Η μάχη του Ματζικέρτ

Σαν σήμερα, το 1071 μ.Χ, έγινε στο Ματζικέρτ, μία απο τις σημαντικότερες μάχες για την πορεία του μεσαιωνικού ελληνισμού, της οποίας η έκβαση σηματοδότησε την αρχή του τέλους της κυριαρχίας των Βυζαντινών στην Ανατολική Μικρά Ασία.

Το Ματζικέρτ, ήταν μία μικρή πόλη-φρούριο, στο ανατολικότερο άκρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας πού τότε ανήκε στην επαρχία της Μεγάλης Αρμενίας. Βρίσκεται κοντά στην λίμνη Βαν και είναι σήμερα πόλη της ανατολικής Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με το Ιράν.

Στην μάχη αυτή, που έγινε στην πεδιάδα νότια της πόλης του Ματζικέρτ, αναμετρήθηκαν ο Βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη, με τους Σελτζούκους Τούρκους του σουλτάνου Αλπ Ασλάν (= λιοντάρι του βουνού), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια παρενοχλούσαν με επιδρομές τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η μάχη κατέληξε σε σημαντική ήττα των Βυζαντινών, την πρώτη απο τους Τούρκους, που άνοιξε τον δρόμο για τη εγκατάσταση τους στην περιοχή. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαζί με πολλούς στρατηγούς, πιάστηκε αιχμάλωτος και υποχρεώθηκε να συνάψει ταπεινωτική συμφωνία με τον Αλπ Ασλάν, αποδεχόμενος την δημιουργία τουρκικού κράτους στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Η αιχμαλωσία του Ρωμανού Διογένη είχε έντονη απήχηση εκείνη την εποχή, καθώς ήταν η πρώτη φορά που Βυζαντινός αυτοκράτορας, έπεφτε αιχμάλωτος στο πεδίο της μάχης και μάλιστα απο μουσουλμάνους.

Η συμφωνία αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία του Σουλτανάτου του Ικονίου, που σηματοδότησε την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στην περιοχή και την απαρχή της πτώσης της αυτοκρατορίας.

Ο στρατός των Βυζαντινών, είχε δύναμη 40.000 ανδρών και ήταν ανομοιογενής, αποτελούμενος σε μεγάλο βαθμό απο ξένους μισθοφόρους και κυρίως Νορμανδούς, Βούλγαρους, Φράγκους, Πετσενέγγους, Γότθους, Σλάβους, Τουρκομάνους Ούζους, Χαζάρους, Κουμάνους και Ιβηρες απο την Αρμενία, καθώς ο πιστός και εμπειροπόλεμος στρατός των Θεμάτων της αυτοκρατορίας είχε παραμεληθεί απο τους προηγούμενους αυτοκράτορες. Αντίθετα, ο στρατός των Σελτζούκων ήταν ομοιογενής, αποτελούμενος κυρίως απο Σελτζούκους και Τουρκομάνους νομάδες που επιδίωκαν νέα εδάφη για εγκατάσταση και είχε αριθμητική ισχύ αντίστοιχη ή λίγο μικρότερη του βυζαντινού.

Οι αιτίες της στρατιωτικής ήττας πρέπει να αναζητηθούν αφ'ενός στην υπεροψία των Βυζαντινών για την εύκολη επικράτηση τους απέναντι στους άτακτους Σελτζούκους και αφ΄ετέρου σε στρατηγικά λάθη που έγιναν κατά την διάρκεια της μάχης. Το μεγαλύτερο λάθος του Ρωμανού Διογένη, ήταν η διαίρεση του στρατού και η αποστολή των καλύτερων μονάδων του, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών, να καταλάβουν πόλη 50 χλμ νότια του Ματζικέρτ. Ο επικεφαλής της δύναμης αυτής, Ιωσήφ Ταρχανειώτης, παρέκλινε της πορείας του και κατευθύνθηκε ακόμα μακρύτερα, πρός την πόλη Μελιτηνή, 150 χλμ νοτιοδυτικά του πεδίου της μάχης, πιθανότατα επειδή ισχυρή δύναμη των Σελτζούκων του έκοψε τον δρόμο.

Η υπόλοιπη δύναμη του στρατού, υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, αφού είχε για 2-3 ημέρες, αρκετές απώλειες από την συνήθη στους Τούρκους τακτική της ψευδούς υποχώρησης με στόχο την ενέδρα, παρετάχθη στις 26/8/1071 για μάχη, απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις Σελτζούκων, αποτελούμενες κυρίως απο ελαφρό ιππικό, εφοδιασμένο με τόξα και σπαθιά, χωρίς να περιμένει την επιστροφή του Ταρχανειώτη, στηριζόμενος στο χαμηλό αξιόμαχο των αντιπάλων.

Κατά την διάρκεια της μάχης, και ενώ η έκβαση της μάχης ήταν θετική για τους Βυζαντινούς, η αδυναμία συντονισμού του ετερογενούς αυτού στρατεύματος σε συνδυασμό με διαταγές που παρεξηγήθηκαν δημιούργησαν χάος, το οποίο εκμεταλεύθηκαν οι οπισθοχωρούντες Σελτζούκοι. Η αδυναμία αυτή δημιούργησε πανικό και βοήθησε στην προσχώρηση των Ούζων στους ομόγλωσσους τους Σελτζούκους και στην αδράνεια (ίσως και προδοσία) του επικεφαλής της οπισθοφυλακής Ανδρόνικου Δούκα (πολιτικού αντίπαλου του Ρωμανού).

Η συνέχεια ήταν τραγική για τον αυτοκρατορικό στρατό καθώς υπέστη συντριπτική ήττα απο τους Σελτζούκους οι οποίοι, απέκοπταν με το ελαφρύ ιππικό τους, τα πανικοβλημένα τμήματα του στρατού των Βυζαντινών και τα οδηγούσαν στην σφαγή, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 8.000 νεκρούς, έναντι ούτε 1.000 των Σελτζούκων.

Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης αιχμάτωλος του Αλπ Αρσλάν

Είναι ενδεικτική, η στιχομυθία μεταξύ των δύο ανδρών, όταν έφεραν τον πληγωμένο Ρωμανό μπροστά στον Αλπ Ασλάν.

" τι θα έκανες Ρωμανέ, αν εγώ ήμουν αιχμάλωτός σου" τον ρώτησε ο Αλπ Ασλάν.

" θα σε θανάτωνα, επί τόπου" απάντησε ο Ρωμανός.

" εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο,θα σε αφήσω ελεύθερο " του απαντά ο Αλπ Ασλάν, κατακρίνοντάς τον στην συνέχεια για την υπεροψία του.

Ο αυτοκράτορας απελευθερώθηκε μετά την υπογραφή της συμφωνίας και την καταβολή λύτρων και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τυφλώθηκε από το μανιασμένο πλήθος, υποκινούμενο απο τον επόμενο αυτοκράτορα Μιχαήλ Δούκα, πολιτικό αντίπαλο του Ρωμανού. Στην συνέχεια εξορίσθηκε στην νήσο Πρώτη της Προποντίδας, όπου και πέθανε το 1072 μ.Χ., από τα τραύματά του, σε ηλικία 49 ετών.

Τά πραγματικά όμως αίτια της ήττας στο Ματζικέρτ, πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική παράλυση των τελευταίων 30 ετών και την έντονη αντιπαράθεση των φεουδαρχών με την κεντρική εξουσία που αποδυνάμωσε την αυτοκρατορία. Η κρατούσα τάξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελούμενη κυρίως απο φεουδαρχικές οικογένειες της Μ.Ασίας (Σκληροί, Δούκες, Μελισσηνοί κλπ) αντιδρούσε στην προσπάθεια του Ρωμανού Διογένη, να επαναφέρει δικαιότερο φορολογικό σύστημα, να καταργήσει τον θεσμό της δουλοπαροικείας και να ενισχύσει την κεντρική εξουσία, που θα επέτρεπε την αποκατάσταση της ισχύος των Βυζαντινών θεματικών στρατευμάτων.

Αντίθετα, οι φεουδάρχες υποστήριζαν την μη φορολόγηση τους, την δυνατότητα διατήρησης ιδιωτικών στρατών και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα. Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε σε φεουδαρχικούς πολέμους για την απόκτηση του θρόνου, την αλλαγή 5 αυτοκρατόρων σε διάστημα 30 χρόνων και την εξασθένηση του κράτους και της εξωτερικής πολιτικής θέσης του.

Επιπλέον αυτών, η πολιτική αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στους κόλπους του στρατού, όπου οι φεουδαρχικής καταγωγής ανώτεροι αξιωματικοί, εφάρμοζαν προσωπικές πολιτικές ακόμα και στις μάχες. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με το ετερογενές και αμφιβόλου πίστης μισθοφορικό στράτευμα, οδηγούσε συχνά σε δυσπιστία μεταξύ των επικεφαλής των μονάδων, αδυναμία συντονισμού και πλήρη αναποτελεσματικότητα του στρατού.

Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ, η αυτοκρατορία περιήλθε για άλλη μια φορά στην δίνη των εμφυλίων συρράξεων, που βοήθησαν στην σταδιακή επέκταση της κυριαρχίας των Σελτζούκων, ιδίως μετά την επίσης νικηφόρα για αυτούς, μάχη του Μυριοκέφαλου (1176 μ.Χ.), ενώ έφτασαν έως την Νίκαια, το 1077 μ.Χ. Η κυριαρχία των Σελτζούκων στην περιοχή αυτή, απέσπασε απο την αυτοκρατορία τις ανατολικές περιοχές της (Καππαδοκία, Αρμενία) που τροφοδοτούσαν τον στρατό με έμπιστους στρατιώτες, οι οποίες σταδιακά εκτουρκίσθησαν, ενώ παράλληλα απέκοψε τους εμπορικούς δρόμους με την Περσία,την Ινδία και την Απω Ανατολή, που συντηρούσαν για αιώνες την Κωνσταντινούπολη ως το σημαντικότερο για την εποχή διεθνές κέντρο εμπορίου.

Ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Αλπ Ασλάν, δεν είχε καλύτερο τέλος. Πέθανε έναν χρόνο αργότερα, το 1072 μ.Χ. σε ηλικία 42 ετών, απο την υπεροψία του, ελάττωμα για το οποίο είχε κατακρίνει τον Ρωμανό Διογένη. Ο θάνατος του, προήλθε από μονομαχία που προκάλεσε ο ίδιος, μέ τον αιχμάλωτο του, Πέρση Γιουσούφ Κοτουάλ, κυβερνήτη του φρουρίου του Μπαρζάμ, αμέσως μετά την κατάληψη του φρουρίου απο τους Σελτζούκους.



Πηγή: vassper

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *