Ιωάννης Ν. Γρυπάρης (Αρτεμώνας Σίφνου 1870 - Αθήνα 1942)
Ο Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος 1870 – Αθήνα, 1942) ήταν Έλληνας μεταφραστής, λογοτέχνης και εκπαιδευτικός, ενώ διετέλεσε επίσης στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Εβδομήντα τόσα χρόνια έζησε και πολέμησε για τον πνευματικό μας πολιτισμό ο Γρυπάρης, αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, αρχίζοντας την εισαγωγή του στο έργο και τη ζωή του μεγάλου Έλληνα ποιητή, στον τόμο των «Απάντων» του.
Ο Γρυπάρης ο αναμορφωτής, που έδωσε στην ποίηση εκφραστικότητα, πλαστικότητα, μελωδικότητα και υπήρξε στην εποχή του ένας πρωτοπόρος και ανανεωτής. Που μετά τη μεγάλη φήμη του από την πρώτη και μοναδική, τελικά, ποιητική του συλλογή, τους «Σκαραβαίους και Τερρακόττες», αναγκάστηκε να σωπάσει.
Ζούσε πια με την πίστωση που του έδωσε η υπέροχη αυτή συλλογή και προσπαθούσε στο εξής να γεμίσει τον καιρό του με μεταφράσεις των αρχαίων.
Εξακολουθεί, ωστόσο να υπάρχει το ερώτημα, γιατί σταμάτησε ο ποιητής; Η επίσημη εκδοχή πως ό,τι είχε να πει, το είπε με μοναδικό τρόπο στους «Σκαραβαίους» του, δεν ικανοποιεί πλήρως.
Εξάλλου δεν είναι μυστικό ότι σ’ όλη του τη ζωή έγραφε ποιήματα, με τη λαχτάρα να δώσει μια ισάξια συνέχεια στους «Σκαραβαίους και Τερρακόττες», τους τιμημένους με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, κι ύστερα τα έσχιζε αλύπητα. Τίποτα δεν τον ικανοποιούσε. Κι αυτό ήταν το κρυφό του δράμα.
Ο Γιάννης Χατζίνης, λογοτέχνης, κριτικός και προσωπικός φίλος του ποιητή, δηλώνει κατηγορηματικά στον πρόλογό του με τίτλο «ο Γρυπάρης από κοντά», που κοσμεί το 1970 μια επανέκδοση των «Σκαραβαίων», πως αιτία της ποιητικής του στειρότητας στάθηκε ο γάμος του.
Γιατί όσο ζούσε βρισκόταν πάντοτε κάτω από την αμείλικτη κυριαρχία της γυναίκας του.
Η Ρήνα Γρυπάρη δεν θύμωνε ποτέ, δεν εκνευριζόταν, δεν ύψωνε τη φωνή. Επέβαλλε την άποψή της με τη σοφία μιας ευγένειας που δεν είχε το ταίρι της.
Κρατούσε με κλωστές μυστικές και καθοδηγούσε την ψυχή ενός ποιητή με τέτοιο τρόπο που δεν έβρισκες τίποτα να της ψέξεις. Υποπτευόσουν, βέβαια πως είχε καταντήσει ένας κακός δαίμονας που παρουσιαζόταν με την όψη καλού αγγέλου.
Όπως ισχυρίζονταν δυο άλλοι καλοί φίλοι του ποιητή, άνθρωποι των γραμμάτων κι αυτοί, ο Γιάννης Βλαχογιάννης και ο Σωτήρης Σκίπης, ο Γρυπάρης πριν παντρευτεί ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος. Απολάμβανε μια ελευθερία και μια ανεξαρτησία εκρηκτική.
Του άρεσαν οι γυναίκες, το γλέντι. Με μια λέξη, χαιρόταν τη ζωή του. Κι όμως η μοίρα αυτού του θεσπέσιου ποιητή με την τρυφερή, λυρική ψυχή ήταν να πέσει στα δίχτυα μιας ψυχρής, αποστεγνωμένης γυναίκας, υποχείριας των δικών της ακατανίκητων παθών: Της φιλαργυρίας, της φιλαυτίας, του πόθου κυριαρχίας.
Αυτά τα ίδια τα πάθη της, σύμφωνα πάντα με την προσωπική μαρτυρία του Χατζίνη, την είχαν ασκήσει σε έναν καταπληκτικό τρόπο συμπεριφοράς, ώστε ο δυστυχής ποιητής να υποστεί μια «πλύση εγκεφάλου» χωρίς καμιά δυνατότητα ν’ αντιδράσει.
Ο Σωτήρης Σκίπης, μάλιστα, την θεωρούσε ένοχη διπλού φόνου, γι αυτό και μετά το θάνατο του Γρυπάρη δεν θέλησε ούτε καν να την συλλυπηθεί. Πίστευε πως η Ρήνα Γρυπάρη σκότωσε πρώτα τον ποιητή και μετά τον άνθρωπο.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής ο Γρυπάρης «μαρτύρησε» κυριολεκτικά, για να πεθάνει, τελικά, από ασιτία, αφού η γυναίκα του, παράλογα, παθιασμένα, έκρυβε τα τρόφιμα, τα κλείδωνε με ένα φοβερό πείσμα. Κι όμως ανήκαν στους ευτυχείς που είχαν μια παρακαταθήκη, με την οποία θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα στη δύσκολη εκείνη εποχή.
Αλλά τα έκρυβε «για ένα πιο δύσκολο μέλλον». Ακόμη και τα τσιγάρα, στέρησε από τον δύσμοιρο ποιητή, αναγκάζοντάς τον να φτάνει στον έσχατο εξευτελισμό, να τα κλέβει κάθε βράδυ, για να του προκαλέσει και τη φυσική του εξόντωση, μετά από μια γερή δόση καθαρτικού, που στάθηκε και η αφορμή του θανάτου του.
Αυτή φαίνεται να είναι η μοίρα όλων των εκλεκτών, καταλήγει ο Χατζίνης στον πρόλογό του, να καταλήγουν θύματα. Κι όσο πιο εκλεκτοί είναι, για τόσο μεγαλύτερη θυσία είναι προορισμένοι.
Πολλές φορές, από μακριά, φανταζόμαστε τους ποιητές σαν πρόσωπα μυθικά, που δεν ανήκουν στο δικό μας κόσμο. Ζουν, πράγματι σε έναν άλλο κόσμο, γιατί πλάθουν με την ευαισθησία τους μια εικόνα της ζωής που δεν έχει καμιά σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα.
Και τους βρίσκουμε πάρα πολύ «ανθρώπινους», πληγωμένους κι αποκαρδιωμένους, τη στιγμή ακριβώς που διαπιστώνουν τη διάστασή τους με τη χυδαιότητα της ζωής. Γιατί, αλίμονο, η ζωή δεν μπορεί να είναι πάντοτε ένα όνειρο.
Η ζωή μέσα στην ταπεινότητα, και την καθημερινότητά της μπορεί να μας ανεβάζει ψυχικά και πνευματικά σε δυσθεόρατα ύψη, για να μας κατακρημνίσει την επόμενη στιγμή, με τη μορφή του πιο κοντινού κι αγαπημένου μας προσώπου.
Ο Στράτης Μυριβήλης μιλάει για τον Ιωάννη Γρυπάρη στο θέατρο "Κυβέλη" το στις 11 Απριλίου του 1943.
Απόσπασμα από τη διάλεξη του Στράτη Μυριβήλη για τον Ιωάννη Γρυπάρη
[…] Ο Γρυπάρης είναι ο πρώτος πρίγκηπας του ελληνικού ύφους. Μέσα στην ξεπεσούρα μιας δημοτικής αποστειρωμένης, από κάθε πηγαίο δοχείο, μιας φιλολογικής γλώσσας που παραδέρνει ανάμεσα στους γαλλικούς λεβαντινισμούς και την καθαρευουσιάνικη νοθεία, μπρόβαλε αυτός ο νησιώτης ποιητής, να μας φέρει τις αρχοντιές μιας μακρόχρονης και αδιάσπαστης γλωσσικής παράδοσης, για να ανανεώσει το λογοτεχνικό ύφος και να μας σταθεί σταθερός δείχτης του ίσου δρόμου. Ο Γρυπάρης άνοιξε την πατρογονική κασέλλα του γλωσσικού θησαυρού της φυλής, και δούλεψε σαν άξιος κληρονόμος, με το υλικό που είχαν συνάξει εκεί μέσα όλες οι γενεές των πατεράδων μας. Η κλασσική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο Ακριτικός κύκλος, η Κρητική αναγέννηση και το ζωντανό δημοτικό τραγούδι με τη στοματική παράδοση του παραμυθιού.
Στα χέρια ενός άλλου αυτό θα γινόταν μια λεξιλογική συλλεχτική δουλειά. Στα χέρια του Γρυπάρη, έγινε αυτό που έγιναν τα χρυσαφικά, το φίλντισι και τα πετράδια, που βρήκε ο Πραξιτέλης μέσα στον κοινό θησαυρό των Ελλήνων. Πέρασε πάνω στους περουζέδες και στα μαλάματα η φωτιά της μεγάλης τέχνης και τα χώνεψε όλα. Τζοβαερικά, ελεφαντόδοντο, πετράδια και μέταλλα. Και βγήκαν οι χρυσοελεφάντινοι θεοί. Εδώ βγήκαν οι Σκαραβαίοι και οι Τερρακόττες. Σαν διαβάσεις, σαν καταχτήσεις από κάθε μεριά το έργο του Γρυπάρη, ξαφνιάζεσαι από το αχτιδοβόλημα μιας γλώσσας, που μόλις τα τελευταία σαράντα χρόνια άρχισε να ξεσκεπάζεται η φρεσκάδα και η παρθενικότητά της στα χέρια λίγων ποιητών και πεζογράφων, που ξεπέρε μεν το στάδιο του γλωσσικού αγώνα, το έκαμαν όμως αυτό όχι από ανικανότητα, από αναντρία, από ψυχική τεμπελιά ή από μικροαστικό συμβιβασμό, μα γιατί κατάχτησαν πια το γλωσσικό υλικό τους, στο να μπορούν να παίξουν το όργανό τους το εκφραστικό σαν ένα σπαθί γερό, λαμπερό μέσα στον ήλιο, που να λιγάει σαν το φείδι χωρίς να τσακίζεται ή να στραβώνει. Τότε σου κάνει θλίψη να βλέπης τη φτώχια που περιορίζει το γλωσσικό υλικό σε μερικές κατοσταριές ξεθωριασμένες λέξεις, αυτές που κυκλοφορούν στην οδό Σταδίου, στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στο κουτσομπολιό του σαλονιού.
Και δεν είναι μόνο οι άχρωμες και άγνωστες λέξεις. Είναι η σύνταξη της φράσης, η οργάνωση του λόγου, που είναι αλλιώτικη στη δημοτική και άσχετη με αυτό το καθαρευουσιάνικο πατσάλι με τα κουρεμένα τελικά ν, που προσποιείται, χρόνια τώρα τη δημοτική γλώσσα. Το ιδανικό μας για την ελληνική λογοτεχνική φράση πρέπει νάναι το χτίσιμο του αρχαίου έντεχνου λόγου. Η κάθε φράση νάναι ένας οργανισμός αυτοτελής και ολοζώντανος, και δεμένος άλυτα σόλα τα σημεία, που να νιώθεις ολάκερη τη φράση να πονεί, μόλις πας να της πειράξεις ένα μόριο. Σαν το φείδι πρέπει νάναι η λογοτεχνική φράση ενιαία και ζωντανή, που το αγγίζεις στην ουρά και γυρίζει το κεφάλι να σε δαγκάσει.
Διαβάζοντας το Γρυπάρη, μαθαίνουμε με τρόπον εποπτικό και τούτη την επιστημονικήν αλήθεια. Πως η γλώσσα δεν είναι μονάχα ένα όργανο για να συνεννοείται ένας λαός είναι ακόμα κάτι, πιο σπουδαίο. Είναι ένας νέος τρόπος κοιτάγματος της ζωής από ένα λαό, που αντιδρά στις εντυπώσεις με τη δική του ψυχοσύνθεση, και ξετιμά τη ζωή με στοιχεία ολότελα προσωπικά, και την δίνει την ιδιαίτερη έκφραση που ταιριάζει στη φυλή, στη γη του και στο κύτταρο του. Η Ελλάδα ολάκερη βρίσκεται μέσα στην ελληνική γλώσσα, και ο λογοτέχνης που έχει την αξίωση να μίλα υπεύθυνα για λογαριασμό της φυλής του, πρέπει την κάθε στιγμή να καταχτά την ελληνικότητα του εκφραστικού του οργάνου.
Ο Γρυπάρης, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης και τόσοι άλλοι δικοί μας και ξένοι, είναι από τους ποιητές που χώρεσαν όλη την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας μέσα σ' ένα τόμο, σαν τ' ακριβά μυρωδικά που χωρούν σε μικροσκοπικό μυρογιάλι. Ο τόμος αυτός είναι οι περίφημοι «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες». Σκαραβαίοι, όπως ξέρετε, είναι κείνα τα έντομα, ένα είδος χρυσομπάμπουλοι, που βρίσκονται σε αφθονία μέσα σε αιγυπτιακούς τάφους και σκαλισμένα για δαχτυλιδόπετρες πάνω σε ακριβά πετράδια. Οι παλιοί αιγύπτιοι τόχαν για ιερό έντομο και το φορούσαν σα σύμβολο αντρίας και καλοτυχίας. Τερρακόττες πάλι (τέρρα κόττα θα πει ψημένη γη) είναι κείνα τα μικρά κεραμιδένια αγάλματα, μια χαριτωμένη ψιλοδουλειά, όπως οι ταναγραίες κούκλες, να πούμε. Από τον τίτλο κιόλας, καταλαβαίνουμε μεμιάς, πως έχουμε μπροστά μας το έργο ενός χρυσικού της τέχνης, ενός μάστορη, που ψιλολογεί το κάθε τι, και παθαίνεται για την τελειότητα της φόρμας. Ενός μερακλή, όπως θα λέγαμε, με την πλατειά και αμετάφραστη έννοια που βάζει ο ελληνικός λαός μέσα σαυτή τη λέξη, όταν τραγουδά και λέει:
Όποιος δεν είναι μερακλής του πρέπει να πεθάνει,
γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τόπο πιάνει.
Ας κρατήσουμε αυτό το λιανοτράγουδο του λαού σαν ένα τίτλο αξεπέραστης αισθητικής παράδοσης. Γιατί κανένας λαός δεν έχει φτάσει σένα τέτοιο υψηλό σημείο καταξίωσης καλλιτεχνικής της καθημερινής ζωής του, ώστε να βγάζει θανατική απόφαση, με μοναδικό αιτιολογικό την αισθητική αναπηρία του ανθρώπου. Είταν φυσικό γιαυτόν, που στάθηκε σαράντα αιώνες ανάμεσα στους λαούς ο μερακλής της ζωής, ο μερακλής του θανάτου.[…]