ΗΡΩΪΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κατὰ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1822 ἡ μικρὰ πόλις τοῦ Μεσολογγίου μὲ τὸν μέγαν της ὁρίζοντα, ἡ χώρα τῶν ψαράδων καὶ τῶν διδασκάλων, μὲ τὰ βορβορώδη καλδερίμια καὶ τὰ πενιχρὰ σπίτια, μὲ τὸν πλούσιον ἐλαιῶνα καὶ τὰ εὔκαρπα περιβόλια, ὁ ξεχωριστὸς τόπος μὲ τὰ τενάγη καὶ μὲ τὰς διώρυγας, Βενετία πτωχική, χωρίς δόγας καὶ παλάτια, ἀνιστόρητος ἀκόμη τότε· ἡ γῆ ποὺ βλέπει τὴν σελήνην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ τὴν κορυφή τῆς μεγαλοπρεποῦς Βαράσσοβας νὰ κλίνῃ καὶ νὰ διαλύεται εἰς ποταμοὺς καὶ εἰς λίμνας ὀνειρώδους φωτός, μέσα εἰς τὴν νησόσπαστον λιμνοθάλασσαν τὴν ἁπλούμενην ὡς ὑπερμεγέθες ὑδροχαρὲς ἄνθος βαρεῖαν ἔχον τὴν ὀσμήν· τὸν καιρὸν ἐκείνον κατὰ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1822 ἡ πόλις τοῦ Μεσολογγίου ἧτον ὡς ἡ μητρόπολις τῆς Ἑλλάδος ὅλης.

Μέσα εἰς τὸ ἁπλοῦν εὐκολόσειστον πυργοειδὲς τεῖχος της ποὺ τὸ ἐτριγύριζε τάφρος ἑπτὰ ποδῶν πλάτους καὶ τεσσάρων βάθους· τὸ τεῖχος ποὺ τὸ ὑπεστήριζαν πέντε μισοχαλασμένα κανόνια, χωρὶς ἔλκυθρα, εἶχαν συγκεντρωθῆ εὐάριθμοι ἀλλ' ἐκλεκτοὶ ὁπλῖται, τὸ ἄνθος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Καὶ εἰς τούτους ἐνέπνεαν ψυχὴν καὶ διέσπειραν φρόνημα ἄνδρες ἐκ τῶν κορυφαίων τῆς Ἐπαναστάσεως.

Τὸν ἀρχικὸν πληθυσμὸν τοῦ Μεσολογγίου μόλις ἀπετέλουν τρισ-χίλιαι ψυχαί. Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ ἀριθμὸς τῶν κατοὶκων της, τῶν ἐντοπίων καὶ τῶν ἔξωθεν προσδραμόντων, εἶχε διπλασιασθῆ. Μεσολογγῖται, Σουλιῶται, Πελοποννήσιοι, Ἠπειρῶται, Ἀκαρνᾶνες, ξένοι φιλέλληνες, ἧσαν ἐκεῖ κλεισμένοι, οἱ περισσότεροι μὲ τὰς γυναῖκας των, συντρόφους καὶ συμβοηθοὺς καὶ συμπολεμιστρίας. Τὸ ζήτημα τῆς γυναικείας χειραφετήσεως τὸ εἶχε λύσει ὁ Ἀγὼν κατὰ τρόπον μυθικῶς περίδοξον.

Εἰς τὸ Μεσολόγγι τότε εἶχε σπεύσει ὁ Μαυροκορδάτος, πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, νοῦς τοῦ πολέμου, μὲ τὴν παράτολμον ἀπόφασιν ν' ἀντισταθῇ τοῦ Τούρκου, νὰ τοῦ φράξῇ τὴν διάβασιν ὄπισθεν τοῦ κάστρου ἐκείνου. Ἐκεῖ ὁ Μάρκος Βότσαρης μὲ τοὺς Σουλιώτας του· ἀπὸ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν χεῖρα τούτου ἤλπιζε τὰ πάντα ὁ ἀρχηγός τῆς Κυβερνήσεως. Ἐκεῖ ὁ Κυριακούλης ὁ Μαυρομιχάλης ἐπὶ κεφαλῆς διακοσίων καὶ χίλιων Πελοποννήσιων, ἔχων καὶ ὑποστρατήγους τὸν Ἀνδρέαν Λόντον καὶ τὸν Δεληγιαννόπουλον. Ἀρχηγὸς τῶν ἐγχωρίων ὁπλιτῶν ἧτον ὁ Κότσικας. Ὁ κλέφτης Μακρῆς, «Ζυγοῦ πετρίτης», εἶχε στήσει τὴν φωλέαν του εἰς τοὺς βράχους τοῦ Ἀρακύνθου. Τὸ ἄστρον τοῦ Καραϊσκάκη ἐκρύπτετο ἀκόμη πίσω ἀπὸ μαῦρα σύγνεφα.

Εἰς τὰς ἀρχὰς πεντακόσιοι μόνον ἀπετέλουν τὴν φρουράν. Ἀλλ' ἔφθασαν βοήθειαι, καὶ ἀνῆλθεν ἡ φρουτὰ εἰς χίλιους καὶ ἑπτακοσίους ἄνδρας. Τὸ θάρρος τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ἀπίστευτον· τὸ φρόνημα ἀκμαῖον ὡς οὐδέποτε. Οἱ λεβέντες τοῦ Βότσαρη ἐτρέφοντο μὲ τὰς προσφάτους ἀναμνήσεις τῶν θριάμβων των ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους τοῦ Σουλίου, ἐναντίον πολεμίων λεοντοθύμων, ὡς οἱ Ἀρβανίτες καὶ ὁ Ἀλήπασσας. Τὰ παλληκάρια τοῦ Μαυρομιχάλη ἐξιστόρουν ὑπερήφανα τὰς νίκας τοῦ Ἄργους καὶ τοῦ Ναυπλίου, τὰ τρόπαια τοῦ Κολοκοτρώνη. Πρὸ ὁλίγων ἡμερῶν ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε λύσει τὴν πολιορκίαν κατὰ θάλασσαν. Εἰς ἔξοδον ἀποτολμηθεῖσαν ὑπὸ τῆς φρουρᾶς εἶχον ὑποστῆ φθορὰν οἱ Τούρκοι. Ἄρχοντες καὶ λαός, οἱ πολιορκημένοι ἐκεῖ μέσα, ἐπίστευαν, ἤλπιζαν, ἠγρυπνούν.

Ἀλλ' ἠγρύπνει ἔξω τῶν τειχῶν καὶ ὁ ἐχθρός. Ὁ ἀγέρωχος Ὀμέρ Βρυώνης, ὁ φιλόδοξος ἀπόγονος τῶν ἡγεμόνων τῆς Μουζακίας, μὲ τὰς εἴκοσι καὶ πλέον χιλιάδας τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ, γεμᾶτος ἀπὸ τὴν εἰς ἑαυτὸν πεποίθησιν ποὺ τὴν ἐνέπνεεν ἡ καταστροφὴ τῶν φιλελλήνων εἰς τοῦ Πέτα, τὸ μαρτύριον τοῦ Διάκου εἰς τὰς Θερμοπύλας, τῶν βράχων τοῦ Σουλίου ἡ κατάκτησις, δὲν ἔβλεπε τὴν ὥραν τῆς ἑνώσεως του μὲ τὰ λείψανα τοῦ Δράμαλη. Ἐπερίμενε νὰ πάρῃ τὸ εὐκολόπαρτον κάστρον, νὰ διασκορπίσῃ καὶ νὰ σφάξῃ τοὺς προασπιστάς του, νὰ ζωγρήσῃ τὸν Μαυροκορδᾶτον. Προσδοκία ἥτις δὲν ἐμπόδιζε τοὺς πολιορκημένους νὰ παίζουν εἰς τὰ πέντε δάκτυλα τὸν πολιορκητὴν μὲ διαφόρους ἐπινοίας, καὶ ν' ἀπαντῶσιν εἰς τὰς προτάσεις του περὶ παραδόσεως μὲ εἰρωνείας καὶ μὲ στρατηγήματα.

Ἤνοιξε τέλος τοὺς ὀφθαλμούς του ὁ Βρυώνης· ἐννόησεν ὅτι τὸν ἐνέπαιζεν ὁ Μαυροκορδᾶτος. Ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειράν του νὰ παίξῃ πονηρόν παιγνίδι εἰς τοὺς ραγιάδες. Ἔτυχε νὰ πληροφορηθῇ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὅτι μέρος τῆς φρουρᾶς εἶχε μεταβῇ εἰς Δραγαμίστον διὰ νὰ ἐνισχύσῃ καὶ ἐκεῖ τὴν ἐπανάστασιν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐπλησίαζεν ἡ ἐορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἤξευρεν ὁ Ἀλβανὸς στρατάρχης πὼς τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, εἰς καιροὺς καὶ εἰρήνης καὶ πολέμου, οἱ Χριστιανοὶ τὴν περνοῦν λειτουργούμενοι μέσα εἰς τὰς ἐκκλησίας των. Ἔδραξε τοιουτοτρόπως τὴν διπλῆν εὐκαιρίαν.

Ἀπεφάσισε. Τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, 24 πρὸς 25 Δεκεμβρίου 1822, θὰ ἐχύνοντο ὀκτακόσιοι διαλεγμένοι Ἀλβανοὶ μὲ πολλὰς πολλὰς κλίμακας, θὰ ὡρμοῦσαν πρὸς τὰ ἀσθενέστερα μέρη τῶν ὀχυρωμάτων. Ἄλλαι δύο χιλιάδες θὰ τοὺς ἠκολούθουν ἀπὸ τοῦ πλησίον διὰ τὴν βοήθειαν. Ἀλλὰ καὶ τὸ στράτευμα ὁλόκληρον ἀπὸ κέντρα διάφορα θὰ μετεῖχε τῆς ἐφόδου πρὸς περισπασμόν.

Ἀλλ' ἠγρύπνει καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἐλευθερίας, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος τὸ θαυματουργόν. Ἄλλοι μᾶς λέγουν πὼς ἕνας ψαρᾶς, πωλῶν τὴν πραγματείαν του πρὸς Τούρκους, ἤκουσεν ἐξ αὐτῶν τὸ σχέδιον, καὶ ἔσπευσε νὰ τὸ διαβιβάσῃ. Ἄλλοι, ὅπως ὁ Τρικούπης εἰς τὴν ἱστορίαν του, ὅτι τὸ ἀνεκοίνωσε πρὸς κάποιον Μεσολογγίτην κατὰ τρόπον μυθιστορικὸν δοῦλος Ἕλλην ἐκ τῶν παρακολουθόντων τὸν βαρβαρικὸν στρατόν· ἄλλοι ὅπως ὁ Μαυροκορδᾶτος καὶ ὁ Βότσαρης ἐμάντευσαν τὸ σχέδιον τοῦ Βρυώνη ἀπὸ τὴν ταραχὴν τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου. Καί, καθὼς λέγει εὐγλώττως ὁ ἱστοριογράφος τοῦ Μεσολογγίου Φάβρης, «ἡ πανήγυρις τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγινε πρόσκομμα εἰς τὴς ὑπεράσπισιν τῶν Ἑλλήνων· ἐγνώριζαν ἐκεῖνοι πὼς εἰς ὥραν ἐθνικοῦ πολέμου ἡ εὐαρεστοτέρα προσφορὰ πρὸν τὸν Θεὸν εἶναι τὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν».

Οἱ Ἕλληνες δὲν μετέβησαν εἰς τὰς ἐκκλησίας των διὰ νὰ ἑορτάσουν. Τὴν νύκτα τὴν ἐπέρασαν καρφωμένοι εἰς τὰς θέσεις των ἐπὶ τῶν προμαχώνων.

Εἰς τὰς πέντε τὸ πρωΐ οἱ ὀκτακόσιοι διαλεγμένοι χύνονται μὲ σκάλας καὶ ὁρμοῦν κατὰ τὰ συμφωνημένα. Ἀλλὰ συγχρόνως μὲ τὴν κίνησιν αὐτῶν γεμίζει τὸν ἀέρα γύρω καὶ τῆς λιμνοθαλάσσης τὰ νερά ταράσσει, ἀπὸ τὴν Μαρμαροῦν ὡς τὴν Κλείσοβαν καὶ ἀπὸ τὴν Σκύλαν ὡς τὸ Ἀνατολικόν, καὶ ἐκτείνεται ἀπὸ τὰ τείχη ὡς τὰ τενάγη καὶ ὡς τὴν πεδιάδα μέχρι τῶν ἐχθρικῶν σκηνῶν, ἀπὸ τὰς ἐκκλησίας ὅλας τῆς πόλεως ἡ κωδωνοκρουσία τῶν Χριστουγέννων. Ὄχι χαρμόσυνος, πανηγυρική, εἰρήνην καὶ μακροθυμίαν ψάλλουσα, εἰς γλῶσσαν ἱλαράν ἀρρήτως καὶ μυριοπόθητον, ἀλλὰ δεινοῦ κινδύνου ἄγγελμα, πολέμου πρόσταγμα.

Καὶ ὡς νὰ ἐπερίμεναν τὸ πρόσταγμα αὐτό, τὰ στόματα τῶν πέντε κανονιῶν καὶ τῶν ἄλλων ὅπλων τὰ πύρινα βροντολογήματα ἀρχίζουν νὰ δουλεύουν ἀκάθεκτα. Πυκνὴ καὶ δυνατὴ φωτιὰ ἐξακοντίζετ' ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ καθ' ὅλην τὴν γραμμήν. Ἀλβανοὶ καὶ Τοῦρκοι δὲν σκαλώνουν εἰς τὰ τείχη παρὰ διὰ νὰ πέσουν ἔξω τῶν ὀχυρομάτων κατακέφαλα εἰς τὴν στιγμήν. Καὶ ἀπεκρούσθησαν οἱ Τοῦρκοι μὲ καταστροφὴν μεγάλην. Λέγουν ὅτι ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ὅστις ἤλπιζε νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ μέσα εἰς τὸ Μεσολόγγι τοῦ Χριστοῦ ἀνήμερα, κατεπλάγη, κατετρόμαξεν.

Ὅταν τὸ λυκαυγές, μηνυτὴς τῆς γεννήσεως τπῦ Θεοῦ, ἐφώτισε τὰ κάτω τῶν ὀχυρωμάτων, ἐμήνυσε μαζὶ καὶ τὴν νίκην, κ' ἔδειξεν ἐκεῖ κάτω διακόσια πτώματα ἐχθρῶν. Τότε καὶ οἱ Ἕλληνες ποὺ ἐνόμιζες πὼς εἶχαν σταματήσει πρὸς στιγμὴν τὸν χρόνον διὰ νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς θρησκείας των καὶ τοῦ θριάμβου των τὴν πανήγυριν, τότε προσῆλθον εἰς τὸν ναόν, καὶ τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» ἔψαλαν ὡς ἆσμα νικητήριον: Ἡρωικὰ Χριστούγεννα. Καὶ τοὺς ἱεροὺς τοῦ ναοῦ θόλους ἐστόλισαν ἐννέα σημαῖαι κυριευμέναι ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Θεέ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς, ἐνόσῳ βασιλεύουν τύραννοι, θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ὡς πληγωμένη περιστερὰ καὶ ὡς ἀτιμασμένη κόρη ἡ ὑπομονή.


Ἐφ. «Ἐστία», Χριστουγεννιάτικη 1896. Ἔκτακτον φύλλον.



Πηγή: ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, σελ. 376-379
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ (1884 - 1897)

Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *