Έξοδος Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) - Β' μέρος
(συνέχεια από εδώ)
Μά καί οι Έλληνες πού είχαν βγεί έξω θερίστηκαν σάν τά στάχυα. Πολλοί είχαν ορίσει σάν τόπο συγκέντρωσης τό μοναστήρι τού Άη - Συμιού (Αγίου Συμεών), στή ρίζα τού όρους Αράκυνθος. Μά από παντού ξεπηδούσαν οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή. Τό αιγυπτιακό ιππικό πού είχε έδρα του τό Μποχώρι μπήκε καί αυτό στή μάχη καί άρχισε νά θερίζει ανθρώπινα κεφάλια. Στού Κότσικα τό αμπέλι στάθηκαν οι Μεσολογγίτες γιά νά ξεκουραστούν καί δέχτηκαν νέα επίθεση Τούρκων, Αιγυπτίων καί Αλβανών. Ο Μουστάμπεης μέ 3000 άνδρες σέ ξαφνική επίθεση αποδεκάτισε τά υπολείμματα τής φρουράς τού Μεσολογγίου πού είχαν κατορθώσει μέ τόσο κόπο καί προσπάθεια νά φτάσουν στούς πρόποδες τού Ζυγού. 500 Έλληνες σκοτώθηκαν από τούς στρατιώτες τού Αλβανού αρχηγού. Τόν Μουστάμπεη θά τόν πλήρωνε μέ τό ίδιο νόμισμα ο Καραϊσκάκης, αργότερα στήν Αράχωβα.
Όσοι επέζησαν καί κατάφεραν νά ανέβουν ψηλότερα στό βουνό, βρήκαν βοήθεια από τούς άνδρες τού Πανομάρα καί τού Γεωργίου Δράκου, οι οποίοι επιτέθηκαν στούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη. Μόνο οι πιό έμπειροι πολεμιστές κατάφεραν μέ τή δύναμή τους νά ανοίξουν δρόμο μέσα από τούς εχθρούς. Ο αργός Νότης Μπότσαρης μόλις καί μετά βίας κατόρθωσε νά σωθεί, ενώ ο πανύψηλος Δημήτριος Μακρής ξάπλωνε τούς εχθρούς του στό χώμα, έχοντας φορτωθεί όλα του τά άρματα, τά οποία δέν αποχωρίστηκε καθόλη τή διάρκεια τής πορείας. Ήταν ο μόνος πού κράτησε ακόμα καί τήν κάπα του, ενώ δέν καταδέχτηκε ούτε στό άλογό του νά ανέβει, γιά νά έχει τήν ίδια ταλαιπωρία μέ τούς στρατιώτες του. Τά γυναικόπαιδα όμως δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν. Τά περισσότερα χάθηκαν από τό τουρκικό σπαθί. Η γυναίκα τού Κώστα Διαμαντή, ξαδέλφου τού Τζαβέλα, τσάκισε από τήν κούραση. Πήρε τό κουμπούρι από τόν άνδρα της καί τό έστρεψε στό κεφάλι της. Καλύτερος ο θάνατος από τήν ατίμωση από τούς μουσουλμάνους.
Από τόν Ζυγό οι καταματωμένοι καί κουρασμένοι Έλληνες τράβηξαν γιά τήν Δερβέκιστα (Ανάληψη) όπου τήν βρήκαν έρημη καί τότε κατευθύνθηκαν πρός τόν Πλάτανο Κραβάρων (ορεινής Ναυπακτίας) όπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού άρρωστου Καραϊσκάκη. Οι εκρήξεις πού ακούγονταν από τό Μεσολόγγι ήταν συνεχόμενες. Οικογένειες ολόκληρες πού είχαν συγκεντρωθεί στά παγιδευμένα μέ μπαρούτι σπίτια τους, ανατινάζονταν. Η φωτιά, οι μπάλες τών κανονιών, οι βόμβες καί οι ανατινάξεις τών υπονόμων είχαν μεταβάλλει τό Μεσολόγγι σέ ένα σωρό από καπνίζοντα ερείπια, ανακατωμένα μέ πτώματα καί διαμελισμένα κορμιά. Η μεγαλύτερη όμως έκρηξη πού ακούστηκε από όλους όσους πολεμούσαν έξω από τό Μεσολόγγι ήταν αυτή πού έγινε στό σπίτι τού Χρήστου Καψάλη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει όλους τούς γέρους, τούς τραυματίες καί τούς ανάπηρους. Μόλις οι Αλβανοί προσπάθησαν νά σπάσουν τήν πόρτα, πέταξε τόν δαυλό στήν μπαρουταποθήκη καί ανέβηκε κι αυτός στό Ηρώο τών πεσόντων τού Μεσολογγίου. Ο ηρωϊκός δεσπότης Ιωσήφ τινάχτηκε σέ ένα μύλο πού είχε κλειστεί μαζί μέ τά γυναικόπαιδα. Βαριά τραυματισμένο τόν βρήκαν οι μουσουλμάνοι καί αμέσως τόν απαγχόνισαν.
Ο Ιταλός γιατρός πού βρισκόταν στήν υπηρεσία τού Ιμπραήμ, Alfonso Nuzzo Mauro ήταν αυτόπτης μάρτυρας τής σφαγής τού Μεσολογγίου. Αλλού έβλεπε νεκρούς τόν πατέρα μέ τό παιδί του αγκαλιά, αλλού μία μάνα γυμνή καί σφαγμένη μέ τά παιδιά της δίπλα της νά ουρλιάζουν, αλλού μία ολόκληρη οικογένεια θερισμένη καί κατακομμένη. Ένα νεαρό ζευγάρι αγκαλιασμένο καί στό θάνατο ακόμα, μέ έναν αράπη από πάνω τους νά τούς σκυλεύει. Ένα βρέφος νά βυζαίνει τή νεκρή καί βιασμένη μάνα του. Τά θύματα αναρίθμητα, η φρίκη ατελείωτη. Η κόλαση είναι εδώ στή γή, η κόλαση είναι μέσα στό Μεσολόγγι τού Απριλίου τού 1826. 13000 άνδρες, γυναίκες, παιδιά κείτονταν νεκροί, οι περισσότεροι κομμένοι από τά σπαθιά τών Οθωμανών.
Οι στρατιώτες τού Αλλάχ έκοβαν μύτες, αυτιά, κεφάλια γιά νά παραλάβουν τήν αμοιβή τους από τούς πασάδες τους καί αυτοί μέ τή σειρά τους, θά τά έστελναν στόν πατισάχ τους. Σύμφωνα μέ τόν φιλότουρκο Ιταλό πρόξενο τής Αυστρίας αββά Βιτσέντσο Μικαρέλλι, 3000 ζευγάρια αυτιά καί χιλιάδες κεφάλια αλατισμένα καί σφραγισμένα μέσα σέ βαρέλια, εστάλησαν πεσκέσι στόν εκπρόσωπο τής παγκοσμιοποίησης εκείνης τής εποχής σουλτάνο Μαχμούτ Β', γιά νά τά κάνει πατσά νά τά φάει, όπως θά έλεγε καί ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ο καθολικός ιερέας σέ επιστολή του στόν πάπα έγραψε ότι όλοι οι άρρενες άνω τών 12 ετών εσφάγησαν, ενώ μέ χαιρεκακία στό τέλος συμπλήρωνε ότι η ελληνική επανάσταση έβαινε στό τέλος της γιά τό καλό τής ανθρωπότητας. Η υποκρισία τής καθολικής εκκλησίας σέ όλο της τό μεγαλείο.
Η άνοιξη δέν θά ερχόταν εκείνη τή χρονιά στό Μεσολόγγι. Κανένα παιδί δέν θά έτρεχε στήν εξοχή γιά νά παίξει, καμμία νεαρή κοπέλλα δέν θά έκοβε λουλούδι, κανένας αγρότης δέν θά καλλιεργούσε τό χωράφι του, κανένας χωρικός δέν θά αλώνιζε στό αλώνι του καί μόνο ο ποιητής θά τραγουδούσε γιά τόν ηρωϊσμό όλων αυτών τών χαμένων ψυχών. "Τά μάτια μου δέν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο τό αλωνάκι".
«Τήν αυγήν εσυναθροίσθησαν εις τού Τζιαβέλα τήν οικίαν νά σκεφθούν ωρίμως πώς έπρεπεν νά οικονομήσωμεν τόν λαόν ώστε oι εχθροί νά μή μάς καταλάβουν. Εις ταύτην τήν συνεδρίασιν ήτον μόνον οι αξιωματικοί, αι τοπικαί αρχαί καί ο αρχιερεύς Ιωσήφ Ρωγών. Μετά περίπου από μίαν ώραν συζήτησιν, είπαν ότι διά νά σωθή τό περισσότερον μέρος ημών πρέπει νά προλάβωμεν τά αίτια, τά οποία υποπτεύομεν ότι εις τήν εσχάτην ώραν ή από δειλίαν ή από φιλοζωίαν δύνανται νά μάς προδώσουν. Αποφασίσθη λοιπόν νά φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις τήν φυλακήν, Τούρκους καί Χριστιανούς, οίτινες υπηρετούσαν εις τό δημόσιον, τήν ίδιαν ώραν, καί καθένας εάν έχη ύποπτον κοντά του, ή Τούρκον ή Χριστιανόν, νά τόν φονεύση.
Ο Τζιαβέλας επρόσταξε νά φονεύσουν αμέσως τόν αγαπημένον του καί πιστόν Αράπην Τούρκον, καί έβαλαν όλοι εις πράξιν. Αμέσως εφόνευσαν καί έκοψαν όλους τούς Κοζάκους, έως τριάντα, όπου είχομεν αιχμαλώτους μέσα, καί άλλους μαστόρους, όπου εδούλευαν τόν εχθρόν σκάπτοντες καί εσυλλήφθησαν παρ' ημών, καθώς καί όλους τούς Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δέν ηξεύραμεν τί εκάμναμεν.
Ο αυτάδελφός μου Μήτρος Κασομούλης, αναλαβών εώς τότες από τήν ασθένειαν καί ειδοποιηθείς τούτο, έτρεξεν καί έκοψεν δώδεκα μόνος του εις τήν ακρογιαλιάν. Ήλθεν καθημαγμένος από τά πόδια έως εις τό κεφάλι, χαρούμενος. Τόν επίπληξα διότι μόνον αυτός επιχειρίσθη ως πελεκάτωρ νά κόψη τόσους.
- "Ε, λέγει, αφησέ με τώρα. Πεντακόσιους κόπτω, κι άλλους ακόμη, άν μού πέσουν εις τό χέρι. Έπειτα, τί μάς έμεινεν πλέον τώρα παρά νά πιούμεν καί αίμα, διότι δέν έχομεν τίποτες νά φάγωμεν".
Ωμίλησαν έπειτα περί τών φαμελλιών, ότι έχοντες παιδιά μικρά, θά αρχίσουν νά κλαίγουν. Τούτο πώς πρέπει νά γίνη ώστε νά αποτραπή;
Αποφάσισαν όλοι νά φονεύσωμεν όλες τές γυναίκες, ανεξαιρέτως, καί τά μικρά παιδιά επί τώ λόγω νά μή προδοθούμεν από τάς κραυγάς των, καί τότε δέν μένει κανένας μας ζωντανός, καί προσέτι διά νά μή μείνουν αιχμάλωτοι εις τούς εχθρούς. Διά νά αποφύγωμεν δέ τήν φιλόστοργον συμπάθειαν τών πατέρων καί αδελφών, αποφασίσθη νά σφάξη ο ένας τού αλλουνού τήν οικογένειαν. Όλοι, μέ μίαν φωνήν, τό αποφάσισαν, καί ήσαν έτοιμοι νά κινηθούν καί νά ειδοποιήσουν τό στράτευμα νά αρχίση.
Μία τοιαύτη στρατιωτική απόφασις, άν καί γενναία, πλήν σκληρά καί απάνθρωπος, επαρακίνησεν τόν αρχιερέαν Ρωγών Ιωσήφ έν τώ άμα νά σηκωθή επάνω λέγων:
- "Έν ονόματι τής Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερεύς, άν τολμήσετε νά πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! Καί σάς άφήνω τήν κατάραν τού Θεού καί τής Παναγίας καί όλων τών Αγίων καί τό αίμα νά πέση εις τά κεφάλια σας!"
Εκφώνησεν τούτο, εκάθισεν, καί άρχισεν νά κλαίγη. Μέ τές κατάρες του καί παρατηρήσεις εμπόδισεν τήν ορμήν τών αξιωματικών, καί ούτως άρχισαν νά σκέπτωνται πώς αλλώς δύνανται νά προφυλαχθούν από τά αίτια τής ενδεχομένης προδοσίας. Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες. Ο ένας είπεν:
- "Καθένας νά ύποσχεθή διά τούς δικούς του, τόσον οι πάροικοι καθώς καί οι κάτοικοι Μεσολογγίου".
Ούτως άλλοι άλλο συζητούντες, αποφάσισαν νά μήν θανατωθούν μέν, πλήν οι υπανδρευμένοι καί οι συγγενείς νά πείσουν τάς οικογενείας των ότι κατά τήν έξοδον νά τρέξουν κοντά τους καί μέ όλην τήν ευχαρίστησιν νά σωθούν αλλά καί τίποτες δυσκολίες νά μήν τούς προβάλουν, αλλά όλας ίσα ίσα τάς ευκολίας χάριν τής κοινής σωτηρίας των, τά δέ μικρά παιδιά νά τά ποτίσουν αφιόνι, τήν ώραν τής εξόδου μας, νά κοιμηθούν καί νά μη κλαίγουν. Καί όποιος έχει τήν τύχην νά γλυτώση, καλώς, όποιος πεθάνη, ας πάγη εις τό καλόν κανένα βάρος εις κανέναν δέν μένει. Διότι τοιαύτη ήτον καί η υπόσχεσις τών υπανδρευμένων όταν, πρό τρείς μήνας, τούς είπον νά πέμψουν έξω τάς φαμελλιές των, καί δέν ηθέλησαν. Όλοι οι υπανδρευμένοι, εντόπιοι καί ξένοι, ενθυμήθησαν ετούτο, καί κανένας πλέον δέν αγανάκτησεν. Αποφασίσθη λοιπόν περί τούτου τό άνωθεν.
Περιφερόμενος ανά τούς προμαχώνας καί κοινοποιών εις τούς αξιωματικούς τό σχέδιον, ενύκτωσεν, καί επίστρεψα πάλιν εις τού Μακρή τήν Δάμπιαν, οπού ήσαν έτοιμοι όλοι, άκρα ησυχία καί άμιλλα· επείραζεν ένας τόν άλλον γελώντες:
- Ποιός ηξεύρει αύριον πού θά παίρνη η ράχη σου αέραν!
Ένας αξιωματικός τού Στορνάρη, Αποστόλης Τζαλαχάς, 55 χρονών άνθρωπος, μικρόθεν αρματολός, βλέπων τόν εαυτόν του αδύνατον ή ώστε νά σωθή, καί έχων άρματα χρυσά καί χρήματα έως δέκα χιλιάδας γρόσια εις τό κιμέρι του, εξεζώθη ετούτα όλα καί τά δίδει νά τά ζωθή καί αρματωθή ένας ανεψιός του γυμνός Γιώτης Σεΐζη. Ενδύσας τούτον καί λαβών εκείνος τά άρματα εκείνου, τόν έδωσεν ο Αποστόλης τήν ευχήν του λέγων:
- "Παιδί μου, λέγει, από μικρό παιδί Κλέφτης καί Αρματολός αυτά εκέρδισα, λάβε τα δέν τά εντρόπιασα εις κανένα μέρος. Τά γόνατά μου δέν βαστούν νά τρέξω τόσον κάμπον καί ανήφορον, σέ τά δίδω μέ τήν ευχήν μου, έλα νά σέ φιλήσω, καί νά δώσης εξ αυτών καί διά τήν ψυχήν μου. Εγώ πλέον μένω νά αποθάνω εδώ, όπου θέλει πλέξει τό βουβάλι εις τό αίμα, μετά τήν φυγήν σας."
Εκεί ήτον καί ο Στορνάρης. Τόν είπα λοιπόν ότι:
- "Εγώ πηγαίνω εις τήν θέσιν μου, καί θά περιμένω εκεί έως νά διαβή ο Τζιαβέλας, νά κινήσω μαζί του· πλήν εσύ νά μείνης αυτού οπού είσαι, νά μή χαθούμεν."
Όλοι οι οπλαρχηγοί καί στρατιώται επήγαμεν καί αποχαιρετίσαμεν τούς συναγωνιστάς μας, φίλους καί συγγενείς, πληγωμένους καί ασθενείς, οίτινες μέ δάκρυα χαράς μάλλον παρά μέ λύπην χωριζόμενοι από ημάς, έμειναν νά πεθάνουν πολεμούντες. Κανένας από αυτούς δέν αγανάκτισεν, διότι ο κίνδυνος τής ζωής ήτον επίσης ο ίδιος καί εις αυτούς καί εις ημάς. Όλοι εύχοντο πρός τούς αναχωρούντας τήν καλήν αντάμωσιν εις τόν άλλον κόσμον.
Φθάνοντας εις τόν Ανεμόμυλον, αμέσως επήγα καί ηύρα καί τόν Καψάλην εις τήν πυριτοθήκην εκοινοποίησα πρός αυτόν τί ώρα έπρεπεν νά βάλη φωτιά, αυτός μ' αποκρίθη ότι:
- "Δέν θέλω ερμηνείαν, μόνον ώρα καλή σας, καί όταν φθάσετε πρός τόν ριζόν τού βουνού, ακούτε καί βλέπετε τόν Καψάλην σας πού θά απετά."
Εις αυτήν τήν στιγμήν απέρασεν ο Τζιαβέλας από τό μέρος μας, καί μάς ειδοποίησεν νά τραβηχθούμεν. Διευθύνθη δέ βαδίζων τήν ακρογιαλιάν διά νά έβγη πρός τήν Μαρμαρούν, ώστε νά συνάξη όλους γύρωθεν. Όλα τά ανδρόγυνα εδιευθύνοντο εις τήν προσδιορισθείσαν γέφυραν, ωσάν αρνάκια μέ άκραν σιωπήν. Οι πατέρες μέ τά γιαταγάνια εις τό έν χέρι κρεμασμένα, τά δουφέκια από τό λουρί εις τόν ώμον, καί μέ τό άλλον καθένας νά βαστά ή κανέν παιδάκι του ή τήν σύζυγόν του, καί νά πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκες ενδύθησαν ανδρίκεια καί αρματώθησαν, καί δέν εδιακρίνοντο εις τό βάδισμα από τούς άνδρας.
Διαβαίνοντας από τόν δρόμο τής οικίας τού Νότη, ηύρα μίαν γυναίκαν καί τρείς άλλους ασθενείς Μισολογγίτας συρομένους καί κυλιομένους εις τήν πλαταίαν. Η γυναίκα εκραύγαζεν: "πού μάς αφήνετε!", όσον εδύνατο. Οι ασθενείς έκλαιγαν. Τήν επίπληξα διά τές φωνές, αυτή εξακολουθούσεν. Εβιάσθην καί τήν έπαισα μέ τήν λόγχην. Ακούγω μίαν φωνήν γνωστήν:
- "Νικολάκη, εσύ φονεύεις τήν μητέραν μου;"
- "Ναί, λέγω, διότι θά μάς προδώση."
Εγνώρισα τόν άνθρωπον, καί ήτον ο ατρόμητος νέος καί ήρωας πρώην σαλπιγκτής μας Γρηγόρης, Μισολογγίτης· τόν εφίλησα μέ δάκρυα κι εγώ καί οι σύντροφοι, επί ποδός καί μέ βίαν, πλήν αδύνατον ήτο νά βοηθηθή. Τόν παρηγόρησα, καί τόν είπα νά κρεμάση τήν τύχην του εις τού Θεού τό χέρι, καθώς καί ημείς. Φθάσας εις τό καλύβι τού Μακρή, βλέπω ότι ο Στορνάρης έλειπεν εις άλλο, ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι, διψώντες πότε νά φθάση η ώρα. Τρέχοντας νά εύρω τόν Στορνάρην απαντώ τόν μακαρίτην Κώσταν Νάστον.
- "Ωρέ Νικολάκη, μοί λέγει, γεφύρια δέν επήραμεν νά βάλωμεν εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά·πώς θά περάσουν ο κόσμος λοιπόν; Τόν πήραμεν εις τόν λαιμόν μας." (Επρόκειτο γιά μία τάφρο έξω από τά τείχη τήν οποία είχε κατασκευάσει ο Ομέρ Βρυώνης στήν πρώτη πολιορκία.)
- "Τώρα μάς τό λέγεις; τόν λέγω, τί έκαμες; Από τόν Θεόν νά τό εύρης!"
Εκεί πλησίον ήτον ο Καπετάν Μήτρος Δεληγεώργης καί ο Βασίλης Χασάπης.
- "Ωρέ αδελφοί, τούς λέγω, εχάθη ο κόσμος, ογρήγορα στρώματα από τές καλύβες νά γιομίσωμεν εις ένα μέρος τό αυλάκι, διότι κανένας δέν θέλει δυνηθή νά έβγη."
Ενθυμήθησαν καί τούτοι ευθύς τόν κίνδυνον, καί ούτως αμέσως ο πρόθυμος Δεληγιώργης καί ο Βασίλης Χασάπης καί όλοι οι στρατιώται, όσοι ήμεσθον εκεί γύρωθεν, επήραμεν καθείς από έν στρώμα καί τό ερίξαμεν· καί άρχισαν όλοι οι στρατιώται νά κουβαλούν καί νά γιομίζουν. Πλήν η ώρα η προσδιορισμένη πλησίαζεν. Η σελήνη ήτον δεκαήμερος, εις τήν αύξησίν της. Πρό μισής ώρας εσκεπάσθη μέ έν σύννεφον σκοτεινόν καί δροσώδες· έβρεξεν ολίγον, καί άρχισεν ο τόπος νά γλυστρά. Πλήν εδοξάσαμεν τόν Θεόν, διότι εκείνην τήν στιγμήν εσκέπασεν τό φέγγος τής σελήνης, ώστε νά ωφεληθούμεν από τό σκότος εις τό κίνημα, πρίν οι εχθροί μάς καταλάβουν. Τρέχοντες λοιπόν όλοι, εδυνήθημεν νά σκεπάσωμεν από τό αυλάκι έως δύο οργιές τό πλάτος τόπον.
Επίστρεψα από τήν γιόμωσιν τού αύλακος, καί ηύρα τρυπωμένον τόν Στορνάρην, κατά συγκαιρίαν, εις έν καλύβι τού Βασίλη Χασάπη, ομού μέ τούς δύο αδελφούς μου καί στρατιώτας τού σώματός μας. Είδαμεν μέ αγανάκτησιν ένας τόν άλλον.
- "Τί έπαθες καί σ' εχάσαμεν;" μοί λέγει.
- "Εγώ τί έπαθα, τόν λέγω, ή εσύ οπού αλλού έβαλες τό σύνθεμα νά έλθω, καί αλλού πήγες;"
Ευρισκόμενοι όλοι οι Έλληνες ετοιμασμένοι εις τό γελέκι, μέ τό σπαθί καί τό μαχαίρι εις τό χέρι, καί μέ τό ντουφέκι εις τόν ώμον, ιδού φθάνει καί ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος πρός τήν προσδιωρισμένην γέφυραν. Ερώτησεν ποιός ήτον μέσα. Τόν είπαμεν, ο Στορνάρης.
- "Σήκω!", τόν λέγει, "Στορνάρη. Εκινήσαμεν, εις τό όνομα τού Θεού!"
Ο Στορνάρης τόν αποκρίνεται:
- "Νά περιμένωμεν, έως ότου νά φύγουν αι γυναίκες πρώτα."
- "Ημείς κινούμεν", τόν λέγει ο Νότης, "καί όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον δι' αυτήν, δέν γινόμεθα φύλακες τών γυναικών των αυτήν τήν ώραν!"
Ο Στορνάρης έφερνεν τήν κάπαν του μαζί του, τήν φλοκάταν καί τά άρματά του. Τόν είπα νά τά ρίξη όλα νά ελαφρωθή, δέν ηθέλησεν, "διότι κρυολογώ", αποκρίθηκεν. Τήν στιγμήν αυτήν, ο Ιμπραΐμης έρριπτεν ακατάπαυστα βόμβες εις τήν πόλιν, ενώ όλοι ευρισκόμεθα εις τό ποδάρι. Όλοι κρυφογελούσαν εννοήσαντες ότι δέν είχεν θετικήν πληροφορίαν τής ώρας καί τού τρόπου τής εξόδου μας. Φιλούντες τό χώμα τού Μεσολογγίου, αποχαιρετούσαμεν μέ δάκρυα μίαν θέσιν, ήτις μάς εφαίνετο ότι ήτον ο παράδεισος, καί εις τήν οποίαν αφήναμεν τόσους ήρωας ζωντανούς, μ' όλον οπού αγνοούσαμεν καί ημείς τήν τύχην μας.
Αμέσως εκινήθημεν, κατόπιν τού Νότη. Ο Στορνάρης έσερνεν καί τό άλογόν του μέ τό δισάκκι του· ενώ ακόμη ήμασθον συσσωρευμένοι, προστάζει έναν στρατιώτην νά τό εβγάλη τό άλογο περνώντας τό από άλλο μέρος. Τό πήρεν ένας σεΐζης του, καί ούτως εξήλθαμεν από τήν πρώτην γέφυραν. Ο Γεωργάκης Κίτζιου είχεν εβγάλει τό άτι του έξω από πρίν, καί επεριφέρετο ο σεΐζης του Κιαρμπαμπάς μέ αυτό έξω, ενώ ημείς εβγαίναμεν, άκουσαν οι Τούρκοι τόν κρότον τών ποδαριών εις τάς γέφυρας· διότι ακούγετο ως ένας βαθύς βουβουνισμός.
Επλησίασαν οι εμπροσθινοί έως εις τές άκρες τών αντίκρυ δύο εχθρικών προμαχώνων. Εγιόμωσεν η πλαταία εκείνη έως εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά. Τό σύννεφον, τό οποίον εκάλυπτεν τήν σελήνην, ετραβήχθη καθ' ην στιγμήν εβγαίναμεν καί τό περισσότερον μέρος τής φρουράς είχεν έβγει, καί εξαπλώθησαν εις τήν πεδιάδα. Μάς είδαν οι Αράπηδες εξερχομένους, καί αρχίζουν τόν δουφεκισμόν καί τόν κανονοβολισμόν. Μία ώρα σχεδόν υπομείναμεν τήν φωτιάν εκεί, πλαγιασμένοι καί σιωπώντες. Ο Στορνάρης μέ τούς στρατιώτας του ευρέθη μέσα εις τόν αύλακα, καί επροσμέναμεν νά τραβηχθούν οι διαβάντες διά νά εύρωμεν τόπον νά κινήσωμεν καί ημείς κατόπιν. Τό μυστικόν ήτον "τζικούρι καί στορνάρι".
Ενώ μάς ακολουθούσαν οι Άραβες όπισθεν καί οι Αλβανοί μάς βασάνιζαν ακατάπαυστα ακροβολιστικώς, έξαφνα ακούγαμεν δεξιά σάλπιγγες, φωνές, τυμπελέκια από τό μέρος τού Μποχωρίου καί βλέπομεν έως πεντακοσίους ιππείς τακτικούς καί ατάκτους καί φωνάζομεν.
- "Απάνω τους!"
Ενώ εκείνοι προχωρούσαν ρίπτομεν κατ' αυτών έως εκατό μόνον τουφεκιές καί ορμούμεν μέ τά σπαθιά μόνον καί τά γιαταγάνια. Τούς τρέπομεν εις φυγήν. Ακούσαντες οι παρακολουθούντες όπισθέν μας μέ τά πυροβόλα καί τύμπανα, εστάθησαν έως αυτού καί σιώπησαν. Εις αυτήν τήν περίστασιν έχασα από κοντά μου τόν Στουρνάρην. Όλα τά σώματα πλέον προχωρούντα έγιναν ένα, αι δύο σημαίαι βαδίζουσαι εμπρός μέ τόν Μακρήν, όστις εγνώριζε τόν τόπον. Καί περιπατούσαν οι σημαιοφόροι μέ τρόπον, ώστε δέν μάς κούραζαν.
Εκείνην τήν στιγμήν, ακούσθη μία φωνή, ότι εις τόν Άγιον Σώστην πολεμούν οι εδικοί μας· όλοι επιστρέψαμεν τά πρόσωπα νά ιδούμεν, καί νά σταθούμεν κατά τό σχέδιον, καί επιστρέψωμεν, πλήν ήτο ψέμα. Περιμείναντες τόσην ώρα νά κτυπήση η βοήθεια τό στρατόπεδον, είδαν οι εμπροσθινοί μας ότι καμία τοιαύτη βοήθεια δέν φαίνεται· μάς ειδοποίησαν νά είμεσθεν έτοιμοι, καί αμέσως οι μέν ορμήσαντες πρός τόν δεξιόν εχθρικόν προμαχώνα, οι δέ πρός τόν αριστερόν. Οι Τούρκοι άφησαν τούς προμαχώνας καί έφυγον άλλοι εδώθεν καί άλλοι εκείθεν.
Εβγήκεν ο σημαιοφόρος Αργύρης πρώτος, καί μέ τούς οδηγούς ομού καί μέ τόν Νότην άρχισαν συγκεχυμένως πλέον νά εξέρχονται ασπαζόμενοι καί αποχαιρετούντες καθείς τό ιδικόν του οχύρωμα εις τήν θύραν καί τάς βαθμίδας μέ αναστεναγμούς:
- "Άχ, Μισολόγγι, άχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα!"
Εφθάσαμεν τέλος πάντων εις τού Κότσικα τό Αμπέλι. Καθ' οδόν επροακούσαμεν μίαν τρομεράν προετοιμασίαν τύμπανων πεζικού, σαλπίγγων ιππικού, τουμπελεκίων ελαφρού ιππικού, έναν κρότον σύμμικτον από όλα τούτα μέγαν, ερχόμενα δέ όπισθεν μας, κατ' ευθείαν τόν πλατύν δρόμον, από τό εχθρικόν στρατόπεδον πρός ημάς, ενώ συγχρόνως τό ακατάπαυστον πυρ καί αι φωναί μέσα εις τό Μεσολόγγι ηχολογούσαν, καί ετρόμαζαν τόν τόπον καί τά βουνά.
- "Τό αμπέλι πιάστε, καί σταθήτε νά πεθάνωμεν όλοι μαζί, αυτού!" εφώναξαμεν όλοι.
Τό αμπέλι ήτον περιστοιχισμένον μέ αύλακαν καί χώμα υψωμένον ανέβημεν όλοι επάνω βοηθούμενοι ένας μέ τόν άλλον. Εκεί αναπνεύσαμεν. Επειδή τό αμπέλι ήτον εις ύψος, εστρέψαμεν τά πρόσωπα μας πρός τό Μεσολόγγι καί εσιωπήσαμεν όλοι. Ενώ όμως εγνωρίζαμεν ότι μάς παρακολουθούσαν έως εκεί όλα τά εχθρικά σώματα πυροβολώντας μας, καί πάλιν ηθέλαμεν νά ιδούμεν πού διευθύνονται αι συγκεχυμένες φωνές τών τύμπανων, σαλπίγγων καί τουμπελεκίων. Ήτον μακράν εισέτι, καί τό αμυδρόν φώς τής σελήνης δέν έφθανεν νά φώτιση ώστε νά τούς ιδούμεν. Εκείνην τήν στιγμήν, ακούγομεν τήν πυριτοθήκην τού Καψάλη ανάπτουσαν καί υψωμένην εις τόν αέραν, ώστε, φωτίσασα τήν πεδιάδα, είδαμεν τότε καί τό μέγα σώμα ερχόμενον, φάλαγγας πεζών, ιππείς τακτικούς καί άτακτους.
Επλησίασαν προχωρούντες όλοι ομού. Δέν δύναμαι νά περιγράψω τό είδος τούτο της θορυβώδους επιθέσεως. Πολλάκις εις τήν ζωήν μου άκουσα τουμπερλέκια, πλήν τόσον πολλά ποτέ. Όταν τέλος ώρμησαν πρώτοι οι τού ελαφρού ιππικού μέ τό "Χάλια, χάλια, χάλια", σύνηθες καί φυσικότατον παράγγελμα τών Δελήδων (ελαφρείς ιππείς), καί συγχρόνως κτυπούσαν, κατά τόν λογαριασμόν μας, περίπου από 150 200 τουμπερλέκια, ημείς ακούοντες δέν είπαμεν άλλο, παρά ότι όλον τό στράτευμα κατά μικρά σώματα βαστούσεν ίσως από ένα, ίσως από δύο τουμπερλέκια, καί τά κτυπούσαν διά νά μάς φοβίσουν. Ενώ λοιπόν εκείνοι ώρμησαν πρός ημάς, καί τό εχθρικόν τακτικόν ήρχετο μέ τό βήμα, συγκροτεί μία φωνή από τό αμπέλι καί ριπτόμεθα κάτω, ορμούμεν.
"Επάνω τους!" φωνάζομεν πάλιν. Αρχίζομεν νά ντουφεκούμεν. Παύουν ευθύς όλα, καί τύμπανα καί σάλπιγγες, καί δίδουν τά νώτα κατατσακισθέντες ποίος νά πρωτοφύγη. Λαβόντες αυτήν τήν ευκαιρίαν ετρέξαμεν έως ένα τέταρτο της ώρας, καί επιάσαμεν τόν ριζόν. Εκείνοι πλέον ούτε εφάνησαν. Βλέποντες μας οι Τούρκοι τρέχοντες ορμούν κατεπάνω μας.
"Απάνω τους!" φωνάζομεν στρέφομεν κατ' αυτών τά ντουφέκια, ορμούμεν. Παύουν τά τύμπανα, παύουν τίς σάλπιγγες, παύουν τά τουμπερλέκια, καί φεύγοντες εκοίταζον πού νά σωθούν κακήν κακώς. Εις ταύτην τήν περίστασιν άρπαξαν καί δύο τρία άλογα οι εδικοί μας από τούς φονευθέντας, καί εκαβαλίκευσαν. Τό ένα τό πήρεν ο Μπακατσέλλος Τζαβέλλας. Διώξαντες καί ετούτους, ενομίσαμεν πλέον ότι φθάσαντες εις τόν ριζόν, ελευθερώθημεν, καί εβαδίζαμεν αγάλι αγάλι. Εκεί εστάθημεν, καί ήπιαμεν από εν τσιγάρον ευχαριστήσαντες τόν Θεόν δια τό φώς τής σελήνης ο καθένας.
Εκεί είδαμεν ότι ήλθεν ο Βαγγέλης τού Μήτσου Κοντογιάννη καί ηύρεν τόν πατέραν του, καί τόν πήρεν εις τάς αγκάλας του, μέ τους στρατιώτας του. Εκεί ήλθεν καί κάποιος Κόρακας, ο Νικόλαος Κόπελος Ξερομερίτης, ο Φαραζλής τού Καραϊσκάκη καί ο Γιαννούσης Πανομάρας μέ έως 50 συντρόφους. Ιδόντες ετούτους εκαθίσαμεν πλέον ξεμέτοχα, καί παρατηρούσαμεν εις τό Μεσολόγγι καί εις τήν πεδιάδα. Όλη η πεδιάς έβραζεν από τήν ανταυγάζουσαν φωτιάν, έχουσαν τήν πηγήν της από τήν χωράν, η δέ λαμπάδα τού Μεσολογγίου διέδιδε τό φώς εκείνο, τό οποίον εσκορπίζετο έως εις τό Βασιλάδι, Κλείσοβαν καί εις όλην τήν πεδιάδαν, καί εβαστούσεν έως εις ημάς. Ο δέ παντού ανά τήν πόλιν τουφεκισμός εφαίνετο ωσάν πλήθος κωλοφωτιών. Από τό Μεσολόγγι ακούγετο ο βρασμός τών φωνών γυναικών, τουφεκιών, εκρηγνυομένων πυριτιδαποθηκών, υπονόμων, ένας συγκεχυμένος καί απερίγραπτος τρομερός ήχος. Φούρνος εφαίνετο η πόλις, από τό ακατάπαυστον πύρ. Ενώ εμακαρίζαμεν τήν τύχην μας, ότι έπαυσαν έως αυτού ημών τών ολίγων μεινάντων τά βάσανα.
"Σηκωθήτε!" Μάς λέγουν οι ελθόντες συνάδελφοι μας, εγκαρδιωθήτε ακόμη ολίγον έως νά πιάσωμεν τόν Ζυγόν, καί ύστερον πηγαίνομεν αργά σεργιανίζοντες. Ούτως αρχίσαμεν καί ετραβιούμασθον αγάλι αγάλι έως ότου εφθάσαμεν εις μίαν χούνην, οπού τότε εκρύφθη τό Μεσολόγγι από τά μάτια μας.»
Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη
Πηγή: Αγιά Σοφιά