Γιατί τὰ τάλαρα τὰ λένε τάλαρα (Ἀνδρέας Λασκαρᾶτος)
Α’
ΟΝΤΙΣ ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη,
τὸ Ληξοῦρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους,
εἶπε στὸ νοῦ του: Ἆ! τώρα δὲ μοῦ μένει
πάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους».
Κ᾽ ἐκεῖ ποῦ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε,
τοὖπε : «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!
«Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα,
νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου,
νὰ θρέφεσαι μπαρμποῦνι και τριόλα,
νἆνε ᾑ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου·
Οἰ σκύλοι ταπεινοὶ νά σε ὑπακοῦνε,
καὶ γιὰ σένανε ᾑ κόττες νὰ γεννοῦνε».
«Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια,
ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι·
γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια,
ἐσὺ νὰ τρὼς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι.
Ὅλα νὰν τἄχῃς χώρις νὰ κοπιάζῃς,
καὶ σ᾽ αγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις»
«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτι
μ᾽ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει·
καὶ νὰ τρὼς τὸ καλύτερο κομμάτι
χώρις νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι.
Μὰ ἔτσι κῃόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου,
νὰ μὴ ᾽γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου !»
«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,
κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,
ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,
εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ᾽παινεμένος,
παντοῦ επιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκι
ποῦ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».
«Μὴν τὰ ᾽γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετε
τὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας,
καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένοι στὸν παράδεισο σας.
Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα.
Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμενα»1.
Β’
Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλι
εἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία,
καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοι
νὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία,
μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιες
εἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες.
Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει,
ἐκεῖ ποῦ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια,
ποῦ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ᾽μπαίνει,
γιατὶ ᾽μποδιέται ἠ τσάκα στὰ χαλίκια -
ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοι
κι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι.
Μιὰ ᾽μέρα ποῦ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά του
ἐμετρηόντανε ποιός εἶνε ψηλότερος,
στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου,
καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότερος
εἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους —
νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους !
—«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε!
ὤ, εὐτυχισμένοι ποῦ εἴστεν᾽ εδῶ - πέρα
σὲ τόσες ηδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε . . . . . . . . »
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκε
γιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·
κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξη
νὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;
Μ᾽ ἔνα παποῦτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»
—«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου,
γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό . . .
Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μου
καὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».
Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,
τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες.
Εἶνε ἀλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα,
καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια,
καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ᾽βρίσκεις δέκα
νὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια,
νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παράδες,
νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτάδες.
Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μου
πῶς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλεῖδι κ᾽ ἐτρυπούλευε2.
Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου,
καὶ λένε πῶς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε,
καὶ πῶς μετατρεμμένος εἰς σὲ φεῖδι
τῆς ἐπῆγε μιὰ ᾽μέρα τὸ ἀντικλεῖδι.
Βέβαια ποῦ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνες
ὁποῦ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖ
νὰ γνωρίζουμε ἄν εἶνε ἀπατεῶνες
ἤ ἄν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.
Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνει
κανείς, ὀμπρὸς - ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.
Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφες
κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες —
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . .
Κ᾽ ἡ Εὔα ποῦ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,
καὶ ᾽σα Χριστὲ της3 νἆνε ὅλα ᾽δικά της!
Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια,
πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντια
κυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση.
Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γέ! τὰ θέλω!
τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!»
Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ᾽παρακίνα·
κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἐσφιγγε τσὴ πλάτες.
Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα
μὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιοῦ . . .4
Τὸν Ἄγουστο5 πλερώνεις . . . μιοῦ . . . μιοῦ . . . μιοῦ . . .
Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανε6
μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε·
ποῦ, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε,
τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ᾽πνίγανε.
Καὶ λέει: «Κακὸ ποῦ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!
Ἂς γένῃ, γὲ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιοῦ».
Τὸ ᾽μπιστιοῦ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκε
καὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ εφτὰ μυστήρια,
γιατὶ απὸ τὴν ἡμέρα ποῦ τὸ ἐντύθηκε,
ἄκουε ᾽πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,
σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ
λάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.
Γ’
Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἀγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία,
κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του.
Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία,
κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του.
Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολος
ἐφάνηκε τοῦ Αδὰμ αἰσθητὸς Διάολος.
Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα·
κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό του
κ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα —
ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό του
ὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή,
ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή.
— «Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη,
και με λυπάει πολύ, ποῦ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει,
γιατὶ ὡς κ᾽ εσύ ᾽σαι καλομαθημένη
κ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι.
Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ᾽θυμήσου
πῶς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου».
«Εἶν᾽ τόσοι ποῦ περσσότερο ἀπὸ σὲ
ἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο,
καὶ ποῦ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲ
τὸ πλοῦτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο.
Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ᾽ξοδέῃ . . .
Κάνει καλά . . . εἶνε φρόνιμος . . . σωρεύει . . .
—«Πλοῦτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἄ μοῦ λὲς
γιὰ ᾽κειὰ ποῦ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ᾽δικά του». — «Μπᾶ! ᾽ντροπές!
ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·
οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,
μόνε τὸν καταλάβετε κακά».
«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παράδες,
κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο,
μόνε ἄ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιάδες,
εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο.
Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ᾽κεῖνα
ποῦ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».
Δ’
Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παράδες,
κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία,
δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ᾽κατοστάδες.
Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία.
Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιο
ὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο.
Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι,
κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς εμπρὸς ξεσκουφωμένοι
Μικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι,
ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοι
νὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματα
τὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα.
—«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοι μου . . .
Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼ
ἔπειτα, να τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου!
Κι᾽ ὡςτόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,
προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά,
γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά»7 .
Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι,
καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὰ σπίτι,
φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι.
Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη:
—«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι·
Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!»
«Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές;
Ἔτσι ᾑ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη;8
Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει».
Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,
κι᾽ ὄχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.
Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος,
κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λά - ρά.
κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,
κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λά- ρά!
Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λά, ρά,
εἶπαν τοῦ εγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!
[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ φράσεων καὶ ἰδιωτισμῶν τοῦ ποιήματος: 1) «Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα» = μεσεγγυημένα. — 2) «Ἐτρυπούλευε» = ἐσούφρωνε, ἔκλεπτε. Λέξις ἐπιχωριάζονσα εἰς Κεφαλληνίαν.— 3) «Σά Χριστέ της» = φράσις ἐκφράζουσα διακαῆν ἐπιθυμίαν.— 4) «Μπιστιοῦ = ἐπὶ πιστώσει. — 5) Διότι τὸν Αὔγουστον πωλεῖται ἡ σταφίς, εἰσρέει χρῆμα καὶ οἱ χωρικοὶ πληρώνονν τὰ χρέη των.— 6) «Σουρώνανε» = κατεβαίνανε.— 7) «Καταμαρτυριὰ» = νὰ σᾶς βάνω μάρτυρας. — 8) «Κάνω Ἅη-Γιάννη:» φράσις ἐν Κεφαλληνίᾳ σημαίνουσα κλέπτω].