ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ (Κωστῆς Παλαμᾶς) - Καλό μῆνα!

tumblr_lzse8yf8Nt1qmexn3o1_1280

Ἀπ' τὸ παράθυρο 'ςτὰ βάθη μακρυὰ Ὁ κάμπος ξεχωρίζει, Καὶ φαίνετ' ἡ ἀποκρηὰ Μέσα 'ς τὸ δρόμ' ὃλη βοὴ ποῦ τριγυρίζει· Εἶν' ὁ καιρὸς ὅποῦ τρελλὴ γιορτάζ' ἡ χώρα, Καὶ σείεται ἡ μυγδαλιὰ μὲ κάλλη ἀνθοφόρα.

Φτωχὸς ὁ κάμπος μας, μὰ ὄχι καὶ γυμνός, Ἀφοῦ εἶν' ἀσπροντυμμένος· ᾿Μοιάζει μὲ νιὸ ποῦ ἀχαμνὸς Κι' ἀπ' τὴν ἀρρώστεια κάτασπρος εἶν' ὁ καϋμένος. Στὸ δρόμο ἅμαξες, μεθύσι, προσωπίδες, Καὶ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς βροχῆς ῥανίδες.

Τί τάχα νἆεισαι, θλιβερὴ, ψιλὴ βροχὴ, Ποῦ ἀργὰ κι' ἀγάλι 'γάλι Μᾶς ἔρχεσαι τὴν ἐποχὴ Ποῦ τὰ νυφιάτικα ἡ μυγδαλιὰ ἔχει βάλει; Ἡ φύσις κλαίει τὴ χειμωνιὰ ποῦ τὴν παγώνει, Ἤ κλαίει ἀπὸ χαρὰ ᾿ς τὸ Μάρτι ποῦ σιμώνει;

'Σ ἐκεῖνο τὸ παράθυρο 'μπροστὰ κρατεῖ Ἡ μάννα τὸ παιδί της, Πότε τοῦ δείχνει τὴ γιορτὴ, Πότε τὴν ἐξοχὴ μὲ τὴν λευκὴ στολή της. Ἀποκρηᾶς χαρὰ φωτίζει τ' ἀγγελοῦδι, Κ' ἡ μάννα εἶν' ἔμορφη, 'σὰ μυγδαλιᾶς λουλούδι.

Ῥίχνει τὰ μάτια της καὶ βλέπει τὰ βουνὰ Μ' ὁλόχιονο φουστάνι, Καὶ μὲ τὸ νοῦ της ἀρχινᾷ Καὶ χίλιους μύριους στοχασμοὺς ἄθελα κάνει, Λιγάκι θλιβεροὺς 'σὰ' νέφη τοῦ Φλεβάρη, Μὰ πάντα καθαροὺς, σὰν τοῦ χιονιοῦ τὴ χάρι.

Γιατ' εἶνε μάννα μὲ μυαλὸ καὶ μὲ καρδιὰ, Καὶ εἶνε ἡ ζωὴ της Λουλοῦδι μὲ τριπλῆ εὐωδία Ποῦ τῆς σκορπᾷ ὁ Θεὸς, ὁ κόσμος, τὸ παιδί της. Τῆς ἐνθυμίζ' ἡ χειμωνιὰ κι' ἡ ἀγριάδα Ὅτι κοντεύει τοῦ Μαρτιοῦ νἄρθ' ἡ λιακάδα.

Καὶ νοιώθει 'σαν γλυκειὰ μαρτιάτικη αὐγὴ 'Σ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, Κι' ἀκολουθᾷ ἡ συλλογή: - Παρόμοια κι' ὁ δυστυχὴς ὁποῦ ἡ πίστις Καὶ τ' οὐρανοῦ ἡ ἐλπὶς φωλλιάζει 'ς τὴν καρδιά του, Νοιώθει μιὰ δύναμι γλυκειὰ 'ς τὴ συμφορά του.

Ἐνῷ μᾶς δέρνουνε τοῦ κόσμου τὰ δεινὰ, Βάλσαμο ἡ πίστις χύνει· Κι' ἐνῷ χίονι 'ς τὰ βουνὰ, Γιὰ ἰδὲς ἡ μυγδαλιὰ τὸν κάμπο πῶς τὸν ντύνει! Μ' ἀπ' τὸ παιδί μου μακρυὰ πίκραις καὶ πόνοι, Καὶ τὸ Θεὸ ἡ χαρὰ νὰ τοῦ 'θυμίζῃ μόνη.

Σὲ τέτοιους στοχασμοὺς ὁ νοῦς της καταντᾷ, Καὶ ἄλλα συλλογιέται. Μὰ τὸ παιδάκι της κοντὰ Στὴν τρέλλα τῆς ἀπόκρηας βουτιέται Ξεχνᾷ τὰ πόσα του παιγνίδια, καὶ τὸ κρύο, Κι' ἔχει παράπονο, καὶ πόθους χίλιους δύο.

Μέσ' τὴν καρδοῦλα του, ἀγάπαις του χρυσαῖς, Σωριάζονται ὡραίαις Καὶ πλουμισμέναις φορεσαῖς Καὶ μάσκαις καὶ σπαθιὰ καὶ περικεφαλαίαις. Κυρίαις τὸ κυττοῦν, ταῖς ῥίχνει ζαχαράρα, Κανεὶς τὴν ἔμορφη δὲν ξέρει μ α σ κ α ρ ά τ α . . .

Ἀκόμα 'ς τὸ παράθυρο 'μπροστὰ κρατεῖ Ἡ μάννα τὸ παιδί της. Ξεχνιέτ' ἐκεῖνο 'ς τὴ γιορτὴ, Κι' αὐτὴ 'ς τὴν ἐξοχὴ μὲ τὴ λευκὴ στολή της. Ἀποκρηᾶς χαρὰ φωτίζει τ' ἀγγελοῦδι, Κι' ἡ μάννα εἶν' ἔμορφη σὰ μυγδαλιᾶς λουλοῦδι.

Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ



ΕΣΤΙΑ Τεύχος 374 (Έτος Η΄) 1883

Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *