Η εθνική μας μιζέρια

chania-tajidiwtikos-odhgos-jenodocheia-dromologia-ajiotheata-kai-plhrofories-gia-ta-chania-sthn-krhth-lighthouse-in-chania-crete-57-ccdf

Το καφενείο άδειο. Δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί και να σχολιαστεί. Εξ ου και το κείμενο είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα. Κι όταν όμως το καφενείο είναι με κόσμο, πάλι άδειο είναι. Άνθρωποι μίζεροι πάνε κι έρχονται κλέβοντας ένα δεκάλεπτο από τη βαρετή τους «δουλεία», συζητούν για τα προσωπικά τους προβλήματα που έχουν πολλαπλασιαστεί, για τις αποτυχημένες τους σχέσεις, για τους γάμους που διαλύονται, για τα λεφτά που δεν έχουν να στείλουν τα παιδιά τους στο φροντιστήριο, αφού το δημόσιο σχολείο ολοένα και αποτυγχάνει και η κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλει μία ψευδεπίγραφη μόρφωση, για την κοινωνική καταξίωση που ταυτίστηκε πλέον με την πολιτική ορθότητα και την επιχειρηματικότητα, για όλα τα «μομέντουμ» που χάνονται στην αγχωτική καθημερινότητα της άστατης ζωής μας. Και το πάλαι ποτέ καφενείον, μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης και χώρος κοινωνικών σχέσεων, χάνεται στην εγωιστική ματαιότητα του φραγκοσπουδασμένου Κύπριου νέου, που ονειρεύεται καριέρες στις πολυεθνικές που μας ρημάζουν τον πλούτο. Που συχνάζει στο καφενείο όχι γιατί είναι μία αναγκαιότητα για τη συνύπαρξή και την κοινοτική αλληλεγγύη, αλλά γιατί δεν έχει τι να κάνει. Αφού τα όνειρά του δεν υπολόγισαν ποτέ τη ζώσα πραγματικότητα και προφανώς αποτυγχάνουν.

Κι αν τα «γερασμένα μπαρμπάδια» διατηρούν λίγο ζωντανή τη συζήτηση και την αυθεντικότητα –αν εξαιρέσουμε φυσικά τις «μικροπολιτικές» λογικές, την καχυποψία και τον φθόνο που διακατέχει τη εν λόγω γενεά–, οι νέοι ολοένα και διολισθαίνουν στην καμουφλαρισμένη μιζέρια. Οι νέοι πλέον δεν ερωτεύονται με τον ίδιο τρόπο, δεν γλεντάνε, δεν πονάνε με τρόπο που αρμόζει στη «νευρωτική» για πολλούς ιδιοσυγκρασία μας, παρά μόνο τρέχουν να επιβεβαιώσουν τη δύναμή τους με όρους νεωτερικότητας. Κι όσοι μάθανε να σκέφτονται με βάση το σύνολο, δεν μάθανε να σκέφτονται για δύο. Κι όταν δεν υπάρχει αυτή η κινητήρια δύναμη, που έλκει την καταγωγή της ιστορικά και πολιτισμικά, δηλαδή αυτός ο αιώνιος έρωτας που δεν είχε τέλος, δεν μπορεί να στεριώσει και καμία ιδεολογία, καμία πράξη αντίστασης. Πώς να σαλπάρεις εξ άλλου, άμα δεν βρεις το λιμάνι σου; Πώς να επενδύσεις σε ένα στέρεο μέλλον, όταν δεν ματαιώσεις κάθε εγωκεντρική επιθυμία; Έτσι, βλέπουμε μοναχικούς ανθρώπους, νευρωτικούς με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αδύναμους να ζήσουν, να παλέψουν για τη ζωή πέρα από την καθημερινότητα, απαλλαγμένοι από μάταιες ιδεοληψίες και καταναγκαστικές πράξεις.

Χάθηκε πλέον το τόσο χρήσιμο και παιδαγωγικό κουβεντολόι για τα κοινά. Χάθηκε το δικό μας σχολείο. Για το εθνικό μας πρόβλημα, την οικονομία, την ανεργία, την κρίση στη Μέση Ανατολή. Κι όποιος το κάνει, κρίνεται ως ανεπιθύμητος, ως ένας ξεκούτης που ζει σε μία παράλληλη διάσταση, που παρεμποδίζει την εικονική μας ευτυχία. Από την άλλη, έχουμε και τους δήθεν «πανεπιστημιακούς» που παρεισφρέουν και ακούραστα μας μιλάνε για την «πρωτοποριακή» Ευρώπη και τα δήθεν «ανθρώπινα δικαιώματα», νομίζοντας ότι κρύβουν έτσι τον απροκάλυπτο συντηρητισμό τους, παίρνοντας μαζί τους στο πάτο και όποιον έχει όντως κάτι να πει. Πλέον, ο άλλος δεν κρίνεται από αυτά που λέει, αλλά επειδή απλώς ανοίγει το ρημάδι και ομιλεί.

Κι έτσι, οι κοινωνικές σχέσεις έχουν περιοριστεί κατά το μέγιστο, η γνώση για το σύνολο έχει εκμηδενιστεί, και οι νέοι έχουν «αποδεσμευτεί» από τα όποια πολιτισμικά μας γνωρίσματα και ζουν σε μία ακραία φαντασιακή, δυτική πραγματικότητα. Από το καφενείο στα «Μαστιχώματα» και στα «κλαμπ» αμερικανικής εμπνεύσεως, να φαντασιώνονται ότι ζουν στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι με ό,τι αυτό εμπεριέχει. Να ζουν με βάση τις χολυγουντιανές ταινίες και να μην ορίζουν τη ζωή τους με τα δικά τους βιώματα.

Ο δρόμος από το κουβεντολόι του καφενείου στη γνώση δεν είναι μακρύς. Ο δρόμος από και προς το καφενείο είναι ο δύσκολος. Οι κουβέντες του καφενέ δεν είναι μόνο αοριστολογίες, αλλά αποτελούν και τη βάση διαμόρφωσης της δικής μας νόησης. Το καφενείο, η κουβέντα, το γλέντι και το τραγούδι είναι δικά μας πολιτισμικά γνωρίσματα που δύνανται να μας αποδεσμεύσουν από λογιών λογιών εξαρτήσεις. Με προσοχή όμως, οι φραγκοσπουδαγμένοι έχουν πολλά ποδάρια.

Κι όπως τραγούδησε και ο Νίκος Παπάζογλου:

Είναι η σειρά μου, βάλε ελληνική κασέτα,
δεν θα μ’ αγγίξουνε ποτέ τα γαλλικά.
Ναύλα στο πλοίο με Βιτάλη και Αλεξίου,
εσύ Ανδόρα, Κορσική, εγώ Χανιά.

Γιώργος Τάττης

Κουβέντες του καφενέ (της Περιστερώνας)



Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *