Η απελευθέρωση της Κατερίνης από τον τουρκικό ζυγό
Μετά πορεία χωρίς επεισόδια και αψιμαχίες ή μάχες (αφού οι Τούρκοι είχαν αποχωρήσει τη νύκτα), εισήλθαν τα ελληνικά στρατεύματα στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη, την 7.30 το πρωί, της 16ης Οκτωβρίου 1912, ενώ την ίδια ώρα, περίπου, και συγκεκριμένα την 8.15π.μ., στον άλλο τομέα των επιχειρήσεων, κατέλαβε τη Βέροια, πρώτη, η Ημιλαρχία της IV Μεραρχίας, χωρίς μάχη, και την ελευθέρωσε. Ήταν ημέρα (της εβδομάδας) Τρίτη.
Οι μαρτυρίες μερικών αυτοπτών μαρτύρων
Α'. Ο ύστερα αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Ν. Ζωρογιαννίδης έγραψε:
«Επί τη προελάσει της Μεραρχίας, οι κώδωνες των Εκκλησιών ήχουν δαιμονιωδώς, πλείστοι δε πυροβολισμοί, από της πόλεως πεσόντες, κατ' αρχάς παρεξηγήθησαν, ως σημεία κινδύνου και σφαγών, αλλά κατόπιν διηυκρινίσθη ότι επρόκειτο περί εκδηλώσεως της χαράς των κατοίκων, επί τη απελευθερώσει, των εξελθόντων πανσυδεί προς προϋπάντησιν της Μεραρχίας με επί κεφαλής τον Επίσκοπον. Τότε η Μεραρχία, ανασυνταχθείσα εις τάξιν πορείας εισήλθεν εις την πόλιν, του Μεράρχου μετά του Επιτελείου του κατευθυνθέντος εις την Μητρόπολιν, ένθα εψάλη δοξολογία περί την 9ην πρωινήν ώραν των δε Σωμάτων διεξελθόντων την πόλιν, υπό του ραντίσματος δι'ανθέων εκ των παραθύρων και εξωστών των οικιών παρά των κατοίκων, καταυλισθέντων εις την Ανατολικήν παρυφήν αυτής.
Η χαρά και η αγαλλίασις των ανδρών επί των συντελεσθέντι γεγονότι διεσκέδασε την κόπωσιν και την πείναν. Εις την ανατολικήν παρυφήν της πόλεως εγένετο ο καταυλισμός των Σωμάτων και αμέσως διενεμήθη εις τους άνδρας του Συντάγματος άρτος και διπλή μερίς τυρού, επί πλέον δε και πέντα πακέτα καπνού εκάστω εκ της εκεί ευρισκομένης αποθήκης Regie.
(Σχετικώς με την συμπλοκήν της Αικατερίνης, έχω να ειπώ τα εξής: Εάν, γνωσθεισών των θέσεων του εχθρού, η προέλασις της Μεραρχίας εγίνετο ελάχιστα μεθοδικώς, συνοδευομένη και συνδυαζομένη μετά προϊούσης αριστεράς πλαγίας κινήσεως, έχω την γνώμην ότι ο εχθρός δεν θα ηδύνατο να διαφύγει, αιχμαλωτιζόμενος)».
Β'. Ο κατόπιν αντιστράτηγος Ι. Σ. Αλεξάκης έγραψε τα εξής, με δωρική διατύπωση (Κρητικού) αξιωματικού:
«Σήμερον, ημέραν Τρίτην, εν ω το Τάγμα ημών εξετέλει κυκλωτικήν κίνησιν από Ρητίνης προς Δράνισσαν (Μοσχοπόταμον) - Ράντανην (Ρυάκια), καλύπτουν την Μεραρχίαν εκ του αριστερού πλευρού της, αυτή προήλασε και εισήλθεν (ὠραν 7.30 ή 10π.μ.) εις την πόλιν Κατερίνην, ήτις υπεδέχθη ενθουσιώδως τον Στρατόν μας.
Εψάλη δοξολογία εις τον ναόν της Θείας Αναλήψεως υπό του εν Αικατερίνη εδρευόντος Επισκόπου Κίτρους Παρθενίου.
Οι Τούρκοι από της νυκτός είχον εκκενώσει αυτήν, φεύγοντες προς Θεσαλλονίκην».
Γ'. Ο ύστερα στρατηγός και ακαδημαϊκός Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν και συγγραφέας ιστορικών μελετών είναι απογοητευτικά σύντομος και σημειώνει, μονάχα, τα εξής:
«Την πρωίαν της 16 Οκτωβρίου εισήλθομεν εις Κατερίνην, όπου προ 6ετίας είχα έλθει υπό ψευδώνυμον ως επιθεωρητής των σχολείων. Ο τουρκικός πληθυσμός της πόλεως είχε τρομοκρατηθεί, φοβούμενος βιαιοπραγίας εκ μέρους του στρατού, αλλ' εξησφαλίσθη απολύτως».
Θα συμπλήρωνα ότι τόσο προσαρμόστηκαν, αμέσως οι Τούρκοι (και) της Κατερίνης στη νέα κατάσταση, ώστε διατήρησαν το Δήμαρχό τους, τουλάχιστον μέχρι και την επόμενηη χρονιά (όπως, συνέβηκε άλλωστε, και στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια κ.α.), δηλαδή πρώτος πολίτης της πόλεως ήταν, πάλι, Τούρκος και μετά την απελευθέρωση της Κατερίνης. Μάλιστα δε πληροφορηθήκαμε τελευταία, από τα Πρακτικά του Συνεδρίου για την "Ελλάδα των Βαλκανικών πολέμων 1910-1914", που κυκλοφόρησε η Ε.Ε.Λ.Ι.Α., πριν λίγες ημέρες, πως η μουσουλμανική κοινότητα της Κατερίνης έκαμε διάβημα (με τηλεγράφημα της επόμενης χρονιάς και συγκεκριμένα της 4.4.1913), το οποίο απεύθυνε ο Τούρκος Δήμαρχος προς τον Στρατιωτικό Διοικητή της Θεσσαλονίκης και προς τον Διοικητή της Χωροφυλακής της Μακεδονίας, με το οποίο ζητούσε να μη μετατεθούν από την πόλη ο αστυνόμος και ο δικαστής, συμμετέχοντας, συνεπώς, στην άσκηση ή στον επηρεασμό της κεντρικής εξουσίας του ελληνικού Κράτους...
Δ'. Ο Αλέξανδρος Ζάννας, έγραψε με ασυνήθιστη (γι' αυτόν) λιτότητα, ενώ, αντίθετα, είναι διεξοδικός για τα γεγονότα π.χ., στον Κολινδρό:
«Ο τουρκικός στρατός υποχώρησε συντεταγμένος και ανέπαφος με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη.
Από τους πρώτους μπήκα και εγώ στο μεταξύ στην Κατερίνη και δέχθηκα άπειρα φιλιά από συγγενείς και φίλους. Μόλις σώθηκα απ' αυτά, η πρώτη δουλειά ήταν να πάω στην αποθήκη σιγαρέτων του Τουρκικού μονοπωλείου... Αφού λοιπόν αγόρασα και άλλα πράγματα, που είχαμε ανάγκη, ξεκίνησα με τρία μουλάρια καλά φορτωμένα για το Κίτρος... Εκεί έγινα δεκτός σαν Άη Βασίλης. Η πρώτη ερώτησις όλων ήταν, "έφερες τσιγάρα, έφερες καπνό;"».
Ευθύς δε πιο πάνω, αναφερόμενος στα γεγονότα στο Κολοκούρι και στο θάνατο του Δ. Σβορώνου, γράφει:
«Σε λίγο, όπως το περιμέναμε, υποχώρησαν οι Τούρκοι, η Κατερίνη κατελήφθη. Ο Κλεομένης δεν διέταξε την άμεση καταδίωξη του εχθρού, ούτε προσπάθησε να τον κυκλώση».
E'. Ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας, προσθέτει τα εξής για τα επακολουθήσαντα τον θάνατο του Δ. Σβορώνου και των άλλων, στο πολύτιμο βιβλίο του "Περιγραφή κυρίως εννέα ετών Τουρκοκρατίας της περιφέρειας Επισκοπής Κίτρους από του 1903-1912", το οποίο κυκλοφόρησε μετά εξ χρόνια:
«...μετά δακρύων σύσσωμος πάντοτε (η ελληνική κοινότητα) παρηκολούθησε τα τεσσαρακονθήμερα και ετήσια γεγονότα παρ'ημών αρχιερατικά μνημόσυνα, και ως εθνομάρτυρα πεσόντα υπέρ της απελευθέρωσεως αυτής από του τουρκικού ζυγού, θεωρήσασα πάντοτε αυτόν εξ ευγνωμοσύνης αφειλομένης αυτώ εσαεί, σκέπτεται, όπως, εν καιρώ, αναγείρη αυτώ, δαπάναις της, ανδριάντα, εν τη πλατεία της πόλεως, εις μνήμην αυτού και και των μετ'αυτού πεσόντων, αιωνίαν», αναφερόμενος -όπως σημειώθηκε- στη θυσία του Δημητρίου Σβορώνου και των λοιπών. Προς τιμή των γενναίων ανεγέρθηκε τελικά μνημείο από τους κατοίκους του Κολοκουρίου, μετά υπόδειξη αυτού (του επισκόπου), στον τόπο όπου σκοτώθηκε, μεταξύ του χωριού αυτού και της Νεοκαισάρειας. Τούτο στεφανώνει ο μαθητικός κόσμος κ.ά., κατά την παραμονή των εθνικών γιορτών. Το δε όνομα του χωριού άλλαξε, το 1951, σε Σβορώνος, με την υπόδειξη του τότε βασιλιά Παύλου, ο οποίος, όταν επισκέφθηκε το Κολοκούρι με τη βασιλική οικογένεια και άκουσε την ονομασία του, συνέστησε την αλλαγή του ονόματος του οικισμού σε Σβορώνος, μόλις του διηγήθηκαν το ιστορικό των διαδραματισθέντων και για να τιμήσει τη θυσία των ηρώων και το σπουδαίο τούτο γεγονός, κυρίως για την τοπική ιστορία ου χωριού και όλου του νομού.
Θα πρέπει να σημειώσω και εδώ ότι η λειτουργία, που έγινε τη 16.10.1912, ήταν δίσημη, γιατί, από τη μια μεριά γιορταζόταν η απελευθέρωση της πόλεως (μάλιστα δε με την παρουσία και του Τούρκου Δημάρχου και άλλων Μουσουλμάνων) και συγχρόνως ψαλλόταν και η νεκρώσιμη ακολουθία για τους δύο φονευθέντες αξιωματικούς (και τον νεαρό Κονταξάκη, θα προσθέσω), οι οποίοι τάφηκαν με τιμές. Καιρός είναι να στηθεί και κάποιο μνημείο στην πόλη της Κατερίνης, στο κεντρικό πάρκο της, για να τιμηθεί η θυσία τους, προς παραδειγματισμό της νεολαίας.
ΣΤ'. Από την πολυσέλιδη έκδοση "Ο Βαλκανοτουρκικός πόλεμος", του Δράκου Παπαδημητρίου (Αθήναι 1914, σελ. 732), αποσπώ τρεις παραγράφους, όπου γράφονται τα εξής:
«Ο λαός της Αικατερίνης υπεδέχθη τον Ελληνικόν στρατόν με ενθουσιασμόν.
Ουρανομήκεις ζητωκραυγαί αντήχουν καθ'όλην την πόλιν επί πολλάς ώρας και παταγώδη χειροκροτήματα ηκούοντο εις όλα τα σημεία επί τη εμφανίσει των γενναίων μας στρατιωτών.
Οι Τούρκοι τραπέντες εις φυγήν εγκατέλειψαν πολλά λάφυρα και πυρομαχικά».
Για την τελευταία σκηνή, της εγκαταλείψεως των πραγμάτων από τον εχθρό, θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω δύο άλλες αναφορές, με πρώτη την περιγραφή του στρατευμένου Φίλιππα Στεφ. Δραγούμη (αδελφού του Ίωνα), ο οποίος (στο "Ἡμερολόγιο, Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913", που εκδόθηκε πριν πέντε χρόνια, με εισαγωγή και επιμέλεια του Ι.Κ. Μαζαράκη - Αινιάνος) γράφει τα εξής, με αφορμή όσα είδε πριν οχτώ ημέρες, σε σχέση με την ημέρα της απελευθερώσεως της Κατερίνης.
«Ξεκινήσαμε πάλι. Εκεί που χωρίζεται ο δρόμος (από την Ελασσόνα) για την Κατερίνη, φαίνονταν σημάδια τούρκικου καταυλισμού. Έφυγαν οι Τούρκοι από εκεί ξαφνικά κεντρισμένοι από αλόγιστη τρομάρα σκηνές πεταγμένες χάμω, ρούχα, μπαμπάκι σκόρπιο και επίδεσμοι, ντομάτες, μελιντζάνες, καζάνια, παλούκια, χαρτονένια κουτιά φυσεκιών, όλα ανάκατα. "Τρομάρα που την έχουν!", μου λέει ο Χρήστου, το αρβανιτόπουλο».
Σχετική είναι και η εξήγηση, που δίνει ο ύστερα στρατηγός (δυστυχώς δε και ένας από τους πολλούς δικτάτορες του Μεσοπολέμου και πιο γενικά της νεοελληνικής πολιτικής ζωής) Θεόδωρος Πάγκαλος (στον πρώτο τόμο του βιβλίου του "Απομνημονεύματα"), αναφερόμενος στη μάχη του Σαρανταπόρου, δηλαδή στην ίδια, ευρύτερη περιοχή, στο αυτό χρονικό διάστημα.
«Όταν έφθασα εις μικράν κοιλάδα περί το μέσον της στενωπού, συνήντησα εγκαταλελειμμένας σκηνάς του εχθρού και σταμάτησα όπως εξερευνήσω. Εις μίαν εξ αυτών εύρον, έκπληκτος καινούργη είδη ιματισμού (σκελέας, άρβυλα κλπ.) και διεσπαρμένα έγγραφα τινά και σημειώσεις. Εκ της εξετάσεως αυτών διεπιστώθη ότι ήσαν σημειώματα και καταστάσεις, εξ ων απεδεικνύετο ότι όπισθεν της γραμμής της μάχης ενηργείτο κατάταξις προσερχομένων εφέδρων και διανομή ιματισμού... Το γεγονός αυτό μαρτυρεί υπό ποίας μειονεκτικάς συνθήκας ενήργησαν την επιστράτευσιν οι ατυχείς ημών αντίπαλοι. Ο πόλεμος τους προκατέλαβε πριν συμπληρωθεί η επιστράτευσίς των».
Ζ'. Θα κλείσω την περιγραφή της απελευθέρωσεως της Κατερίνης με τις αναμνήσεις του Κατερινιώτη Ιωάννη Γεωργίου Συννεφάκη (καταγόμενου δε από το Λιβάδι-Βλαχολείβαδο), ο οποίος έγραψε τα εξής σχετικά (στο βιβλίο του "Λιβάδι, η πατρίδα του Γιωργάκη Ολυμπίου", Κατερίνη 1973, σελ. 104):
«Ήμουν τότε τεσσάρων ετών και θυμάμαι τον πανζουρλισμό των κατοίκων, τα κόκκινα σχισμένα φέσια, που είχαν γεμίσει το δρόμο και το σπίτι μας που ήταν στην πλατεία γεμάτο αξιωματικούς. Μερικοί απ'αυτούς ελαφρά τραυματισμένοι δέχονταν τις περιποιήσεις του Λιβαδιώτη γιατρού Γεωργίου Ζουζακίδη, περίφημου επιστήμονος και ανθρώπου, με το αυστηρό πρόσωπο και το χαρακτηριστικό γενάκι του.
Στο γειτονικό σπίτι, του Γεωργίου Λαναρίδη, συγγενούς του Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Νικολαΐδη, είχε καταλύσει ο Μέραρχος Κλεομένης. Φυσικά η πρώτη πράξις ήταν μια δοξολογία στην Εκκλησία της Αναλήψεως, όπου παρέστησαν όλοι οι μεγάλοι την ηλικίαν.
Ο στρατός ανέθεσε στον Λιβαδιώτη Γεώργιο Λαναρίδη καθήκοντα Δημάρχου και συνέχισε την προέλαση προς Θεσσαλονίκην, για την κατάληψι της οποίας, όπως δήλωσε ο Μέραρχος, ο Ελληνικός στρατός ήταν βέβαιος, ότι θα έμπαινε στις 26 Οκτωβρίου, εορτήν του Αγίου Δημητρίου.
Έφυγε ο Στρατός και άφησε την Κατερίνη να πλέη στα χρώματα της Γαλανόλευκης. Όλοι οι Έλληνες κάτοικοι είχαν ετοιμάσει τις Σημαίες πριν μπη ο Ελευθερωτής Ελληνικός Στρατός.»
Πηγή: Η απελευθέρωση της Κατερίνης από τον τουρκικό ζυγό - Γιώργου Χ. Χιονίδη
Αντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς