ ἐβρέθηκα ὀπίσω ἀπὸ ἕναν καθρέφτη, ἀνάμεσα σ' αὐτόνε καὶ στὸν τοῖχο. Καὶ ὁ καθρέφτης εἶχε τὸν ψῆλο τοῦ δώματος.

»Καὶ μία φωνὴ δυνατὴ καὶ ὀγλήγορη μοῦ ἐβάρεσε τὴν ἀκουὴ λέγοντας:

»"Ὢ Διονύσιε Ἱερομόναχε, τὸ μέλλοντα θὲ νά γενεῖ τώρα γιὰ σὲ παρόν. Ἀκαρτέρει καὶ βλέπεις ἐκδίκησιν τοῦ Θεοῦ."

»Καὶ μία ἄλλη φωνή μοῦ εἶπε τὰ ἴδια λόγια τραυλίζοντας.

»Καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη φωνὴ ἤτανε ἐνοῦ γέρου ποὺ ἀπέθανε καὶ εἶχα γνωρίσει. Καὶ ἐθαύμαξα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἄκουα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ τραυλίζει».

Πράγματα κλεισμένα μέσα στὴν ψυχή. Σὲ κανέναν ἄλλον περισσότερο ἀπὸ τὸν Σολωμὸ δὲ βλέπουμε τόσο διάφανα τὸ βάρος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἡ ψυχὴ ἑνὸς τεχνίτη. Κανέναν, ὡς πίσω στὸν ἀμέσως πρὶν ἀπ' αὐτὸν μεγάλον Ἕλληνα, τὸν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.

Χάσμα σεισμοῦ ποὺ βγάν' ἀνθοὺς καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.

Ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τελειώνουν• ἡ μοίρα του θέλησε νὰ τὸν τοποθετήσει ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει κανεὶς ὁλωσδιόλου ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Ἑλληνικὰ ἤξερε ὁ Βιζυηνὸς λ.χ., ἑλληνικὰ ξέρει ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς. Ἅμα τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ κοιτάξουμε ψυχρότερα τὶς αἰσθητικὲς διαφορὲς ποὺ εἶναι φυσικὸς νόμος νὰ χωρίζουν τοὺς νεότερους ἀπὸ τοὺς παλαιότερους• ἅμα μπορέσουμε νὰ ἀτενίσουμε μὲ περισσότερη συγκέντρωση καὶ σιωπὴ τὸ ἔργο αὐτὸ ποὺ ἀπορρόφησε τὴ μισὴ λογοτεχνία μας, θ' ἀναμετρήσουμε καὶ τὴν ἔκταση τῆς γλωσσικῆς παρουσίας ποὺ ἔφερε στὴν πνευματική μας ζωὴ ἡ ἰδιοσυγκρασία καὶ ἡ δουλειὰ τοῦ Παλαμᾶ. Γιὰ τὴν ὥρα, ἂς ποῦμε πὼς ἀπὸ αὐτὸν καὶ πέρα ἄρχισε ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση στὰ γράμματά μας. Ἀλλὰ τὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τὴν ἐχάραξε μιὰ γιὰ πάντα ἡ διάνοια τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ ἴσως ἐπειδὴ ἐρχότανε κάθε τόσο ἀπὸ μακριά, νὰ κοίταξε τὰ πράγματα μὲ τὸ φρέσκο καὶ τὸ σίγουρο μάτι ποὺ τὰ κοίταξε.

Εἶναι δύσκολο νὰ βεβαιώσει κανεὶς ὁτιδήποτε γιὰ τὸν Κάλβο. Εἶναι ὁ πιὸ μυστηριώδης ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς μας. Στὰ 1826, στὰ τριάντα τέσσερα χρόνια του, πέταξε τὶς τελευταῖες του μποτίλιες στὸ πέλαγος, τὶς τελευταῖες του ὠδές. Κανένα σημάδι δὲν ἄφησαν τὰ σαράντα τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀκόμη. Ἕξι χρόνια μεγαλύτερος, πεθαίνει δώδεκα χρόνια μετὰ τὸν Σολωμό. Κανένα σημάδι ἀπὸ τὸν Σολωμό. Τίποτε. Μόνος. Ἡ γλώσσα του δὲν εἶναι κἄν ἡ καθαρεύουσα. Εἶναι εὔκολο νὰ τὸ διαπιστώσει κανείς. Οἱ λογιότατοι ἔχουν ἕνα συναισθηματικὸ κατακάθι ὅταν γράφουν. Τὸ ἔχουν οἱ Σοῦτσοι, τὸ ἔχουν οἱ Παράσχοι, τὸ ἔχει:

Ἡ ἔκτασις τοῦ ἀχανοῦς
Αἰγαίου ἐκοιμᾶτο...

Ὁ Κάλβος δὲν τὸ ἔχει ποτέ. Εἶναι μία γλώσσα τῆς μοναξιᾶς, ἀκοινώνητη, ἀμετάδοτη. Τὸν αἰσθάνεται κανεὶς ἀφησμένο σ' ἕνα ἐρημονήσι τοῦ Εἰρηνικοῦ, ἀναλύοντας τὶς καταλήξεις τῶν ρημάτων του, γιὰ ν' ἀκούσει καλύτερα μιὰ φωνή, ἂς εἶναι καὶ ἡ δική του• γιὰ νὰ γελάσει τὴ μοναξιά του:

Κοράσια, ἰδού, μητέρες
περνάουν. Ἔλαμπον πρῶτα
τὰ πλήθη αὐτῶν σὰν ἄστρα•
ἐχαίροντο, καὶ τ' ἅρπαξε
θανάσιμη ὥρα.

Οὔτε κοράσια, οὔτε μητέρες, τίποτε δὲν περνάει. Ἀπὸ τὰ σκόρπια ψιθυρίσματα αὐτῆς τῆς στροφῆς, μία φωνὴ μόνο ξεχωρίζει• λίγες συλλαβὲς σὰν ἐπιφώνημα ἀπελπισίας:

...σὰν ἄστρα
...τ' ἅρπαξε
θανάσιμη ὥρα.

Θ' ἄξιζε νὰ ξαναπάρει κανεὶς τὸν Κάλβο προσεχτικά, ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ νὰ μελετήσει τὴν εὐαισθησία του, μὲ ὁδηγοὺς τὶς ζωντανές του λέξεις. Θὰ ἔφτανε ἴσως σὲ ἀπροσδόκητα συμπεράσματα.

Μένει ὁ Καβάφης. Ἀπὸ τὰ γνωστὰ πράγματα ποὺ ἀπαρίθμησα παραπάνω, ἀπὸ τὰ πρῶτα του καταδικασμένα ποιήματα, ἀπὸ τὸν ἦχο ὁλόκληρου τοῦ ἔργου του, ἀπὸ τὶς βιογραφικὲς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι' αὐτόν, βγαίνει εὔκολα τὸ συμπέρασμά μου. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ κουράσω περισσότερο. Θὰ ἦταν πιὸ χρήσιμο νὰ δοκιμάσει κανεὶς νὰ ξεχωρίσει σὲ τί ὠφέλησε ὁ Καβάφης μία γλώσσα ποὺ τὴν ἔγραψε σὰν ξένος, παρακολουθώντας τὴν ἔκφρασή του, ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐκείνους στίχους, ὡς:

τὴν ποικίλη δράσι τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν

ποὺ ἀνήκει στὸ προτελευταῖο ποίημα ποὺ δημοσίεψε. Μιὰ τέτοια μελέτη θὰ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ καὶ σχολαστικὰ ὅρια αὐτῶν τῶν σελίδων, ποὺ ξεπέρασαν κιόλας τὸ μέτρο.

Κορυτσά, 27 τοῦ Γενάρη 1937



Πηγή: Αγία Ζώνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *