Η Βόμβα του Μοροζίνι κατά της Ακρόπολης των Αθηνών (1687)
Τα χρόνια πού ακολούθησαν τον Τουρκο-Βενετικό πόλεμο και την άλωση του Χάνδακος ήταν περίοδος ακμής των ταξιδιών στην Ελλάδα. Αλλά το ελληνικό αυτό διάλειμμα δεν κράτησε πολύ. Το 1684 η Βενετία κήρυξε τον πόλεμο κατά του σουλτάνου. Κι' επειδή δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετώπιση τις ανάγκες της εκστρατείας στρατολόγησε μισθοφόρους από τον Βορρά.
Οι Βενετοί παζάρεψαν με τούς ηγεμόνες και μίσθωσαν ολόκληρα συντάγματα, με τα επιτελεία και τούς αξιωματικούς τους. 'Επί κεφαλής του εκστρατευτικού σώματος θα τοποθετηθεί ό Σουηδός στρατάρχης Otto Konigsmark. Αυτός ό Σκανδιναβός μισθοφόρος, ό απόγονος των Βαράγγων του Βυζαντίου, θα διευθύνει την πολιορκία τής Ακροπόλεως του 1687 πού θα οδηγήσει στην καταστροφή του Παρθενώνος.
Είχε μείνει ακέραιος ό Παρθενών, κορυφαία στιγμή της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, επί 2125 χρόνια (438 π.Χ. ως 1687). Και μάλιστα στην αρχική αρχιτεκτονική του κατάσταση. Περί τα μέσα του Ε' η ΣΤ' αιώνα μετατρέπεται σέ χριστιανικό ναό κι' αφιερώνεται, αρχικά στην 'Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία. Οι διαρρυθμίσεις και οι αλλαγές περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό. Η είσοδος μεταφέρεται από την ανατολική πλευρά στη δυτική και η οροφή γίνεται θολωτή. 'Αλλά η αρχική μορφή του ναού παραμένει αμετάβλητη
Στις αρχές του ΙΓ' αιώνα μετατρέπεται σε καθολική εκκλησία και το 1458 σε τουρκικό τέμενος. Και στις δυο περιπτώσεις οι μεταβολές ήταν εσωτερικές. Χτίστηκε μόνο ένας μιναρές στη δυτική πλευρά του ναού. Έτσι ό Παρθενών είχε μείνει ως εκείνη την «μαύρη Παρασκευή» του 1687, όπως τον είδαν και τον σχεδίασαν οι ταξιδιώτες κατά τούς αιώνες τής τουρκοκρατίας.
Είναι μια θλιβερή ιστορία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1669 ό Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι συνθηκολογούσε στην Κρήτη και παρέδιδε το Κάστρο στους Τούρκους, ύστερα από πολιορκία πού κράτησε εικοσιπέντε χρόνια. 'Αλλά ό τουρκοβενετικός πόλεμος θα συνεχισθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1687 τα στρατεύματα του Μοροζίνι (μισθοφόροι Γερμανοί και Σουηδοί) καταλαμβάνουν την Κόρινθο και τον Σεπτέμβριο την Αίγινα. Ήρθε έπειτα η σειρά της Αττικής. Τη νύχτα τής 21ης Σεπτεμβρίου ό κόμης Καίνιξμαρκ, υπαρχηγός της βενετικής άρμάδας, αποβιβάζει δέκα χιλιάδες άνδρες στον Πειραιά. Οί Τούρκοι αιφνιδιάζονται, υποχωρούν καί οχυρώνονται στην 'Ακρόπολη.
Ό αρχιεπίσκοπος και αθηναϊκή αντιπροσωπεία ζητούν από τον Μοροζίνι να καταλάβει την πολιτεία. Την ίδια νύχτα τα βενετικά στρατεύματα φθάνουν μπροστά στην Ακρόπολη, στήνουν τα κανόνια κι' αρχίζουν την πολιορκία. Οι βομβαρδισμοί δεν απέδωσαν αποτελέσματα κι' ό αρχιστράτηγος ανησυχεί επειδή αναμένονταν τουρκικές ενισχύσεις Τότε έφθασε στο στρατηγείο του Καίνιξμαρκ η πληροφορία ότι στον Παρθενώνα, ενισχυμένο εσωτερικά, οι Τούρκοι είχαν εναποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Από κείνη τη στιγμή όλα τα κανόνια κατευθύνουν τις βολές τους εναντίον του ναού.
Kαι την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 1687, στις 7 το βράδυ, ένας υπολοχαγός πέτυχε να στείλει ένα βλήμα στην οροφή του αρχαίου ναού (C. Waldstcin : Views of Athens in the year 1687). Η μπάλα του κανονιού διαπερνώντας την αδύνατη στέγη έφθασε στον τσεμπιχανέ των Τούρκων και τον ανατίναξε
Ελάχιστοι από τούς πολιορκητές είχαν την αίσθηση της καλλιτεχνικής αξίας του γκρεμισμένου μνημείου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Αννα Ακεργελμ, κυρία των τιμών της συζύγου του Καίνιξμαρκ. Σε μια απλοϊκή αλλά συγκινητική επιστολή της έγραφε πώς «ό κόσμος δεν θα μπορέσει να ξαναχτίσει τέτοιο αριστούργημα» (Diary and letters of Anna Akerhjel). Τα κλασσικά μνημεία τής Ακροπόλεως ήταν θύματα της νέας μορφής πολέμου πού επέβαλε τη δημιουργία αποθηκών πυρομαχικών μέσα στους ίδιους τούς αρχαίους ναούς. Η μπαρούτη και το πυροβολικό θα κρίνουν την τύχη των καλλιτεχνικών θησαυρών.
Χιλιάδες Ευρωπαίοι είχαν επισκεφθεί την Αθήνα κατά τον ΙΣΤ' καί ΙΖ' αιώνα Κι ανάμεσά τους σοφοί, διπλωμάτες, καλλιτέχνες, άνθρωποι του πνεύματος. Όλοι είδαν τον Παρθενώνα και τα μνημεία της Ακροπόλεως ακέραια να αστράφτουν στον ήλιο. Και όμως, κανείς δεν σκέφθηκε να πάρει μολύβι, να τα σχεδιάσει υπεύθυνα καί ν' αποτυπώσει με άκρίβεια τις αρχαιότητες όπως βρίσκονταν πριν από την καταστροφή τους.
Ό Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Nointel θα αναθέσει σ' έναν από τούς ζωγράφους τής συνοδείας του ν' απαθανατίσει τα μνημεία της Ακροπόλεως. Τα σχέδια υπάρχουν. 'Αλλά είναι πρόχειρα και επιπόλαια. Γενικές φόρμες χωρίς ακρίβεια, χωρίς λεπτομέρειες. Άλλωστε, ό προορισμός των ζωγράφων τού Nointel δέν ήταν η Ακρόπολη. Τις ελληνικές φορεσιές φιλοδοξούσε να σχεδιάσει ό Γάλλος διπλωμάτης. Όπως αποκαλύπτει ό Cornelio Magni, η κυριώτερη επιθυμία του πρεσβευτή ήταν να δημιουργήσει μια συλλογή από αχυρένιες κούκλες με όλες τις ενδυμασίες τής Ανατολής. Ό ζωγράφος του Nointel σχεδίασε τον Παρθενώνα σαν αξιοπερίεργο
Οι περιηγητές Spon καί Wheler πού ακολούθησαν πρόσεξαν περισσότερο τα μνημεία. Αλλά με την ψυχρή περιέργεια του ευσυνείδητου οδοιπόρου. Ό αιώνας τους δέν άφηνε περιθώρια για αισθητικές συγκινήσεις. Η αρχαία ελληνική τέχνη ήταν ακόμα ένας άγνωστος κόσμος. Ακόμα και οι πιο καλλιεργημένοι Ευρωπαίοι δέν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα βυζαντινά αρχιτεκτονήματα από τα έργα του 'Ικτίνου. Τοποθετούσαν τη δημιουργία της μετόπης του ναού στην εποχή του Άδριανού. Είναι, έλεγαν, τόσο λευκά τα μάρμαρα πού αποκλείεται να έχουν μεγαλύτερη ηλικία
Οι Αθηναίοι του 1687 είχαν συνείδηση του μεγέθους τής καταστροφής και καυτηρίασαν τη βαρβαρότητα των πολιορκητών. Γράφει ό Laborde :
«Οι απόγονοι των Αθηναίων του Περικλέους δέν μιλούσαν βέβαια τη γλώσσα του Δημοσθένους και είχαν λησμονήσει ολότελα την καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων. Είχαν όμως διατηρήσει το ευγενικό κλίμα τής ράτσας κι' ακόμα την ίδια ευφυΐα και το σεβασμό για ότι ενθουσίαζε τούς προγόνους τους».
Οι μισθοφόροι του Μοροζίνι θα καταλάβουν την Ακρόπολη ύστερα από την ανατίναξη του Παρθενώνος. Θα την εγκαταλείψουν, όμως, άδοξα και επαίσχυντα ύστερα από μερικούς μήνες. Ό αρχιστράτηγος αποφασίζει αρχικά να ισοπεδώσει με λαγούμια το φρούριο, τα κτίσματα και τα μνημεία του. Αλλά δέν υπήρχαν τα μέσα και ό χρόνος. Το στράτευμα έπρεπε να κινηθεί εναντίον του Ευρίπου. Και τελικά θα επικρατήσει η λογική σκέψη ότι είναι περιττή η καταστροφή αφού εκείνος πού κατέχει το κάστρο τής Χαλκίδος ελέγχει και την Ακρόπολη.
Ό πληθυσμός τής Αθήνας θα καταφύγει στο Μοριά ύστερα από τη μάταιη και πολυώδυνη νίκη. Αλλά ό Μοροζίνι φιλοδοξεί να μεταφέρει στη Βενετία ένα τρόπαιο από την Ακρόπολη για να στηθεί στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και ν' ανταγωνίζεται το τέθριππο άρμα πού άρπαξαν οι Βενετοί το 1204 από τον ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως και το φόρτωσαν στη γαλέρα (τι θλιβερή σύμπτωση) κάποιου Μοροζίνι. Δυσκολία εκλογής δέν υπήρχε. Τα αγάλματα και τα ανάγλυφα των ναών και τα κατακείμενα γλυπτά θα μπορούσαν να γεμίσουν εκατό μουσεία.
Σκέφθηκε ότι ο Ποσειδών του δυτικού διαζώματος θα ήταν το πιο άξιο τρόπαιο. Το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα ήταν ολότελα άθικτο. Ό αρχιστράτηγος πρόσταξε να κατεβάσουν τα γλυπτά πού στόλιζαν 21 αιώνες το ναό, να τα μεταφέρουν στον Πειραιά και να τα φορτώσουν στη ναυαρχίδα.
Στην αναφορά του προς την βενετική Σύγκλητο ο Μοροζίνι εξηγεί λακωνικά και ψυχρά πώς έγινε ο βάρβαρος ακρωτηριασμός (την έγραψε στον Πειραιά στις 19 Μαρτίου 1688).
«'Επί τη προβλέψει της εγκαταλείψεως των Αθηνών συνέλαβον το σχέδιον άποσπάσεως μερικών εκ των ωραιότερων έργων τέχνης τα όποια θα ήδύναντο να προσθέσουν νέαν λάμψιν εις την Δημοκρατίαν. Διέταξα δήθεν, να αφαιρεθεί από την πρόσοψιν του ναού, τής Αθηνάς, όπου υπάρχουν τα ωραιότερα γλυπτά, το άγαλμα ενός Διός (Πρόκειται για άγαλμα του Ποσειδώνος) και τα ανάγλυφα δύο μεγαλοπρεπών ίππων. Ευθύς όμως, ως ήρχισεν η εργασία κατέρρευσεν όλόκληρον το άνω τμήμα της κορωνίδος του ναού. Και αποτελεί θαύμα το γεγονός ότι ουδείς εκ των τεχνιτών έπαθε τι.
»Η αδυναμία τοποθετήσεως ικριωμάτων και μεταφοράς επί του φρουρίου κεραιών εκ των γαλέρων και άλλων μηχανημάτων δια την κατασκευήν βαρούλκων, κατέστησε δύσκολον και έπικίνδυνον οιανδήποτε νέαν προσπάθειαν. Διέταξα, όθεν, τήν διακοπην τών εργασιών. Πολλώ μάλλον επειδή, μή υπάρχοντος πλέον του σημαντικωτέρου τμήματος του ναού, ό,τι άπέμεινεν μου έφάνη κατώτερον καί κατεστραμμένον άπό τήν διαβρωτικήν έπενέργειαν του χρόνου. Έν τούτοις, άπεφάσισα νά παραλάβω μίαν λέαιναν άριστης τέχνης, άκέφαλον όμως. Θά ήτο δυνατή η τελεία άντικατάστασις της κεφαλής μέ άλλην μαρμαρίνην, παρομοίαν προς τήν άρχικήν.
Πόρτο Λιόν, 19 Μαρτίου 1688.»
Ό Μοροζίνι δεν θα εγκαταλείψει την 'Αττική χωρίς τρόπαια. Πρόσταξε την άρπαγή δύο ακόμη λεόντων πού βρίσκονταν στο Θησείο καί ενός τρίτου πού στόλιζε το λιμάνι του Πειραιά. Τό παράδειγμα του Αρχιστρατήγου ακολούθησαν όλοι οί ερασιτέχνες αρχαιόφιλοι καί λαφυραγωγοί του έκστρατευτικού σώματος. Κανείς δέν γύρισε στήν πατρίδα του μέ άδεια χέρια. Ό γραμματικός του Μοροζίνι San Gallo κράτησε την κεφαλή της Άπτέρου Νίκης (Είναι άλήθεια ότι επί Λουδοβίκου ΙΔ' οργανώθηκαν αποστολές για την αναζήτηση και την καταγραφή των μνημείων των αρχαίων πολιτισμών στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά μα κύριο σκοπο τή συγκέντρωση αρχαιολογικών θησαυρών γιά τον έμπλουτισμό τών παλατιών του. Ό βασιλιάς, γράφει ό Charles Perrault στο έργο του «'Ο αιώνας του Λουδοβίκου του Μεγάλου», φιλοδοξώντας νά μείνουν στην αίωνιότητα τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα πού έχτισε, «έστειλε στην 'Ιταλία, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα, στη Συρία, στην Περσία πολλούς σοφούς». Εστειλε, αλλά στην Ελλάδα δέν έφθασε κανείς. Έκτός άπο μερικούς πανούργους καί συνήθως αμαθείς πράκτορες γιά τήν αρπαγή άρχαιοτήτων.)