Και ψάλλουν Ε και ψάλλουν Ε και ψάλλουν ΝΩ και ψάλλουν ΣΗ...
Έκλεισα, λέει, τα μάτια.
Τους χάρισα το σώμα.
Και πέταξε η ψυχή.
Σε ποιο δεντρί, σε ποιο κλαρί να βρίσκεται, τώρα,
η ψυχή μας, φίλοι.
Κι η ψυχή μας αγναντεύει αθάνατη,
καθισμένη σε ψηλό κλαρί.
Ψάλλει.
Κι ένα δάκρυ πέφτει απ’ το τραγούδι της
– δικό της ήτανε το σώμα αυτό
που ήξερε κι αυτό να τραγουδεί
που ήξερε κι αυτό να ψάλλει:
με ολοζώντανες αισθήσεις μέσα στο στήθος σου
εν υψίστοις βαθιά στους κόλπους
– δικός της ήτανε ο κόσμος αυτός.
Και ψάλλει ε και ψάλλει ε
και ψάλλει νω και ψάλλει ση.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Λίγες μέρες μετά την 66η επέτειο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950, έξι μικρά φέρετρα έμπαιναν στο αεροπλάνο με το οποίο θα μεταφέρονταν στην Ελευσίνα, λίγο έξω από την Αθήνα. Εκεί θα γινόταν επιμνημόσυνη δέηση και με πομπή θα μεταφέρονταν στο Υπουργείο Άμυνας της Ελλάδας, όπου θα τελείτο η επίσημη υποδοχή των λειψάνων και τρισάγιο. Στη συνέχεια, θα παραδίδονταν στους συγγενείς για να τους κηδεύσουν.
Όπερ και εγένετο. Πρόκειται φυσικά για έξι Έλληνες στρατιωτικούς και στρατιώτες, μέχρι χθες αγνοούμενους, τα λείψανα των οποίων ταυτοποιήθηκαν μετά τον εντοπισμό τους σε Λακατάμια, Κορνόκηπο και Χαμίτ Μάντρες. Οι δύο στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, Δημήτριος Τσούκας και Ζαχαρίας Καρδάρας, εκτελέστηκαν από Τουρκοκύπριους το 1965 και το 1966. Ο συνταγματάρχης Σωτήριος Σταύρου και οι ανθυπασπιστές Νικόλαος Καβροχωριανός, Θεοφάνης Λουκάκης και Νικόλαος Τσιγγαρόπουλος έπεσαν κατά την πρώτη και δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής του 1974.
Θεωρούμε αχρείαστο να καταγράψουμε τις ομιλίες των επισήμων, είτε στην τελετή παράδοσης στη Λευκωσία τη 18η Ιανουαρίου είτε στην τελετή υποδοχής στην Αθήνα την επόμενη μέρα. Κατακρίναμε, άλλωστε, πολλάκις τις δακρύβρεχτες και επιπόλαιες ομιλίες προέδρων, υπουργών, βουλευτών, αξιωματούχων που κατακρεουργούν τη μνήμη και ασελγούν επί της δέουσας τιμής των εκάστοτε νεκρών.
Και στην Κύπρο οι νεκροί είναι πολλοί, όσο ωμό κι αν ακούγεται. Μπορεί να μη γίνεται κατανοητό, αλλά στους έξι προσφάτως ταυτοποιηθέντες, αλλά και στους άλλους αγνοούμενους, αιχμαλώτους και πεσόντες, η Κύπρος αναγνωρίζει το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της. Μπορεί να φαντάζει μεταφυσικό, αλλά ακόμα και από τα σιωπηλά κασόνια των έξι Ελλήνων στρατιωτών και στρατιωτικών ακούγονται ιαχές λευτεριάς, ό,τι κι αν σημαίνει λευτεριά για τον καθένα. Μπορεί να μοιάζει εξωπραγματικό, αλλά η ζώσα (κι όχι η θανούσα) πραγματικότητα της Κύπρου είναι οι ίδιες οι ψυχές των ανθρώπων που αψήφησαν την προδοσία και ήρθαν να παλέψουν για την ελευθερία της θαλλασοκράτειρας. Μπορεί να ακούγεται τραγελαφικό, αλλά αυτό που μας κρατά στη ζωή είναι κάμποσα μικρά κασόνια, με κόκκινες «σταγόνες λευτεριάς» κι η σκέψη στο χθες που είναι και σήμερα. Όπως το περιέγραφε ο παππούς Μόντης:
Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,
τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
μ’ αυτήν την έγνοια πίσω μας;
Αναγκαστικώς θα αναβάλουμε.
Γι’ αυτό προτιμούμε τη σιωπή, παρά τις μακρόσυρτες και ψυχρές επιμνημόσυνες ομιλίες. Κι ίσως να μην το καταλαβαίνουν, ο Σταύρου, ο Τσούκας, ο Καρδάρας, ο Καβροχωριανός, ο Λουκάκης κι ο Τσιγγαρόπουλος, μπορεί να μην κοιτούν από πάνω (πια θα γύρισαν την πλάτη), αλλά αποτελούν μέρος της αιτίας που νοηματοδοτεί το «Δεν Ξεχνώ». Δεν είναι σύνθημα το «Δεν Ξεχνώ». Είναι ψυχή βαθιά, αίμα, πίστη, ανάσταση.
Όσο κι αν δεν το κατανοούν, το «Δεν Ξεχνώ» δεν είναι ένα αθώο σύνθημα, χαμένο σε σκονισμένα τετράδια ή σκισμένα αυτοκόλλητα. Το «Δεν Ξεχνώ» μανιφεστοποιείται από τα λείψανα των πεσόντων του 1974. Μανιφεστοποιείται από τις ψυχές των Ελλήνων ανταρτών, των οποίων τα οστά παραδόθηκαν πριν δέκα μέρες στις οικογένειές τους, που είδαν ξανά το «Κυπριακό» επάνω στον Πενταδάκτυλο, πίσω από το Χαμίτ Μάντρες και μπροστά από το Δίκωμό μας κατά την πτήση προς την Αθήνα.
Να τι δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ήδη συμφιλιωμένοι με την κατοχή, αλλ’ ούτε και πολλοί «αντικατοχικοί» εγγυητές του αγώνα: Πως το «Δεν Ξεχνώ» δεν είναι πρόσκαιρο ρητό υπενθύμισης ή αντίστασης μονάχα στη λήθη. Το «Δεν Ξεχνώ» είναι μανιφέστο καταγραμμένο στα οστά των πεσόντων της εισβολής, πλάι στις αιώνιες ψυχές της ΕΟΚΑ που το παρασύρουν και το κάνουν ένα με την «Ένωση» της Φανερωμένης. Δεν είναι σύνθημα το «Δεν Ξεχνώ». Είναι συνεχής αγώνας «κι η Ελλάδα τελευταίος θάμνος στον κρεμνό, να τον αρπάζει η λευτεριά να κρατιέται», παππού Μόντη. Κρατιέται η λευτεριά. Κι από τα έξι φέρετρα των Ελλήνων στρατιωτών και στρατιωτικών που έπνασαν τόσα χρόνια μετά. Κρατιέται η λευτεριά, πλανάται ακόμα πάνω από τα χώματα αυτής «που ήρθε αγκαλιά με το λιμανάκι της Κερύνειας». Ενώ οι έξι κείτονται πλάι της λευτεριάς και ψάλλουν Ε και ψάλλουν Ε και ψάλλουν ΝΩ και ψάλλουν ΣΗ.
Αλέκος Μιχαηλίδης
Ανάσταση Τώρα
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις