Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ – (μέρος Β’ )
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος εδώ
Του Γιάννη Ράγκου
Οι θεωρίες για τη δολοφονία
Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο πλήθαιναν τα φαινόμενα που, κατά κάποιο τρόπο, προανήγγελλαν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) προετοίμαζαν τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού, που θα εκτεινόταν από την Βαλτική Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο και βρίσκονταν ήδη σε φάση πολεμικής προπαρασκευής. Ταυτόχρονα, οι Αυστριακοί, σχεδόν απροκάλυπτα, διεκδικούσαν από καιρό την Θεσσαλονίκη, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο. Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη ενός βεβαιωμένα αγγλόφιλου βασιλιά στον ελληνικό θρόνο αποτελούσε εμπόδιο για τα σχέδια των δύο αυτοκρατοριών, αντιθέτως θα τους διευκόλυνε αφάνταστα η αντικατάστασή του από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν δεδηλωμένος φίλος της Γερμανίας. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες βουλγαρικές στοχεύσεις, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες θεωρίες ως προς τα ακριβή κίνητρα του δράστη και τους ενδεχόμενους ηθικούς αυτουργούς.
Πρώτη θεωρία: Κίνητρο, η εκδίκηση
Αν και η επίσημη εκδοχή περί μεμονωμένου δολοφόνου με κίνητρο την εκδίκηση παραμένει έως σήμερα η πιο ισχνή, μια πληροφορία που παραθέτει ο Γ. Κρίστμας (W. Christmas), προσωπικός φίλος και βιογράφος του Γεωργίου, δείχνει να την ενισχύει. Σύμφωνα με τον Γ. Κρίστμας, το πρωί της δολοφονίας σε συνάντησή του με τον Γεώργιο, στην ήταν παρών και ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο βασιλιάς τού είπε ότι «η πεντηκονταετηρίς του, τον προσεχή Οκτώβριον, θα εσήμαινε το τέλος της βασιλείας του. Ο πρίγκιψ Νικόλαος εκίνησε την κεφαλήν του, ωσάν η απόφασις αυτή να του ήτο γνωστή, και το εδέχετο ως γνωστόν. Φαντάζομαι ότι έδειξα κάποιαν έκπληξιν, διότι ο Βασιλεύς συνέχισε: […] ‘Ναι, θα παραιτηθώ. Είναι καιρός να αναλάβη ο γιος μου. Έφθασε εις την κανονικήν ηλικίαν, έχει σθεναρότητα, την οποίαν εγώ πλέον δεν έχω. Είναι δημοφιλής, και έχει κερδίσει θέσιν περιωπής και εσωτερικώς και εξωτερικώς. Η ώρα του ήλθε’. Ουδείς άλλος, εκτός από τα μέλη της οικογενείας του, εγνώριζε τι δια την απόφασιν του Βασιλέως. Κατά την συνομιλίαν αντελήφθην πλέον καθαρά, ότι η παραίτησις θα εγίνετο την 26 Οκτωβρίου 1913, μετά τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδας του» (Γ. Κρίστμας: «Ο Βασιλεύς Γεώργιος της Ελλάδος»).
Αν είναι έγκυρη η πληροφορία του Γ. Κρίστμας εγείρεται το ερώτημα γιατί να απεργάζονται κάποιοι τη δολοφονία του Γεωργίου, αφού ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον θρόνο σε επτά μήνες; Εκτός, εάν η μυστικότητα της απόφασής του, είχε στερήσει τη σχετική πληροφόρηση από τους επίδοξους δολοφόνους του…
Δεύτερη θεωρία: Βούλγαρος, ο ηθικός αυτουργός
Η θεωρία αυτή, ίσως «γεννήθηκε» από τα σφύζοντα αντιβουλγαρικά αισθήματα του ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο, ωστόσο δεν στερείται κάποιας ιστορικής βάσης αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλ. Σχινάς έδρασε ως μίσθαρνο όργανο των Βούλγαρων, κάτι που ενισχύεται και από το σχεδόν βέβαιο γεγονός πως, το προηγούμενο διάστημα, είχε τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ. Σημειώνεται, πάντως, πως την εν λόγω πληροφορία αναπαρήγαγε αργότερα ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις» του (σελ. 620), αλλά και η εφημερίδα «Πατρίς» σε δημοσίευμά της τον Μάιο του 1929.
Τρίτη θεωρία: Δολοφόνος, ο Αυστριακός Σχινάζι
Πρόκειται για το πιο… ευφάνταστο σενάριο. Είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1924, όταν κάποιος Γλ. Κόκλης (πρόκειται, πιθανότατα, για ψευδώνυμο) κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Βενιζέλος, Στέμμα, Δημοκρατία». Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι ο πραγματικός δολοφόνος του Γεωργίου ήταν ο Αυστριακός αξιωματικός Σχινάζι (Schinazyi), που υπηρετούσε σ’ ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, το οποίο ναυλοχούσε εκείνες τις μέρες στην Θεσσαλονίκη. Μετά την πράξη του, ο Σχινάζι έσπευσε να εξαφανιστεί και στη… θέση του συνελήφθη ο Αλ. Σχινάς, ο οποίος περνούσε τυχαία από το σημείο της δολοφονίας και λόγω της ιδιότυπης προσωπικότητάς του ανέλαβε την ευθύνη της. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην «παρεξήγηση» αυτή συνετέλεσε και το γεγονός πως τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ηχητική ομοιότητα και ήταν εύκολο να παρασύρουν τους διεξάγοντες την ανάκριση! Μια άλλη εκδοχή αυτού του σεναρίου, ανέφερε πως, ίσως, ο Σχινάζι να συνόδευε τον Αλ. Σχινά, ώστε σε περίπτωση που ο δεύτερος δεν τα κατάφερνε, να αναλάμβανε δράση αυτός.
Τέταρτη θεωρία: Γερμανοαυστριακή συνομωσία
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Άλλωστε, από τις πρώτες ημέρες μετά τη δολοφονία, είχαν αρχίσει να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους».
Εξάλλου, ο πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, όταν συνάντησε τυχαίως στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά ομολόγησε πως παρά το γεγονός ότι ο Κ. Ρακτιβάν και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Αργυρόπουλος είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο για συνωμοσία, ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια, ακριβώς, πληροφορία μετέφερε ο πρωτοδίκης και το 1938 σε μια συνομιλία που είχε με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος: «(Ο Β. Κανταρές) Είπε ότι στην αρχή, παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς (σ.σ.: από τους αστυνομικούς), δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια-δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς και μάλιστα τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα. […] Ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός κι ανισόρροπος. Ίσα-ίσα τα είχε τετρακόσια και, όπως διαπιστώθηκε, έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).
Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει για το θέμα: «[…] Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ έτρεφε πραγματικήν αντιπάθειαν προς τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και ήτο ένθερμος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. […] Διεδόθη τότε ότι επρόκειτο (σ.σ.: ο Αλ. Σχινάς) περί αναρχικού και ανισόρροπου, αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν ήτο αληθές…Ο διευθύνων τότε τας ανακρίσεις Β. Κανταρές, προσωπικός φίλος μου, μου εβεβαίωσεν επίσης την ακρίβειαν των ανωτέρω και μου εξέφρασε την πεποίθησί του ότι ο Σχινάς δεν ήτο ανισόρροπος ούτε αναρχικός, αλλ’ ότι υπήρξεν όργανον ανθρώπων οι οποίοι ενήργουν προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων ξένης δυνάμεως, η οποία είχε συμφέρον να θέση εκ ποδών τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ούτινος ήσαν γνωστά τα θερμά υπέρ της Αγγλίας αισθήματα. […] Ακολουθών το γνωστόν αστυνομικόν δόγμα ‘Ζήτησον τον ωφελούμενον του εγκλήματος’ και λαμβάνων υπόψη ότι μετά εν έτος εξ’ αφορμής μιας άλλης υπόπτου βασιλικής δολοφονίας (του Αρχιδουκός της Αυστρίας εν Βοσνία), εξερράγη ο Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει το δικαίωμα πας τις να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς έπεσε θύμα των εν τη Βαλκανική βλέψεων της Γερμανίας» (σελ. 279-280).
Αλλά και η αφήγηση του στρατηγού Λ. Παρασκευόπουλου στις «Αναμνήσεις» του, σχετικά με μια συνάντηση που είχε, μετά τη δολοφονία, με τον πρίγκιπα Νικόλαο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: «Η θλίψις μου εκ της αναμνήσεως του θανόντος πατρός του» αναφέρει ο Λ. Παρακευόπουλος «ήτο ακόμα ζωηρά, όπως επίσης ζωηρά ήσαν τα κατά της Γερμανίας αισθήματά του, τα οποία συνεμερίζετο με τον πατέρα του. Εις τας πρώτας μου λέξεις, ας τους απηύθυνα ίνα τον συλλυπηθώ και αποδοκιμάσω τον, ως ενόμιζον αναρχικόν, δολοφόνον Σχινάν, δακρύων διεμαρτυρήθη ζωηρότατα και μου ετόνισεν ότι η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον των αναρχικών, αλλ’ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων» (τόμος Α’, σελ. 161).
Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός πως ο τότε πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη Κραλ φρόντιζε με παραπλανητικές πληροφορίες στον Τύπο να απομακρύνει κάθε υποψία για συμμετοχή της χώρας του στην υπόθεση, ενώ ως κρίσιμος κρίνεται και ο ρόλος του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα φον Βάγκεν Χάιμ. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει, σχετικά, ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις»: «Εις ‘Ελευθ. Βήμα’ (19 Μαρτ. 1927) εγράφησαν εκ πληροφοριών (ως βεβαιοί ο γράφων Α. Κ.) του πρώην υπουργού των Εξωτερικών Καλλέργη, όστις εγνώριζεν από τον Βασιλέα, (τα) περί των κατ’ αυτού ενεργειών του Γερμανού, Φον Βάγκεν Χάιμ. Και εν Κωνσταντινουπόλει βραδύτερον έμαθεν ότι η εκεί γερμανική πρεσβεία είχεν εργασθεί, εν εποχή, καθ’ ήν ο ίδιος υπηρέτει εν αυτή, περί της δολοφονίας του Γεωργίου. Εκ του δημοσιεύματος τούτου, λαβών αφορμή, έμαθον ότι ο Βάγκεν Χάιμ ήτο εν Αθήναις και βραδύτερον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Γερμανίας και ότι κατά την εδώ διαμονήν του είχεν την μεγάλην εμπιστοσύνην της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου, ούτινος φίλοι τινές, πιστεύω εν αγνοία του, πολύ επόθουν να αντικατασταθεί όσον οιόν τε ταχύτερον ο Αγγλόφιλος πατήρ παρά του Γερμανόφιλου υιού του» (σελ. 619-620).
Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, ο Γερμανός πρέσβης είχε συναντηθεί, παλιότερα, με τον Αλ. Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το όπλο του φόνου (ένα μαυροβουνιώτικο περίστροφο) είχε δοθεί στον δράστη της δολοφονίας από φύλακα του αυστριακού προξενείου. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Αλ. Σχινά, που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού και να τον είχαν μετατρέψει σε πειθήνιο όργανό τους. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως ταιριάζει η άποψη πως ο Αλ. Σχινάς συνοδευόταν, την ώρα της δολοφονίας, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι.
Επισημαίνεται, επίσης, πως ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση για τη δολοφονία, ενώ ο Κωνσταντίνος υποδείκνυε τον τρόπο της ανάκρισης, μια επέμβαση που, όπως τονίζει στο βιβλίο «Κωνσταντίνος» ο γραμματέας του Γ. Μελάς «εφάνη εις μερικούς κύκλους ως εντελώς ανάρμοστος» (σελ. 42). Ακόμα, ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα εστάλη στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ. Πράγματι, ο Φραγκούδης παρέμεινε στις ΗΠΑ ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την υπόθεση.