Έρωτας ή Θάνατος – Ἔρως δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας[1]
Έρωτα ανίκητε στη μάχη, Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις, συ που ξενυχτάς τα κορίτσια με τα τρυφερά μάγουλα, που δρασκελάς πάν’ από θάλασσες και τρυπώνεις στους κήπους, κανείς δε γλυτώνει από ’σε, μήτε Θεός μήτε θνητός. Όποιον αγγίξεις, τονε παλαβώνεις. Συ, άνθρωπο φρόνιμον εξωθείς στ’ άδικο και στο χαμό, συ π’ ανάβεις ταραχή κι αμάχη ανάμεσα σε γιο και πατέρα, νικά πόθος και λαχτάρα για τη γλυκομάτα νύφη, κόντρα σ’ όλους τους μεγάλους νόμους.
Σοφοκλή «Αντιγόνη»
Από τη «Θεογονία» του Ησίοδου[2] και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή[3] μέχρι τους «Ύμνους των θείων ερώτων» του Συμεών του Νέου του Θεολόγου και από τον «λυσιμελή πόθο» του Αρχίλοχου και τους στίχους του Πίνδαρου και της Σαπφούς μέχρι τον Καβάφη και τον Εγγονόπουλο, ο ελληνικός κόσμος θα επεξεργαστεί με ιδιαίτερη επιμονή το θέμα του έρωτα.
Το πολύχρηστο ρήμα ἔραµαι («ερωτεύομαι, αγαπώ με πάθος») θα γίνει ο δαίμων διαμεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων στον Πλάτωνα[4] και «όντως έρως» στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, αλλά και «Θείος έρωτας» στο «Γνώθι σ’ αυτόν» του Αγ. Νεκταρίου[5], που εκδηλώνεται ως o άπαυστος πόθος για το Θείο μέσα στην αλληλοπεριχώρηση Θεού και ανθρώπων.
Η μεταβολή του γενετήσιου ενστίκτου σε έρωτα δεν θα καθορίσει μόνο την υπερβατική του βάση, αλλά και το θεμελιώδες κριτήριο προς τις συνθήκες ανθρωποποίησης, προσδίδοντάς του μια βαθύτερη πολιτισμική και κυρίως υπαρκτική σημασία, καθώς οι σχέσεις των ανθρώπων θα προσδιορίζουν την καθ’ αυτή μετάβαση προς το ενδεχόμενο της ζωής.
Από μια τέτοια αντίληψη, η προοπτική του εν έρωτα ανθρώπειου βίου, μιας δηλαδή καθημερινότητας που θα εκφράζεται μέσα από την αμοιβαιότητα σχέσεων, θα αποτελέσει το «πρώτο κινούν» για την πληρότητα της ζωής.
Η άμετρη άντληση εαυτού μέσα από τον άλλον, ο χορός των συναισθημάτων, η έκρηξη αφοβίας μπροστά στην ψυχική απογύμνωση, η έκπληξη μπροστά στη διατήρηση του αισθήματος της άχρονης πρώτης φοράς, η ψηλάφηση των μύχιων επιθυμιών, η εκμάγευση της αυτοπροσφοράς, η άφθορη ορμή για συν-ουσία, η άρρηκτη γεωμέτρηση του πόθου, η μεταμόρφωση σε «συν-ένωση με την αντι-κείμενη μοναδικότητα του άλλου», η αλόγιστη μέθη θα δώσουν στον έρωτα το άλλοθι για την υπέρβαση του εαυτού και την εμμονική διατήρηση του υποστασιακού δεσμού με τον άλλον.
Μέσα σ’ αυτήν την ερωτική αποκάλυψη, ο ελληνικός κόσμος θα απεκδυθεί πολύ νωρίς τη γενετήσια καθήλωσή του και θα επεκταθεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εξανθρωπίζοντας τον πρωτογονισμό και την αγριότητα των μύθων. H αρχέγονη αυτή δημιουργική δύναμη, που δεν υπόκειται στις διακυμάνσεις του χώρου και του χρόνου, δείχνει να ικανοποιεί απόλυτα την αισθητηριακή του εποπτεία και θα μετουσιωθεί σε στοιχειακό όρο, όχι μόνο της ανθρώπινης φύσης και του κοινωνικού «γίγνεσθαι», αλλά και της τέχνης. Σε μια τέτοια συνθήκη, ο έρωτας εμφιλοχωρεί ως «αιτία» ύπαρξης του κόσμου και ρυθμιστής της ανθρώπινης μοίρας, ενώ το ενδεχόμενο η ίδια η «ελευθερία» να διαλέγεται ετυμολογικά και νοηματικά με τον έρωτα («παρά το ελεύθειν όπου ερά τις», ελεύθω = έρχομαι, πορεύομαι / ερώ = αγαπώ ≈ έρως) εξακολουθεί να διχάζει αλλά και να αντικατοπτρίζει τη σημασία του έρωτα στα συμφραζόμενα του πνεύματος της κλασικής εποχής.
Αν η αρχαία αντίληψη τοποθέτησε τον έρωτα στον πυρήνα του ελληνικού κοσμοσυστήματος, το ίδιο θα κάνει και ο Χριστιανισμός που ακολούθησε, διατηρώντας την ερωτική συντροφικότητα ως πρωτογενή και θεμελιώδη ανθρώπινη λειτουργία.
Στο ορθόδοξο ήθος, ο έρωτας παίρνει μια καινούργια σημασία αλλά και μια βαθύτερη πνευματικότητα, καθώς θα γίνει δώρο Θεού [«ο Θεός τους έρωτας τούτους εγκατέσπειρε» (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)], ώστε ο άνθρωπος να καταξιώνεται και να συμπληρώνεται τη στιγμή που η άμεση ταύτιση της ερωτικής με την πνευματική ζωή δείχνει το γεγονός του έρωτα να λειτουργεί και ως εφαλτήριο για την αγάπη προς τον Θεό.
Η διοχέτευση του ερωτικού στοιχείου στην ορθοδοξία θα κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου για να ενωθεί με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, κερδίζοντας έτσι τη δική του οντολογική πληρότητα.
Η άκρως ομόθυμη σύγκλιση και θαυμαστή συνένωση που σηματοδοτείται από το «έσονται οι δύο εις σάρκα μία» (Εφεσ. ε 31, Ματθ. ια 28) θα δείξει γλαφυρά την ένταση και την ξεχωριστή δύναμη της σχέσης που πρέπει να συνδέει το αντικείμενο με το υποκείμενο και το πνεύμα της αναγεννητικής αναβάθμισης που προκύπτει από τη βίωση του αυθεντικού ευαγγελικού μηνύματος, ενώ η εστίαση προς το πρόσωπο του Ιησού θα συγκροτήσει τον Θείο Έρωτα.
Διαπνεόμενος από τον Θείο Έρωτα, ο άνθρωπος αγαπά πρώτα «εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας του» τον Θεό (πρβλ. Λουκ. 10,27) και κατ’ επέκταση ολόκληρη τη δημιουργία, κατά τον τρόπο του «ου ζητεί τα εαυτής» («δεν ζητά ανταπόδοση») [Απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 13,5)].
Tο βαθύτερο πνεύμα αλλά και η συλλογική εμπειρία που διατρέχει τη σχέση του χριστιανικού ορθόδοξου ήθους και της ελληνικής σκέψης με τον έρωτα δείχνει να βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των σύγχρονων περιπτωσιολογικών ψυχοδομών που επιβάλλουν τη ρητή διάκριση του έρωτα και αγάπης.
Η εξαντικειμενίκευση του έρωτα, που θα καλλιεργηθεί μακριά από τον ελληνικό κόσμο, αλλά και που θα παρεισφρήσει στον ελληνικό χώρο μαζί με την αμετροέπεια των ψυχαναλυτικών θεωριών, θα αποδομήσει πλήρως την αγαπητική ενέργεια του έρωτα, υποκαθιστώντας τη με μια συγκυριακή ηδονοθηρική ονειροπόληση που θα ονομάσει «έρωτα» και μια σύνθετη υποκειμενική έλξη που θα ονομάσει «αγάπη».
Ο αυθαίρετος διαχωρισμός του έρωτα και της αγάπης, υποστηριζόμενος εξελικτικά από τα παραμορφωτικά κάτοπτρα του ρομαντικού κινήματος του 18ου αιώνα μέχρι την προηγμένη εκδοχή της ρηχής εργαλειοποιημένης παραφιλολογίας των ημερών μας, θα αποτελέσει και τη σοβαρότερη ένδειξη του κατάφορου εκφυλισμού της ερωτικής εμπειρίας και της αποσύνδεσής της από τον τρόπο της ζωής.
Η μετάπτωση του έρωτα, είτε σε κεραυνοβόλα, φλογερή και παρορμητική πρόσβαση του ανθρώπου στη σεξουαλικότητα είτε σε εκχυδαϊσμένη ηδονιστική εκδοχή ατομικής ή κερδοσκοπικής επιθυμίας είτε ακόμα και σε εκμαγείο επιστημονικής ανάλυσης στα εργαστήρια των βιολόγων και των νευρολόγων, δεν αποτελεί παρά τη βαθιά και βιωματικά χωνεμένη αποξένωση από τον «αγαπητικό έρωτα της καθ’ ημάς Ανατολής».
A.X.
Εκ των αντιθέτων η αρμονία
- Σαπφώ, απόσπασμα 4: «Ἔρως δ’ ἐτίναξέ µοι φρένας / ὡς ἄνεµος κατ’ ὄρος δρύσιν ἐµπέτων». Μετάφραση: «Ο Έρωτας μου συντάραξε τα μυαλά, όπως ο άνεμος που πέφτει πάνω στις βαλανιδιές κατεβαίνοντας από το βουνό».
- «ἤτοι µὲν πρώτιστα Χάος γένετ’· αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύµπου, Τάρταρά τ’ ἠερόεντα µυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης, ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιµελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων δάµναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν» (Ησιόδου «Θεογονία» 116-122).
- Με αυτόν τον στίχο αρχίζει το γ’ στάσιμο (στ. 781-805) της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή: «Ἔρως ἀνίκατε µάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις, ὃς ἐν µαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόµοις αὐλαῖς· καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιµος οὐδεῖς οὔθ᾽ ἁµερίων σέ γι᾽ ἀνθρώπων. ὁ δ᾽ ἔχων µέµηνεν. σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν ξύναιµον ἔχεις ταράξας· νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων ἵµερος εὐλέκτρου νύµφας, τῶν µεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς θεσµῶν».
- «Συμπόσιον» του Πλάτωνος 212d8-214b7: «Ταῦτα δή, ὦ Φαῖδρέ τε καὶ οἱ ἄλλοι, ἔφη µὲν Διοτίµα, πέπεισµαι δ᾽ ἐγώ· πεπεισµένος δὲ πειρῶµαι καὶ τοὺς ἄλλους πείθειν ὅτι τούτου τοῦ κτήµατος τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀµείνω Ἔρωτος οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως λάβοι». Μετάφραση: «Αυτά, λοιπόν, Φαίδρε κι εσείς οι άλλοι, μου είπε η Διοτίμα, και με έπεισε κι εμένα. Έχοντας πειστεί, προσπαθώ να πείσω και τους άλλους ότι για την απόκτηση αυτού του αγαθού [την αληθινή αρετή και την αθανασία] δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος βοηθός για την ανθρώπινη φύση από τον Έρωτα».
- Από το βιβλίο του «Γνώθι σ’ αυτόν»: Κεφάλαιο Γ’, «Περί Αγάπης, περί Θείου έρωτος».
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις