Η περίφημη αρχαία πορφύρα της Ερμιόνης και η τεχνολογία της
Η πορφύρα, γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων σαν βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Επί αιώνες ο όρος πορφύρα προκαλούσε σύγχυση, διότι χρησιμοποιήθηκε τόσο για τα κοχύλια, από τα οποία παραλαμβάνεται η βαφή, όσο και για την ίδια τη βαφή, που ο Αριστοτέλης την είχε ονομάσει «άνθος», καθώς και για τα βαμμένα ενδύματα με χρήση της ίδιας της βαφής. Στην έρευνά μας καταγράφουμε και θεωρούμε ως πορφύρα την ίδια τη βαφή από τα κοχύλια, μία βαφή χρώματος κόκκινου έως ιώδους. Από τα βάθη των αιώνων, οι Μινωίτες της Κρήτης και του Αιγαίου γενικότερα γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν πρωτοποριακά την πορφυροβαφή.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο σκύλος του Ηρακλή έφαγε κοχύλια και το στόμα του βάφτηκε κόκκινο. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι το ίδιο συνέβη με τους ανθρώπους, αφού τα κοχύλια αποτελούσαν τροφή. Η πορφύρα θεωρήθηκε από την αρχή ευγενές χρώμα και σύμβολο των θεών και των βασιλιάδων. Κατά τη μυθολογία, όταν ο Περσέας αναδύθηκε από το νερό, η θεϊκή του καταβολή αναγνωρίστηκε από τον Δία διότι φορούσε πορφυρό μανδύα. Ο Θησέας, πάλι, όταν προκλήθηκε από τον Μίνωα να αποδείξει τη θεία καταγωγή του, βυθίζεται στη θάλασσα και στη συνέχεια αναδυόμενος φοράει πορφυρό ένδυμα, που του έδωσε η Αμφιτρίτη. Ομοίως, ο Ιάσονας είχε πορφυρό χιτώνα που του έδωσε η Αθηνά.
Στα ομηρικά έπη συχνά αναφέρονται τα αλιπόρφυρα ενδύματα και βλέπουμε τον Αγαμέμνονα με πορφυρό βασιλικό μανδύα, όπως και τον Οδυσσέα, ο δε Αχιλλέας εμφανίζεται να χρησιμοποιεί στη σκηνή του πορφυρά καλύμματα.
Ήδη οι Ασσύριοι καταγράφουν δυο είδη πορφυροχρώματος, το Argamannu, δηλαδή το κόκκινο, και το Takiltu, δηλαδή το βιολετί, και επηρέασαν τους Πέρσες. Αργότερα, ο Αριστοτέλης καταγράφει επίσης δυο χρωματικές ποικιλίες, τη φοινικική, δηλαδή την κόκκινη και την αλουργή, δηλαδή την ιώδη. Ο Αισχύλος αναφέρει ότι ήταν η πλέον ακριβή βαφή της αρχαιότητας, ισάξια του χρυσού και του αργύρου.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κροίσος πρόσφερε στους Δελφούς πορφυροβαμμένα ενδύματα, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο Κύρος ο Μέγας επί των ημερών του επέβαλε στην Περσία την πορφυρά χλαμύδα, ως ένδυμα των αξιωματούχων της αυτοκρατορίας του και μάλιστα με βιολετιά απόχρωση. Στην Αθήνα ο Αλκιβιάδης, επηρεασμένος από την Ανατολή, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, φορούσε, για να εντυπωσιάσει, πορφυρό χιτώνα. Στη μάχη του Άκτιου η Κλεοπάτρα στο βασιλικό πλοίο για να ξεχωρίζει είχε καραβόπανο βαμμένο με πορφύρα.
Ο Νέρωνας θεώρησε την πορφύρα χρώμα της αυτοκρατορίας με τύπους amethystica (δηλαδή χρώματος αμέθυστου) και Τύρια (κόκκινη), ενώ επί Διοκλητιανού η πορφύρα γίνεται αυτοκρατορικό σύμβολο και, στη συνέχεια, επικρατεί ο όρος βασιλική πορφύρα μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που στη στέψη του στον Μιστρά αναφέρεται ότι φορούσε ο ίδιος πορφυρό χιτώνα. Για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω, μετά την πτώση του Βυζαντίου, σταμάτησε η παραγωγή πορφυροβαφής.
Οι πληροφορίες που κατέγραψαν οι αρχαίοι συγγραφείς για τα 3000 χρόνια της ιστορίας της πορφύρας αφήνουν πολλά ερωτηματικά που δημιουργούν σύγχυση. Αυτό διότι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την πορφύρα δεν ήταν ειδικοί στις βαφές υφασμάτων, όπου επικρατούσε πλήρης μυστικοπάθεια. Οι νεότεροι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με την πορφύρα επαναλαμβάνουν παλαιότερες θεωρήσεις και υπεραπλουστεύσεις και αφήνουν αναπάντητους πολλούς προβληματισμούς. Σήμερα, οι ανασκαφές και οι έρευνες είναι μάρτυρες και έχουν δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι τρία είδη κοχυλιών έχουν χρησιμοποιηθεί στη Μεσόγειο για την ανάληψη της βαφής: Murex brandaris, purpura haemastoma και murex trunculus.
Τα δυο πρώτα είδη έδιναν βαφή κόκκινη, το δε τρίτο ιώδη, αυτή που κατέγραψε ο Αριστοτέλης. Στο Αιγαίο τα εργαστήρια παρασκευής και χρήσης της βαφής ήταν αρκετά. Η Κρήτη, η Ρόδος, η Κως, η Αμοργός, η Νίσυρος (που είχε και το αρχαίο όνομα Πορφυρίς), η Χίος και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η Φώκαια, η Λυδία και η Φρυγία, και στην Πελοπόννησο, τα Κύθηρα, η Λακωνία, η Κόρινθος και η Ερμιόνη, στην οποία επικεντρώθηκε και η έρευνά μας.
Τελευταία, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως εγκαταστάσεις προρφυροβαφείων και στον Κεραμεικό του 1ου αιώνα π.Χ. Στη Μεσόγειο, η Κύπρος και μετά η Τύρος και η Σιδώνα στη Φοινίκη είχαν αναπτύξει περίφημα βιομηχανικά κέντρα πορφύρας με τους Φοίνικες να κυριαρχούν στη Μεσόγειο, δημιουργώντας και άλλα κέντρα στην Αίγυπτο, στον κόλπο της Σύρτης και στη Σικελία.
Η ερμιονική πορφύρα
Κατά την αρχαιότητα η Ερμιόνη ήταν σημαντικό κέντρο παραγωγής πορφυροβαφής και βαψίματος νημάτων-υφασμάτων. Οι αρχαίοι συγγραφείς, όταν γράφουν για την Ερμιόνη, δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι υπήρξε μεγάλο κέντρο πορφυροβαφής. Ακόμη και στη Χάρτα του Ρήγα σημειώνεται η θέση της Ερμιόνης και δίπλα η φράση «εδώ ευγαίνει Πορφύρα». Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Μ. Αλέξανδρος, όταν κατέλαβε τα Σούσα, εντυπωσιάστηκε από την ερμιονική πορφύρα που βρήκε. Συγκεκριμένα καταγράφει:
«Αλέξανδρος δε Σούσων κυριεύσας παρέλαβεν εν τοις βασιλείοις τετρακισμύρια τάλαντα νομίσματος, την δε άλλην κατασκευήν και πολυτέλειαν αδιήγητον, όπου φασί και πορφύρας Ερμιονικής ευρεθήναι τάλαντα πεντακισχίλια, συγκειμένης μεν εξ ετών δέκα δεόντων διακοσίων, πρόσφατον δε το άνθος έτι και νεαρόν φυλαττούσης, αίτιον δε τούτου φασίν είναι το την βαφήν δια μέλιτος γίνεσθαι των αλουργών, δι’ ελαίου δε λευκού των λευκών και γαρ τούτων τον ίσον χρόνον εχόντων την λαμπρότητα καθαράν και στίλβουσαν οράσθα.» (Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος 36).
Επειδή κατά την αρχαιότητα οι λέξεις πορφύρα, «άνθος», βαφή, αλουργών κ.ά. χρησιμοποιούνταν τόσο γι’ αυτήν καθ’ αυτή την προφυροβαφή, όσο και για τα ήδη βαμμένα υφάσματα και τις διαδικασίες βαφής, το κείμενο του Πλουτάρχου όχι μόνο είναι δυσνόητο αλλά δημιουργεί και σύγχυση όσον αφορά τη χημική πλευρά του θέματος. Προτού σχολιάσουμε το κείμενο θα περιγράψουμε την τεχνολογία της πορφύρας για να γίνουν κατανοητές ορισμένες λεπτομέρειες.
Τεχνολογία της πορφύρας
Η βαφή («άνθος», κατά τον Αριστοτέλη) υπάρχει στα κοχύλια, σε αδένα που τον αφαιρούσαν με κατάλληλο ακαριαίο σπάσιμο του οστράκου και με ζωντανό τον οργανισμό, έτσι ώστε να μη διαχυθεί στο σώμα και απωλεσθεί η βαφή. Σε κάθε κοχύλι μέτριου μεγέθους η βαφή είναι ελάχιστη και απαιτούνται δεκάδες χιλιάδες όστρακα για τη βαφή ενός χιτώνα. Η συλλογή των οστράκων γινόταν, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, την άνοιξη, διαπιστώσαμε όμως ότι η βαφή υπάρχει στον αδένα του οστράκου όλο το χρόνο και είναι εκμεταλλεύσιμη.
Τα όστρακα είναι σαρκοφάγα, και αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι ειδικοί συλλέκτες (πορφυρευτές), χρησιμοποιώντας πλεγμένα καλαθάκια με διάφορα δολώματα (π.χ. μύδια). Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες, ευκολότερες τεχνικές, όπως για παράδειγμα το πόντισμα του δέρματος ζώων και ψόφιων ψαριών, όπου τα κοχύλια μαζεύονται σε σωρό. Στη συνέχεια, οι συλλέκτες τα χώριζαν σε είδη και μεγέθη.
Μετά τη λήψη του αδένα με τη βαφή ακολουθούσε ξήρανση και λεπτή κονιοποίηση σε γουδί. Συντήρηση της βαφής μπορούσε να γίνει με τη βοήθεια μελιού σε σφραγισμένα πιθάρια. Εάν τα όστρακα ήταν μικρά, τα έσπαγαν και χρησιμοποιούσαν όλη τη μάζα για τα περαιτέρω. Από χημική άποψη, θεωρούμε αδιανόητη την απομόνωση καθαρής βαφής από την πορφυρομάζα κατά την αρχαιότητα.
Η τεχνική της βαφής με πορφύρα βαμβακιού και μαλλιών ήταν μεγάλο μυστικό και γινόταν σε αρκετά στάδια με πολύπλοκες διεργασίες. Σήμερα όμως η τεχνική είναι γνωστή σε γενικές γραμμές και μοιάζει με εκείνη της βαφής του φυσικού ινδικού (Ίσατης, στις παραμεσόγειες χώρες), αφού στην αρχαιότητα ήταν μοναδικές βαφές αναγωγής, με ίδια πρόδρομη χημική ένωση το ινδοξύλιο, όπου μετατρέπεται σε ινδικοτίνη (βαφική χημική ένωση του ινδικού και Ίσατης) και 6,6′-διβρωμο ινδικοτίνη, που είναι βαφική χημική ένωση της πορφύρας.
Η 6,6′- διβρωμο ινδικοτίνη απομονώθηκε το 1909 από τον Friedlander, ο οποίος υπολόγισε ότι για1,4 γρ. βαφής χρειάζονται 12.000 όστρακα! Ο μόνος προβληματισμός σήμερα σχετικά με την αρχαία συνταγή βαψίματος με πορφύρα, αφορά το γεγονός ότι δεν είναι ακριβώς γνωστός ο χρόνος χρήσης των αρχαίων αναγωγικών συστημάτων, που θα περιγράψουμε παρακάτω.
Στην αρχή γινόταν πλύσιμο του μαλλιού ή του βαμβακιού σε λουτρό με τη βοήθεια εκχυλίσματος σαπωναρίας, που ήταν άφθονη στις παραμεσόγειες χώρες. Το αυτοφυές αυτό φυτό περιέχει σαπωνίνη, που διαλύεται στο νερό με αφρισμό και γνώριζε ευρεία χρήση στην αρχαιότητα για το πλύσιμο νημάτων, υφασμάτων κ.ά.
Η ίδια η πορφυρομάζα αρχικά διαλυόταν σε αλατόνερο για αρκετές ημέρες, διότι είχε γίνει αντιληπτό από την πείρα ότι η βαφή διαλύεται σε θαλασσινό νερό. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι έμενε σε αλμυρό νερό για τρεις ημέρες και μετά σε ήπια θερμοκρασία τη σιγοθέρμαιναν σε μολύβδινα καζάνια για δέκα ημέρες, ώστε να γίνει καλύτερη διάλυση και να ελαχιστοποιηθεί η μάζα σαν χυλός. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου αφαιρούσαν τα περιττά υλικά, δηλαδή υπολείμματα σάρκας, μικρά κομμάτια οστράκων, αν υπήρχαν κ.ά. Πιθανό να γινόταν και ξήρανση του χυλού, ώστε να μειωθεί ο όγκος. Ακολουθούσε ένα στάδιο βαφής που το γνώριζαν λίγοι.
Πρέπει να τονιστεί ότι η βαφή δεν μπορούσε να βάψει απευθείας, αφού ήταν αδιάλυτη σε βρόχινο νερό. Έπρεπε πρώτα να μετατραπεί σε λευκοένωση η οποία ήταν διαλυτή σε νερό (ακριβώς ίδια διεργασία όπως εκείνη που ακολουθούνταν για την ινδικοτίνη από ινδικό και Ίσατη). Στην πραγματικότητα γίνεται μια ενδομοριακή «μετάλλαξη» προς λευκο-ινδικοτίνη και στη συνέχεια επαναφορά της στην αρχική μορφή με οξείδωση. Η λευκοένωση αυτή δημιουργούνταν σε δοχεία με αναγωγικές διαδικασίες, δηλαδή με τη βοήθεια αλκάλεως και παρουσία αμμωνίας.
Για τη δημιουργία του αλκαλικού διαλύματος χρησιμοποιούσαν σβησμένη άσβεστο (Ca(OΗ),2) και στάχτη από ξύλα (αλισίβα) για τη δημιουργία υδροξειδίου του καλίου ή στάχτη από φύκια, για τη δημιουργία υδροξειδίου του νατρίου. Ακόμη φαίνεται ότι έβρισκαν χρήση και πίτουρα σιταριού ή βρώμης, σαν παράγοντες αναγωγής. Για τη δημιουργία αμμωνίας χρησιμοποιούνταν παλιά ούρα. Τα βακτηρίδια των ούρων για την επιβίωσή τους απαιτούν οξυγόνο και τελικά παρέχουν αμμωνιακό διάλυμα σε 2-3 εβδομάδες. Αυτός ήταν ο λόγος που τα βαφεία βρίσκονταν μακριά από την πόλη, λόγω της έντονης δυσάρεστης οσμής από τα παλιά ούρα, που μαζί με την αποσύνθεση της σάρκας του οστράκου δημιουργούσε ανυπόφορη μυρωδιά που διαπότιζε δέρμα και ρούχα.
Τέτοιες εγκαταστάσεις αποθήκευσης ούρων βρέθηκαν στις ανασκαφές στις Ράχες στα Ίσθμια (4ος οι. π.Χ.) καθώς και στον Κεραμεικό πρόσφατα (1ος αι. π.Χ.). Ακόμη, αυτός ήταν ο λόγος που η πορφύρα έπαψε να χρησιμοποιείται μετά την πτώση του Βυζαντίου, όπου η βαφή εξέλιπε εντελώς, όπως προαναφέραμε.
Οι Μωαμεθανοί θεωρούν τα ούρα ακάθαρτο προϊόν και απαγόρευσαν ολοκληρωτικά τη χρήση τους, με συνέπεια να μην υπάρχει άλλο αναγωγικό σύστημα την εποχή εκείνη και έτσι να τελειώσει η βασιλεία της πορφύρας έπειτα από 3000 χρόνια με τον πάπα Παύλο το 1464 μ.Χ. να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει κοχενίλη στο χρωματισμό των αμφίων του.
Στη διεργασία του βαψίματος η ζύμωση του λουτρού βαφής κρατούσε αρκετές ημέρες, ώστε να προκύψει πλήρης η λευκοένωση υπό μορφή διαλυτού άλατος. Τελικά γινόταν βάπτιση του μαλλιού στον κάδο. Ως προς τη φύση των μαλλιών, ο Πλάτωνας αναφέρει στο βιβλίο Δ των Πολιτικών: «[…] οι βαφείς επειδάν βουληθώσι βάψαι έρια ώστ’ είναι αλουργά, πρώτον μεν εκλέγονται εκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν την των λευκών».
Τα μαλλιά βάφονταν πάντα στρουθισμένα, αλλά συνήθως άκλωστα, μέθοδο που ακολουθούσαν οι παραμεσόγειες χώρες καθώς και η Ινδία και η Περσία μέχρι τον 18ο αιώνα. Το υπό βαφή υλικό ανακινούνταν ελαφρά στον κάδο μέχρις ότου δεχτεί με δεσμούς υδρογόνου τη λευκοένωση μέχρι κορεσμού. Ακολουθούσε έκθεση στον ήλιο και στον αέρα, ώστε να προκληθεί οξείδωση και η λευκοένωση να μετατραπεί εκ νέου σε 6,6′-διβρωμο ινδικοτίνη και να προκύψει το πορφυρό χρώμα. Ακολουθούσε πλύσιμο καλό με αλατόνερο, ξύδι κ.ά., ώστε να απομακρυνθούν οι δυσάρεστες οσμές και το χρώμα να αποκτήσει λαμπρότητα και αντοχή.
Πρέπει να τονιστεί ότι το πορφυροβαμμένο ύφασμα είχε μεγάλη αντοχή στο πλύσιμο, το φως κ.λπ., όπως ακριβώς και το ινδικό. Ακόμη πρέπει να τονίσουμε ότι οι αρχαίοι βαφείς είχαν αντιληφθεί ότι η ανάμειξη διαφόρων ειδών κοχυλιών (σε «άνθος» βέβαια) σε ορισμένες αναλογίες και ο κατάλληλος τρόπος παρασκευής του αναγωγικού λουτρού ήταν αυτά που έδιναν την ποικιλία χρώματος στην πορφύρα με τους εκλεκτούς τόνους και τις λεπτές αποχρώσεις. Ακόμη, η επανάληψη της βάπτισης στο ίδιο λουτρό – κάδο ή σε διαφορετικό με άλλο είδος κοχυλιών θεωρούνταν δεδομένη. Οι αποχρώσεις της πορφύρας που είχαν μεγάλη εκτίμηση ήταν η σκούρα κόκκινη, σαν πηγμένο αίμα, γνωστή ως πορφύρα της Τύρου, και εκείνη με χρώμα αμέθυστου, που έβαφαν τα βαφικά εργαστήρια της Ερμιόνης.
Βέβαια, υπήρχαν και διάφορες παραλλαγές, αφού οι προσπάθειες των πορφυροβαφείων για μεγαλύτερα κέρδη τους είχαν οδηγήσει σε νέες ανακαλύψεις χρωματικών τόνων. Όπως προαναφέραμε, τα κοχύλια τύπου brandaris και purpura haemastoma έδιναν κόκκινη χροιά. Το κοχύλι τύπου trunculus έδινε ιώδη προς μπλε χροιά.
Σήμερα γνωρίζουμε το λόγο αυτής της χρωματικής διαφοροποίησης. Τα δυο πρώτα περιέχουν κατά αποκλειστικότητα 6,6′- διβρωμο ινδικοτίνη, σαν βαφική χημική ένωση, ενώ η τρίτη ποικιλία συνδυασμό ινδικοτίνης (μπλε) με 6,6′- διβρωμο ινδικοτίνης (κόκκινη), ώστε να προκύψει ιώδης χροιά. Μια άλλη παράμετρος ήταν και ο τόπος συλλογής της τρίτης ποικιλίας, διότι επηρέαζε την αναλογία των δυο βαφών και συνεπώς την τελική χροιά.
Τα αρχαία βαφεία της Ερμιόνης και κριτική της ερμιονικής πορφύρας στα Σούσα
Τα αρχαία εργαστήρια παρασκευής της πορφυροβαφής και οι εγκαταστάσεις του βαφείου βρίσκονταν στο ανατολικό άκρο της σημερινής πόλης της Ερμιόνης, στο σημερινό Μπίστι, που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «Ποσείδιον». Έτσι, η έντονη άσχημη οσμή των βαφείων διέφευγε προς τη θάλασσα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε στο μέσο του ακρωτηρίου, στη σημερινή θέση «πλατεία», μεγάλος ναός του Ποσειδώνα, ή της Αθηνάς, και πιθανότατα οι ιερείς του ναού είχαν τον έλεγχο και τη διαχείριση των εργαστηρίων. Σε αρκετές θέσεις σήμερα υπάρχουν μεγάλες αποθέσεις οστράκων με σπασμένα κελύφη. Η επιτόπια εξέταση δεν έδωσε ενδείξεις ότι οι αρχαίοι έπαιρναν το «άνθος» ανοίγοντας το κέλυφος του κοχυλιού σε κατάλληλη θέση.
Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. χτίστηκαν τα περιμετρικά τείχη της Ερμιόνης που είχαν ως συνδετικό υλικό κελύφη σπασμένα από όστρακα αντί χαλικιού. Διαπιστώσαμε ότι 18% του συνδετικού υλικού ήταν σπασμένα όστρακα, που σημαίνει ότι πάνω από 250 τόνοι έχουν χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο του αρχαίου τείχους δηλαδή τουλάχιστον 10 εκατομμύρια κελύφη. Επίσης, με κελύφη μπάζωσαν τους χώρους μέσα από την πλευρά του τείχους. Η χρήση των σπασμένων οστράκων ως συνδετικό υλικό συνεχίστηκε και αργότερα. Ακόμη και ο ανεμόμυλος που χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. από τους Ερμιονίτες αγωνιστές Μητσαίους έχει ως συνδετικό υλικό σπασμένα όστρακα.
Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι τα εργαστήρια βαφής πρέπει να ήταν στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο ανεμόμυλος των Μητσαίων. Πρέπει να άρχισαν να λειτουργούν τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξακολουθούσαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. Κατά τα 1000 και πλέον χρόνια λειτουργίας στην Ερμιόνη χρησιμοποιήθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια κοχύλια. Συλλέκτες οστράκων υπήρχαν σ’ όλη την ευρύτερη περιοχή της Ερμιόνης, αφού χρειάζονταν εκατομμύρια όστρακα ετησίως. Αυτός που ασχολούνταν με τη συλλογή των οστράκων ονομαζόταν πορφυρευτής. Συγκέντρωνε τα κοχύλια και σε τακτά διαστήματα τα παρέδιδε ζωντανά στο Μπίστι.
Η αρχαία πόλη Αλιείς, που άκμασε τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. στον κόλπο του Πόρτο Χελιού και που σήμερα είναι βυθισμένη σχεδόν ολόκληρη στη θάλασσα, ήταν πιθανότατα κέντρο συλλογής οστράκων, που τα παρέδιδαν στην Ερμιόνη για τα περαιτέρω. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι στις ανασκαφές, που έγιναν στο Πόρτο Χέλι, δεν βρέθηκαν σωροί από όστρακα, τα οποία συνεπώς δίνονταν αλλού. Προφανώς, όλη η ευρύτερη περιοχή «δούλευε» συγκεντρώνοντας κοχύλια. Η εξαγωγή της βαφής από τα όστρακα γινόταν στο πορφυρείο, όπου βρισκόταν και το κεντρικό εργαστήριο. Οι σωροί από σπασμένα κοχύλια μαρτυρούν τη θέση του πορφυρείου. Από την επιτόπια εξέτασή μας στην περιοχή έχουμε την εντύπωση ότι τα εργαστήρια (πορφυρεία) πρέπει να βρίσκονταν στο ανατολικό άκρο του ακρωτηρίου. Δυστυχώς, δεν έχουν γίνει ανασκαφές στην περιοχή, εκτός από αυτήν που έγινε το 1908 από τον Φιλαδελφέα, ο οποίος είχε στόχο τις μυκηναϊκές αρχαιότητες και τον κύριο ναό του Ποσειδώνα.
Τα εργαστήρια βαφής χρειάζονταν βρόχινο νερό και άρα και στέρνες αποθήκευσης. Στο Μπίστι υπάρχουν αρκετές, οι περισσότερες λαξευμένες σε βράχους. Επίσης, στις εγκαταστάσεις έπρεπε απαραίτητα να υπάρχουν δοχεία χημικών, όπως καυστικής σόδας ή ποτάσας, σάπωνες κ.ά., καθώς και εγκαταστάσεις αποθήκευσης παλιών ούρων. Πρότυπα βαμμένα νήματα σαν δείγματα και σκεύη ανάμειξης, ζυγαριές κλπ. θεωρούνταν αυτονόητα. Η ύπαρξη αυτών δικαιολογεί τα ευρήματα και τα ιδιόρρυθμα σκεύη που βρέθηκαν στη θέση Ράχες στα Ίσθμια, όπου έγιναν ανασκαφές σε μεγάλο αρχαίο βαφείο.
Ο αριθμός των κοχυλιών που συγκεντρώνονταν στο Μπίστι έφτανε αρκετές χιλιάδες την ημέρα, τα οποία έδιναν 10-20 κιλά πρώτη ύλη πορφυροβαφής. Συνεπώς, έπρεπε να υπήρχε ειδικός χώρος αποθήκευσης. Η επιτήρηση ήταν αυτονόητη και αυστηρή, και η οικονομική σημασία για την πόλη μεγάλη. Έτσι εξηγείται και η ακμή της πόλης με το χτίσιμο των τειχών, των ναών κ.ά. Η διαχείριση τόσο μεγάλου πλούτου απαιτούσε ανθρώπους με γνώση, που γνώριζαν την εσωτερική και εξωτερική αγορά, αφού το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος ήταν για εξαγωγή. Αν δεχθούμε ότι τα εργαστήρια λειτούργησαν περίπου 1000 χρόνια με μια μέση επεξεργασία 10.000 οστράκων την ημέρα, τότε κατά τη διάρκεια λειτουργίας τους έγινε η επεξεργασία 2 ως 3 δισεκατομμυρίων κοχυλιών!
Επιστρέφοντας στο κείμενο του Πλούταρχου για την πορφύρα της Ερμιόνης, που βρήκε ο Αλέξανδρος στα Σούσα, οι ερμηνείες του είναι δυο. Στο κείμενο δεν ξεκαθαρίζεται αν βρέθηκαν 5000 τάλαντα βαφής ή υφασμάτων βαμμένων με πορφύρα, που είχαν αποθηκευτεί πριν από 190 χρόνια, ολόφρεσκων με τη βοήθεια μελιού. Επίσης, αναφέρεται έλαιο για τη δημιουργία λευκής πορφύρας, που σαν όρος είναι ακατανόητος, αν πρόκειται για ύφασμα.
Ο Πλούταρχος, που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ., ασφαλώς θα διάβασε κάπου αυτή την πληροφορία για γεγονότα που έγιναν τέσσερις αιώνες πριν, και το πιθανότερο είναι να μην κατάλαβε πως από πορφυρά βαφή προκύπτει λευκή. Ηθελημένα, λοιπόν, έγραψε συγκεχυμένα, ώστε να μην είναι εύκολο να διακρίνει κανείς αν εννοούνται υφάσματα ή καθαρή πορφυροβαφή. Από χημική άποψη, όμως, φαίνεται ότι στα Σούσα βρέθηκε βαφή και όχι υφάσματα. Ορισμένα δοχεία θα περιείχαν την αδιάλυτη κόκκινη πορφυροβαφή σε σκόνη, δηλαδή την πορφυρομάζα από τον αδένα του κοχυλιού μαζί με μέλι ως συντηρητικό, ενώ άλλα δοχεία θα είχαν τη λευκοένωση με πυκνό διάλυμα καυστικού αλκάλεως.
Είναι γνωστό ότι τα πυκνά αλκαλικά διαλύματα, κατά την αφή, δημιουργούν μια αίσθηση που μοιάζει με εκείνη του λαδιού. Συνεπώς, αυτό είναι πιθανότατα το λευκό έλαιο που αναφέρει ο Πλούταρχος. Εάν δεχτούμε ως βάρος βαφής τα 5000 τάλαντα, πρόκειται για 130.000 κιλά. Αυτό σημαίνει ότι την περίοδο αυτή στην Ερμιόνη υπέστησαν επεξεργασία για εξαγωγή πάνω από 100 εκατομμύρια κοχύλια. Αν δεχτούμε ότι τα εργαστήρια μπορούσαν να επεξεργαστούν ημερησίως μερικές χιλιάδες κοχύλια, είναι φανερό ότι τα βαφεία πρέπει να δούλεψαν εντατικά για 50 χρόνια περίπου.
Η Περσική Αυτοκρατορία με τον Δαρείο Α’ (522-486 π.Χ.) φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή και δόξα με κέντρο του αχανούς κράτους τα Σούσα, μέχρι να τα κυριεύσει ο Μ. Αλέξανδρος το 330 π.Χ. επί Δαρείου Γ’. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι τα εργαστήρια της Ερμιόνης τροφοδοτούσαν τους Πέρσες με πορφυροβαφή για τουλάχιστον δυο αιώνες, αποκομίζοντας τεράστια έσοδα και δίνοντας μεγάλη ακμή στην πόλη με το χτίσιμο τειχών, ναών κ.λπ. Το ερώτημα είναι γιατί ο Κύρος ο Μέγας, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες και μέγας βασιλιάς, ενώ είχε υπό την κατοχή του όλα τα πορφυροβαφεία της Φοινίκης και μετά την προσάρτηση της Μ. Ασίας τον 6ο αιώνα π.Χ. όλες επίσης τις εγκαταστάσεις πορφύρας στα δυτικά παράλιά της, αποθήκευσε και προφανώς χρησιμοποιούσε πορφύρα εισαγωγής από μια εχθρική χώρα και ειδικότερα από την Ερμιόνη.
Από την επιτόπια συλλογή οστράκων, που υπάρχουν κυρίως στην Ερμιόνη (murex trunculus), και την αφαίρεση των πορφυρο-αδένων, διαπιστώσαμε ότι τα χέρια μας βάφονταν με ιώδες χρώμα, βιολετί, στη χροιά του αμέθυστου. Παρόμοιο χρώμα προέκυψε με απλή διεργασία βαφής κατευθείαν από το «άνθος» σε λευκό βαμβακερό ύφασμα. Βάψαμε τόσο με «άνθος» από τα κοχύλια Ερμιόνης, όσο και με τις ποικιλίες της Τύρου (που υπάρχουν στη θάλασσα της Ερμιόνης, αλλά σε μικρό ποσοστό), όπου προέκυψε κόκκινη χροιά, σε αντιδιαστολή με τα κύρια κοχύλια της Ερμιόνης (trunculus) που έδωσαν χροιά αμέθυστου.
Θεωρούμε ότι η χρωματική χροιά ήταν ιδιόμορφη και εντυπωσιακή και αυτός ήταν ο λόγος της επιλογής της από τη βασιλική αυλή του Κύρου και του Δαρείου στη συνέχεια. Επί των ημερών μας δεν υπάρχει καμία ανάμνηση από τα περίφημα πορφυροβαφεία της Ερμιόνης, παρά μόνο οι σωροί από τα σπασμένα όστρακα, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το ακρωτήριο των αρχαίων εργαστηριακών εγκαταστάσεων, μάρτυρες του αρχαίου μεγαλείου και της δόξας της πόλης.
Δρ. Σταύρος Πρωτοπαπάς - Χημικός μουσείων
Βασίλης Γκάτσος - Χημικός
Βιβλιογραφία
- ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί Χρωμάτων και Περί τα ζώα ιστορίαι, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1994.
- BERNS R. S., Billimeyer and Saltzman’s Principles of Color Technology, J.Wiley&Sons,New York, 2000.
- BRUNELLO F., The Art of Dyeing in the History of Mankind, Ed. Ν. Pozza,Vicenza 1973.
- ΓΚΑΤΣΟΣ Β., Η των Ερμιονέων πόλις, έκδ. του συγγραφέα, Πειραιάς, 1996.
- COOKSEY C. J. – «TLC of the Indigoid Colorants in Shelltish Purple», στο Dyes in History and Archaeology, τόμ. 14, Ed. Ρ. Walton Rogers,Amsterdam1995.
- FORBES R. J., Studies in Ancient Technology, τόμ. 4. E.J. Brill, Leyden 1964.
- FRIEDLANDER Ρ., «Uber den Farbstoff des antiken Purpurs aus murex bran-daris», Berichte der Deutschen Chemischen Gesellschaft, τόμ. 42 (1909), σ. 765-770.
- HEINISCH Η. F., «Ancient Purple: An Historical Survey», FibreEng. Chem. 18 (1957), σ 203-206.
- JACKSON J., «The Geographical Distribution of the Shell-Purple Industry», Memoirs Manchester Phil. Soc., τόμ. LX, μέρος 2, No 7,Manchester1916.
- ΚΑΡΔΑΡΑ Xρ., «Βαφή, βαφεία και βαφαί κατά την αρχαιότητα». HESPERIA XLII (1974), σ. 447-453.
- MCGOVERN Ρ. – MISHEL R., «Royal Purple Dye», Analytical Chemistry 57/14, American Chemical Society 1985, σ. 1514A-1522A.
- ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος – Καίσαρ, παράγρ. 36 έκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993. PONTING K.G., A Dictionary of Dyes and Dyeing, Mills and Boon Ltd,London 1980.
- REINHOLD Μ., «History of Purple as a Status in Antiquity», Collection Latomus, τόμ. 116,Brussels 1970.
Πηγή
Περιοδικό, «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 89, Δεκέμβριος 2003.