Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
(1475)
Οἱ Τούρκοι ἀναταράζουνε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι! Τὸ ὄνειρο ποῦ τοῦ Ὀσμὰν τὸν ὕπνο εἶχε ξαφνίσει Ὅταν τὴν κόρη ἀγάπησε τοῦ σέχη τῶν Ἀδάνων, Τὸ δέντρο ποῦ ἐφάνηκε 'ς τὸν πρῶτο τῶν Σουλτάνων Πῶς ἔξαφνα ξεφύτρωσεν ἀπὸ τὰ σωθικά του, Καὶ 'ς τὰ σπαθάτα φύλλα του, 'ς τοὺς κλώνους τ' ἀποκάτου Ἔκρυψε κάθε θάλασσα καὶ γῆ καὶ κάθε χώρα, Καὶ ὕστερα, 'ς τὴν πειὸ φρικτὴ τοῦ θεριεμοῦ του ὥρα, Ἔγυρε τὰ κλωνάρια του 'ς τὴν Πόλι μας ἀπάνου, Ἔστρεξε τὤνειρο τοῦ Ὀσμάν, τοῦ φοβεροῦ Σουλτάνου! 'Σ τὴν Πόλι τὴν Ἑπτάλοφη γροικιέται τὸ Κοράνι, Σεράγια τὰ παλάτια της ὁ Μωχαμὲτ τὰ κάνει, Στήνει ἐδῶ 'ψηλὰ ντζαμιά, καὶ ἐκεῖ 'ψηλὲς κρεμάλες, Καὶ ὠμορφιὲς ἀγγελικές, κι' ἀρχόντισσες μεγάλες Τὶς σβύνει πότε ὁ δήμιος, καὶ πότε τὸ χαρέμι, Καὶ τόνε χαίρετ' ὁ μουφτῆς, κι' ὁ κόσμος τόνε τρέμει! Ὃταν 'ς τὴν κούνια τὸ παιδὶ ξαγρυπνισμένο κλαίῃ, Τοῦ Μωχαμὲτ ἡ μάννα του τὸ ὄνομα τοῦ λέει, Καὶ μαρμαρώνει τὸ παιδί, κι' ἀνατριχιάζει ἐκείνη. 'Σ τὰ χέρια ἡ Ἀνατολὴ τοῦ Τούρκου τρεμοσβύνει, 'Σαν περιστέρι ἔρημο 'ς τὰ νύχια τοῦ πετρίτη. Ἀλλοίμονο! Σκεντέρμπεη, ἀνίκητε Ἀρβανίτη! Ἀκόμα εἶνε κατάχλωρη ἡ γῆ ποῦ σ' ἔχει κλείσει! Γιὰ μᾶς ἀργὰ κι' ἀνώφελα θρηνολογᾷς, ὦ Δύσι. Κι' ἂν ἔξαφνα, κι' ἂν κάποτε ἀπ' τἄπονά σου στήθια Τύχῃ νὰ ρίξῃς μιὰ φωνὴ πονετικὴ 'ς τἀλήθεια, Ἡ ἴδια πνίγεις τὴ φωνὴ καὶ μετανοιώνεις πάλι. Μόσκοβε, φτέρνα σοῦ πατεῖ Τατάρου τὸ κεφάλι! Μονάχ' ἀπ' τὰ 'ψηλὰ βουνὰ κι' ἀνάρῃα ἀνάρῃα, ὦ Μάνη, Καμμιὰ φορὰ φλόγες σκορπᾷς καὶ παίζεις γιαταγάνι! Μαραίνεσθε καὶ καίγεσθε μέσ' 'ς τῆς σκλαβιᾶς τοὺς πάγους Μωριὰ καὶ Ρούμελη, κι' ἐσεῖς, νησιὰ τ' Ἀρχιπελάγους· Μέσ' 'ς τὰ γαλάζια του νερὰ σᾶς ἔχ' ἡ φύσις σπείρει, Ὡσὰν σμαράγδια σκαλιστὰ σὲ πλάκ' ἀπὸ ζαφείρι· Ὁ ἣλιος ἐγεννήθηκε 'ς ἓν ἀπὸ σᾶς μιὰ μέρα, Καὶ χρυσομάλλης καὶ θεὸς ὑψώθη 'ς τὸν αἰθέρα, Κι' ὁ ἥλιος σᾶς ἐπλούτισε γι' αὐτὸ μὲ κάθε χάρι, Καὶ πειὸ ξανθὸ 'ς τοὺς κάμπους σας φυτρώνει τὸ σιτάρι, Τἄνθη σας πειὸ μοσχόβολα καὶ πειὸ γλυκὰ τὰ μῆλα, Μὰ τόρα τῆς σκλαβιᾶς καὶ σᾶς ἐσκέπασε ἡ μαυρίλα. Πέρν' ἁπαλά, τραγούδι μου, καὶ χάϊδεψε τ' ἀγάλια, Καὶ τράβα διαβατάρικο 'ς τῆς Θράκης τἀκρογιάλια Ποῦ γειτονεύουν μὲ καλὰ καὶ βάσανα περίσσια Ἡ Θάσο ἡ μαρμαρόχτιστη, κ' ἡ Ἴμβρος ἡ βουνήσια, Κι' ὁ 'ξακουστὸς Ἑλλήσποντος κυλάει τὰ νερά του. Νὰ τ' Ἁγιονόρους ἡ κορφή· 'ς τὸν ἴσκιο τ' ἀποκάτου, 'Σὰ βρέφος μέσ' τὴν κούνια του, 'σα βρέφος ποῦ ἡσυχάζει, Καὶ σκύβει ἕνας δράκοντας 'ς αὐτὸ καὶ τὸ σκεπάζει, Τὴ Λῆμνο μὲ τὰ χαμηλὰ βουνὰ γιὰ ἰδὲς 'μπροστά σου, Κι' ἐκεῖ, δειλὸ τραγούδι μου, σταμάτα τὰ φτερά σου!
*
**
Τοῦρκοι βροντοῦν 'ς τὸν κάμπο της καὶ λάμπουν καὶ μαυρίζουν,
Καὶ τριγυρίζουν τὸ νησί, τὸ Κάστρο φοβερίζουν,
Καὶ ὅλῳ πύργους χτίζουνε, κι' ὅλῳ χαντάκια ἀνοίγουν·
Σημαῖες ὁλοκόκκινες κι' ἄσπρα σαρίκια σμίγουν.
Κάθ' ἐμορφιὰ μαραίνεται καὶ πάει, 'ς τὴν τόση λύσσα.
Μὲ δίχως μέλ' οἱ μέλισσες ἀφήσαν τὰ μελίσσα,
Ξερριζωμένες οἱ ἐλιές, ὁλόξερα τἀμπέλια,
Φτερουγιασμένες οἱ χαρές, οἱ ἔρωτες, τὰ γέλια,
Κ' ἐκεῖ ὁποῦ ἐφώλιαζαν γλυκόλαλα πουλάκια,
Τόρ' ἀνυπόμονα πετοῦν καὶ σκούζουν τὰ κοράκια.
Κι' ὅπου φλογέρα ἔπαιζεν, ἡ σάλπιγγα γροικιέται,
Κι' ὁ Τοῦρκος εἰς τὸν ἦχο της ξυπνᾷ καὶ ξεπετιέται.
Τὰ πύρινα φτερούγια του τἀσκέρι ξεδιπλώνει.
Τὸ 'μάτι κι' ἂν δὲν σκιάζεται, μὰ πάντοτε θαμπώνει
Σὲ πράσινα καὶ κόκκινα καὶ ἄσπρα τουλουπάνια,
Μέσα σὲ ζῶνες, ἄρματα, λαχούργια καὶ καφτάνια,
Μέσ' σὲ βαρειὰ γουναρικὰ καὶ 'ς ἀκριβὰ κασμίρια
Πνιγμένα μέσ' 'τὸ μάλαμα καὶ σὲ πετράδια μύρια.
Νά οἱ σπαχῆδες! 'ς τἄγρια τατάρικ' ἄλογά των
Ἀπ' ὅλους ξεχωρίζουνε μὲ τὰ γυρτὰ σπαθιά των,
Καὶ οἱ τσαούσηδες, π' ὁρμοῦν μὲ βούνευρα καὶ δέρνουν
Ὅσους 'ς τὸν πόλεμο δειλὰ τὸ βῆμα 'πίσω σέρνουν.
Κι' οἱ φοβεροὶ γενίτσαροι, μέσ' 'ς τὰ θεριὰ λιοντάρια,
Μὲ τὰ λευκὰ σαρίκια των καὶ τἀργυρᾶ χαντζάρια·
Θαρρεῖς γραφτὰ 'ς τὸ πρόσωπο καθένας των πῶς ἔχει
Τὰ λόγια τοῦ Χατζῆ Βεχτὰς, τοῦ πρώτου των τοῦ σέχη:
«—Πάντα μὲ κοφτερὸ σπαθὶ κι' ἀλάθευτο κοντάρι
Νὰ τὸ γυρνᾶτε ἀνίκητο 'ς τὸν κόσμο τὸ φεγγάρι!—»
Ὁ κάθε πύργος ποῦ 'ψηλὸς τὸ Κάστρο ἀντίκρυ σκιάζει,
Ρίχνει σαΐττες 'σὰ βροχὴ καὶ πέτρες 'σὰ χαλάζι.
Σιμὰ 'ς τὰ τείχη ἀράπηδες λάκκους κι' αὐλάκια σκάφτουν,
Ἄλλοι μολύβια χύνουνε, κι' ἄλλοι λαγούμι' ἀνάφτουν,
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ ξερόκλαδα καὶ πίσσα καὶ κατράμι
'Μπροστὰ 'ς τὰ τείχη ἀνάβουνε χιλιόφλογο ποτάμι,
Κι' ἐκεῖνο ὁρμᾷ καὶ ρυάζεται καὶ βράζει μὲ μανία,
Καὶ μέσ' 'ς τὴ χώρ' ἀντίφλογο σκορπᾷ καὶ δυσωδία,
Καὶ τἀγεράκι τοῦ γιαλοῦ μαζώνει τὰ φτερά του,
Μήπως χαθῇ 'ς τὴ λαύρα του καὶ δρόσο κ' εὐωδιά του
Καὶ φεύγει 'ς ἄλλα χώματα, σὲ μακρινὰ ἀκρογιάλια.
Κι' ἐνῷ παντοῦ Δερβίσιδες νιοθέριστα κεφάλια
Γυρνοῦν καὶ δείχνουν καρφωτὰ σὲ μακρυὰ κοντάρια,
Ἄλλων Δερβίσιδων φωνὲς γροικοῦντ' ἀνάρῃα ἀνάρῃα
Νὰ κράζουν: «Δόξα τοῦ Ἀλλάχ, καὶ δόξα τοῦ προφήτου!»
Ὡστόσ' ὁ Σουλεϊμὰν πασας ἐβγῆκε ἀπ' τὴ σκηνή του.
Μόλις ἀκούσθη τ' ὄνομα κι' ἡ ὄψις του ἐφάνη,
Καὶ γέρνουν καὶ τὸν προσκυνοῦν ὡς κάτου οἱ Μουσουλμάνοι
Ὁλόμακρα σκορπίζονται 'ς τὸ στῆθος του τὰ γένεια.
Κ' ἐγγίζουν ἄρματα χρυσᾶ καὶ μαργαριταρένια.
Καβαλικεύει κάτασπρο καὶ θεριεμένο ἄτι
Καὶ πρὸς τὸ Κάστρο σταματᾷ τἀνήμερο τὸ μάτι
Ποῦ ἀποκρίνεται μ' ἀρῃὰ ριξίματ' ἀπ' ἀγνάντια·
Ἀστράφτουν 'ς τὸ καβοῦκί του σὰν ἣλιοι τὰ διαμάντια
Καὶ τὰ ρουμπίνια 'ς τὸ χρυσὸ τριγύρω σαλιβάρι.
Ἀγᾶς τὸ ἄτι του κρατεῖ ἀπὸ τὸ χαλινάρι.
Τί μελετάει ὁ πασᾶς, τί ἔχει 'ς τὸ μυαλό του,
Καὶ ξάφνου ὀρθὸς σηκώνεται ἀπάνου 'ς τἄλογό του,
Κι' ἀπ' ὅλους πειὸ ψηλότερος ἐκεῖνος ξεχωρίζει
Καὶ ἁρπάζει τἀσημένιο του δοξάρι ἀπ' τὸ σεΐζη,
Καὶ ὅλοι στέκουν ἄφωνοι τριγύρω μὲ τρεμοῦλα;
Νά! βγάζει ἀπὸ τὸν κόρφο του γραφτὴ μὲ μαύρη βοῦλλα,
Σὲ μιᾶς σαΐττας τὴν κορφὴ τὸ γράμμα τὸ καρφώνει,
Καὶ τὴ σαΐττα 'ς τὸ βαρὺ δοξάρι τ' ἀπιθώνει,
Καὶ ρίχνει...
Ἐσφύριξε, πετᾷ, καὶ χάνεται 'ς τὰ τείχη.
Μαῦρο πουλὶ μαύρη πετᾷ νὰ προφητέψῃ τύχη!
Κι' ἀκούγετ' ἡ βραχνὴ φωνὴ ἑνὸς Δερβίση κράχτη:
—Παραδοθῆτε, χριστιανοί, ἀλλιῶς φωτιὰ καὶ στάχτη!
Ὦ Λῆμνος, δόσε ἀπόκρισι. —Σ' αὐτὸ τὸ χῶμα, πές του,
Ἐδούλευε τοὺς κεραυνοὺς τὸ χέρι τοῦ Ἡφαίστου!
Ὅμως 'ς τὴν Λῆμνον ὁ καιρὸς μ' ἀπελπισιὰ περνάει,
Καὶ Βενετσάνος ἀρχηγὸς 'ς τὴ χώρα κυβερνάει,
Καὶ ἀνεμίζει 'ς τὸ νησὶ μ' ἀφεντικὸ καμάρι
Τῆς Βενετιᾶς τὸ φλάμπουρο, τὸ φτερωτὸ λιοντάρι!
—Πατρίς, ποῦ εἶν' ἡ ἀθάνατη τῆς δόξης σου σημαῖα;
Τὸ μαγεμένο πέπλο σου ποῦ εἶνε, Λευκοθέα,
Τὸ πέπλο σου ποῦ ἔφθανε μονάχα νὰ τ' ἁπλώσῃς,
Γιὰ ν' ἀντρειέψῃς τοὺς δειλούς, τοὺς ναυαγοὺς νὰ σώσῃς;
Ποῦ εἶνε ἡ σημαία σου ἡ μυριοδοξασμένη;
Σὲ πολεμοῦνε βάρβαροι, σὲ διαφεντεύουν ξένοι
Γιὰ νὰ μοιράζουν ὕστερα γιὰ πληρωμή των τάχα
Τὴν ἐμορφιά σου, λείψανο τῆς ἐμορφιᾶς μονάχα—
Σὲ κόκκινες κι' ἀρχοντικὲς χλαμύδες τυλιγμένοι,
Μέσα σὲ σάλα κάθονται χρυσῆ κι' ἀρματωμένη,
Ἀνάμεσα ὁ ἀρχηγός, καὶ γύρω οἱ καπετάνοι·
Μὲ γράμμα ποῦ μαυρολογᾷ ἕνας 'ς τὴν θύρα ἐφάνη.
—Αὐτὴ τὴν ὥρα, στρατηγέ, μᾶς τὤφερε τἀγέρι
Σὲ μιὰ σαΐττα καρφωτό· τ' Ἀγαρηνοῦ τἀσκέρι
Ἀποκρισιάρη τὤστειλε.—
Κι' ὁ στρατηγὸς διαβάζει:
«—Σουλεϊμὰν τρανὸς πασᾶς τῆς Ρούμελης προστάζει:
Μὰ τὸ Σουλτάνο, τοῦ Ἀλλάχ σκιά, τοῦ ἥλιου ἀκτῖνα,
Παράδοσε τὸ κάστρο του καὶ πέσε καὶ προσκύνα!—»
Κι' ἀνάκραξεν ὁ ἀρχηγὸς μὲ πεῖσμα:
—Μουσουλμάνοι!
Ἐδῶ δουλεύουν καὶ κρατοῦν τὴ σπάθα Βενετσάνοι.
Ὅσῳ 'χ' ἡ Δύσι πέλαγα, κ' ἡ Ἀνατολὴ λιμάνια,
Κ' ὑψώνεται τοῦ στόλου μας ἡ φήμη ὡς τὰ οὐράνια,
Ἐν ὅσῳ καὶ ἡ φτωχότερη τῆς Βενετιᾶς παρθένα
Σὲ σκέπη ὁλόχρυση μαλλιὰ τυλίγει χρυσωμένα
Καὶ τὸ φλωρὶ ἀφρόντιστα σκορπᾷ γιὰ 'λεημοσύνη,
Κι' ὃσῳ τὸ κῦμα μὲ καϋμὸ κι' ἀγάπη καταπίνει
Κάθε χρονιὰ τοῦ Δόγη μας τὴ λαμπερὴ ἀρραβῶνα,
Καί, τῶν νησιῶν βασίλισσα καὶ τῶν 'γιαλῶν γοργόνα,
Ἐν ὅσῳ τὴν πορφύρινη χλαμύδα ὅταν ξαπλώνῃ,
Σκεπάζει κάθε θάλασσα καὶ τήνε πορφυρόνει
Ἡ ἔνδοξη πατρίδα μας,—δεν τρέμουμε φοβέρες.—
— Τοῦ κάκου! μαῦρε, ἀρχηγέ, μᾶς 'πλάκωσαν ἡμέρες!
Ὁ Λορεδάνος πουθενὰ δὲ' φαίνεται, δὲ' φτάνει,
Κ' ἡ πεῖνα θὰ μᾶς μοιρασθῇ μαζὶ κ' οἱ Μουσουλμάνοι.
Μᾶς λείπουν ἄρματα, τροφή, μπαροῦτι, στρατιῶτες,
Κ' οἱ Βενετσάνοι εἶν' ἄρρωστοι, καὶ φεύγουν οἱ Λημνιῶτες.
— Ὄχι! ἀποκρίθηκ' ἕνας νιὸς λεβέντης τοῦ πολέμου.
Δὲν εἶνε τόσῳ δίκαια τὰ λόγια σ', ἀδερφέ μου.
Ἐξέχασες τὸ θάνατο τοῦ γέρου τοῦ Λημνιώτη,
Ποῦ γέρος, ὅπως βρίσκουνταν ὅπου φωτιὲς καὶ κρότοι,
'Σ τὸ ἕνα χέρι τὸ σπαθὶ καὶ 'ς τἄλλο τὴν ἀσπίδα,
Καὶ τοὺς δειλοὺς ἐγκάρδιωνε, κ' ἐζοῦσε τὴν πατρίδα;
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποῦ ἔπεσε 'ς τὰ τείχη
Νεκρὸς ἀπὸ φαρμακερὴ σαΐττα,—μαύρη τύχη!
Ἐδείλιασε κ' ἐλούφαξεν ἡ χώρα πέρα πέρα.
Μὰ ξέρεις πῶς τοῦ γέροντα Λημνιώτ' ἡ θυγατέρα,
Ἡ Μάρω, τὸ ἀρχοντικὸ κορμί, τῆς Λήμνου ἡ κόρη,
Τρέχει 'ς τοὺς κάμπους τοῦ νησιοῦ καὶ 'ς τοῦ νησιοῦ τὰ ὄρη,
Καὶ σέρνει ἄντρες 'πίσω της καὶ ἀρματώνει νιάτα,
Κι' ἔχει σὲ κάθε προκοπή, σὲ κάθε, τὰ πρωτάτα;
Ξέρεις πῶς μόλις ἄψυχο τῆς 'φεραν τὸ κορμί του,
Ἐπῆρε τὴν ἀσπίδα του κι' ἐζώσθη τὸ σπαθί του,
Καὶ πνίγοντας μέσ' 'ς τὴν καρδιὰ τὰ δάκρυα τὰ γυναίκεια,
Τόρα σκορποῦν τὰ μάτια της ἀντρίκει' ἀστροπελέκια;
Ξέρεις πῶς εἶνε μάγισσα ἡ Μάρω, καὶ γιὰ 'κείνη
Καθεὶς ζωὴ καὶ θάνατο, καὶ ὅ,τι ἔχει, δίνει,
Καὶ πῶς γιὰ τῆς Λημνιώτισσας μόνο τὴν τόση χάρι
Ὅλο, σὲ 'λίγο, τὸ νησὶ σηκόνεται λιοντάρι;—
Τὰ λόγια δὲν ἀπόσωσε, καὶ 'σὰν ἀγριοκαῖρι
Νά πλάκωσεν ἐξαφνικὸ μὲ χάλαζα κι' ἀγέρι,
Κόβει τὰ λόγια του βοὴ βαθειὰ κι' ἀγριεμένη!
—Ἆ! οἱ Γενίτσαροι χυμοῦν 'ς τὸ Κάστρο λυσσασμένοι,
Καὶ τῶν σπαχήδων χλιμιντροῦν οἱ ἄγριες φοράδες!—
Δὲν εἶνε Τοῦρκ', εἶν' Ἕλληνες, ὀλιγοστὲς χιλιάδες,
Ποῦ ἔφτασαν ἀπ' τὰ χωριά, καὶ μπαίνουνε 'ς τὴ χώρα,
Ὅμως γιὰ χάρι σᾶς ζητοῦν νὰ πολεμήσουν τόρα.
Νά! μακρυὰ ἀλαλάζοντας πλῆθος περίσσιο ἐφάνη.
'Σ τὸν ἀρχηγό σας ἔρχονται· χαρά σας, Βενετσάνοι!
Ὅπου δὲν ἔβλεπες ψυχὴ κ' ἔννοιωθες μόνο τρόμο
'Σ τὸ σπίτι τὸ κατάκλειστο, 'ς τὸν ἔρημο τὸ δρόμο,
Ὅπου ὁ ἄντρας ἔκραζεν ο ἱ Τ ο ῦ ρ κ ο ι ! ἀπελπισμένα,
Καὶ ἡ γυναίκα μὲ βαρὺ ἀντιλαλοῦσε ὠ ϊ μ έ ν α,
Κ' ἡ σιγαλιὰ ποὐ ἤτανε χυμένη πέρα ὡς πέρα
Ἔφερν' ἀπ' ἔξω τὴ βοὴ μὲ πειὸ πολλὴ φοβέρα,
Τόρα τὴ Λῆμνο μιὰ καρδιὰ χτυπάει ἀντρειωμένη,
Νιούς, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, γυναῖκες 'ς τὴν ἀράδα
Τοὺς περιχύν' ἡ λεβεντιὰ μ' ἀσύγκριτη ἐμορφάδα
Κ' ἡ χλαλοὴ ποῦ ἁπλόνεται ἀο' τὴν ὁρμὴ ἐκείνη
Κάθε βροντὴ καὶ κανονιὰ τοῦ Τούρκου καταπίνει.
Κρατοῦν 'ς τὰ χέρια τους σπαθιὰ καὶ πέτρες καὶ δοξάρια,
Κι' ὅλοι θαρρεῖς πῶς ἄθελα ξυπνήσαν παλληκάρια,
Καθὼς θωροῦμε 'ς τὤνειρο, ἐκεῖ ποῦ περπατοῦμε
Πῶς ὑψωνόμαστ' ἔξαφνα καὶ ἀεροπετοῦμε.
Καὶ βλέπεις πῶς ἡ δύναμι δὲν εἶνε 'ς τἄρματά των,
Ἀλλὰ ριζώνει 'ς τὴν καρδιά, σκορπιέται ἀπ' τὴ ματιά των.
Ὤ! ποιός, ποιὸ τάχα ὄνειρο, ποιὸς ἄγγελος Κυρίου
Σκόρπισ' ἀνδρεία 'ς τὸ νησὶ καὶ ἀφοβιὰ θηρίου;
Τὸ ὄνειρο κι' ὁ ἄγγελος ἡ Μάρω εἶνε μονάχη.
'Σὰν νὰ τοὺς πάῃ 'ς τὸ χορὸ τοὺς ὁδηγεῖ 'ς τὴ μάχη.
Ἀντρίκει 'χει περπάτημα, μὰ καὶ γυναίκεια χάρι,
Χαριτωμένα σὰν ἀνθὸ βαστάει τὸ κοντάρι,
Φορεῖ ἀσπίδα καὶ σπαθὶ καὶ περικεφαλαία,
Γαλανομμάτα καὶ 'ψηλὴ καὶ φοβερὴ κι' ὡραία,
Θαρρεῖς πῶς εἶν' ἡ Ἀθηνᾶ 'σὰν ἔφταν' ἀπ' τἀστέρια
Κι' ὡδήγαε τῶν Ὁμηρικῶν παλληκαριῶν τὰ χέρια.
Ὦ τραγουδήστρα αἰώνια τῆς δόξης, πές μου, λύρα,
Σὲ τέτοια κάλλη ποιὸς θεὸς ἔγραψε τέτοια μοῖρα;
—Αὐτὸς ποὺ κόρη ἀσθενικὴ θεριεύει καὶ τὴ φέρνει
Νά κόψῃ τὸ ἀνίκητο κεφάλι τοῦ Ὁλοφέρνη!
Ἀπ' τοῦ πατέρα τὸ χαμό, ἀπὸ τὴν ἴδια ὥρα
Ἐπῆρ' ἀράδα τὰ χωριὰ καὶ ἀραδιαστὰ τὴ χώρα.
Μιλοῦσε κ' εἶχε 'ς τὴ φωνὴ μιὰ μυστικὴ γλυκάδα,
Ἐσώπαινε, κ' ἐμίλαγε τῆς ὄψις ἡ ἐμορφάδα.
Ἀλλὰ τῆς Λήμνου ἡ 'σπλαχνικὴ δὲν ἦτο πλέον κόρη
Ποῦ μάζωνε τὴν ἔρημη γυναῖκα καὶ τἀγόρι,
Κι' ἀγρύπναε 'ς τὸν ἄρρωστο μὲ καλωσύνη τόση,
Εἶχε τῆς μάνας τὸν καϋμὸ καὶ τοῦ γιατροῦ τὴν γνῶσι,
Νεράϊδ' ἄλλοι τὴν ἔλεγαν, καὶ ἄλλοι Παναγία,
Κι' ὅλοι Θεοῦ εὐλογία.
Ἡ ἐμορφιά της ἀστραπὴ καὶ φῶς πολεμιστήριο,
Κ' ἐ κ δ ί κ η σ ι τῶν λόγων της τ' ὁλόγλυκο μυστήριο!
Καὶ νοιώθουν ὅσοι τὴν ἀκοῦν μιὰν ἄσβυστη φροντίδα,
Μ' αὐτὴ νὰ βγοῦν, νὰ πέσουνε μ' αὐτὴ γιὰ τὴν πατρίδα.
'Σ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νησί, 'ς αὐτὰ τὰ ἴδια ὄρη,
'Σ ἕνα πανάρχαιο καιρό, μιὰ ζηλεμένη κόρη,
Αὐτὴ μονάχη ἐγλύτωσε τὸ γέρο της πατέρα
Ὅταν τῆς Λήμνου ἔπεσαν οἱ ἄντρες πέρα πέρα
Ἀπ' τὶς ζηλιάρες καὶ κακὲς γυναῖκές των σφαγμένοι·
Ἡ κόρη ἔγινεν ὕστερα βασίλισσ' ἀκουσμένη!
Θαύματα κάνει τῶν παιδιῶν ὁ πόνος ἐδῶ πέρα!
Κ' ἐσὺ γιὰ τὸν πατέρα σου, ὦ Μάρω, μιὰν ἡμέρα,
Θὲ νὰ φορέσῃς ἀκουστὴ τῆς φήμης τὸ στεφάνι,
Ποῦ 'σαν τὸ πρῶτο δὲ 'μπορεῖ καιρὸς νὰ σ' τὸ μαράνῃ!
Φεύγει ὁ ἥλιος, τὰ βουνὰ ἐχρύσωσε ἡ δύσι,
Καὶ φέρν' ἡ νύχτα τἆστρά της τὸ χρύσωμα νὰ σβύσῃ.
Μὰ τόρα ὕπνο, σιωπή, καὶ ὄνειρα δὲν κρύβει,
Ἀλλὰ τὸ Χάρο σὲ σπαθὶ καὶ φλόγα καὶ μολύβι,
Κι' ἀπὸ τὴ μία τὴ μεριὰ ξεχύνετ' ὡς τὴν ἄλλη
Μία φωνὴ τρομαχτικὴ σὲ κάμπο κι' ἀκρογιάλι:
Ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α ἢ θ ά ν α τ ο ς !
Πρώτη φορά, φωνοῦλα,
Μέσ' 'ς τῆς Ἑλλάδος τὸ χαμό, 'ς τοῦ Τούρκου τὴν τρεμοῦλα,
Γροικιέσαι, καὶ 'ς τὸν ἦχο σου τὸ κῦμ' ἀναταράζει,
Κι' ἀκόμα κι' ὁ Γενίτσαρος τἀκούει κι' ἀνατριχιάζει.
Αἰῶνες θὰ διαβοῦν, φωνὴ τοῦ γένους μας μεγάλη,
Καὶ πάλι νά ξανακουσθῇς, νὰ κάμῃς θαῦμα πάλι.
Ὅλοι 'ς τὰ τείχη τρέχουνε, στρατιῶτες, καπετάνοι,
Μὲ μιὰ ὁρμή, μὰ μιὰ καρδιά, Λημνιῶτες, Βενετσάνοι.
Κανεὶς περίγελο, κανεὶς 'ντροπὴ δὲν πρέπει νἄχῃ
Ὅτι γυναῖκα ὁδηγεῖ τὴ λεβεντιὰ 'ς τὴ μάχη.
Ἂς τρέμῃ κάθε ἀγαρηνὸ σπαθὶ, κάθε σαρίκι.
Γυναῖκες ἦταν κ' οἱ θεές, παρθένα εἶν' ἡ Νίκη!
Τοῦρκοι, ξυπνᾶτε! ἀζάβηδες, γενίτσαροι, ἀκιντζῆδες,
Ἀχόρταγοι ἐμίριδες, ἀνίκητοι σπαχῆδες,
Καβαλικεῦτε τἄλογα, φορέστε τἄρματά σας,
Τίγριδος βάλτε ἀπονιὰ 'ς τὴν ἄκαρδη καρδιά σας,
Ἀγροικηθῆτε, σάλπιγγες, προσευχηθῆτε, κράχτες,
Τοῦρκος, γενῆτε κεραυνοί, βοριάδες, καταρράχτες,
Τρανὲ πασᾶ τῆς Ρούμελης, ἀνέβα 'ς τἄλογό σου
Καὶ τοῦ Ἐγιοὺπ ξεδίπλωσε τὸ φλάμπουρο ἐμπρός σου,
Γιὰ κάθε ἀπίστου κεφαλὴ φοῦχτα τἀσῆμι τάξε,
Ὅσους χυμᾶνε φίλεψε, ὅσους δειλιάζουν σφάξε,
Δερβίση, κήρυξε τρανὰ παντοῦ μὲ τὴ φωνή σου
Τὸ μέλι, τἄνθη, τοὺς καρπούς, τὸ φῶς τοῦ παραδείσου,
Τοὺς γαλατένιους ποταμούς, τὰ διάφανα οὐρί του
'Σ ἐκείνους ποῦ θὰ πέσουνε γιὰ δόξα τοῦ προφήτου,
Καὶ τί κορμιὰ λαχταριστά, πουγγιὰ μὲ τὸ καντάρι
Θὰ πάρουν ὅσοι στήσουνε 'ς τὸ Κάστρο τὸ φεγγάρι!
Ὦ βούνευρα, ματώνετε κάθε ἀργοῦ τὴν πλάτη,
Ὦ δαμασκιά, θαμπώνετε κάθε ἀνθρώπου μάτι,
Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! μὴν παραιτεῖς τ' ἀνάκρασμα, ἰμάμη!
Χίλια ποτάμια σπείρατε παντοῦ ἀπὸ κατράμι,
Καὶ θυμηθῆτε ἀπ' τὸν πασᾶ ὡς τὸβ ἀζάβη, ὅλοι,
Πῶς εἶστ' ἐσεῖς ποῦ ἐπήρατε τὴν ἄπαρτη τὴν Πόλι!
Τοῦ κάκου! θαλασσόδαρτοι ὅσῳ κι' ἂν εἶστε βράχοι,
Ποτέ σας τέτοια κύματα δὲν εἴδατε σὲ μάχη.
Ποτέ σας δὲν ἐννοιώσατε βαθύτερο σκοτάδι,
Ποτὲ τέτοιες ἀλάθευτες χτυπιὲς καὶ τέτοιον Ἅδη!
Θαρρεῖτε, ἄνοιξε τῆς γῆς γιὰ νὰ σᾶς πιῇ τὸ βάθος
Καὶ πέφτει καταπάνου σας ὁ γίγαντας ὁ Ἄθως.
Κι' ὅταν 'ς τῆς μάχης τὴ φωτιὰ ποῦ τὴ νυχτιὰ φωτάει
Τῆς Λήμνου ξαγναντεύετε τὴν κόρη νὰ πετάῃ,
Ἀλύγιστη καὶ φτερωτή, τρομακτικὴ κι' ὡραία,
Μὲ μόνα τὰ κυματιστὰ μαλλιά της γιὰ σημαία,
Ποῦ πρῶτα μὲ τὰ μάτια της βασκαίνει σὰν τὸ φεῖδι,
Κ' ὕστερα δίνει τὴ χτυπιὰ μὲ τὸ λαμπρὸ λεπίδι,
Θαρρεῖτε μέσα 'ς τὸ πυκνὸ τῶν σαϊτιῶν χαλάζι
Πῶς τοῦ ὀλέθρου ὁ ἄγγελος ὁ Ἀζραὴλ σᾶς σφάζει,
Κι' ἄλλοι δαγκώνετε τὴ γῆ, καὶ τρεμουλιάζετ' ἄλλοι,
Καὶ 'ς τὰ καράβια φεύγετε, φεύγετε 'ς τἀκρογιάλι.
Καὶ τἀγεράκι τἄκακο τῆς Θράκης ζωντανεύει,
Γοργὰ ξυπνάει τὴ θάλασσα, κ' ἡ θάλασσα θεριεύει,
Καὶ ὕστερ' ἀπὸ τὸ χαμὸ κι' ἀπ' τὴν ἀπελπισία
Οἱ ἄνεμοι, τὰ κύματα, φρικτότερα θηρία,
Ὁρμοῦν καὶ χαμηλώνουνε κ' ὑψώνονται καὶ ρυάζονται
Καὶ τὰ στερνὰ τὰ λείψανα συντρίβουν καὶ μοιράζονται,
Καὶ μέσα 'ς τὸν ἀλαλαγμό, 'ς τὴ νύχτα καὶ 'ς τὴ φρίκη
Μία φωνὴ ἀπ' τὸ νησὶ σκορπιέται:
—Νίκη! Νίκη!
Μάρτιος 1885.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ
Ἑλλήνων Φῶς