Ἡ σημασία τῆς πτώσεως τοῦ Μεσολογγίου
(Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ εἰς τὴν ἑκατονταἐτηρίδα τῆς
ἐξόδου ἐκφωνηθέντος ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ λόγου)
Σωκράτους Κουγέα
...Τὸ Μεσολόγγι καίεται τώρα πέρα ὡς πέρα. Ἀλλ’ ἡ πυρὰ αὐτὴ δὲν εἶναι πυρὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ὀλέθρου διὰ τὸ ἀνίκητον καὶ ἀθάνατον Μεσολόγγι· εἶναι πυρὰ ἀποθεώσεως, ὅπως ἦτο καὶ διὰ τὸν ἀνίκητον καὶ ἀθάνατον Ἡρακλέα ἡ πυρὰ τῆς Οἴτης. Τὸ Μεσολόγγι, παῦον ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης νὰ ὑφίσταται ὡς πόλις, γίνεται σύμβολον καὶ ἰδέα: ἡ ἰδέα τῆς ἐλευθερίας καὶ τὸ σύμβολον τῆς καρτεροψυχίας. Καὶ ὡς ἰδέαν πλέον διαλαλεῖ ἡ φήμη καὶ τραγουδεῖ ἡ Μοῦσα τὸ Μεσολόγγι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τοῦ Χένσελ μέχρι τῆς Μάρθας Οὐΐλλιαμ, ἀπὸ τοῦ Φουκὲ μέχρι τοῦ Βερανζέρου καὶ τοῦ Οὑγκώ, ἀπὸ τοῦ Μύλλερ μέχρι τοῦ Γκαῖτε, ἀπὸ τοῦ ἀγνώστου λαϊκοῦ θρηνῳδοῦ μέχρι τοῦ Σολωμοῦ.
Ὀρθῶς ἔκρινεν ὁ Μεσολογγίτης ἱστορικός ὅτι ἡ πόλις, ἡ δοξάσασα τὴν Ἑλλάδα ζῶσα, ἔμελλε νὰ τὴν ἀναστήσῃ καὶ πεσοῦσα. Ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, Ἀλλ’ ἡ βροντὴ τῆς πτώσεώς του ἔσεισε τὴν οἰκουμένην. Ἡ τελευταία κανονιὰ ποὺ ἐρρίφθη ἀπὸ τὰ ἑτοιμόρροπα προχώματα τοῦ Μεσολογγίου δὲν ἐσκότωσεν ἐχθρόν. Ἀλλά τόσον ἐβρόντησεν, εἶχε τόσην ἰσχυρὰν καὶ μακρυνὴν ἀπήχησιν, ὥστε ἔστρεψε τὴν προσοχὴν ὅλου τοῦ κόσμου εἰς τὴν Ἑλλάδα. Οἱ δαυλοὶ τοῦ Καψάλη καὶ τοῦ Ῥωγῶν δὲν ἦσαν αἱ ἐπικήδειοι λαμπάδες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος, ὡς ἐπιστεύθη πρὸς στιγμήν. Ἀλλὰ φωτίσαντες μὲ τὴν λάμψιν των καὶ θερμάνατες μὲ τὴν φλόγα των τὰς συνειδήσεις τοῦ φιλελευθέρου κόσμου τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, ἠνάγκασαν καὶ τὴν ψυχρὰν διπλωματίαν ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν κοινὴν γνώμην καὶ νὰ ἐνδιαφερθῇ θερμῶς καὶ ἀποτελεσματικῶς διὰ τὴν τύχην τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον ὑπηγορεύθη ὄχι ἀπὸ χριστιανικὴν φιλανθρωπίαν, οὐδὲ ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, ἀλλ’ ἀπὸ θαυμασμὸν πρὸς τοὺς ἥρωας τοῦ Μεσολογγίου. Καθ’ ἥν στιγμὴν ἡ μικροπολιτικὴ καὶ ἡ διχόνοια τῶν δύο τελευταίων ἐτῶν εἶχεν ἐπιφέρει τὴν κατάπτωσιν τῆς Ἑλλάδος καὶ εἶχε ψυχράνει τὸν φιλελληνισμὸν τῆς Δύσεως, ἔρχεται τὸ Μεσολόγγι, τὸ ὁποῖον γίνεται σπινθὴρ νέων καὶ ὁρμητικῶν φιλελληνικῶν ἐκρήξεων, τονίζει τὴν λύραν τῶν ποιητῶν καὶ ἐμψυχώνει τὴν φωνὴν τῶν ῥητόρων, καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός του πείθει τὸν κόσμον ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας, ἀφοῦ γνωρίζουν πῶς ν’ ἀποθνῄσκουν χάριν αὐτῆς. Τὸ Μεσολόγγι ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ ἀκουσθῇ ἠχηρὰ ὑπὲρ τῶν ἑλληνικῶν δικαίων ἡ φωνὴ τοῦ Πάλμερστον εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ τοῦ Σατωβριὰν εἰς τὴν γαλλικὴν βουλὴν, ἐνεψύχωσε τὰ φιλελληνικὰ κηρύγματα τοῦ Νίμπουρ καὶ τοῦ Θειρσίου εἰς τὴν Γερμανίαν, καὶ ἔκαμε τοὺς φοιτητὰς τῶν Παρισίων νὰ καλοῦν διὰ νυκτὸς εἰς τὸν ἐξώστην τῶν ἀνακτόρων τὸν Κάρολον τὸν 10ον. Ὕμνοι συνετέθησαν, δράματα καὶ μελοδράματα παρεστάθησαν, χειροκροτηθέντα ἀπὸ χεῖρας ἡγεμονικάς, πίνακες ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸ Μεσολὸγγι ἐζωγραφήθησαν, ἔργα γλυπτικὰ ἐσμιλεύθησαν, τόσα πολλὰ καὶ τόσον ποικίλα καλλιτεχνήματα ἐποιήθησαν, ὥστε, ἀξίζει, μὰ τὴν ἀλήθειαν, σήμερον, μετὰ ἑκατὸν ἔτη, νὰ γραφῇ ἡ βίβλος περὶ τοῦ Μεσολογγίου εἰς τὰ Γράμματα καὶ εἰς τὴν Τέχνην. Ἀρκεῖ νὰ λεχθῇ ὅτι ὄχι κανένας μικρός, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Γκαῖτε, εἰς τὸ ἄριστον καὶ μέγιστον τῶν δημιουργημάτων του, εἰς τὸν Φάουστ, ἔχει ἐμπνευσθῆ ὁλόκληρον σκηνὴν ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Ὁ ἥρως τῆς σκηνῆς, ὁ Εὐφορίων, φυσιογνωμία ἰδεώδης, ἐκπροσωποῦσα τὸ πνεῦμα τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς ἐλευθερίας, εὑρεθεὶς εἰς τὸ Μεσολόγγι αἰσθάνεται ἀλλόκοτον ἔξαρσιν, καὶ ὑψούμενος ὑπεράνω τῆς καιομένης πόλεως προφέρει τὸ περίφημον: «Immer höher muß ich steigen! Immer weiter muß ich schaun!» «Πάντα ψηλότερα ν’ ἀνεβαίνω! Πάντα μακρύτερα νὰ κοιτάζω!»
Ἀλλ’ ὁ δαυλὸς τοῦ Καψάλη δὲν ἐθέρμανε μόνον τὰς ψυχὰς τῶν ξένων· ἐφώτισε καὶ τὰς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ συγκίνησις ποὺ ᾐσθάνθησαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου τοὺς ἔκαμε νὰ παραμερίσουν τὰ πάθη, νὰ λησμονήσουν τὴν καταραμένην διχόνοιαν, καὶ ἀφήνοντες τὰς μικρολογίας να ὁρμήσουν εἰς ἔργα γενναιότερα. Ἀλλ’ ἂς ἀκούσωμεν καλύτερα τοῦ Κολοκοτρώνη τὴν σχετικὴν διήγησιν: «Τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων», γράφει ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά του, «ἔκαμαν γιουρούσι στὸ Μεσολόγγι οἱ ἥρωες τοῦ Μεσολογγιοῦ, σὲ τόσες χιλιάδες ἀσκέρι, σὲ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλλαριά· ἐγλύτωσαν 2000, καὶ τὸ γυναικόπαιδο ἔγινε θῦμα. Μᾶς ἦλθε εἴδησις, Μεγάλη Τετράδη, εἰς τὸ δειλινό, ποὺ εἶχε παύσει ἡ Συνέλευσις καὶ ἤμεθα εἰς κάτι ἴσκιους. Μᾶς ἦλθε εἴδησις ὅτι τὸ Μεσολόγγι ἐχάθη. Ἔτσι ἐβάλαμε τὰ μαῦρα ὅλοι, μισὴ ὥρα ἐστάθη σιωπὴ ποὺ δὲν ἒκρινε κανένας, ἀλλ’ ἐμέτραε καθένας μὲ τὸ νοῦ του τὸν ἀφανισμὸν μας. Βλέποντας ἐγὼ τὴν σιωπὴν ἐσηκώθηκα εἰς τὸ πόδι καὶ τοὺς ὡμίλησα λόγια διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν· τοὺς εἶπα ὅτι τὸ Μεσολόγγι ἐχάθη ἐνδόξως, καὶ θὰ μείνῃ αἰῶνας αἰώνων ἡ ἀνδρεία ἐὰν βάλωμεν τὰ μαῦρα καὶ ὀκνεύσοµεν, θὰ πάρωμεν τὸ ἀνάθεμα ὅλων. Μέ ἀπεκρίθηκαν: «Τί νὰ κάμωμεν τώρα, Κολοκοτρώνη;» -Τὶ νὰ κὰμωμεν; τοὺς λέγω. Τὴν αὐγὴν νὰ κάμωμεν συνέλευσιν, νὰ ἀποφασίσωμεν Κυβέρνησιν πέντε ἔξη, ὀκτὼ ἂτομα διὰ νὰ μᾶς κυβερνήσουν, καὶ νὰ διαλέξωμεν καὶ ἄτομα νὰ ἀνταποκρίνωνται μὲ τὰ ἐξωτερικά... καὶ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι νὰ σκορπίσωμεν εἰς τὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ πιάσωμεν γενικῶς τὰ ἄρματα, ὡς τὰ πρωτοπιάσαμεν εἰς τὴν Ἐπανάστασιν... Καὶ ἂν γλυτώσωμεν, συναζόμεθα καὶ τελειώνομεν τὴν Συνέλευσιν».
Δὲν ἦτο δὲ μόνον ὁ Κολοκοτρώνης ὁ ἐμψυχώσας τοὺς ἀποθαρρυνθέντας. Εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνελεύσεως ὅπως ζητηθῇ ἡ μεσολάβησις τῆς Ἀγγλίας παρὰ τῇ Τουρκίᾳ περὶ εἰρήνης διὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτοῦ Κάνιγγ ἐγείρεται σθεναρὰ ἡ πατριωτικὴ φωνὴ τοῦ Ὑψηλάντη, ὅστις εἰς τὴν περίφημον πρὸς τὴν Συνέλευσιν διαμαρτυρίαν του ἔγραφε μεταξὺ ἄλλων: «Τὰ μεγάλα ἔθνη καὶ οἱ καλοὶ πατριῶται φαίνονται εἰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τῆς πατρίδος των· δοῦλος εἶναι εὔκολον νὰ γίνῃ τις ὅταν θέλῃ, αὐθέντης εἶναι δύσκολον. Σᾶς φοβίζει ἡ πτῶσις τοῦ Μεσολογγίου; Ἀφιερωθῆτε, ὡς καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ ἀγῶνος, εἰς τὴν χαρακτηριστικὴν ἐνέργειαν καὶ τὸν πατριωτισμὸν τῶν Ἑλλήνων. Τὸ στῆθος κάθε Ἕλληνος ἄς γίνῃ δεύτερον Μεσολόγγι».
Αἱ γνῶμαι αὗται εἰσηκούσθησαν. Αἱ ἐργασίαι τῆς Συνελεύσεως διεκόπησαν καὶ ἰσχυρὰ συνεκροτήθη ἡ νέα Κυβέρνησις. Ἀλλὰ τὰ ταμεῖα ἦσαν κενά. Ὅταν τὸν Μάιον τοῦ 1826 εἰσῆλθον εἰς τὸ Ναύπλιον τὰ τιμημένα λείψανα τῆς φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου, εἰς τὸ κυβερνητικὸν θησαυροφυλάκιον ὑπῆρχον μόνον 60 γρόσια. Τότε ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους Γεννάδιος, συγκινηθεὶς ἀπὸ τὸ θέαμα τῶν μπαρουτοκαπνισμένων ἐκείνων ἡρώων, ἀνέβη αὐθορμήτως εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ ἱστορικοῦ πλατάνου καὶ ἐξεφώνησε τὸν φλογερὸν ἐκεῖνον λόγον, ὅστις τόσον συνήρπασε τὰ πλήθη, ὥστε, ἀκολουθοῦντες τὸ παράδειγμα τοῦ ῥήτορος, πρώτου ἀδειάσαντος τὸ ἐξ ὀκτὼ λιρῶν διδασκαλικὸν πουγγί του, ὄχι μόνον εἰσέφεραν ὅ,τι ἕκαστος εἶχεν εἰς χρήματα καὶ εἰς πράγματα, ἀλλὰ καὶ ὡρκίσθησαν μὲ μίαν φωνὴν νὰ νικήσουν ἤ ν’ ἀποθάνουν ὡς οἱ ἥρωες τοῦ Μεσολογγίου. Διὰ τῆς παρορμήσεως ταύτης ἀπετελέσθη ὁ πρῶτος πυρὴν τῶν διὰ τὰς νέας ἐπιχειρήσεις ἀπαραιτήτων ἐφοδίων καὶ ἡ Ἑλλὰς ἐσώθη.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ χαλασμὸς τοῦ Μεσολογγίου γίνεται ὁ οἰκοδόμος τῆς Ἑλλάδος. Εἰς τὸ φρόνημα καὶ εἰς τὸ παράδειγμα τῆς πόλεως ταύτης χρεωστεῖ ἡ Ἑλλὰς τὴν σωτηρίαν της. Πλὴν δὲ τῶν ἄλλων μεγάλων ἀγαθῶν, τῶν ὁποίων ἐγένετο πρόξενος ἡ ἱστορικὴ πολιορκία καὶ ἡ ἡρωικὴ ἔξοδος, ἔδωκεν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ μέγιστον καὶ ἀνεκτίμητον, τὴν ἐθνικὴν ποίησιν, ἥτις ἀπὸ μακροτάτων χρόνων σιγήσασα καὶ εἰς τοὺς ἐρρύθμους μόνον ἕως τότε λαϊκοὺς στεναγμοὺς τοῦ δουλεύοντος Γένους ἀκουομένη, ἀνέτειλεν ὑψηλὴ καὶ μεγαλοπρεπὴς εἰς τοὺς στίχους τοῦ Ἑπτανησίου ψάλτου. Διότι ἄν ἡ Ζάκυνθος ἐγέννησε τὸν Σολωμόν, ὅμως τὸ Μεσολόγγι ἐξέθρεψε καὶ ἐθέρμανε τὴν Μοῦσαν τοῦ ποιητοῦ τοῦ Ἐθνικοῦ Ὕμνου καὶ τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὰς ὑποχρεώσεις τῆς σημερινῆς ἡμέρας νὰ ἐξαιρεθῇ ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου οἱ ψυχικοὶ συγκλονισμοὶ εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν κανονιῶν ἐξέσπων εἰς τὴν ἀγωνιὼδη κραυγήν: «Βάστα, καημένο Μεσολόγγι, βάστα!».
Ἀλλὰ τὸ Μεσολόγγι δὲν ἀποτελεῖ τὸ καύχημα καὶ τὸ ἀγλάισμα μόνον τοῦ παρελθόντος μας. Εἶναι ἡ πηγή. ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀντοῦμεν θάρρος καὶ φρόνημα διὰ τὸ μέλλον μας. Προσερχόμενοι σήμερον ὅπως τελέσωμεν τὸ ἑκατονταέτηρον μνημόσυνον τοῦ μεγίστου καὶ ἐνδοξοτάτου τῆς νεωτέρας μας ἱστορίας γεγονότος, ἔχομεν εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε τὴν ἀνάγκην νὰ ἀναβαπτισθῶμεν εἰς τῆς πηγῆς ταύτης τὰ νάματα. Τὸ μέλλον τῶν ἐθνῶν ἐνορᾶται εἰς τὴν ψυχικὴν δύναμιν καὶ εἰς τὴν ἠθικὴν ἀξίαν τοῦ παρόντος. Τὴν ψυχικὴν ταύτην δύναμιν καὶ τὴν ἠθικὴν ταύτην ἀξίαν ἐφανέρωσε περιτράνως ἡ Ἑλλὰς εἰς τὸ Μεσολόγγι. Εἶχον βαθυτάτην συνείδησιν τῶν δυνάμεων τούτων οἱ Ἕλληνες ποὺ ἐμεγαλούργησαν ἐκεῖ πρὸ ἑκατὸν ἐτῶν. Βαθεῖαν πρέπει νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς τὴν συνείδησιν ταύτην, ἄν θέλωμεν νὰ μὴ φανῶμεν ἀνάξιοι ἐκείνων. Ἀτενίζοντας τὸ μέγα τοῦτο γεγονὸς τῆς ἱστορίας μας, ἐκτιμῶντες προσηκόντως τὸ ὑψηλὸν τοῦτο παράδειγμα τῶν προγόνων μας, κλείοντες μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας τὸ Μεσολόγγι, θὰ αἰσθανώμεθα ἀκλόνητον τὴν πεποίθησιν εἰς τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἐννοοῦμεν ὡς ἰδικόν μας χρησμὸν τοὺς στίχους ποὺ ἐνέπνευσεν εἰς τὸν ὀλύμπιον ποιητὴν τὸ Μεσολόγγι:
Πάντα ψηλότερα ν’ ἀνεβαίνωμε!
Πάντα μακρύτερα νὰ κοιτάζωμε!
23 Ἀπριλίου 1926
Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα διὰ τοὺς μαθητὰς τῆς Γ' Τάξεως τῶν Γυμνασίων καὶ Λυκείων (1938)
Ἀντιγραφὴ: Ἑλλήνων Φῶς