Ἡ Ξανθοῦλα (Διονύσιος Σολωμός)
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθοῦλα,
Τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
Ποῦ ἐμπῆκε 'ς τὴ βαρκοῦλα
Νὰ πάῃ 'ς τὴν ξενητειά.
Ἐφούσκωνε τ' ἀέρι
Λευκότατα πανιὰ,
Ὡσὰν τὸ περιστέρι,
Ποῦ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
Μὲ λύπη, μὲ χαρά,
Καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντῆλι
Τοὺς ἀποχαιρετᾷ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
Ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
Ὡς ποῦ ἡ πολλὴ μακρότης
Μοῦ τό κρυψε καὶ αὐτό.
'Σ ὀλίγο, 'ς ὀλιγάκι
Δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
Ἄν ἔβλεπα πανάκι,
Ἤ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντῆλι,
Ἐχάθη 'ς τὸ νερό,
Ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
Ἐδάκρυσα κι ἐγώ. 1
Πηγή: Διονυσίου Σολωμοῦ, Ἄπαντα τὰ Εὐρισκόμενα, 1901
Ανέμη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς
- Στὴν πρώτη ἔκδοση τῶν Ἁπάντων τοῦ Σολωμοῦ (Σ.Ε.Κ. 1859) ἀκολουθοῦν τελειώνοντας τὸ ποίημα οἱ ἑξῆς δύο στροφές:
Δὲν κλαίγω τὴ βαρκοῦλα,
Δὲν κλαίγω τὰ πανιά,
Μόν' κλαίγω τὴν Ξανθοῦλα,
Ποῦ πάει 'ς τὴν ξενιτειάΔὲν κλαίγω τὴ βαρκοῦλα
Μὲ τὰ λευκὰ πανιὰ,
Μόν' κλαίγω τὴν Ξανθοῦλα
Μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά.Ἐκρίναμεν ὀρθότερο νὰ δηημοσιευθῇ 'ς τὸ κείμενο τὸ ποίημα καθὼς τυπώθηκε 'ς τὴ «Συλλογὴ τῶν γνωστῶν ποιημάτων» τοῦ Σολωμοῦ (Σ.Π.Σ. 1857), σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχική του μορφή. (Βλέπε «Ἐστίας» 1891 Β΄ σ.307.). ↩