Θεοδόσιος ο Μέγας (347 – 395)…..ο ικανός και ανάλγητος αυτοκράτωρ

Β’ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης

Β’ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης

Γράφει ο Χείλων

Κατά τη διάρκεια βασιλείας του Ιοβιανού (363-364) διαδόχου του Ιουλιανού και αφοσιωμένου οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας (Α’ Οικουμενική Σύνοδος) ο Χριστιανισμός αποκαταστάθηκε στην αρχική του θέση, χωρίς αυτό να επιφέρει νέους διωγμούς των ειδωλολατρών και οι οποίοι φόβοι υπήρχαν αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Ο Ιοβιανός σκόπευε να καθιερώσει το προϋπάρχον πριν τον Ιουλιανό καθεστώς σε όλη την αυτοκρατορία, πιστοποιώντας την πλήρη θρησκευτική ανοχή. Επέτρεψε στους ειδωλολάτρες να ανοίξουν εκ νέου τους ναούς και να συνεχίσουν την τέλεση θυσιών και παρά την εμμονή των δογμάτων της Νίκαιας, δεν νομοθέτησε κατά των λοιπών εκκλησιαστικών δογμάτων. Οι εξόριστοι Χριστιανοί των διαφόρων αιρέσεων επέστρεψαν από την εξορία και το λάβαρο εμφανίστηκε και πάλι στο στρατό.

Ο Ιοβιανός βασίλευσε μόνο για μερικούς μήνες, αλλά η δραστηριότητά του στη σφαίρα των Εκκλησιαστικών Υποθέσεων ήταν ιδιαίτερα αισθητή σε σχέση με τους συγχρόνους του. Ο Αρειανός Χριστιανός ιστορικός του 5ου αιώνα, Φιλοστόργιος παρατήρησε: «Ο αυτοκράτορας Ιοβιανός απεκατέστησε τις εκκλησίες στην αρχική τους θέση και τις απήλλαξε από τους κακόβουλους διωγμούς που αφορούσαν στους αποστάτες».

Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 364 και τον διαδέχθηκαν δύο αδέλφια, ο Βαλεντινιανός Α’ (364-75) και ο Ουάλης (364-78) οι οποίοι διαίρεσαν την διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντινιανός έγινε κυβερνήτης της δυτικής αυτοκρατορίας και ο Ουάλης της ανατολικής. Οι αδελφοί διέφεραν σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά στην θρησκευτική προσέγγισή. Ο Βαλεντινιανός ακολούθησε το Σύμβολο της Νίκαιας, ενώ ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Όμως η θρησκευτική πολιτική του Βαλεντινιανού ήταν αποδεκτή από τα άλλα δόγματα και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η θρησκευτική ελευθερία ήταν πλήρης και ασφαλής.

Στην αρχή της εξουσίας του εξέδωσε διάταγμα το οποίο επέτρεπε σε κάθε άνθρωπο «την ελευθερία να πιστεύει σε οτιδήποτε του υπαγόρευε η συνείδησή του» και η ειδωλολατρεία ήταν ελεύθερη. Επιπλέον ο Βαλεντινιανός απέδειξε ότι ήταν Χριστιανός αυτοκράτορας με μια σειρά μέτρων, ένα εκ των οποίων ήταν η αποκατάσταση όλων των προνομίων που χορήγησε ο Μέγας Κωνσταντίνος στον κλήρο. Ο Ουάλης ακολούθησε μια εξ ολοκλήρου διαφορετική πολιτική. Αφού ανακήρυξε τον εαυτό του οπαδό του Αρειανισμού, κατέστησε μη αποδεκτά τα άλλα Χριστιανικά δόγματα και παρόλο που οι διώξεις του δεν ήταν ούτε σοβαρές ούτε συστηματικές στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, εντούτοις επικρατούσε μεγάλος φόβος και άγχος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.

Στα εξωτερικά θέματα οι αδελφοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια πολύ σοβαρή επιπλοκή με τους τα Γερμανικά φύλα. Ο Ουάλης πέθανε πρόωρα κατά την εκστρατεία με τους Γότθους. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκαν στη Δύση οι γιοί του, Γρατιανός (375-83) και ο νεαρός Βαλεντινιανός Β’ (375-92). Μετά το θάνατο του Ουάλη (378) ο Γρατιανός διόρισε τον Φλάβιο Θεοδόσιο ως Αύγουστο της Ανατολής και Ιλλυρίας.

Αγνοώντας τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β’, ο οποίος δεν διαδραμάτιζε κάποιον σημαντικό ρόλο στις εσωτερικές πολιτικές της αυτοκρατορίας, η κυβέρνηση υπό τους Γρατιανό και Θεοδόσιο εγκατέλειψε την πολιτική της θρησκευτικής ανεκτικότητας και στράφηκε προς το Σύμβολο της Νίκαιας. Ιδιαίτερης σημασίας εν προκειμένω ήταν η πολιτική του κυβερνήτη της ανατολής, Θεοδοσίου, ο οποίος ονομάσθηκε «Μέγας» (379-95) και του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Η οικογένεια του Θεοδοσίου ήρθε στο προσκήνιο κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του πατέρα του, του οποίου το όνομα ήταν επίσης Θεοδόσιος και υπήρξε από τους λαμπρούς στρατηγούς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α’. Πριν από τον διορισμό του ως Αυγούστου ο Θεοδόσιος ενδιαφερόταν ελάχιστα για την Χριστιανική ιδεολογία, αλλά μετά την ενθρόνισή του βαφτίστηκε στη Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο της πόλης, Ασχόλιο, ο οποίος ήταν οπαδός της Νικαίας.

Ο Θεοδόσιος είχε να αντιμετωπίσει δύο σοβαρά προβλήματα. Την καθιέρωση της ενότητας μέσα στην αυτοκρατορία, η οποία διαταραχθεί από τις θρησκευτικές έριδες και την άμυνα της αυτοκρατορίας από τον αυξανόμενο κίνδυνο των Γερμανικών φύλων και ιδιαίτερα τους Γότθους, οι οποίοι απειλούσαν την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη, ο Αρειανισμός διαδραμάτιζε κυρίαρχο ρόλο. Μετά το θάνατο του Ουάλη, ελλείψει ηγεμόνα, στο διάστημα που μεσολάβησε πριν την εκλογή του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές διαφορές έλαβαν εκρηκτικές διαστάσεις και κατά διαστήματα πολύ βάναυσες μορφές οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στην Κωνσταντινούπολη. Οι θρησκευτικές διαφορές υπερβαίνοντας τα όρια του κλήρου, επεκτάθηκαν σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας και απετέλεσαν αντικείμενο καθημερινής συζήτησης.

Το πρόβλημα της φύσης του Υιού του Θεού από τα μέσα του 4ου αιώνα είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις στους καθεδρικούς ναούς και εκκλησίες, στο αυτοκρατορικό παλάτι, στις πλατείες και αγορές. Ο Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσσης, έγραφε λοιδορώντας τις συνθήκες που επικρατούσαν στο δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα: «τα πάντα είναι γεμάτα από εκείνους που μιλούν για ακατάληπτα πράγματα – δρόμοι, αγορές, πλατείες και σταυροδρόμια. Όταν ερωτώ πόσους οβολούς πρέπει να πληρώσω; σε απάντηση αυτοί φιλοσοφούν αν γεννήθηκε ή κυοφορείται. Θέλω να μάθω την τιμή του ψωμιού; η απάντηση…….Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από ό, τι ο Υιός;. Ήθελα να ρωτήσω αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο; ένας λέει Ο Υιός δημιουργήθηκε εκ του μηδενός».

Την στιγμή της διαδοχής του Θεοδόσιου Α’ οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Κατά την άφιξη στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό επίσκοπο να αποκηρύξει τον Αρειανισμό και να ασπαστεί το σύμβολο της Νίκαιας. Ο επίσκοπος ωστόσο αρνήθηκε και προτίμησε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω από τις πύλες της πόλης, όπου συνέχισε τις συνεδρίες με Αρειανούς. Όλες οι εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη ασπάσθηκαν τις αποφάσεις της συνόδου της Νίκαιας.

Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με ζητήματα που αφορούσαν στις σχέσεις με τους αιρετικούς και ειδωλολάτρες. Ακόμη και την εποχή του Κωνσταντίνου η Καθολική εκκλησία βρισκόταν σε διαμάχη με τους αιρετικούς. Κατά την βασιλεία του Θεοδόσιου Α’ η διάκριση μεταξύ Καθολικού και αιρετικού διευκρινίσθηκε νομοθετικά……….Καθολικός ήταν ο οπαδός του συμβόλου της Πίστεως και οι λοιπές θρησκευτικές τάσεις ήσαν αιρετικοί. Οι ειδωλολάτρες (Παγανιστές) αποτελούσαν ξεχωριστή κατηγορία.

Αφού ο Θεοδόσιος διακήρυξε ανοιχτά την πίστη του στο Σύμβολο της Νίκαιας, άρχισε την μακρά και επίμονη αντιπαράθεση με τους ειδωλολάτρες και αιρετικούς, επιβάλλοντας σε αυτούς κυρώσεις που με την πάροδο του χρόνου γινόντουσαν σκληρότερες. Με το διάταγμα του 380 μ.Χ μόνο όσοι πίστευαν στην Αγία Τριάδα όπως κηρύττονταν στις Αποστολικές γραφές και τα Ευαγγέλια, θεωρούνταν Καθολικοί Χριστιανοί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι εθεωρούντο παράνομοι οι οποίοι ασπάζονταν «την ατιμία του αιρετικού δόγματος» δεν είχαν δικαίωμα να διατηρούν εκκλησίες και υπόκειντο σε σοβαρές κυρώσεις.

Σύμφωνα με ιστορικούς, το διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «ήταν ο πρώτος από τους αυτοκράτορες που νομοθέτησε χάριν του εαυτού του και όχι χάριν της εκκλησίας, εντάσσοντας υποχρεωτικά το Χριστιανικό δόγμα στα θέματά του». Ο Θεοδοσίου εξέδωσε πολλά διατάγματα τα οποία απαγόρευαν στους αιρετικούς να συναθροίζονται, είτε δημόσια ή ιδιωτικά· το δικαίωμα συνάθροισης κατείχαν αποκλειστικά οι οπαδοί του Συμβόλου της Πίστεως. Τα ατομικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ειδικά όσον αφορά στα κληροδοτήματα και την κληρονομικότητα.

Ο Θεοδόσιος επιθυμώντας διακαώς να αποκατασταθεί ειρήνη και ομόνοια στη Χριστιανική εκκλησία συνεκάλεσε συμβούλιο το έτος 381 στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο συμμετείχαν μόνο τα μέλη της Ανατολικής εκκλησίας. Αυτό το Συμβούλιο είναι γνωστό ως η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, για την οποία οι ιστορικές πληροφορίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες και οι διαδικασίες (πράξεις) είναι άγνωστες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι για κάποιο χρονικό διάστημα δεν θεωρείτο ως Οικουμενική Σύνοδος και τελικά αναγνωρίσθηκε επίσημα το έτος 451 από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Το κύριο θρησκευτικό θέμα που συζητήθηκε στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο ήταν η αίρεση του Μακεδόνιου, ενός ημιΑρειανού που προσπάθησε να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα δημιουργήθηκε.

Το Συμβούλιο καταδίκασε την αίρεση του Μακεδόνιου, καθώς και μια σειρά άλλων αιρέσεων που είχαν ως βάση τον βάση Αρειανισμό και επιβεβαίωσε τη δήλωση του συμβόλου της Νίκαιας για την υπόσταση του Πατρός και Υιού προσθέτοντας σε αυτήν την προέλευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και ενέκρινε την διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ενιαίο με τον Πατέρα και τον Υιό. Επειδή οι πληροφορίες σχετικά με αυτήν την Σύνοδο είναι ανεπαρκείς, ορισμένοι δυτικοευρωπαίοι μελετητές αμφιβάλλουν ως προς το θρήσκευμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έγινε όχι μόνο το κυρίαρχο δόγμα, αλλά και το επίσημο σύμβολο για όλα τα Χριστιανικά δόγματα.

Ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι το συγκεκριμένο θρησκευτικό καθεστώς δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και γι’ αυτόν τον λόγο παραμένει απόκρυφο, ενώ άλλοι έχουν προσπαθήσει να αποδείξουν ότι αυτό το Σύμβολο καθιερώθηκε είτε πριν, είτε μετά την Β’ Οικουμενική Σύνοδο. Η πλειοψηφία των λογίων, ωστόσο, ιδιαίτερα οι Ρώσσοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί, συμφωνούν ότι το δόγμα της Κωνσταντινούπολης ήταν πραγματικά πλαισιωμένο από τους πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, αν και έγινε ευρέως γνωστό μετά τη νίκη της Ορθοδοξίας στην σύνοδο της Χαλκηδόνας.

Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος καθιέρωσε επίσης την ιεραρχία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σε σχέση με τον επίσκοπο της Ρώμης, όπου ο τρίτος κανόνας της Συνόδου αναφέρει: «ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως κατατάσσεται δίπλα από τον επίσκοπο της Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη είναι η νέα Ρώμη» λόγω της πολιτικής υπεροχής της πόλης ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Όμως οι Πατριάρχες των παλαιοτέρων ανατολικών Εκκλησιών αμφισβήτησαν αυτήν την «προαγωγή» του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.

Την πατριαρχική έδρα Κωνσταντινουπόλεως εκείνη την εποχή κατείχε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, θεολόγος, που είχε διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην πρωτεύουσα κατά τα πρώτα χρόνια βασιλείας του Θεοδόσιου Α’. Ήταν ανήμπορος να διαχειριστεί τα πολυάριθμα διαφωνούντα κόμματα που εκπροσωπούντο στην Σύνοδο και αργότερα αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την έδρα του, να αφήσει την Σύνοδο και να αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη. Τη θέση του ανέλαβε ο Νεκτάριος, ένας «λαϊκός» άνθρωπος, με περιορισμένες θεολογικές γνώσεις, που ήξερε να διατηρεί καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου η οποία έκλεισε τις εργασίες το καλοκαίρι του 381.

Η στάση του Θεοδόσιου γενικότερα προς τον κλήρο ήταν μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε και σταδιακά διεύρυνε τα προνόμια που χορήγησαν οι προκάτοχοί του στους επισκόπους και κληρικούς, όσον στα προσωπικά τους καθήκοντα και συναφή. Ωστόσο φρόντισε όλα αυτά τα προνόμια να μην εμπλέκονται με τα συμφέροντα της κυβέρνησης. Έτσι με διάταγμα ο Θεοδόσιος περιόρισε τα κυβερνητικά δικαιώματα της Εκκλησίας, καθώς και την δυνατότητα της εκκλησίας να χρησιμοποιείται ως καταφύγιο εγκληματιών που διώκονταν λόγω κατάχρησης αυτού του προνομίου. Ειδικότερα, άνθρωποι που ήσαν φορολογικά υπόχρεοι στην κυβέρνηση απαγορευόταν να καταφεύγουν στους ναούς και στους κληρικούς να παρέχουν άσυλο.

Ο Θεοδόσιος σκόπευε να είναι ο μόνος Κριτής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας και σε γενικές γραμμές το κατόρθωσε. Σε μία περίπτωση, ωστόσο, ήρθε σε σοβαρή σύγκρουση με έναν από τους διακεκριμένους ηγέτες της Δυτικής Εκκλησίας, τον Αμβρόσιο επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου). Ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις σχετικά με τη σχέση Εκκλησίας και Κράτους καθότι ο πρώτος υποστήριζε την υπεροχή του κράτους έναντι της Εκκλησίας και ο δεύτερος υποστήριζε ότι η εκκλησία δεν μπορούσε να τεθεί σε κυβερνητική υπαγωγή.

Η σύγκρουση προκάλεσε τις σφαγές που πραγματοποιήθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Σε αυτή την πλούσια και πυκνοκατοικημένη πόλη ο μεγάλος αριθμός των Γερμανικών στρατευμάτων διασπάσθηκε στα τέσσερα, καθότι επικεφαλής ήταν ένας ανίκανος διοικητής, ο οποίος δεν έκανε το παραμικρό για να αποφευχθούν οι βιαιότητες των στρατιωτών. Ο πληθυσμός της πόλης προκαλούμενος από τις Γερμανικές βιαιοπραγίες, τελικά επαναστάτησε και σκότωσε τους επικεφαλής αξιωματικούς, καθώς και πολλούς στρατιώτες. Αυτό εξαγρίωσε τον Θεοδόσιο ο οποίος διακείμενος ευνοϊκά προς τους Γερμανούς, που κατείχαν υψηλές θέση στο στράτευμα, πάταξε τους πολίτες της Θεσσαλονίκης διατάσσοντας την περιβόητη σφαγή της Θεσσαλονίκης, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, παραβιάζοντας έτσι το Διάταγμα των Μεδιολάνων το οποίο είχε θεσπιστεί επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και καθιέρωνε την ανεξιθρησκεία στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Η φρικτή πράξη δεν επιτρεπόταν να περάσει ατιμώρητη και έτσι ο Αμβρόσιος αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά τη δύναμή του, αναγκάστηκε να παραδεχθεί δημοσίως την ενοχή του και στη συνέχεια να τηρήσει ταπεινά το επιτίμιο που επέβαλλε ο Αμβρόσιος, απαγορεύοντας να φορά την αυτοκρατορική στολή κατά την περίοδο εξιλέωσης.
Κατά την διάρκεια του αγώνα κατά των αιρετικών ο Θεοδόσιος έκανε ταυτόχρονα αποφασιστικά βήματα κατά των ειδωλολατρών. Με διατάγματα απαγορεύθηκε η εκτέλεση θυσιών, η μαντική με εντόσθια ζώων, καθώς και η χρήση των παγανιστικών ναών. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε το κλείσιμο πολλών ειδωλολατρικών ναών, ορισμένοι από τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια ως κυβερνητικά κτίρια, ενώ άλλοι καταστράφηκαν εντελώς και όλοι οι θησαυροί τέχνης λεηλατήθηκαν από τον όχλο.

Είναι ιδιαίτερα σημαντική η καταστροφή του περίφημου ναού του θεού Σέραπι (αρχαίος Ελληνο Αιγυπτιακός θεός) που τελικά παρέμεινε ως κέντρο ειδωλολατρικής λατρείας στην πόλη της Αλεξάνδρειας,. Το τελευταίο διάταγμα κατά των ειδωλολατρών εκδόθηκε από τον Θεοδόσιο το έτος 392 απαγορεύοντας εντελώς την προσφορά θυσιών, την καύση θυμιάματος, τις σπονδές, κ.ά. Επίσης ανέφερε ότι όσοι δεν υπακούσουν στα περιεχόμενα θα θεωρούνται ένοχοι του αδικήματος της ανυπακοής κατά του αυτοκράτορα και της θρησκείας και θα επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις. Αυτό το διάταγμα χαρακτήριζε την αρχαία θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentilicia superstitio).

Ένας ιστορικός χαρακτηρίζει το διάταγμα ως «το επικήδειο άσμα του παγανισμού». Ήταν το τελευταίο μέτρο που έλαβε ο Θεοδόσιος στον πόλεμο κατά του παγανισμού στην Ανατολή. Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας είναι ιδιαίτερα γνωστό ένα επεισόδιο σχετικά με την κατάργηση του βωμού της νίκης από την Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ο βωμός είχε αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, αλλά είχε αποκατασταθεί από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Οι γερουσιαστές, που ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες κατά το ήμισυ, είδαν αυτή την αναγκαστική απομάκρυνση του βωμού ως την τελική καταστροφή του πρώην μεγαλείου της Ρώμης.

Ο διάσημος ειδωλολάτρης ρήτορας Κουίντος Αυρήλιος Σύμμαχος, εστάλη στον αυτοκράτορα με μια έκκληση για την αποκατάσταση του αγάλματος στη Γερουσία. Ο Th. I. Uspensky αναφέρει αυτήν την έκκληση ως «το τελευταίο άσμα του ετοιμοθάνατου παγανισμού που δειλά και πένθιμα εκλιπαρεί το έλεος του νεαρού αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Β’ στο όνομα της πίστης στην οποία ήταν πιστοί οι πρόγονοι του και για την φήμη και το μεγαλείο της Ρώμης». Ο Σύμμαχος όμως δεν πέτυχε στην αποστολή του. Το έτος 393 έγινε η τελευταία γιορτή των Ολυμπιακών Αγώνων. Μεταξύ άλλων μνημείων της αρχαιότητας, το άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία, μεταφέρθηκε από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.

Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου, ως εκ τούτου, διέφερε σε μεγάλο βαθμό από αυτήν των προκατόχων του, οι οποίοι ενώ ευνοούσαν κάποιο Χριστιανικό ή ειδωλολατρικό κόμμα (όπως έκανε ο Ιουλιανός) εν τούτοις εφάρμοζαν πολιτική ανοχής σε άλλες θρησκευτικές ομάδες και έτσι εξακολουθούσε να υφίσταται η ισοτιμία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Αλλά μετά τις αποφάσεις του Συμβόλου της Νίκαιας ως το μόνο νομικό δόγμα, ο Θεοδόσιος άσκησε απόλυτο βέτο κατά όλων των τάσεων στην Χριστιανική θρησκεία και την ειδωλολατρία. Ο Θεοδόσιος ήταν ένας από εκείνους αυτοκράτορες που πίστευαν ότι στην δικαιοδοσία τους πρέπει να περιλαμβάνονται τα εκκλησιαστικά και θρησκευτικά θέματα.

Στόχος της ζωής του ήταν να δημιουργηθεί μια ενιαία Εκκλησία βάσει του Συμβόλου της Νίκαιας, αλλά παρά τις προσπάθειές του δεν τα κατάφερε. Οι θρησκευτικές διαφορές, πολλαπλασιάσθηκαν και εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα, καθιστώντας την θρησκευτική ζωή στον 5ο αιώνα θυελλώδη και παθιασμένη. Επί της ειδωλολατρείας ο Θεοδόσιος επέτυχε πλήρη θρίαμβο. Αποκλείοντας την δυνατότητα ανοιχτής ομολογίας ο Παγανισμός έπαψε να υπάρχει ως οργανωμένο σύνολο. Φυσικά υπήρχαν ακόμα ειδωλολάτρες, μόνο όμως ως άτομα τα οποία λάτρευαν κρυφά την αγαπημένη τους θρησκεία. Η διάσημη ειδωλολατρική Σχολή των Αθηνών ωστόσο δεν επηρεάστηκε από τα διατάγματα του Θεοδοσίου και συνέχισε το έργο της διαδίδοντας τη γνώση της κλασσικής λογοτεχνίας, μεταξύ των μαθητών.

Ο Θεοδόσος θεωρείται ως ο τελευταίος αυτοκράτορας της ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Παντρεύτηκε την Φλασίλα με την οποία απέκτησε δύο γιούς τους Αρκάδιο και Ονώριο και μια κόρη την Πουλχερία, αργότερα παντρεύτηκε την Γκάλλα (αδελφή του Ουαλεντινιανού) με την οποία απέκτησε μία κόρη την Γκάλλα Πλακιντία. Πεθαίνοντας τον Ιανουάριο του 395, σε ηλικία 50 ετών, κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του………το ανατολικό τμήμα στον Αρκάδιο και το δυτικό στον Ονώριο. Από τότε τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας ακολούθησαν διαφορετικές πορείες και γι’ αυτό πολλοί ιστορικοί ορθώς θεωρούν το έτος 395 ως απαρχή της Βυζαντινής ιστορίας.



Πηγή: Χείλων
Αναδημοσίευση: ΑΒΕΡΩΦ Διαδικτυακό Θωρηκτό

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *