Η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη –Αποκαλυπτική ανάλυση

Ο Μακάριος με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ και τον υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσσιγκερ.

Ο Μακάριος με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ και τον υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσσιγκερ.

ΣΤΙΣ 2 Ιουλίου 1974, ο Κύπριος Πρόεδρος Μακάριος έστειλε στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη μια μακρά επιστολή, για την απόφασή του να διώξει από την Κύπρο 600 Ελλαδίτες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς και να μειώσει η στρατιωτική θητεία από δύο χρόνια σε 14 μήνες. Επίσης, παρέθετε σωρεία κατηγοριών σε βάρος του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών για οικονομική και άλλη βοήθεια στην Οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, η οποία κηρύχθηκε παράνομη μετά τον θάνατο του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή (Πέθανε 27 Ιανουαρίου 1974 και το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, για την κήρυξη σε παράνομη της Οργάνωσης, εκδόθηκε στις 25 Απριλίου).

ΟΠΩΣ διαπιστώνει ο αναγνώστης, η αναφορά σε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν είναι σε εισαγωγικά, όπως αρέσκονται να κάνουν από το 1974 πολλοί «δημοκράτες» και «αντιστασιακοί» συγγραφείς, για να δείξουν προφανώς τα εχθρικά τους συναισθήματα προς τη «Χούντα», όπως επικράτησε να λέγεται η στρατιωτική διακυβέρνηση της Ελλάδας από το 1967 μέχρι και τον Ιούλιο του 1974. Το ότι, όμως, ο Φ. Γκιζίκης ήταν Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας το αναγνωρίζει στην επιστολή του πρώτος ο Μακάριος που, υποτίθεται, ήταν εναντίον της «Χούντας». Και λέμε υποτίθεται, διότι ήταν ο Μακάριος που πήγαινε κάθε τρεις και δύο στην Αθήνα και συνομιλούσε με Προέδρους και αντιβασιλείς της «Χούντας» και τα επίσημα ανακοινωθέντα που εκδίδονταν στη συνέχεια, όλα μιλούσαν πάντα για «άριστο κλίμα στις σχέσεις μεταξύ Λευκωσίας και Εθνικού Κέντρου»», γιαομοψυχία», για «ταυτότητα απόψεων» και «συναντίληψη στην αντιμετώπιση του Κυπριακού προβλήματος». Κι αυτά, μετά που η «Χούντα», μεταξύ άλλων, έκαμε δημοψήφισμα για κατάργηση της βασιλείας και καθιέρωση της Προεδρικής Δημοκρατίας. Κι ας παρουσιαζόταν πάντα ο Μακάριος ως θιασώτης του στέμματος και «εξ απορρήτων» φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου.

ΣΥΝΕΠΩΣ, όσοι μακαριακοί, «αντιστασιακοί» και «δημοκράτες» αναφέρονται στον Γκιζίκη και μιλούν για «Χούντα», να ξέρουν ότι έρχονται σε αντίθεση προς τον Μακάριο, τον οποίο θεωρούν ως ίνδαλμά τους. Γι’ αυτόν, ο Γκιζίκης ήταν Πρόεδρος και η «Χούντα» Εθνικό Κέντρο.

Αναλύοντας κάποιος την επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη, θα διαπιστώσει, πέραν του σκληρού και επιθετικού περιεχομένου της – πράγμα ασύνηθες για τον Μακάριο – σκόπιμες παραλείψεις, ακόμη και ψεύδη.

  1. Μιλά στην αρχή για τη «λαθραία άφιξη του στρατηγού Γρίβα στην Κύπρο κατά Σεπτέμβριον 1971», ενώ είναι γνωστό ότι για την άφιξη Γρίβα είχε γνώση ο ίδιος καιρό πριν. Και μόνο οι μαρτυρίες Κυπρίων αξιωματικών, που κάλεσε ο στρατηγός στην Αθήνα μήνες πριν κατεβεί στην Κύπρο ζητώντας τη βοήθειά τους, για να τον συνδράμουν κατά την έλευσή του στο νησί για αγώνα εναντίον της «Χούντας» και αποτροπή των σχεδίων για διχοτόμηση, σε συνεργασία του με τον Μακάριο, αποτελούν τρανή απόδειξη ότι η άφιξη Διγενή στην Κύπρο (στις 30.8.1971) δεν ήταν λαθραία και μυστική. Κι ας έγινε από μη εγκεκριμένο λιμάνι ή αεροδρόμιο της Κύπρου. Ο πρώτος που τη γνώριζε ήταν ο Μακάριος αφού, τον είχαν πληροφορήσει σχετικά κάποιοι από τους πιο πάνω αξιωματικούς, οι οποίοι και έσπευσαν ταχέως προς αυτόν. Σύμφωνα μάλιστα από τη μαρτυρία ενός των αξιωματικών προ τον γράφοντα, ο Μακάριος τον συμβούλεψε να μην έρθει αρωγός προς τον Γρίβα. Αυτό έκαμε και σε άλλους
  2. Μιλά επίσης ο Μακάριος για «επαφές Γρίβα μετά την άφιξή του με αξιωματικούς εξ Ελλάδος, που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά», ενώ οι διαταγές του στρατηγού μέχρι που πέθανε, ήταν «καμιά επαφή με ανθρώπους της Χούντας».
  3. Στην προέκταση του ίδιου πιο πάνω ισχυρισμού, ο Μακάριος μιλά για «βοήθεια προς τον Γρίβα από εξ Ελλάδος αξιωματικούς, εις την προσπάθειάν του να σχηματίση πράνομον οργάνωσιν και να ααγωνισθεή δήθεν δια την Ένωσιν». Αυτό, την ώρα που και ο Μακάριος ήξερε πολύ καλά ότι η ΕΟΚΑ Β΄ ήταν συγκροτημένη και έτοιμη να δράσει πριν από την άφιξη του Διγενή στην Κύπρο. Απουσία προεργασίας από έναν συγκροτημένο και έμπειρο στρατιωτικό όπως ο Γρίβας πριν ακόμα κατεβεί στην Κύπρο, θα ήταν κάτι περισσότερο από αδύνατο, κάτι που μόνο θυμηδία θα προκαλεί.
  4. Όσο για τον «αγώνα δήθεν δια την Ένωσιν», και εδώ ο Μακάριος έλεγε ψέματα, διότι ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον τους πραγματικούς σκοπούς της παρουσίας του Γρίβα στην Κύπρο, από πολύ πριν. Θυμηδία προκαλεί επίσης το «δήθεν δια την Ένωσιν», αφού ο στρατηγός ζούσε και ανάπνεε σ’ όλη του τη ζωή μόνο για την Ένωση.
  5. Έκανε αναφορά ο Μακάριος και για «διαιρέσεις και διχονοίας εις το εσωτερικόν» και πορεία του «κυπριακού ελληνισμού προς εμφύλιον πόλεμον», λόγω της ύπαρξης της Οργάνωσης του στρατηγού Γρίβα. Κι εδώ ψεύδεται ο Μακάριος, γιατί είναι γνωστόν ότι, οι πρώτες ένοπλες ενέργειες της ΕΟΚΑ Β΄ ήταν εναντίον αστυνομικών σταθμών – με εντολή μάλιστα «να μην σπάσει μύτη αστυνομικού» – που έγιναν 16 ολόκληρους μήνες μετά την άφιξή του στρατηγού στην Κύπρο! Αυτό που γινόταν όλος αυτούς τους μήνες, ήταν να δέχεται ο Διγενής παντός είδους προκλήσεις από το μακαριακό καθεστώς και το παρακράτος που αυτός δημιούργησε και να μην απαντά. Ακόμα και ψεύτικη διακήρυξη Γρίβα προς δήθεν «τομεάρχες της ΕΟΚΑ» χρησιμοποίησε το μακαριακό καθεστώς (εφευρέτης και δράστης γνωστή ανθυπαστυνόμος), για να προκαλέσει τον Διγενή να διακόψει τη σιωπή του, που είχε ως μόνη αιτία την απόγνωσή του για το τι περίμενε με βάση τις συνεννοήσεις προ της καθόδου του και τι ακριβώς βρήκε φτάνοντας στην Κύπρο.

ΕΙΝΑΙ πολλά τα σημεία της επιστολής Μακαρίου που μπορούν να αναφερθούν, όμως, το κύριο και σημαντικό είναι: Ποιος ο λόγος αποστολής της επιστολής εκείνης και πόσο αυτή επηρέασε, ή μάλλον επιτάχυνε, δυσάρεστες εξελίξεις;

ΕΝ ΠΡΩΤΟΙΣ, η εποχή εκείνη κάθε άλλο παρά για περαιτέρω εντάσεις και διενέξεις ήταν. Το εσωτερικό μέτωπο στην Κύπρο ήταν καταρρακωμένο, με τις δύο πλευρές να προβαίνουν σε ενέργειες που επέτειναν το χάσμα και το μίσος μεταξύ τους. Η μεν ΕΟΚΑ Β΄ διέπραξε την κλοπή των όπλων από το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Γεροσκήπου, η δε μακαριακή πλευρά προχωρούσε σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων «για λόγους δημοσίου συμφέροντος», συνέχιζε τις επιχειρήσεις της εναντίον της Οργάνωσης, τις έρευνες και ανακρίσεις και τα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων. Βασανιστήρια, για τα οποία ωχριούσαν οι Βρετανοί για τα όσα έκαμαν κατά τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Είχε δημιουργηθεί τότε μέγα θέμα με την αποστολή στρατιωτών σε Σχολή δοκίμων στην Κρήτη και την απόφαση του Μακαρίου να απορρίπτει τον κατάλογο που είχε ετοιμάσει η ηγεσία τη Δύναμης.

ΣΤΟ πολιτικό πεδίο, οι ενδοκυπριακές συνομιλίες είχαν φτάσει σε σημείο που έπρεπε να παρθούν αποφάσεις, ο Μακάριος όμως παρακώλυε τη διαδικασία με την αρνητική τακτική του και οι Τούρκοι συνέχιζαν να απειλούν Κύπρο και Ελλάδα, με συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο

ΤΑ μόνα θετικά για την ελληνική πλευρά την περίοδο εκείνη, ήταν η ανεύρεση πετρελαίου στη νήσο Θάσο και η παραλαβή από την Ελλάδα του πρώτου σμήνους αμερικανικών πολεμικών αεροπλάνων F-16, για τα οποία οι Έλληνες πιλότοι είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ελλάδα είχε παραλάβει επίσης τότε και άλλο πολεμικό υλικό και αεροπορικά υπερείχε της Τουρκίας σε σύγχρονα μέσα και τεχνολογία.

ΕΝΩ, λοιπόν, η κατάσταση χρειαζόταν σύνεση, ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση και, προπαντός διπλωματικότητα, για αποφυγή κινδύνων και κρίσεων, ήρθε «ουρανοκατέβατη» η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη. Ζητούσε μάλιστα από την Ελλάδα να αποσύρει σε μικρό χρονικό διάστημα εκατοντάδες αξιωματικούς της από την Κύπρο, ενώ, παράλληλα, προχωρούσε σε μείωση της στρατιωτικής θητείας, με συνέπεια η ισχύς και η ετοιμότητα της Εθνικής Φρουράς να πληγούν ανεπανόρθωτα. Κοντά σ’ αυτά, έγινε ακόμα και εξαγγελία ενίσχυσης της Ε.Φ. με αξιωματικούς από την Αίγυπτο, μια χώρα που την εποχή εκείνη ήταν υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης, τον ένα μεγάλο πόλο του ψυχρού πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Της Δύσεως, που στα πλαίσια των συμφερόντων της, φρόντιζε να έχει υπό τον έλεγχό της την περιοχή της Μέσης Ανατολής, στην οποία περιλαμβανόταν και η Κύπρος.

ΥΠΟ τις συνθήκες αυτές, η πρόκληση της επιστολής Μακαρίου προς το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας και τη δυτική συμμαχία ήταν μεγάλη. Τι ήταν, όμως, εκείνο που όπλισε τον Μακάριο να προχωρήσει στην αποστολή της, με αιχμηρό, μάλιστα, προκλητικό περιεχόμενο; Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1963, όταν διάβασε την επιστολή, την οποία του επέδωσε ειδικός απεσταλμένος του Κυπρίου Προέδρου, εξέφρασε έκπληξη και διερωτήθηκε ποιες ήταν οι «γερές πλάτες» που είχε στη διάθεσή του ο Μακάριος.

ΗΤΑΝ αφελής μήπως ο Μακάριος, να νομίζει ότι το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, με επικεφαλής τον «αόρατο δικτάτορα», ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, διοικητή της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, θα δεχόταν την πρόκλησή του και θα σιωπούσε; Ασφαλώς όχι. Κάτι άλλο τον παρακινούσε, στα πλαίσια ευρύτερου σχεδιασμού, ο οποίος τον έπειθε ότι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα μπορούσε να ελέγχει πλήρως την κατάσταση στην Κύπρο, με τη συρρίκνωση της Εθνοφρουράς και την εκδίωξη των αξιωματικών, αλλά και στην Ελλάδα, με τη πτώση της «Χούντας» και την επάνοδο των παλαιών πολιτικών.

ΤΙΣ προθέσεις αυτές του Μακαρίου είχαμε αποκαλύψει στο blog μας nikospa.wordpress.com στο παρελθόν, αρκεί δε οι χιλιάδες αναγνώστες μας να ανατρέξουν πίσω και να δουν τις λεπτομέρειες. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι, οι εγωιστικές προθέσεις του Μακαρίου, όπως και το τι ακριβώς θα γινόταν το καλοκαίρι του 1974, δημοσιεύτηκαν με λεπτομέρεια πολύ πριν από τα γεγονότα από εβδομαδιαία εφημερίδα, που εκδόθηκε τον Απρίλη του 1974, η οποία χρηματοδοτείτο και ελεγχόταν πλήρως από τον Μακάριο. Επρόκειτο για τον «Ελεύθερο Λαό», εκδότης του οποίου ήταν ο επιχειρηματίας από την Αμμόχωστο Ηρακλής Χατζηηρακλέους, στενός συνεργάτης του Κυπρίου Προέδρου.

ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τα όσα έγραψε η εφημερίδα αυτή πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου, θα μείνει κατάπληκτος από το πόσο απηχούσαν την αλήθεια. Την αλήθεια, που μόνο οι Μακάριος και Χατζηηρακλέους γνώριζαν επακριβώς, με κατάληξη πάντα ότι «ο Εθνάρχης θα βαδίσει στην Αθήνα ως ελευθερωτής και τροπαιούχος»!

Η σχέση επιστολής Μακαρίου και Πραξικοπήματος

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ της 15ης Ιουλίου 1974 ακολούθησε την επιστολή Μακαρίου και το ερώτημα είναι αν αιτία του Πραξικοπήματος ήταν η επιστολή. Οι θιασώτες του Μακαρίου λένε ότι αυτό δεν ισχύει, αφού από την έρευνα για τον «Φάκελο της Κύπρου» φάνηκε πως η ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών είχε πάρει την απόφαση για το Πραξικόπημα δύο τουλάχιστον μήνες πριν απ’ αυτό. Ναι, μπορεί η απόφαση να είχε ληφθεί πριν, αλλά για να γίνει μια ενέργεια της μορφής και έκτασης ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, πρέπει να υπάρξει αφορμή: Ένα σοβαρό γεγονός, το οποίο να εκμεταλλευθούν οι της «Χούντας» και να δράσουν.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, έτσι έγινε. Ο Μακάριος, συνεπαρμένος από τις συνεννοήσεις που έγιναν με παλιούς Έλληνες πολιτικούς – με επικεφαλής τον Ευάγγελο Αβέρωφ, νονό της διχοτόμησης της Κύπρου από το 1956 και συνένοχο για τις επάρατες Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960 – αισθάνθηκε ισχυρός και προχώρησε. Μοχλοί στην απόφασή του και οι καπεταναίοι του στο παρακράτος και το «Εφεδρικό Σώμα» της Αστυνομίας, οι οποίοι τον διαβεβαίωναν στον απόλυτο βαθμό ότι, σε περίπτωση που εκδηλωθεί πραξικόπημα, αυτό θα συντριβεί εν τη γενέσει του και η θέση του θα ισχυροποιηθεί.

ΑΠΟ τη μια δηλαδή, οι παλιοί πολιτικοί στην Ελλάδα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, στον οποίο ο Καραμανλής υποσχόταν επιστροφή χέρι-χέρι στην Ελλάδα με τη πτώση της «Χούντας», αλλά και Αρχηγοί των Όπλων – όπως οι Αλέξανδρος Παπανικολάου της Αεροπορίας και Πέτρος Αραπάκης του Ναυτικού – και από την άλλοι οι «στρατηγοί» του στην Κύπρο, έπεισαν τον Μακάριο ότι το «μεγάλο σάλτο» με την πρόκληση της επιστολής του θα πετύχει. Δυστυχώς δεν πέτυχε, ούτε για τον ίδιο, ούτε για την Κύπρο, η οποία αντιμετώπισε την τουρκική θηριωδία και βαναυσότητα, αφού οι «σωτήρες» της Ελλάδας – Καραμανλής, Αβέρωφ, Μαύρος και σία – έδειξαν, με την ανάληψη της εξουσίας από αυτούς, ότι η μόνη τους έγνοια ήταν η σταθεροποίησή τους στην εξουσία και όχι η προάσπιση της αιμάσσουσας από τον Αττίλα Κύπρου.

Οι ευθύνες του Δημήτρη Ιωαννίδη

ΤΟ γιατί δεν πέτυχε να «πνίξει στο αίμα τους πραξικοπηματίες» ο Μακάριος, όπως του έλεγαν οι δεκανείς «αρχιστράτηγοί» του, πολλοί από τους οποίους μετακινήθηκαν από την πρώτη στιγμή στο στρατόπεδο των κινηματιών, θα το δούμε στη συνέχεια. Να ψέξουμε όμως και τον ταξίαρχο Δημ. Ιωαννίδη, ο οποίος, στην «καρδιά» της κρίσης που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, φώναξε κατάμουτρα στον Αμερικανό απεσταλμένο Χένρι Τάσκα «μας ενεπαίξατε». Η εξήγηση γι’ αυτό, είναι ότι υπήρχε και αμερικανική παρότρυνση για το Πραξικόπημα. Ο ταξίαρχος όμως, ως στρατιωτικός που είχε ρίξει, λίγους μήνες πριν, από την εξουσία το καθεστώς των συνταγματαρχών μέσα σε μια νύχτα και είχε το πάνω χέρι σε όλα στην Ελλάδα από τον Νιόβρη του 1973, δεν σκέφτηκε μήπως και τα πράγματα δεν εξελιχθούν με βάση την αμερικανική διαβεβαίωση, ότι οι Τούρκοι δεν θα κινούνταν μετά τη διενέργεια του Πραξικοπήματος; Έπρεπε σίγουρα να το σκεφθεί και να φροντίσει να προωθήσει στην Κύπρο ισχυρές ελληνικές δυνάμεις κατά την εβδομάδα του Πραξικοπήματος, για παν ενδεχόμενο. Δεν το έκαμε, ο Μακάριος διέφυγε, ή αφέθηκε να διαφύγει, οι Άγγλοι φρόντισαν να τον πάρουν κοντά τους και να βροντοφωνάξει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι «το Πραξικόπημα αποτελεί εισβολή της Ελλάδας στην Κύπρο», για να ανάψει έτσι για τα καλά το πράσινο φως στην «εγγυήτρια» Τουρκία να επέμβει και η πράξη της, μάλιστα, να θεωρείται νομικά έγκυρη διεθνώς, με βάση τη «Συνθήκη Εγγυήσεως» του 1960.

Η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη

ΠΙΟ κάτω, για σκοπούς Ιστορίας, ολόκληρο το κείμενο της επιστολής Μακαρίου προς Γκιζίκη:

«Κύριε Πρόεδρε, »Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. »Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων. Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν. Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν «ΕΟΚΑ Β», η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα. Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της «ΕΟΚΑ Β», της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν «ενωτικοί» και «ενωτική παράταξις». »Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμψύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών. Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου. Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως. Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της «ΕΟΚΑ Β» υπό Ελλήνων αξιωματικών. Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της «ΕΟΚΑ Β», ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού. Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της «ΕΟΚΑ Β». Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της «ΕΟΚΑ Β» κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 20υ Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.). »Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου. Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο. Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον. Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του. Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων. »Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών. Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός. Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως «ΕΟΚΑ Β». Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις. Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της «ΕΟΚΑ Β». Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα. Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος. Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον. »Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής. Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν. Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας. Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν. Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου. Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν. Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας. Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα. Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων. Αλλ’η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την «ΕΟΚΑ Β» εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους. »Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου, μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως. Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως, επιβάλλεται η ιοχυροποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου. Η Ελληνική Κυβέρνησις, δια της όλης στάσεώς της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς, ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του Κυπριακού κράτους. Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί. Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων. Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον. Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους. Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς. Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών. Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της. Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις. Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της «ΕΟΚΑ Β». Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της «ΕΟΚΑ Β», αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις. Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της «ΕΟΚΑ Β». Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον. Ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν. Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της «ΕΟΚΑ Β», διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις. Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις. Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της «ΕΟΚΑ Β», εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας. Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της «ΕΟΚΑ Β». »Πολλα έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον. Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως. Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού. Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου. Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν. Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος. Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου. Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την «ΕΟΚΑ Β» όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών. »Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν. Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου. »Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον. Μετ’ εγκαρδίων ευχών, Ο Κύπρου Μακάριος»



Η συγγραφή της επιστολής Μακαρίου

ΔΕΝ είναι καθόλου αποκάλυψη, πλην όμως αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την Ιστορία να λεχθεί, ότι για τη συγγραφή της επιστολής του Μακαρίου εργάστηκαν πολλοί στην Κύπρο. Κάθισαν για ώρες μαζί με τον Κύπριο Πρόεδρο και έγραφαν και έσβηναν, αλλά το τελικό «ρετούς» έγινε στην Αθήνα από Έλληνα διπλωμάτη, του στενού περιβάλλοντος του Κ. Καραμανλή, που είχε ενεργό ανάμειξη και στο παρασκήνιο των Συμφωνιών του 1959. Επρόκειτο για τον Άγγελο Βλάχο, Πρόξενο της Ελλάδας στην Κύπρο κατά τον απελευθερωτικό αγώνα.

Ο ΒΛΑΧΟΣ τότε ενέργησε σε πλείστες περιπτώσεις εναντίον του αγώνα της ΕΟΚΑ και του Αρχηγού της Διγενή. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους συνταγματάρχες το 1967 εντάχθηκε στο στρατόπεδο των «αντιχουντικών», με το οποίο διατηρούσε στενούς δεσμούς και ο Μακάριος.

(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)



Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *