Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12-02-1945)
Του Στάθη Ν. Καλύβα
Τα Δεκεμβριανά, όπως πέρασε στην ιστορία η στρατιωτική σύρραξη του ΚΚΕ με τους συνασπισμένους αντιπάλους του, ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και έληξαν με συντριπτική ήττα των κομμουνιστών στη μάχη της Αθήνας.
Η λήξη των εχθροπραξιών επισφραγίστηκε με την ανακωχή της 10ης Ιανουαρίου 1945, ενώ, ένα μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου υπεγράφη η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία καθόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς.
Τη Συμφωνία της Βάρκιζας αποτελούσαν εννέα άρθρα. Το πρώτο προέβλεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες, το δεύτερο την άρση του στρατιωτικού νόμου, το τρίτο την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), το τέταρτο την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ, τον πέμπτο τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού, το έκτο την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του, το έβδομο την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, το όγδοο την αντίστοιχη εκκαθάριση σωμάτων ασφαλείας και, τέλος, το ένατο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών. Η ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας της Βάρκιζας θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική και ειρηνική Ελλάδα. Οπως γνωρίζουμε όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: ένας νέος εμφύλιος και μια καχεκτική δημοκρατία.
Το ερώτημα αν ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 ήταν αναπόφευκτος ή αν η Βάρκιζα υπήρξε πράγματι μια χαμένη ευκαιρία για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον, έχει απασχολήσει επανειλημμένως τους ιστορικούς. Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα, αφού απαιτεί τη σύγκριση του τι έγινε με αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν είναι όμως άτοπο να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει, αρκεί να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: η ορθή αποτίμηση των γεγονότων και η ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας. Η ιστοριογραφία μας, όμως, υστερεί και στα δύο.
Συσχετισμός δυνάμεων μετά τα Δεκεμβριανά
Η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια, απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική του ισχύ. Ομως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Ετσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε. Μπορούσε, μ' άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εναν, περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;
Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον «τρίτο γύρο», όπως και έγινε. Αλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί, αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού...) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε (επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως «μονόπλευρης»: ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της «λευκής τρομοκρατίας».
Παραβιάστηκε και από τις δύο πλευρές
Η αέναη ανακύκλωση ερμηνειών αυτού του τύπου είναι εντελώς άγονη. Για να ξεφύγουμε από τη στειρότητα και να προχωρήσουμε στον δρόμο της κατανόησης, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως τη Συμφωνία της Βάρκιζας παραβίασαν και οι δύο πλευρές. Το κράτος ανέχτηκε, και ενίοτε οργάνωσε, τις διώξεις εναντίον των οπαδών του ΚΚΕ, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε να διατηρήσει ανοιχτή την επιλογή της ένοπλης ρήξης, παραδίδοντας μόνο τη «σαβούρα» και τα «άχρηστα» όπλα του, τη στιγμή που απέκρυπτε οπλισμό για 30.000 στρατό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επαναδιατύπωση του αρχικού ερωτήματος: θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η διπλή αυτή παραβίαση, έτσι ώστε η χώρα να είχε αποφύγει τη δοκιμασία μιας νέας εμφύλιας σύρραξης; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει η μελέτη της εμπειρίας ανάλογων περιπτώσεων στον υπόλοιπο κόσμο.
Η πολιτική επιστήμη έχει ασχοληθεί με ερωτήματα αυτού του είδους μέσω της συγκριτικής ανάλυσης πολλών εμφυλίων. Μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε μελέτη 41 εμφύλιων πολέμων της περιόδου 1944-1989. Εκκινώντας από τη διαπίστωση πως, ενώ το 55% των διακρατικών πολέμων της περιόδου αυτής έληξε με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μόνο το 20% των αντίστοιχων εμφυλίων είχε την ίδια κατάληξη, επιχειρεί να εξηγήσει τη συστηματική αποτυχία των διαπραγματεύσεων στους εμφύλιους πολέμους. Μήπως αυτό οφείλεται στο βαθύτερο μίσος που υποτίθεται πως χωρίζει τους αντιπάλους στους εμφυλίους;
Η απάντηση είναι αρνητική. Αντίθετα, το συμπέρασμα είναι πως ο κύριος λόγος που οδηγεί στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων και την κατάρρευση των συμφωνιών στους εμφυλίους είναι η αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ο λόγος είναι πως, ενώ στους διακρατικούς πόλεμους οι δύο πλευρές εξακολουθούν να διατηρούν σε σημαντικό βαθμό την αμυντική τους ικανότητα και μετά τη σύναψη της συμφωνίας (αφού πρόκειται για κράτη που διαθέτουν στρατό), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίπαλες πλευρές σε έναν εμφύλιο. Προϋπόθεση για τη λήξη ενός εμφυλίου είναι ο αφοπλισμός της μιας πλευράς (αφού δεν νοείται ύπαρξη κράτους δίχως νόμιμο μονοπώλιο βίας, δηλαδή με δύο αντίπαλους στρατούς στο εσωτερικό του). Είναι όμως αδύνατο να εγγυηθεί πειστικά η κυβερνητική πλευρά πως δεν θα παραβιάσει τα δικαιώματα της αντίπαλης παράταξης, μετά τον αφοπλισμό της: ο πειρασμός να κατασπαράξεις τον αντίπαλό σου αφού αυτός έχει καταθέσει τα όπλα, είναι πολύ μεγάλος. Ακόμα και αν δεν έχεις τέτοιες προθέσεις, δύσκολα θα πείσεις τον αντίπαλο σου γι' αυτό. Γνωρίζοντάς το αυτό, η αφοπλιζόμενη πλευρά, είτε θα αποφύγει τις διαπραγματεύσεις είτε, αν αναγκαστεί να υπογράψει, θα επιχειρήσει να διαφυλάξει μέρος του οπλισμού της. Αντίστοιχα, η κυβερνητική πλευρά θα θεωρήσει τον μη αφοπλισμό ως απόδειξη προετοιμασίας ενός νέου γύρου και θα επιτείνει τις διώξεις. Είναι προφανές, λοιπόν, γιατί αποτυγχάνουν οι συμφωνίες αυτές, και μάλιστα εντελώς ανεξάρτητα από το αν οι δύο πλευρές έχουν καθαρές προθέσεις. Τρία συμπεράσματα αξίζει να υπογραμμιστούν. Πρώτον, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν είχε ποτέ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Δεύτερον, η αποτυχία της δεν οφείλεται απαραίτητα στις ύπουλες προθέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν τέτοιες!), αλλά σε ένα εγγενές πρόβλημα όλων των εμφυλίων: την αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων. Είναι απαραίτητη, τέλος, η απόδραση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του επαρχιωτισμού που διακρίνει την ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου και των αγκυλώσεων που ταλανίζουν τη μελέτη του.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Αναδημοσίευση από: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας