ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Στὸ ἡμερολόγιο γράψαμε: «Κυκλὼν καὶ καταιγίς».
Ἐστείλαμε τὸ S.O.S. μακριὰ σὲ ἄλλα καράβια,
κι ἐγὼ κοιτάζοντας χλωμὸς τὸν ἄγριον Ἰνδικὸ
πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν φτάσουμε στὴ Μπατάβια
Μὰ δὲ λυπᾶμαι μιὰ σταλιὰν — Ἐμεῖς οἱ ναυτικοὶ
ἔχουμε, λένε, τὴν ψυχὴ στὸ διάολο πουλημένη.
Μιὰ μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνὴ καὶ σκυθρωπή,
ποὺ χρόνια τώρα καὶ καιροὺς τὸ γιό της περιμένει.
Τὸ ξέρω πὼς ἡ θέση μας εἶναι ἄσχημη πολύ.
Ἡ θάλασσα τὴ γέφυρα μὲ κύματα γεμίζει
κι ἐγὼ λυπᾶμαι μοναχὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πῶ
σὲ κάποιον, κάτι ποὺ πολὺ φριχτὰ μὲ βασανίζει.
Θεέ μου! εἶμαι μονάχα δεκαεννιὰ χρονῶν,
κι ἔχω σὲ μέρη μακρινὰ πολλὲς φορὲς γυρίσει.
Θεέ μου! ἔχω μιὰν ἄκακη, μιὰ παιδικὴ καρδιά,
ἀλλὰ πολὺ ἔχω πλανηθεῖ, κι ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει.
Συχώρεσέ με... Κάποτες ὅπου 'χα πιεῖ πολὺ
καὶ δὲν ἐκαταλάβαινα τὸ τί ἔκανα, στὸ Ἀλγέρι,
γιὰ μιὰν μικρὴν Ἀράπισσα, ποὺ ἐχόρευε γυμνή,
ἐπέταξα κατάστηθα σὲ κάποιον τὸ μαχαίρι.
Συχὼρεσέ με... Μιὰ βραδιὰ θολὴ στὸ Σάντα Φέ,
καθὼς κάποια μὲ κράταγε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της,
ἐτράβηξα ἀπ' τὴν κάλτσα της μιὰ δέσμη ἀπὸ λεφτὰ
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐμάζευεν ἀπ' τὴν αἰσχὴν δουλειά της.
Κι ἀκόμα, Κύριε... ντρέπομαι νὰ τὸ συλλογιστῶ,
(μὰ ἤτανε τόσο κόκκινα κι ὑγρὰ τὰ ὡραῖα του χείλια
καὶ κάποια κάπου ὀλόλυζε κιθάρα ἰσπανική...)
κοιμήθηκα μ' ἕνα μικρὸν ἑβραῖο στὴ Σεβίλλια.
Κύριε... ἐτοῦτο τὸ κορμὶ τὸ τόσο ἁμαρτωλὸ
σὲ λίγο στὶς ὑδάτινες εἱρκτὲς νεκρό θὰ πέσει...
Μὰ τέσσερα ὅμως σκέφτομαι γαλόνια ἐγὼ χρυσὰ
κι ἕνα θλιμμένο δόκιμο, ποὺ δὲ θὰ τὰ φορέσει...
Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - ΜΑΡΑΜΠΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Ἑλλήνων Φῶς