Ἠ Γένεσις (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη

Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη



ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ τὸ φῶς Καὶ ἡ ὥρα ἡ πρώτη
----------------------------------ποὺ τὰ χείλη ἀκόμη στὸν πηλὸ
----------------------------------δοκιμάζουν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου
--------Αἷμα πράσινο καὶ βολβοὶ στὴ γῆ χρυσοί
--------Πανωραία στὸν ὕπνο της ἅπλωσε καὶ ἡ θάλασσα
--------γάζες αἰθέρος τὶς ἀλεύκαντες
--------κάτω ἀπὸ τὶς χαρουπιὲς καὶ τοὺς μεγάλους ὄρθιους φοίνικες
----------------------------------Ἐκεῖ μόνος ἀντίκρυσα
----------------------------------τὸν κόσμο
----------------------------------κλαίγοντας γοερά.
Ἡ ψυχή μου ζητοῦσε Σηματωρὸ καὶ Κήρυκα
----------------------------------Εἶδα τότε θυμᾶμαι
----------------------------------τὶς τρεῖς Μαῦρες Γυναῖκες
--------vὰ σηκώνουν τὰ χέρια κατὰ τὴν Ἀνατολή
--------Χρυσωμένη τὴ ράχη τους καὶ τὸ νέφος που ἄφηναν
--------λίγο-λίγο σβήνοντας
----------------------------------δεξιά Καὶ φυτὰ σχημάτων ἄλλων
--------Ἦταν ὁ ἥλιος μὲ τὸν ἄξονά του μέσα μου
--------πολυάχτιδος ὅλος ποὺ καλοῦσε Καὶ
αὐτὸς ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς τὴ φωτιά Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανό
----------------------------------Ἔνιωσα ἦρθε κ' ἔσκυψε
----------------------------------πάνω ἀπὸ τὸ λίκνο μου
ἴδια ἡ μνήμη γινάμενη παρὸν
τὴ φωνή πῆρε τῶν δέντρων, τῶν κυμάτων:
----------------------------------"Ἐντολή σου, εἶπε, αὐτὸς ὁ κόσμος
----------------------------------καὶ γραμμένος μὲς τὰ σπλάχνα σου εἶναι
----------------------------------Διάβασε καὶ προσπάθησε
----------------------------------καὶ πολέμησε" εἶπε
"Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του" εἶπε
Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
νέος δόκιμος Θεὸς γιὰ νὰ πλάσει μαζὶ ἀλγηδόνα κι εὐφροσύνη.
--------Πρῶτα σύρθηκαν μὲ δύναμη
--------καὶ ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὰ μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
--------οἱ Ἑφτά Μπαλντάδες
----------------------------------κατὰ πῶς ἡ Καταιγίδα
----------------------------------στὸ σημεῖο μηδέν ὅπου εὐωδιάζει
----------------------------------ἀπ' ἀρχῆς πάλι ἕνα πουλί
καθαρό παλιννοστοῦσε τὸ αἷμα
καὶ τὰ τέρατα ἔπαιρναν τὴν ὄψη ἀνθρώπου
----------------------------------Τόσο εὔλογο τὸ Ἀκατανόητο
--------Ὕστερα καὶ οἱ ἄνεμοι ὅλοι τῆς φαμίλιας μου ἔφτασαν
--------τ' ἀγόρια μὲ τὰ φουσκωμένα μάγουλα
--------καὶ τὶς πράσινες πλατιὲς οὐρὲς ὅμοια Γοργόνες
----------------------------------και οἱ ἄλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοὶ
----------------------------------ὀστρακοδερμοι γενειοφόροι
--------Καὶ τὸ νέφος ἐχώρισαν στὰ δύο Καὶ αὐτό πάλι στὰ τέσσερα
--------καὶ τὸ λίγο ποὺ ἀπόμεινε φύσηξαν καὶ ξαπόστειλαν στὸ Βορρᾶ
--------Μὲ πλατύ πάτησε πόδι στὰ νερά καὶ ἀγέρωχος ὁ μέγας Κοῦλες
Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντα ἔλαμψε
ὁρατὴ καὶ πυκνὴ καὶ ἀδιαπέραστη.

----------------------------------ΑΥΤΟΣ ὁ πρῶτος ὕμνος.


ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς τὴ φωτιά Ὁ Ἀχειροποίητος
----------------------------------μὲ τὸ δάχτυλο ἔσυρε τὶς μακρυνές
----------------------------------γραμμὲς
--------ἀνεβαίνοντας κάποτε ψηλὰ μὲ ὀξύτητα
--------καὶ φορὲς πιὸ χαμηλὰ οἱ καμπύλες ἁπαλὲς
----------------------------------μία μέσα στὴν ἄλλη
στεριὲς μεγάλες που ἔνιωσα
νὰ μυρίζουνε χῶμα ὅπως ἡ νόηση
----------------------------------Τόσο ἦταν ἀλήθεια
----------------------------------ποὺ πιστὰ μ' ἀκολούθησε τὸ χῶμα
--------ἔγινε σὲ μεριὲς κρυφὲς πιὸ κόκκινο
--------καὶ ἀλλοῦ μὲ πολλὲς μικρὲς πευκοβελόνες.
--------Ὕστερα πιὸ νωχελικὰ
----------------------------------οἱ λόφοι οἱ κατωφέρειες
ἄλλοτε καὶ τὸ χέρι ἀργό σὲ ἀνάπαυση
----------------------------------τὰ λαγκάδια οἱ κάμποι
--------κι ἄξαφνα πάλι βράχοι ἄγριοι καὶ γυμνοὶ
δυνατὲς πολὺ παρορμήσεις
--------Μιὰ στιγμὴ ποὺ ἐστάθηκε νὰ στοχαστεῖ
----------------------------------κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό:
----------------------------------ὁ Ὄλυμπος, ὁ Ταϋγετος
----------------------------------"Κάτι ποὺ νὰ σοῦ σταθεῖ βοηθός
----------------------------------καὶ ἀφοῦ πεθάνεις" εἶπε
--------Καὶ στὶς πέτρες μέσα τράβηξε κλωστὲς
--------κι ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς ἀνέβασε σχιστόλιθο
--------ἕνα γῦρο σ' ὅλη τὴν πλαγιὰ τὰ πλατιὰ στερέωσε σκαλοπάτια
--------Ἐκεῖ μόνος ἀπίθωσε
----------------------------------κρῆνες λευκὲς μαρμάρινες
----------------------------------μύλους ἀνέμων
----------------------------------τρούλους ρόδινους μικροὺς
----------------------------------καὶ ψηλοὺς διάτρητους περιστεριῶνες
Ἀρετὴ μὲ τὶς τέσσερεις ὀρθὲς γωνίες
Κι ἐπειδὴ συλλογίστηκεν ὡραῖα ποὺ εἶναι στὴν ἀγκαλιὰ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου
--------γέμισαν ἔρωτα οἱ μεγάλες γοῦρνες
--------ἀγαθὰ σκύψανε τὰ ζῶα μοσκάρια καὶ ἀγελάδες
--------σὰ νὰ μὴν ἤτανε στὸν κόσμο πειρασμὸς κανένας
--------καὶ νὰ μὴν εἶχαν γίνει ἀκόμη τὰ μαχαίρια
"Ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νὰ τὴν ἀντέξεις" εἶπε
--------καὶ στροφὴ γύρω του κάνοντας μ' ἀνοιχτές παλάμες ἔσπειρε
----------------------------------φλόμους κρόκους καμπανοῦλες
----------------------------------ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς γῆς τ' ἀστέρια
--------τρυπημένα στὸ ἕνα φύλλο τους γιὰ σημεῖο καταγωγῆς
----------------------------------καὶ ὑπεροχὴ καὶ δύναμη

ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!


----------------------------------ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ἀκούσω ἀγέρα ἢ μουσική
----------------------------------ποὺ κινοῦσα σὲ ξάγναντο νὰ βγῶ
(μιὰν ἀπέραντη κόκκινη ἄμμο ἀνέβαινα
μὲ τὴ φτέρνα μου σβήνοντας τὴν Ἱστορία)
--------πάλευα τὰ σεντόνια Ἦταν αὐτὸ ποὺ γύρευα
--------καὶ ἀθῶο καὶ ριγηλὸ σὰν ἀμπελῶνας
--------καὶ βαθὺ καὶ ἀχάραγο σὰν ἡ ἄλλη ὄψη τ' οὐρανοῦ
Κάτι λίγο ψυχῆς μέσα στὴν ἄργιλλο
----------------------------------Τότε εἶπε καὶ γεννήθηκεν ἡ θάλασσα
----------------------------------Καὶ εἶδα καὶ θαύμασα
Καὶ στὴ μέση της ἔσπειρε κόσμους μικροὺς κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή μου:
----------------------------------Ἵπποι πέτρινοι μὲ τὴ χαίτη ὀρθὴ
----------------------------------καὶ γαλήνιοι ἀμφορεῖς
----------------------------------καὶ λοξὲς δελφινιῶν ράχες
--------ἡ Ἴος ἡ Σίκινος ἡ Σεριφος ἡ Μηλος
"Κάθε λέξη κι ἀπὸ 'να χελιδόνι
γιὰ νὰ σοῦ φέρνει τὴν ἄνοιξη μέσα στὸ θέρος" εἶπε
Καὶ πολλὰ τὰ λιόδεντρα
--------ποὺ νὰ κρησάρουν στὰ χέρια τους τὸ φῶς
--------κι ἐλαφρὸ ν' ἁπλώνεται στὸν ὕπνο σου
καὶ πολλὰ τὰ τζιτζίκια
--------ποὺ νὰ μὴν τὰ νιώθεις
--------ὅπως δὲ νιώθεις τὸ σφυγμὸ στὸ χέρι σου
ἀλλὰ λίγο τὸ νερὸ
--------γιὰ νὰ τό 'χεις Θεὸ καὶ νὰ κατέχεις τί σημαίνει ὁ λόγος του
καὶ τὸ δέντρο μονάχο του
--------χωρὶς κοπάδι
--------γιὰ νὰ τὸ κάνεις φίλο σου
--------καὶ νὰ γνωρίζεις τ' ἀκριβό του τ' ὄνομα
φτενὸ στὰ πόδια σου τὸ χῶμα
--------γιὰ νὰ μὴν ἔχεις ποῦ ν' ἁπλώσεις ρίζα
--------καὶ νὰ τραβᾶς τοῦ βάθους ὁλοένα
καὶ πλατὺς ἐπάνου ὁ οὐρανὸς
--------γιὰ νὰ διαβάζεις μόνος σου τὴν ἀπεραντοσύνη

----------------------------------ΑΥΤΟΣ
----------------------------------ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!


"ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αὐτὸν ἀνάγκη νὰ τὸν βλέπεις καὶ νὰ τὸν λαβαίνεις"
--------εἶπε: Κοίταξε! Καὶ τὰ μάτια μου ἔρριξαν τὴ σπορὰ
--------γρηγορώτερα τρέχοντας κι ἀπὸ βροχὴ
--------τὰ χιλιάδες ἀπάτητα στρέμματα
Σπίθες ρίζα μὲς στὸ σκότος πιάνοντας καὶ νερῶν ἄξαφνων πίδακες
----------------------------------Ἡ σιγή ποὺ ἐκχέρσωνα γιὰ ν' ἀποθέσω
----------------------------------γόνους φθόγγων καὶ χρησμῶν φύτρα χρυσά
Τὸ ξινάρι ἀκόμη μὲς στὰ χέρια μου
--------τὰ μεγάλα εἶδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας τὸ πρόσωπο
--------ἄλλα ὑλακώντας ἄλλα βγάζοντας τὴ γλῶσσα:
----------------------------------Νά τὸ σπαράγγι νά ὁ ριθιός
----------------------------------νά τὸ σγουρὸ περσέμολο
----------------------------------τὸ τζεντζεφύλλι καὶ τὸ πελαργόνι
----------------------------------ὁ στύφνος καὶ τὸ μάραθο
Οἱ κρυφὲς συλλαβὲς ὅπου πάσχιζα τὴν ταυτότητά μου ν' ἀρθρώσω
"Εὖγε, μοῦ εἶπε, και ἀνάγνωση γνωρίζεις
καὶ πολλὰ μέλλει νὰ μάθεις
--------ἂν τὸ Ἀσήμαντο ἐμβαθύνεις
--------Καὶ μιὰ μέρα θά 'ρθει βοηθοὺς ν' ἀποκτήσεις
----------------------------------Θυμήσου:
----------------------------------τὸν ἀγχέμαχο Ζέφυρο, τὸ ἐρεβοκτόνο ρόδι
----------------------------------τὰ φλεγόμενα ὠκύποδα φιλιά"
Καὶ ὁ λόγος του χάθηκε σὰν εὐωδιά
Ἡ ὥρα ἐννιὰ χτύπησε πέρδικα τὴ βαθιὰ καρδιὰ τῆς εὐφωνίας
----------------------------------ἀλληλέγγυα στάθηκαν τὰ σπίτια
----------------------------------καὶ μικρὰ καὶ τετράγωνα
----------------------------------μὲ καμάρα λευκὴ καὶ λουλακὶ πορτόφυλλο
--------Κάτω ἀπ' τὴν κληματαριὰ
--------ὧρες ἐκεῖ ρέμβασα
--------μὲ μικρὰ-μικρὰ τιτυβἰσματα,
--------κοασμούς, τρυσμούς, τὸ μακρυνὸ κουκούρισμα:
----------------------------------Νά τὸ πιπίνι νά τὸ λελέκι
----------------------------------νά τὸ γυφτοπούλι
----------------------------------ὁ νυχτοπάτης και ἡ νερόκοτα
--------ἦταν καὶ ὁ μπόμπιρας ἐκεῖ
--------καὶ τὸ ἀλογάκι ποὺ λὲν τῆς Παναγίας
Ἡ στέρια μὲ τὰ σκέλη μου γυμνὰ στὸν ἥλιο
--------καὶ πάλι δύο οἱ θάλασσες
--------καὶ ἡ τρίτη ἀνάμεσα – λεμονιές κιτριές μανταρινιὲς –
--------καὶ ὁ ἄλλος μαΐστρος μὲ τ' ἀπάνω του ἀψηλὸ μπογάζι
--------ἀλλοιώνοντας τ' ὀζόνιο τ' οὐρανοῦ
----------------------------------Χαμηλά στῶν φύλλων τὸν πυθμένα
----------------------------------ἡ τριβίδα ἡ λεία
----------------------------------τ' αὐτάκια τῶν ἀνθῶν
----------------------------------κι ὁ θαλλὸς ὁ ἀδημονώντας καὶ εἶναι

--------ΑΥΤΟΣ
--------ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!


ΥΣΤΕΡΑ καὶ τὸ φλοῖσβο ἐνόησα καὶ τὸν μακρὺ ἀτελείωτο ψίθυρο τῶν δέντρων
--------Εἶδα πάνω στὸ μόλο ἀραδιασμένα τὰ κόκκινα σταμνιὰ
--------καὶ πιὸ σιμὰ στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
--------κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τό 'να πλάι
----------------------------------λάλησε πιὸ δυνατὰ ὁ βοριάς
----------------------------------Καὶ εἶδα
Κόρες ὄμορφες καὶ γυμνὲς καὶ λεῖες ὡσὰν τὸ βότσαλο
μὲ τὸ λίγο μαῦρο στὶς κόχες τῶν μηρῶν
καὶ τὸ πολὺ καὶ πλούσιο ἀνοιχτό στὶς ὠμοπλάτες
----------------------------------νὰ φυσοῦν ὄρθιες μέσα στὴν Κοχύλα
----------------------------------καὶ ἄλλες γράφοντας μὲ κιμωλία
----------------------------------λόγια παράξενα, αἰνιγματικά:
--------ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
--------ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
----------------------------------μικρὲς φωνὲς πουλιῶν καὶ ὑακίνθων
----------------------------------ἢ ἄλλα λόγια τοῦ Ἰουλίου
Σημαίνοντας οἱ ἕντεκα
--------πέντε ὀργιὲς τοῦ βάθους
--------πέρκες γοβιοί σπάροι
--------μὲ πελώρια σβάραχνα καὶ κοντὲς πρυμναῖες οὐρές
----------------------------------Ἀνεβαίνοντας ἔβρισκα σπόγγους
----------------------------------καὶ σταυροὺς θαλάσσης
----------------------------------καὶ λιγνὲς ἀμίλητες ἀνεμῶνες
--------καὶ πιὸ ψηλά στὰ χείλη τοῦ νεροῦ
--------πεταλίδες τριανταφυλλιὲς
----------------------------------καὶ μισάνοιχτες πίνες καὶ ἁρμυρῆθρες
"Ἀκριβά λόγια, μοῦ εἶπε, ὅρκοι παλαιοὶ
που ἔσωσε ὁ Καιρὸς καὶ ἡ σίγουρη ἀκοὴ τῶν μακρυνῶν ἀνέμων"
----------------------------------Καὶ σιμὰ στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
----------------------------------κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τό 'να πλάι
----------------------------------δυνατὰ στὸ στῆθος μου ἕσφιξα τὸ μαξιλάρι
----------------------------------καὶ τὰ μάτια μου δάκρυα γιομάτα
Ἤμουν στὸν ἕκτο μήνα τῶν ἐρώτων
καὶ στὰ σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ἀκριβός.

----------------------------------ΑΥΤΟΣ
----------------------------------ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!


"ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θὰ δεῖς τὴν ἐρημιὰ καὶ θὰ τῆς δώσεις τὸ δικό σου νόημα, εἶπε
--------Πρίν ἀπὸ τὴν καρδιά σου θά 'ναι αὐτὴ
--------καὶ μετὰ πάλι αὐτὴ θ' ἀκολουθήσει
----------------------------------Τοῦτο μόνο νὰ ξέρεις:
----------------------------------Ὅ,τι σώσεις μὲς στὴν ἀστραπὴ
----------------------------------καθαρὸ στὸν αἰώνα θὰ διαρκέσει"
Καὶ ψηλὰ πολὺ πάνω ἀπ' τὰ κύματα
ἔστησε τὰ χωριὰ τῶν βράχων
----------------------------------Ἐκεῖ σκόνη ἔφτανε ὁ ἀφρός
----------------------------------ἄπλερη γίδα εἶδα νὰ γλείφει τὶς ρωγμὲς
μὲ τὸ μάτι λοξὸ καὶ τὸ λίγο κορμὶ σκληρὸ σὰ χαλαζίας
Ἔζησα τὶς ἀκρίδες καὶ τὴ δίψα καὶ τὰ τραχιὰ στὶς ἀρμοσιές τους δάχτυλα
χρόνους τακτοὺς ὅσους ἡ Γνώση ὁρίζει
--------Στὰ χαρτιὰ σκυφτὸς καὶ στὰ βιβλία τ' ἀπύθμενα
--------μὲ σκοινὶ λιανὸ κατεβαίνοντας
--------νύχτες καὶ νύχτες
τὸ λευκὸ ἀναζήτησα ὡς τὴν ὕστατη ἔνταση
τοῦ μαύρου Τὴν ἐλπίδα ὡς τὰ δάκρυα
Τὴ χαρὰ ὡς τὴν ἄκρα ἀπόγνωση
--------Νὰ σταλθεῖ βοήθεια τότε κρίθηκε ἡ στιγμὴ
--------καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὶς βροχὲς
----------------------------------κελαρύσανε ὅλη μέρα ρυάκια
----------------------------------ἔτρεξα σὰν τρελός
στὶς πλαγιὲς ἔσχισα σχῖνο καὶ πολὺ μύρτο μὲς στὴ φοῦχτα μου ἔδωσα
νὰ δαγκάσουνε οἱ πνοές
--------"Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτὴ
--------στὶς πλαγιὲς τὸ ἴδιο καὶ στὰ σπλάχνα σου"
--------Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
γέροντας γνωστικὸς Θεὸς γιὰ νὰ πλάσει μαζὶ πηλὸ καὶ οὐρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τὶς κορφὲς
--------ἀλλ' ἀδάγκωτο πράσινο στὶς ρεμματιὲς τὸ χόρτο κάρφωσε
----------------------------------μέντα λεβάντα λουίζα
----------------------------------καὶ μικρὲς πατημασιὲς ἀρνιῶν
ἢ ἀλλοῦ πάλι ἀπὸ τὰ ὕψη πέφτοντας
οἱ ψιλὲς κλωστὲς τὸ ἀσήμι, δροσερὰ μαλλιὰ κοπέλας ποὺ εἶδα καὶ ποὺ ἐπόθησα
----------------------------------Ὑπαρκτὴ γυναίκα
----------------------------------"Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτή"
--------καὶ γεμᾶτος λαχτάρα χάιδεψα τὸ σῶμα
--------φιλιὰ δόντια μὲ δόντια· ὕστερα ἕνας μὲς στὸν ἄλλο
----------------------------------Τρικύμισα
----------------------------------ὅπως κάβος πάτησα βαθιὰ
----------------------------------που ἀέρα πήρανε οἱ σπηλιές
Ἠχὼ μὲ τὸ λευκὸ σαντάλι πέρασε μιὰ στιγμὴ
γοργὰ κάτω ἀπὸ τὰ νερὰ ἡ ζαργάνα
--------καὶ ψηλὰ τὸ λόφο ἔχοντας πόδι Καὶ τὸν ἥλιο κεφάλι κερασφόρο
--------ν' ἀνεβαίνει Ἀβάδιστος εἶδα Ὁ Μέγας Κριός
Καὶ αὐτὸς ἀλήθεια ποὺ ἤμουνα Ὁ πολλοὺς αἰῶνες πρίν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς στὴ φωτιὰ Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανὸ
----------------------------------ψιθύρισε ὅταν ρώτησα:
– Τί τὸ καλό; Τί τὸ κακό;
– Ἕνα σημεῖο Ἕνα σημεῖο
--------καὶ σ' αὐτὸ πάνω ἰσορροπεῖς καὶ ὑπάρχεις
--------κι ἀπ' αὐτὸ πιὸ πέρα ταραχὴ καὶ σκότος
--------κι ἀπ' αὐτὸ πιὸ πίσω βρυγμὸς τῶν ἀγγέλων
– Ἕνα σημεῖο Ἕνα σημεῖο
--------καὶ σ' αὐτὸ μπορεῖς ἀπέραντα νὰ προχωρήσεις
--------ἢ ἀλλιῶς τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει πιά
Καὶ ὁ Ζυγός πού, ἀνοίγοντας τὰ χέρια μου, ἔμοιαζε
νὰ ζυγιάζει τὸ φῶς καὶ τὸ ἔνστικτο ἤτανε

----------------------------------ΑΥΤΟΣ
----------------------------------ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!



--------ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν ὅπως οἱ μέρες
--------μὲ πλατιὰ μενεξεδένια φύλλα στὸ ρολόι τοῦ κήπου
----------------------------------Δείχτης ἤμουν ἐγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ὁ Ἰούνιος ὁ Ἰούλιος ὁ Αὔγουστος
--------Ἔδειχνα τὴν ἀνάγκη ποὺ μοῦ ἐρχόταν ἅρμη
--------καταπρόσωπο Ἔντομα κοριτσιῶν
--------Μακρυνὲς ἀστεροπὲς τῆς Ἴριδας -
----------------------------------"Ὅλα τοῦτα καιρὸς τῆς ἀθωότητας
----------------------------------ὁ καιρὸς τοῦ σκύμνου καὶ τοῦ ροδαμοῦ
----------------------------------ὁ πολὺ πρίν τὴν Ἀνάγκη" μοῦ εἶπε
--------Καὶ τὸν κίνδυνο ἔσπρωξε μὲ τό 'να δάχτυλο
--------Στὴν κορφὴ τοῦ κάβου φόρεσε μελανὸ φρύδι
--------Ἀπὸ μέρος ἄγνωστο φώσφορο ἔχυσε
----------------------------------"Γιὰ νὰ βλέπεις, εἶπε, ἀπὸ μέσα
----------------------------------στὸ κορμί σου
----------------------------------φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
----------------------------------καὶ τ' ἀποτιτανωμένα
----------------------------------παλαιὰ κατάλοιπα τοῦ ἔρωτα"
Καὶ πολὺ τότε σφίχθηκε ἡ καρδιά μου
ἦταν τὸ πρῶτο τρίξιμο τοῦ ξύλου μέσα μου
--------μιᾶς νυχτὸς ποὺ ἐσίμωνε ἴσως
--------ἡ φωνὴ τοῦ γκιώνη
----------------------------------κάποιου ποὺ εἶχε σκοτωθεῖ
----------------------------------τὸ αἷμα γυρίζοντας πάνω στὸν κόσμο
--------Εἶδα πέρα, μακριά, στὴν ἄκρια τῆς ψυχῆς μου
----------------------------------μυστικά νὰ διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στοὺς γκρεμοὺς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' ἄστρο τῆς τραμουντάνας Τὴν ἁγία Μαρίνα μὲ τὰ δαιμονικά
--------Καὶ πολὺ πιὸ βαθιὰ πίσω ἀπ' τὰ κύματα
--------στὸ Νησὶ μὲ τοὺς κόλπους τῶν ἐλαιώνων
--------Μιὰ στιγμὴ μοῦ ἐφάνηκε θωροῦσα Ἐκεῖνον
--------ποὺ τὸ αἷμα του ἔδωσε νὰ σαρκωθῶ
--------τὸν τραχὺ τοῦ Ἁγίου δρόμο ν' ἀνεβαίνει
----------------------------------μιὰ φορὰν ἀκόμη
----------------------------------Μιὰ φορὰν ἀκόμη
--------στὰ νερὰ τῆς Γέρας ν' ἀκουμπᾶ τὰ δάχτυλα
--------καὶ τὰ πέντε ν' ἀνάβουνε χωριά
----------------------------------ὁ Παπάδος ὁ Πλακάδος ὁ Παλαιόκηπος
----------------------------------ὁ Σκόπελος καὶ ὁ Μεσαγρός
--------ἐξουσία καὶ κλῆρος τῆς γενιᾶς μου.
"Ἀλλὰ τώρα, εἶπε, ἡ ἄλλη σου ὄψη
ἀνάγκη ν' ἀνεβεῖ στὸ φῶς"
--------καὶ πολὺ πρὶν μὲ τὸ νοῦ μου βάλω
--------ἢ σημάδι φωτιᾶς ἢ σχῆμα τάφου
----------------------------------Κατὰ κεῖ ποὺ δὲν ἔσωνε κανεὶς νὰ δεῖ
----------------------------------μὲ τὰ χέρια ἐμπρός του
----------------------------------σκύβοντας
----------------------------------τὰ μεγάλα ἑτοίμασε Κενὰ στὴ γῆ
----------------------------------καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου:
τὸ κενὸ τοῦ Θανάτου γιὰ τὸ Βρέφος το Ἐρχόμενο
τὸ κενὸ τοῦ Φονικοῦ γιὰ τὴ Δικαία Κρίση
τὸ κενὸ τῆς Θυσίας γιὰ τὴν Ἲση Ἀνταπόδοση
τὸ κενὸ τῆς Ψυχῆς γιὰ τὴν Εὐθύνη τοῦ Ἄλλου
----------------------------------Καὶ ἡ Νύχτα πανσὲς
----------------------------------παλιᾶς
----------------------------------πριονισμένης ἀπὸ νοσταλγία Σελήνης
μὲ τοῦ ἔρημου μύλου τὰ χαλάσματα καὶ τὴν ἄκακη εὐωδιὰ τῆς κόπρου
----------------------------------πῆρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις ἄλλαξε στὰ πρόσωπα· μοίρασε ἀλλιῶς τὰ βάρη
Τὸ σκληρό μου σῶμα ἦταν ἡ ἄγκυρα κατεβασμένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους
--------ὅπου ἦχος ἄλλος κάνεὶς
----------------------------------μόνο γδοῦποι γόοι καὶ κοπετοὶ
----------------------------------καὶ ρωγμὲς ἐπάνω στὴν ἀνάστροφη ὄψη
Ποιᾶς φυλῆς ἀνύπαρχτης ὁ γόνος νά 'μοῦν
--------τότε μόνο ἐννόησα
----------------------------------ποὺ ἡ σκέψη τοῦ Ἄλλου
----------------------------------διαγώνια σὰν ἀκμὴ γυαλιοῦ
----------------------------------καὶ Ὀρθὸν ὡς πέρα μὲ χάραζε
--------Εἶδα μέσα μου στὰ σπίτια καθαρὰ σὰ νὰ μὴν ἦταν τοῖχοι
--------μὲ τὸ λύχνο στὸ χέρι νὰ περνοῦν γερόντισσες
--------τὰ χαράκια στὸ μέτωπο καὶ στὸ ταβάνι
καὶ ἄλλοι νέοι μὲ τὸ μουστάκι που ἔζωναν ἅρματα στὴ μέση τους
----------------------------------ἀμίλητοι
----------------------------------δύο δάχτυλα πάνω στὴ λαβὴ
----------------------------------ἐδῶ κι αἰῶνες.
"Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
καὶ δὲ γίνεται Αὐτοὶ χωρὶς Ἐσένα
καὶ δὲ γίνεται μ' Αὐτοὺς χωρὶς Ἐσύ
Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
----------------------------------καὶ ἀνάγκη πᾶσα νὰ τοὺς ἀντικρίσεις
ἡ μορφή σου ἂν θέλεις ἀνεξάλειπτη νὰ 'ναι
----------------------------------καὶ νὰ μείνει αὐτή.
--------Ἐπειδὴ πολλοὶ φοροῦν τὸ μελανὸ πουκάμισο
--------καὶ ἄλλοι μιλοῦν τὴ γλῶσσα τῶν χοιρογρυλλίων
--------καὶ εἶναι οἱ Ὠμοφάγοι καὶ οἱ Ἄξεστοι τοῦ Νεροῦ
--------οἱ Σιτόφοβοι καὶ οἱ Πελιδνοὶ καὶ οἱ Νεοκόνδορες
--------ὀρμαθὸς καὶ ἀριθμὸς τῶν ἄκρων του σταυροῦ
----------------------------------τῆς Τετρακτίδος.
Ἄν ἀλήθεια κρατήσεις καὶ τοὺς ἀντικρίσεις, εἶπε,
ἡ ζωή σου θ' ἀποκτήσει αἰχμὴ καὶ θὰ ὁδηγήσεις, εἶπε
----------------------------------Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του, εἶπε
Καὶ αὐτὸς ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς στὴ φωτιά Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανό
----------------------------------Πέρασε μέσα μου Ἔγινε
----------------------------------αὐτὸς ποὺ εἶμαι

Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς νύχτας
--------λάλησε μακριὰ πάνω ἀπ' τὰ παραπήγματα
----------------------------------ὁ πρῶτος πετεινός
Εἶδα γιὰ μιὰ στιγμὴ τοὺς Ὄρθιους Κίονες τὴ Μετόπη μὲ Ζῶα Δυνατὰ
--------καὶ Ἀνθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία
Πῆρε ὄψη ὁ Ἥλιος Ὁ Ἀρχάγγελος ὁ ἀεὶ δεξιά μου

----------------------------------ΑΥΤΟΣ ἐγώ λοιπόν
----------------------------------και ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!



Ἁπὸ "ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"
Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *