ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

sarakosti

Χαρὰ Θεοῦ ἡ ἐφετεινὴ Καθαρὴ Δευτέρα! Ἡμέρα ἑλληνικὴ ἀπ' τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ: ἥλιος σπάταλος καὶ ξελογιατὴς -πόσες μυγδαλιὲς δὲ βιάστηκαν νὰ κρεμάσουν τὸ καινούριο καὶ κάτασπρο φουστάνι τους στὸ κατάφωτο πανηγύρι τῆς πρώιμης ἄνοιξης!- ὁμαδικὴ ἔξοδος ἀπὸ μεγάλες καὶ μικρὲς πολιτεῖες, χαρούμενες φωνές, ὄργανα, τραγούδια καὶ χορὸς σὲ πλατεῖες, σὲ λόφους καὶ σ' ἐξοχικοὺς δρόμους, ἕνα ξεφάντωμα ποὺ εἴχαμε χρόνια νὰ δοῦμε καὶ νὰ τὸ χαροῦμε στὴ βασανισμένη μας γῆ. Καὶ ὀλιγάρκεια, ὤ, πόση ὀλιγάρκεια σ' αὐτὸ τὸ μεγάλο λαϊκὸ κέφι, ποὺ ἀρχίζει μὲ μιὰ φτηνὴ μάσκα ἤ καὶ μὲ λίγη μπογιὰ στὸ πρόσωπο, ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ μιὰ λαγάνα -μὲ μιὰ λαγάνα τοῦ 1955 ποὺ δὲν ἔχει κὰν τὴ λευκότητα καὶ τὴ νοστιμάδα τῆς προπολεμικῆς- καὶ στὸ τρίτο ἤ τέταρτο ποτήρι γίνεται λήθη καὶ εὐδαιμονία, ξόρκι τοῦ Χάρου καὶ τῆς συμφορᾶς, πλοῦτος καὶ ἁπλοχεριά.

Τὸ εἶδα ἐφέτος αὐτὸ τὸ πανηγύρι στὴν ἐπαρχία. Δηλαδὴ εἶδα τὴν ἐπαρχία σὲ μιὰν ὥρα δική της, ὁλοδική της, καὶ γύρισα στὴν Ἀθήνα μὲ τὴν αἰσιοδοξία ἐκείνη ποὺ χαρίζουν οἱ γνήσιες καταστάσεις. Κι ἀλήθεια: Πόση Ἑλλάδα καὶ πόση λαϊκὴ ψυχή, πόση δύναμη τοῦ ἐθίμου στὴν Καθαρὴ Δευτέρα, ποὺ τὴν συναντούσαμε κάθε τόσο στὶς πολιτεῖες, στὰ χωριὰ καὶ στοὺς δρόμους τῆς Ρούμελης. Κατεβαίνουμε ἀπὸ τὴ Λαμία καὶ λέγαμε νὰ κάνουμε μιὰ μόνο στάση: προσκύνημα στὶς Θερμοπύλες. Εἴχαμε λογαριάσει τὰ χιλιόμετρα, τὶς ὧρες, τὴν ἀντοχὴ τοῦ σωφέρ, τὴ δική μας ἀντοχή, τὰ ἐμπόδια, τὶς στροφές, τὶς μικρὲς καὶ ἀπρόβλεπτες καθυστερήσεις, καὶ ξεκινήσαμε νὰ ἐκτελέσουμε ἕνα πρόγραμμα μὲ τάξη καὶ ἀκρίβεια. Δὲν ἐκάναμε ὅμως περισσότερα ἀπὸ τρία χιλιόμετρα καὶ καταλάβαμε πὼς ἕνα καὶ μόνο πρόγραμμα μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὴ ρουμελιώτικη γῆ· ὁ ἑορτασμὸς τῆς Καθαρῆς Δευτέρας. Μιὰ μικρὴ παρέα, πεντέξι μασκαρεμένα Ρουμελιώτικα, δὲ μᾶς ἄφησαν νὰ πολυσκεφτοῦμε. Μᾶς σάστισαν μὲ τὰ ἄγρια καὶ κωμικὰ μαζί πρόσωπά τους, μὲ τὰ δυνατά τους χρώματα, μὲ τὸ κόκκινο προπάντων καὶ τὸ μαῦρο ποὺ ἦταν ἡ προτίμησή τους, καὶ μὲ τὰ πηδήματά τους, πηδήματα ἀρκούδας γύρω μας, ποὺ παραμέριζαν κάθε ἀντίσταση καὶ ξεσήκωναν ἀκόμη καὶ τὶς πέτρες. Ἦταν ἡ προέκταση τῆς περασμένης νύχτας τῆς Ἀποκρηᾶς, ποὺ ἐπέμενε στὸ κέφι της καὶ τρίκλιζε στὸν πρωϊνό ἥλιο.

Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ παρουσιαστεῖ καὶ ἡ Καθαρὴ Δευτέρα. Λίγο παρακάτω, στὴν πλατεῖα τοῦ πρώτου χωριοῦ ποὺ φτάσαμε, εἶχε στήσει χορὸ καὶ διαλαλοῦσε πὼς ἦταν ἑλληνικὴ Καθαρὴ Δευτέρα. Ἐννιὰ - δέκα κοπέλλες κι ἄλλα τόσα παλληκάρια ἔμπαιναν χορεύοντας στὴ Σαρακοστή, μὲ παστρικιὲς φορεσιές, μὲ καθαρὲς καρδιές, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ τραγούδια ποὺ κάνουν τὴν πιὸ ὄμορφη ἁγνότητα, μὲ τρεμούλα στὰ χέρια καὶ μὲ λάμψη στὰ μάτια ποὺ δίνουν τὴ λαχτάρα τῆς ζωῆς. Σταθήκαμε, καμαρώσαμε σβελτάδα, ἀκούσαμε τὸ φλουρὶ ποὺ κουδούνιζε πυκνὸ - πυκνὸ καὶ βαρὺ πάνω σὲ νεανικὰ στήθη, καὶ γρήγορα προχωρήσαμε. Ξέραμε πιὰ ὅτι οἱ σταθμοί μας θὰ ἦταν πολλοί. Περισσότεροι ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας, περισσότεροι ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς νύχτας - ἀπὸ τὶς ὧρες τοῦ γυρισμοῦ στὴν Ἀθήνα. Καὶ ἡ Ρούμελη εἶναι πρόθυμη, εἶναι φιλόξενη, ἀνοίγει τὴν καρδιά της στὸν ξένο, στὸν περαστικό. Καὶ τὰ πέντε λεπτὰ ποὺ μᾶς ὁρίζει ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντροφιᾶς νὰ μείνουμε στὸ χωριό, γίνονται τέταρτο, καὶ τὸ τέταρτο μίση ὥρα.

Ὡστόσο, προχωροῦμε κι ὅλο προχωροῦμε. Ὁ ἥλιος ἀρχίζει νὰ χαμηλώνει. Καὶ τὰ χιλιόμετρα εἶναι ἀκόμη πολλά. Ἀλλὰ καὶ ἡ Καθαρὴ Δευτέρα δὲν ἔχει τελειώσει τὸ γλέντι της. Στοὺς Λιβανάτες μάλιστα, στὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρούτσου, τὄχει στήσει τρικούβερτο καὶ δὲν σ' ἀφήνει νὰ περάσεις. Σοῦ λέει μόνο: Κόπιασε νὰ δεῖς. Κι αὐτὸ φτάνει ὄχι γιὰ νὰ κάνεις στάση, ἀλλὰ γιὰ νὰ κατέβεις ἀπὸ τ' αὐτοκίνητο, νὰ πλησιάσεις στὸ χορό, νὰ πάρεις καρέκλα καὶ ν' ἀπολησμονηθεῖς. Ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητος ἔχει στείλει τοὺς δικούς του: - Οἱ ξένοι νὰ καθήσουν μπροστὰ - μπροστά! Μὰ καὶ πίσω νὰ εἴχαμε μείνει, πάλι θ' ἀπολησμονιόμαστε. Ἐδῶ χορεύουν ὅλοι μὲ τέχνη κι ὅλοι εἶναι ντυμένοι ὂμορφα. Κ' οἱ ξένοι δὲν κρατιοῦνται. Μ' ἕνα πήδημα μπαίνουν στὸ χορὸ καὶ ξεχνοῦν τὴ νύχτα ποὺ θἄρθει σὲ λίγο, ξεχνοῦν τὴν Ἀθήνα. Πατάνε στὴ γῆ τῆς Ρούμελης καὶ φλογίζονται. Φέρνουν γύρους καὶ γίνονται ἕνα μὲ τοὺς ντόπιους. Δυό, τρεῖς, πέντε κρίκοι στὴ μεγάλη ἁλυσίδα, καὶ πήγαινε τώρα νὰ τοὺς βγάλεις, νὰ σπάσεις τὴν ἁλυσίδα.

Ἐπιτέλους τὸ αὐτοκίνητο ξεκινάει πάλι καὶ εἶναι ὅλοι μέσα. Κ' ἐκεῖνοι ποὺ χόρεψαν καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἔβλεπαν. Κι ὅλοι ξέρουν πὼς σὲ λίγο πάλι θὰ σταθοῦν, πάλι θὰ κατέβουν, γιὰ νὰ δοῦν ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα, τὴν ἑλληνικὴ Καθαρὴ Δευτέρα, τὴν Καθαρὴ Δευτέρα τῆς Ρούμελης. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι συλλογίζονται τὴν ἴδια ἀσκήμια, ποὺ εἶδαν μέσα στὶς τόσες ὀμορφιές. Ἦταν σὲ χῶρο ἱερό, στὶς Θερμοπύλες, κ' ἔτσι ἡ ἀσκήμια φάνηκε ἀκόμα πιὸ μεγάλη κ' ἔμεινε στὰ μάτια, ἔμεινε καὶ στὴ μνήμη. Ἀνεβήκαμε στὸ ἀπέριττο μνημεῖο ποὺ θυμίζει μιὰ μεγάλη ὥρα τῆς Σπάρτης καὶ τῆς Ἑλλάδας - ἕνας κύκλος σημαδεμένος μὲ ὁμοιόμορφες μικρὲς πέτρες, καὶ στὴ μέση ἕνα κομμάτι κόκκινο μάρμαρο μὲ τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Σιμωνίδη: «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι», - ἀνεβήκαμε γιὰ νὰ προσκυνήσουμε καὶ βρεθήκαμε σὲ γλέντι. Ἐκδρομεῖς τῆς Καθαρῆς Δευτέρας, - ὄχι ντόπιοι, ὄχι Ρουμελιῶτες, - εἶχαν βάλει ἕνα γραμμόφωνο ἀπάνω στὴν ἐπιτάφια πλάκα, ἀπάνω στὸ ἐπίγραμμα τοῦ Σιμωνίδη, κ' ἑτοιμάζονταν νὰ χορέψουν σάμπα. Ἀνατριχιάσαμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τους ἀδικήσουμε, πρέπει νὰ σημειώσουμε ἀμέσως: Μόλις τοὺς εἴπαμε ποῦ τοὺς εἴχε ἀνεβάσει ἡ ἄγνοιά τους, ἐπῆραν, χωρὶς λέξη, τὸ γραμμόφωνο κι ἀπομακρύνθηκαν...

Εἴδαμε κι ἀκούσαμε κι ἄλλες τέσσερις - πέντε τὴν Καθαρὴ Δευτέρα στοὺς δρόμους τῆς Φθιωτιδοφωκίδας. Κι ὅταν σουρούπωσε κ' ἔπειτα νύχτωσε καὶ περάσαμε στὴ Βοιωτία καὶ τέλος στὴν Ἀττική, πάλι τὴν ἀκούσαμε. Ἡ Καθαρὴ Δευτέρα ἦταν τώρα στὰ καφενεῖα καὶ στὰ καπηλιὰ καὶ φώναζε στοὺς ξένους ποὺ ἔτρεχαν γιὰ τὴν Ἀθήνα:

- Καλὴ Σαρακοστή!

ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 683, 1955
Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *