Οι επτά πληγές της ποιήσεως
Ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή
προφορικής έκφρασης.
Έζρα Πάουντ
Βαδίζεις σε μια έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδά.
Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί
στην έρημο,
εσύ είσαι υποχρεωμένος να φτιάξεις ένα δέντρο.
Κική Δημουλά
Θεμελειωμένη η λειτουργία της ποιήσεως πάνω στην ευαισθησία, επέτρεψε τη σύλληψη των πιο ανεπαίσθητων πτυχών του περιβάλλοντος κόσμου με τον τρόπο της έναρθρης γλώσσας. Από καταβολής της, αξιώθηκε όχι απλώς «περιγράφει τα πράγματα, αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα», θα γράψει ο Γ. Σεφέρης, προβάλλοντας το πνεύμα ως πρωταρχικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η ιδέα του ποιητή που αναδεικνύει με σφρίγος μια νέα συγκρότηση του παρόντος, μέσα από μια δομή λέξεων, ήχων, ρυθμών και νοημάτων που υπερβαίνουν την απαλλοτριωμένη από κάθε πνευματική παρουσία αντικειμενική πραγματικότητα, ανέκαθεν ανέτρεπε όλες τις ισχύουσες συνθήκες. Είναι η ίδια η αίσθηση που άφησε κάποτε ο Όμηρος, που με τους στίχους του ανάπλασε την παλιά καθημερινότητα, αποκαλύπτοντας μια άλλη εκδοχή του κόσμου και μια αντίληψη για τη ζωή που έμελλε να πάρει διαστάσεις αιώνων. Ένας ποιητικός λόγος που σαν φυτό έχωνε τις ρίζες του μέσα στην κοινωνική ουσία, έτρεφε και τρεφόταν από αυτήν, ανανεώνοντας τη λειτουργία, τους τρόπους και τη γλώσσα του.
Τέτοιες ταλαντώσεις δεν γίνονται με ευκολία στην ποίηση. Στη σύγχρονή της μορφή η ελευθερία που έχει ο καθένας να εκφράζει το ψυχικό του κόσμο συμβαίνει να την αποξενώνει από τον άνθρωπο και τις καθημερινές του συνήθειες. Συνυφασμένη πλέον με τον «καημό του ενός», όπως γράφει ο Σ. Ράμφος, κοινωνικά και πολιτισμικά αφυδατωμένη και αβέβαιη μέσα στη σύγχρονη προβληματική κατάσταση των αξιών, δείχνει να καθηλώνεται σε μια ελαφρότητα, ανίκανη να διασώσει κάποιο «ποιητικό όραμα».
Η συνειδητή ή ασυνείδητη κοινωνική απομόνωση ενέπνευσε μια πρωτόγνωρη εξερεύνηση του Εγώ, κυοφορώντας μια ποίηση αδύναμη να υψωθεί πάνω από την τυχαιότητα των περιστατικών της ιδιαίτερης ζωής του ποιητή, για να προσφέρει στις υπόλοιπες υπάρξεις ένα στήριγμα.
Απέναντι στη θεμελιώδη αυτήν αντίθεση, ανάμεσα στην ποίηση που δομείται και αποδομείται μέσα στο μυαλό και την ψυχή του ποιητή και τους σύγχρονους «καμούς τζιαι στεναμούς» (Μ. Πασιαρδής), στοιχειώνει ένα κοινό «ανίκανο να αρπάξει τη θάλασσα από τη μυρωδιά, για να του δώσει καράβι και το καράβι να του δώσει τη γοργόνα και η γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο και απ' εκεί όλα τα πάθη του Ελληνισμού» (Ο. Ελύτης).
Είναι η οικειότητα με την ποίηση που ανέκαθεν ένωνε τον άνθρωπο με τα στοιχεία της περιβάλλουσας και αενάως μεταβαλλόμενης ομορφίας ή και ασκήμιας του κόσμου μας. Μισή πραγματικότητα, μισή όνειρο, ερωτοτροπεί εξίσου με το παρελθόν, με το παρόν και το μέλλον, καθώς «τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος!», καθώς μαρτυρά ο Γ. Ρίτσος. Η δόνηση μιας και μόνο λέξης σωστά τοποθετημένης έχει τη δύναμη να διαπεράσει τον χρόνο απ' άκρη σ' άκρη σε κλάσματα του δευτερολέπτου και να αγγίξει τις πιο μύχιες χορδές του μέσα ανθρώπου.
Αυτό που ο Σεφέρης στον «Μονόλογο πάνω στην Ποίηση» θα συνδέσει με την απομάκρυνση του κοινού από την ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έλλειψη παιδείας. Ενώ οι άνθρωποι ολοένα και περισσότερο εγκαταλείπουν τα πνευματικά τους ερείσματα, γίνονται έρμαι μια εκφραστικής μετριότητας που εισβάλλει στις μέρες μας σε κάθε χώρο της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης επικοινωνίας. Σαν «Ανοίξαμε το παράθυρο, ένα κοράκι μαύρο, με σχήμα μεγαλόπρεπο στην κάμαρά μας μπήκε, χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει», γράφει ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ένα αποτέλεσμα που δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί σε μια κοινωνία με «υψηλή κατά κεφαλήν καλλιέργεια», κατά μια έκφραση του Χ. Γιανναρά. Μια σταύρωση του λόγου που υπερίσχυσε εν τέλει, βάζοντας σε κρίση όχι μόνο την ποίηση ή τις άλλες μορφές τέχνης, αλλά και την ίδια τη δυνατότητα επιβίωσής τους, χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα της ανθρώπινης πνευματικής θνησιμότητας.
Ενώ, στη γενική μορφή της, η έκφραση αυτής της ανατροπής εντοπίζεται σε επίπεδο λόγου, η δύναμή της δείχνει να έχει αντίκτυπο στους μοχλούς της ίδιας της ιστορικής εξέλιξης. Η συστηματική εργαλειακή χρήση του λόγου που προκύπτει από την εφημερίδα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο περιορίζει τον ορίζοντα του ανθρώπου και οδηγεί κατ' ευεθείαν στην αλλοίωση της λαϊκής ψυχής και απ' εκεί στην αδρανοποίηση των σκιρτημάτων που ο πολιτισμός μας εκφράζει. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να συγκριθούν «τα λόγια σου που μώμαθες, με τζιήνα λουτουρκούμαι τζιαι του Θεού παρακαλώ, με τζιήνα μες στους λας λαλώ, με τζιήνα νεκαλιούμαι» του Β. Μιχαληλίδη με τον εκφωνούμενο μη-λόγο των κάθε λογής ανάρθρως κραυγαζώντων που μας κακομοιρούν με τις μοντέρνες τους ανοησίες;
Έχοντας καθαρίσει το πεδίο από τις παρεμβάσεις και τις διεκδικήσεις της «τέχνης των λέξεων», βλέποντας ακόμη και στα λογοτεχνικά ένθετα, με άλλοθι την προώθηση του πολιτισμού, να περισφρέουν κάποιες ανώδυνες κριτικές παρουσιάσεις για βιβλία κυρίως με γνώμονα της αξία τους ως προϊόντα, τα ΜΜΕ δείχνουν να υπενθυμίζουν συστηματικά τις σύγχρονες πληγές του πνεύματος.
Αντανάκλαση ή αποτέλεσμα της παρούσας φάσης της κοινωνικής εξέλιξης και, ταυτόχρονα, αυτό που γίνεται ολοένα ευκολότερο είναι να θεμελιώνεται η ανθρώπινη σημασία πάνωω σε ένα νεκροταφείο από εναλλασσόμενες εικόνες που αδυνατούν να συγκρατήσουν τον άνθρωπο μέσα στην κοσμιότητα.
Η δυσκολία δε συνίσταται στο να καταλάβουμε ότι η ποίηση που συνδέεται συχνά με ορισμένες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης, χαρίζοντάς μας μια πληθύα αισθητική απόλαυση, έχει πάψει «να μας χρειάζεται σε τόσο μίζερους καιρούς», παραφράζοντας λίγο τον Friedrich Hölderlin. Αυτό που είναι παρδοξο είναι το πώς μπορούν ακόμα να θεωρούνται, από πολλές απόψεις, κανόνες και πρότυπα ψυχαγωγίας, μέσα που περιορίζουν τον ορίζοντα της συνειδητότητας του ανθρώπου και «που τον κρατούν απ' το λουρί και το σέρνουν», αχνίζει ακόμα ο Π. Μηχανικός. «Αφήστε τον, τους είπα, δεν είναι σκυλί άνθρωπος είναι. Ο άνθρωπος είναι σκυλί, μου απάντησαν».
Παραδοξότητα αποτελεί η γύρω μας μαινόμενη εγραμματοσύνη, που δεν αποδίδει στην κοινωνία παρά ένα συρφετό αμόρφωτων τεχνοκρατών «που βουρλίζονται πως κάνουν κάτι», όπως πιστοποιεί και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Εστιάζοντας πάνω στα σημάδια αυτής της αντίφασης, φαίνεται πολύ πιο εύκολη η τεχνολογική και οικονομική εκχέρσωση σ' ένα ευρύ φάσμα της σύγχρονης ανθρώπινης δραστηριότητας, παρά η προοδευτική πραγματοποίηση του πνεύματος, χώρος όπου άλλωστε καλλιεργείται και η ποίηση.
Η αρνητική αυτή μεταμόρφωση προϋποθέτει βέβαια ένα αποτελεσματικό σύστημα εκμηδένισης της ποιητικής, και όχι μόνο, παιδείας, επανερχόμενος στη διαπίστωση του Σεφέρη. Με ιδιαίτερη επιτυχία τα ίδια τα σχολικά βιβλία πρωτοστατούν στην εκπτώχευση της γλώσσας -δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την πρόσφατη παρέμβαση του Κ. Ζουράρι στην ελληνική Βουλή, όπου διαπίστωσε ότι 44 δημοτικά τραγούδια αντικαταστάθηκαν από συνταγές μαγειρικής- τη στιγμή που ο τρόπος διδασκαλίας της εξακολουθεί να παραμένειένας σοβαρός λόγος να αποστασιοποιηθεί το όποιο παιδί από την ποίηση και να στραφεί προς την προσφερόμενη απλόχερα φτηνή ψυχαγωγία. Βέβαια, η ποίηση «δεν σταματά τη σήψη που προχώρησε, δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη. Η Ποίηση απλώς καθυστερεί τη μεταμόρφωση», υπογράφει ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου.
Τα σπέρματα αυτής της ανατροπής βρίσκονται ήδη στη γλωσσική ένδεια. Καθώς ο σύγχρονος ποιητικός λόγος τείνει να απορροφηθεί από τον καθημερινό, οι γλωσσικές δυνατότητες περιορίζονται σε βαθμό που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αποδώσουν ποίηση - ή τουλάχιστον που ο Σεφέρης είδε την ποίηση, ως την «υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας».
«Μες στην παμμέγιστη αρετή της Τέχνης» του Τ. Λειβαδίτη, απογυμνώνοντας την ποίηση από τον συγκινησιακό της χαρακτήρα και περιορίζοντάς την σε ένα στενό και ασφυκτικό γλωσσικό πλαίσιο, ούτε οι λεπτότερες ποιητικές δυνατότητες της γλώσσας μπορούν να υλοποιηθούν, αλλά ούτκαι να ικανοποιηθεί το βαθύτερο ποιητικό αίσθημα της εποχής. «Όχι πως θ' άλλαζε ο πλους της ιστορίας κι ούτε θα φτάναμε σε μια μορφή αγάπης μεταξύ των ανθρώπων πρακτικότερη» (Κ. Χαραλαμπίδης), αλλά η ανάπτυξη της γλωσσικής υποδομής, που λειτουργεί σ' όλη την έκταση και το βάθος των νοημάτων και σ' όλο το μήκος και πλάτος της ελληνικής γλώσσας, δείχνει πώς θα γινόταν το υλικό που έχει στα χέρια του ο ποιητής πιο ευαίσθητο απ' ό,τι συνηθίσαμε να το βλέπουμε στην καθημερινή ζωή. Κι αυτό από μόνο του θα ήταν «μια κάποια λύση» (Κ. Καβάφης).
Νοούμενη ως άσκηση της γλώσσας, η ποίηση γίνεται αντιληπτή σαν παίδεμα: Με τις λέξεις, τους ήχους, τους ρυθμούς. Άλλά και μόχθος εσωτερικός. «Γράφω με δύσκολο τρόπο εύκολα πράγματα» μας λέει ο Βάρναλης με ένα λογοπαίγνιο, ενώ για τον ποιητή τα όρια της ποίησης παραμένουν και τα όρια της γλώσσας που κατέχει. Σε εποχές που «οι άνθρωποι έχουν βρει για το κάθε τι την ευκολότερη λύση, απ' όλες τις λύσεις», όπως μας ανακοίνωσε παλιότερα ο Ρ.Μ. Ρίλκε, «οι ποιητές πρέπει να στέκονται στο Δύσκολο».
Ένα μυθιστόρημα του Charles Robert Maturin, ενός Ιρλανδού συγγραφέα ο οποίος ήταν από τους κύριους εκπροσώπους του «γοτθικού» μυθιστορήματος, που εκδόθηκε το 1820 με τίτλο <em>Melmoth the Wanderer, θέλει τον διάβολο Μέλμοθ να μοχθεί ακατάπαυστα μέρα νύχτα μέσα τρεις δεκαεξασέλιδους τόμους για να μπορέσει να καταστρέψει μια ψυχή, τη στιγμή που οποιοσδήποτε συνηθισμένος διάβολος θα είχε συντρίψει τουλάχιστον χίλιες. Η απλή αναγωγή αυτηής της συμπεριφοράς στην ποιηση και στο μέτρο που εξυπακούεται πραγματική ποιητική δημιουργία, η στροφή προς το καθολικό μήνυμα του διαβόλου Μέλμοθ, θα αποκάλυπτε το πρωταρχικό γεγονός ακριβώς όπως το έθεσε ο Μαγιακόφσκι: για να γραφτεί έστω και «μια μόνο λέξη», πρέπει να «λιώσουν χιλιάδες τόννοι γλωσσικό μετάλλευμα».
Η ποίηση δεν είναι για τον άνθρωπο κάτι εξωτερικό, αλλά η ίδια η εικόνα του εαυτού του. Με τον τρόπο αυτόν, τουλάχιστον, μας ήρθαν οι ρίμες μιας παράδοσης που διαμορφώθηκε μέσα σε δυο τουλάχιστον χιλιετηρίδες. Από τέτοιο μήκος κύματος γεννήθηκε «μια κόρη από μεγάλη γενιά» (Γ. Θεοτοκάς), που ορίζει, θέλοντας και μη, μια πραγματικότητα ταυτόσημη με την κίνηση της ζωής στον τόπο μας. Είναι εξίσου φανερό πως ούτε η Πύλος είναι μακριά ούτε ο Ρωμανός ο Μελωδός μας είναι άγνωστος ούτε ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου ή ο Διγενής αναπάγγελτοι, αλλά ούτε και πως μόνο ο Βασίλης Μιχαηλίδης πίστεψε ότι «η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου... τζι εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».
«Επειδή», όπως γράφει ο Κ. Μόντης τζιαι πιντώνει ο Κ. Βασιλείου και κλείνει ο Δ. Λιπέρτης, «η γλώσσα μας, δηλαδή η ελευθερία μας, που μας ελευθερώνει από το μέσα μας κτήνος, είν' η ρίζα μας, ο τελευταίος θάμνος μας» από την οποίαν πρέπει «να κρατηθούμεν να μεν τσακιστούμεν», η λαλιά μας, άρα η ποίησή μας, είναι η μόνη ροκάνη ικανή να ξέσει την μετριότητα «που πας στον τόπον τούτον πον' καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν».
Αρκεί, στης μακρόχρονης πληγής το απόστημα που γινόμαστε.
Να 'ναι να 'ρχόταν στο χέρι μας εντελώς μια δικλίδα ιωδίου που φθέγγεται. Ν' απαγγείλουμε.
Εννοώ διαβάστε ποίηση.
Α.Χ.
Εκ τον αντιθέτων η αρμονία
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις, τεύχος Οκτωβρίου