Φιλελληνισμὸς χωρίς… Ἕλληνες: Τὸ ἴδιο ὕπουλος ἐχθρὸς
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
Στοὺς Ρώσους τουρίστες, λόγῳ Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης καὶ τῶν κυρώσεων ποὺ ἐπέβαλε, ἀρνούμαστε τὴν «βίζα». Στοὺς Τούρκους, ὁσονούπω, ἡ τετραποδίζουσα Ε.Ε., ὑποκύπτοντας στοὺς ἐκβιασμοὺς τοῦ Ἐρντογάν, εἶναι ἕτοιμη νὰ παραδώσει. Ἄρα ἐλεύθερα θὰ κινοῦνται οἱ Τοῦρκοι μωχαμετάνοι καὶ στὴν ἡμέτερη εὐρωπαϊκὴ περιφέρεια. Χαρὰ μεγάλη γιὰ τοὺς «μπακάληδες» τῆς πολιτικῆς τύπου Μπουτάρη (ἤ… μουρντάρη, ὅπως τὸν ὀνόμασε παλιὸς Ἁγιορείτης γέροντας).
Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν καὶ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες συνεντεύξεις τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, ποὺ μιλοῦσε γιὰ νέα Τουρκοκρατία, καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τί ἦταν αὐτὴ καὶ πῶς ἐπιβίωσε τὸ Γένος. Ἴσως εἶναι ἡ πιὸ παρεξηγημένη καὶ συκοφαντημένη περίοδος τῆς Ἱστορίας μας.
Γιὰ πολλοὺς εἶναι μία σκοτεινὴ περίοδος, ἕνας μεσαίωνας, κατὰ τὸν ὁποῖο γεννήθηκαν ὅλα τὰ ἐλαττώματα ποὺ κληρονόμησαν οἱ Νεοέλληνες, ἡ δολιότητα, ἡ ἀπειθαρχία, ἡ ψευτιά, ἡ φιλαυτία, ὁ ραγιαδισμὸς καὶ ἡ γαλιφιά. «Ἀπὸ τουρκικὸν σχολεῖον ἐξεπηδήσαμεν ὅλοι, τὰ ὀλέθριά του μαθήματα ἔχουν ἀκόμη νὰ μείνωσι διὰ πολὺν καιρὸν εἰς τὰς ψυχάς μας», ἔλεγε ὁ Ἀδ. Κοραῆς. Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν διαπιστώνουμε κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες, τὶς ἀποδίδουμε στὴν Τουρκοκρατία, βρίσκουμε γιὰ τὶς «ἁμαρτίες» μας ἕνα εὔκολο καὶ πρόχειρο ἄλλοθι. Λέμε, γιὰ παράδειγμα, πὼς τὸ «ρουσφέτι» ἐπιβιώνει ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία. Μᾶς διαφεύγει ὅμως πὼς μόνο μὲ χρήματα, μὲ μπαξίσι μποροῦσαν νὰ ἐπηρεάσουν οἱ σκλάβοι τὸν φιλάργυρο κατακτητή. «Ὁ Τοῦρκος ἄσπρα (λεφτὰ) ἅμα τοῦ δώσεις, κάμνεις ὅ,τι θέλεις», ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ Ἄγγλος ἱστορικὸς Ἄλαν Τόουμπυ στὸ βιβλίο του «οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ κληρονομιές τους», γράφει: «Γιὰ τοὺς μὴ μουσουλμάνους ὑπηκόους τῶν Ὀθωμανῶν ἡ ἀπόκτηση πλούτου, ἦταν τὸ μόνο ἐφικτὸ μέσο ἀντιστάθμισης καὶ ἴσως ἀποτροπῆς τῆς κακομεταχείρισης στὴν ὁποία ἦσαν ἐκτεθειμένοι ἐξ αἰτίας τῆς πολιτικῆς τοὺυ ὑποδούλωσης» (σελ. 280, ἔκδ. «Καρδαμίτσα»).
Γιὰ 400 καὶ 500 χρόνια τὸ Γένος μας βιώνει τὸν πλέον ἀφόρητο καὶ ἀνελέητο ζυγό. Γιὰ τὸ Κοράνιο ὅσοι δὲν εἶναι πιστοὶ στὸν Ἀλλάχ, εἶναι ὑποδεέστεροι, ραγιάδες, δοῦλοι. Ὁ πιστὸς Μουσουλμάνος ἔχει δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου πάνω στὸν ἄπιστο. Ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία διατηρήθηκε τόσους αἰῶνες, γιατί ἐφάρμοσε τὸ ἑξῆς ἁπλό, σατανικὸ σχέδιο. Ἐξισλαμίζουμε ὅσους χρειαζόμαστε, στρατολογοῦμε ὅσα παιδιὰ χριστιανῶν θέλουμε (ὁ γενίτσαρος εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, λέει μία παροιμία) καὶ ἀφήνουμε τοὺς ὑπόλοιπους νὰ παράγουν τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν διαβίωσή μας. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει περίπτωση ἀνάμνησης τῶν περασμένων μεγαλείων, οἱ σουλτάνοι κατήργησαν τοὺς θεσμοὺς ποὺ μποροῦσαν νὰ τὰ ἀφυπνίσουν: τὶς σχολὲς καὶ τὰ κέντρα τῶν γραμμάτων. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν «μαυροφόρ’ ἀπελπισιά», ἀτιμασμένοι, τρομοκρατημένοι, καταληστευμένοι, ταπεινωμένοι ζοῦν οἱ χριστιανοί, οἱ «γκιαούρηδες», ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας. «Εἰς τέτοιαν κακὴν τύχην κατάντησε τὸ πάλαι ποτὲ μακαριστὸν Γένος τῶν Γραικῶν, ὅτι μόλις εὑρίσκεται τώρα διδάσκαλος ὁπού νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ διδάσκει τοὺς νέους», γράφει περὶ τὸ 1544 ὁ Νίκ. Σοφιανός. («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τόμ. Ι, σελ. 368). Οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἐμφυτεύσουν στὶς ψυχὲς τῶν δούλων μία μόνιμη ἀπάθεια καὶ κατάθλιψη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Κύπριος ἱστορικὸς Κ. Κύρρης στὸ βιβλίο του «Τουρκία καὶ Βαλκάνια» (ἔκδ. «Ἑστία», σελ. 51): «Ὅταν στὴν Εὐρώπη ἐμφανίστηκε τὸ ὡρολόγι καὶ στὴν συνέχεια ὁ πύργος μὲ ὡρολόγι, ὁ τελευταῖος δὲν χρησιμοποιήθηκε στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, γιατί τὰ χτυπήματά του θύμιζαν τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας – τὰ ἀπαγορευμένα της χτυπήματα. Οἱ λιγοστὲς ἐκκλησίες καὶ τὰ καταχωνιασμένα στὰ βουνὰ μοναστήρια στὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας δὲν χρησιμοποιοῦσαν καμπάνες, ἀλλὰ ξύλινα σήμαντρα, ποὺ ὁ ἦχος τους ἀκουγόταν σὲ ἀπόσταση 20-30 μέτρων». Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὰ παιδιὰ του ἁρπαγμένα, μὲ τὶς γυναῖκες του ἀτιμασμένες «περνάει» ὁ Ρωμιὸς τὴν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας.
(Μία παρατήρηση γιὰ τὰ τελευταῖα. Δεινὴ καὶ ἀθλιότατη ἦταν ἡ συμπεριφορὰ τῶν Τούρκων ἀπέναντι στὶς ἄτυχες χριστιανές. Οἱ Τοῦρκοι γνώριζαν μόνο τὴν σφαγὴ καὶ τὴν λεηλασία. Ἦταν νομάδες. Ἦλθαν στὴν Εὐρώπη χωρὶς γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἀναπλήρωναν αὐτὴν τὴν «ἔλλειψη» μὲ τὴν ἁρπαγή, τὴν βίαιη ἀπαγωγὴ χριστιανῶν γυναικῶν. Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν καὶ τὴν πολυγαμία τους, κατανοοῦμε γιατί ἡ ἀπαγωγὴ γυναικῶν ἦταν μία παλαιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ γιὰ τὸ Γένος, ποὺ συνεχῶς αἱμορραγοῦσε. Λένε πὼς ὁ Ἰμπραήμ, ὅταν μαγάρισε τὴν Πελοπόννησο, ἔστειλε στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Αἰγύπτου πάνω ἀπὸ 3.000 νέες γυναῖκες. Ὅταν θέλησε ὁ Καποδίστριας νὰ τὶς ἐπαναπατρίσει, ἐξαγοράζοντας τὴν σκλαβιά, ἀρνήθηκαν οἱ ἀθῶες Ἑλληνίδες νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρίδα τους. Εἶχαν ἀτιμασθεῖ. Ἦταν ἀξιοπρεπεῖς).
Αὐτὴν τὴν περίοδο «κατεβαίνουν» στὴν Ἑλλάδα κάποιοι λιμοκοντόροι, ψαλλιδόκωλοι ξένοι περιηγητές, τυχοδιῶκτες καὶ ἀγύρτες, οἱ ὁποῖοι ψάχνουν γιὰ ἀρχαῖα καὶ σπάνια χειρόγραφα, καὶ καταγράφουν τὶς ταξιδιωτικές τους ἐντυπώσεις. (Ἡ λεηλασία, ἡ καταστροφή, οἱ βανδαλισμοὶ κατὰ τῶν ἑλληνικῶν ἀρχαιοτήτων, ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν «ἀρχαιοφίλων» Εὐρωπαίων, τὴν περίοδο αὐτὴν εἶναι πρωτάκουστες. Ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου, ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης, τὰ Ἐλγίνεια τὰ ἀριστουργήματα τῆς ἀρχαίας τέχνης, τότε κλάπηκαν καὶ στολίζουν τώρα τὰ μουσεῖα τους). Στὸ βιβλίο του «Ἐξάρτηση καὶ ὑποτέλεια», ὁ Κυρ. Σιμόπουλος μεταφέρει κάποιες γνῶμες Εὐρωπαίων περιηγητῶν γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς Τουρκοκρατίας.
Ὁ Γάλλος εὐγενὴς Φεριέ, γράφει: «Οἱ Ἕλληνες, ἄντρες καὶ γυναῖκες εἶναι σιχαμεροί, ἀνάξιοι, τιποτένιοι. Ἔχουν ὅλα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἀρχαίων προγόνων τους, ἀλλὰ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετές τους». Ὁ Ἄγγλος Τόουντελ ἔλεγε: «Εἶμαι ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα, ἀπὸ τὶς προτομὲς τῶν ἡρώων, ἀπὸ τὰ ἀγγεῖα μὲ τὶς ἀρχαῖες τέφρες, ἀπὸ ὅλα τὰ νεκρὰ καὶ τὰ ἄψυχα. Ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ἀχρεῖοι Ἕλληνες, ποὺ θέλουν νὰ λέγονται ἄνθρωποι, παραμορφώνουν τὰ πάντα στὴ χώρα τῶν θεῶν». Ἔτσι λοιπόν. Τὸ Γένος μακελευόταν ἀπὸ τὴν αἱμοχαρῆ Τουρκιά, ἀγωνιζόταν μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια νὰ κρατήσει ψυχὴ καὶ Χριστό, καὶ οἱ Δυτικοὶ ἀπατεῶνες καὶ ἀρχαιοκάπηλοι, ἔψαχναν γιὰ τὸν Περικλῆ καὶ τὸν Σωκράτη. Φιλελληνισμὸς χωρὶς Ἕλληνες. Καὶ ἀπὸ κοντὰ νὰ καταφθάνουν καὶ οἱ ἱεροαποστολικὲς ὕαινες, οἱ Καπουτσίνοι καὶ οἱ Ἰησουίτες ποὺ πίεζαν τοὺς ταλαίπωρους Ὀρθοδόξους νὰ ἀποκηρύξουν τὴν πάτριο πίστη καὶ νὰ φραγκέψουν, νὰ ὑποταχθοῦν στὸ «θηρίο» τῆς Ρώμης, τὸν Πάπα. Ποῦ; Στὸν τόπο ὅπου ἐκχέονται τὰ αἵματα τῶν Νεομαρτύρων καὶ «λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας» (Κύριλλος Λούκαρις).
Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 μᾶς ἦρθαν καὶ οἱ «φιλέλληνες». Ἀρκετοὶ ἦταν τυχοδιῶκτες, ποὺ ἔψαχναν χρῆμα καὶ περιπέτειες στὴν «μυστηριώδη» Ἀνατολή. (Ὑπῆρχαν βεβαίως καὶ πολλοὶ ἁγνοὶ καὶ ἰδεολόγοι ποὺ ἔδωσαν καὶ τὴν ζωή τους στὸν Ἀγώνα). Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε πικρὴ πείρα ἀπὸ τοὺς φιλέλληνες. Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα, σὲ μία δεξίωση στὰ ἀνάκτορα, κάποιος ξένος πρεσβευτὴς τοῦ εἶπε πὼς ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ εὐγνωμονεῖ τὴν Εὐρώπη ποὺ τὴν ἐλευθέρωσε. Καὶ ἡ Εὐρώπη χρωστᾶ εὐγνωμοσύνη στὴν Ἑλλάδα, ἀπαντᾶ ὁ Γέρος. «Γιατί σᾶς λευτερώσαμε κι ἐμεῖς ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες, ποὺ μᾶς κουβαλήθηκαν ἐδῶ».
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία