Κυπριακός ελληνισμός σε καμπή
Στην Κύπρο, δυστυχώς, το κλίμα αντιστράφηκε
Του Σάββα Μαστραππα από τη Ρήξη φ. 116
Τον Μάρτιο του 2016 υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο κυπριακός Ελληνισμός να οδηγηθεί σ’ ένα νέο δημοψήφισμα, για να επικυρώσει ή να απορρίψει τη συμφωνία που θα προκύψει από τις μυστικές συνομιλίες που γίνονται ερήμην του.
Η προαλειφόμενη λύση (η οποία υπερβαίνει προς το αρνητικότερo στα περισσότερα σημεία το απορριφθέν σχέδιο Ανάν) είναι μη εφαρμόσιμη πρακτικά, ενέχει ρατσιστικά και διαχωριστικά στοιχεία, τα οποία εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε έκρυθμες καταστάσεις, είναι εξαιρετικά πολυδάπανη και αφήνει μεγάλα κενά στο θέμα της ασφάλειας.
Όλα αυτά που προανέφερα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το σημαντικότερο, αυτό που ακόμα διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων, είναι ότι το κλίμα ανάμεσα στην κυπριακή κοινή γνώμη έχει αναστραφεί. Μια σειρά από παράγοντες που έχουν να κάνουν τόσο με λανθασμένες πολιτικές ή παραλείψεις του «Στρατοπέδου του ΟΧΙ», όσο και με την καλά μελετημένη επικοινωνιακή εκστρατεία των οπαδών της «όποιας λύσης», φαίνεται ότι έχουν αναστρέψει άρδην το κλίμα προς την κατεύθυνση του «ΝΑΙ».
Πώς έγινε όμως αυτό; Δυστυχώς, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από την επόμενη ημέρα του δημοψηφίσματος του Απριλίου του 2004.
Επιβαλλόμενες πολιτικές πρακτικές, που θα έπρεπε να γίνουν σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο τότε, οι οποίες θα στόχευαν στην αξιοποίηση του αποτελέσματος και στη δημιουργία μιας άλλης πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής, δυστυχώς δεν έγιναν.
Αν τότε ο πρόεδρος Παπαδόπουλος αποφάσιζε να απεγκλωβίσει την ελληνική πλευρά από τις «συνομιλίες», αλλάζοντας στρατηγική, επανατοποθετώντας το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, ταυτόχρονα αναιρώντας μονομερώς όλες τις παραχωρήσεις που έκανε η πλευρά μας προς τους Τούρκους όλα αυτά τα χρόνια.
Δεύτερον, προχωρούσε στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα, στον οποίο θα μπορούσαν να βρουν πολιτική στέγη όσοι από τους Κύπριους πολίτες διαφωνούσαν με τους χειρισμούς των «προηγούμενων» κομμάτων τους για όσα αφορούσαν το εθνικό μας θέμα. Με αυτές τις δύο ενέργειες θα πετύχαινε να αλλάξει τη φύση του Κυπριακού, ταυτόχρονα δε να δημιουργήσει ένα υποστηρικτικό πατριωτικό πλέγμα στο εσωτερικό. Σημασία έχει όμως ότι δεν το έκανε.
Η διακυβέρνηση Χριστόφια που επακολούθησε μη βρίσκοντας απέναντί της καμιά ανάσχεση, προχώρησε ακυρώνοντας στην πράξη τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, πράττοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση ως προς αυτήν που όφειλε να ενεργήσει. Ο Τ. Παπαδόπουλος επανεγκλώβισε την ελληνική πλευρά επιστρέφοντας στις συνομιλίες χωρίς όρους, αφού πρώτα κατέβαλε κάποια δώρα για εξευμενισμό, μας προσέδεσε – ανεπιστρεπτί μάλλον – στην ίδια αυτοκτονική διαπραγματευτική διαδικασία.
Η «μεταβατική κυβέρνηση» Αναστασιάδη (μεταβατική από την Κυπριακή Δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Κύπρου) καλείται να αποτελειώσει το έγκλημα και απ’ ό,τι φαίνεται τα καταφέρνει μέχρι στιγμής σε ικανοποιητικό βαθμό. Πρώτον, θα πρέπει να διαχειριστεί τις λεπτομέρειες της «λύσης – διάλυσης» και απ’ ό,τι δείχνουν οι εσκεμμένα διαρρέουσες πληροφορίες… προχωράει με γοργά βήματα.
Δεύτερος σημαντικός τομέας που καλείται να διαχειριστεί είναι ο επικοινωνιακός. Εκεί πάει ακόμα καλύτερα. Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση αυτού του κομματιού φέρει την σφραγίδα των μεγάλων δυτικών μας συμμάχων. Η επικοινωνιακή στρατηγική που απευθύνεται προς ευρεία κατανάλωση βασίζεται σ’ ένα απλοϊκό σλόγκαν: «Θα βρέξει δολάρια!» ή «θα διπλασιαστεί το Α.Ε.Π. μετά την λύση». Δεν είναι βέβαια παράδοξο, για όσους γνωρίζουν την κυπριακή κοινωνία, ότι το φαιδρό αυτό σλόγκαν, παρά το γεγονός ότι είναι ανυπόστατο και η απλή αριθμητική της Α’ Δημοτικού διαψεύδει παταγωδώς, εν τούτοις βρίσκει απήχηση.
Αυτήν τη χρονική στιγμή υπάρχoυν μια σειρά από παράγοντες που δρουν συνεργατικά προς την κατεύθυνση της αποδοχής της «όποιας λύσης».
Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος δεν υπάρχει πια, και η γνώμη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια εμφορούμενη από πατερναλιστικού τύπου αγκυλώσεις κοινωνία, όπως είναι η κυπριακή, παίζει βαρύνοντα λόγο.
Η απουσία της επίσημης Ελλάδας είναι εμφανής: Η Ελλάδα ως αποικία χρέους δεν φαίνεται ότι διαθέτει πια σοβαρή εθνική πολιτική σε σχέση με το Κυπριακό. Ο Ελληνικός λαός από την άλλη παραδομένος στην δίνη της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων ελάχιστα μπορεί να συμπαρασταθεί έστω ηθικά.
Η Κυπριακή Εκκλησία κρατάει αποστάσεις και ο προκαθήμενός της, Χρυσόστομος Β΄, ασχολείται με μπίζνες. Στο ΑΚΕΛ, το ιστορικό του στέλεχος Κατσουρίδης, που εξέφραζε μια μεγάλη ομάδα στελεχών και οπαδών που συντάσσονταν με το ΟΧΙ, παροπλίστηκε στην αρχή και στη συνέχεια εξαφανίσθηκε με συνοπτικές σταλινικές διαδικασίες από το πολιτικό προσκήνιο. Στον δε ΔΗΣΥ, όπου το 2004 η πλειοψηφία των στελεχών και των μελών του δεν ακολούθησε την κομματική γραμμή και δεν ψήφισε ΝΑΙ, υπάρχει σημαντική μεταστροφή. Η μεταστροφή εξηγείται (εκτός των άλλων) και από το γεγονός ότι ο κομματικός του μηχανισμός φαίνεται ότι μπλοκάρει κάθε αντιφρονούντα οπαδό σε ό,τι αφορά τα οφέλη που προκύπτουν από τη νομή του κρατικού μηχανισμού (ξεκινώντας από ένα απλό ρουσφέτι και φτάνοντας μέχρι τις αναθέσεις έργων και τους διορισμούς).
Υπάρχουν τέλος μια σειρά από άλλους παράγοντες που με την πάροδο των χρόνων απέκτησαν μια αυτόνομη κοινωνική δυναμική. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κουράστηκε από την εκκρεμότητα της μη λύσης του Κυπριακού, σε συνάρτηση με την έλλειψη σχεδιασμού και εναλλακτικής στρατηγικής του απορριπτικού στρατοπέδου όσον αφορά το μέλλον.
Ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών του ΟΧΙ, τους οποίους κατηγορούν όχι αδικαιολόγητα ότι χρησιμοποίησαν ωφελιμιστικά τη μη λύση φτιάχνοντας καριέρες, κάποιους που πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι οικονομικά τις τουρκοκυπριακές περιουσίες που υπάρχουν στις ελεύθερες περιοχές. Όλοι αυτοί απαξιώθηκαν και μαζί τους απαξιώθηκε όλος ο «αρνητισμός». Ως αντιστάθμιση για όλους αυτούς που αισθάνονται ριγμένοι προβάλλονται οι «τεράστιοι οικονομικοί πόροι» που θα προκύψουν από την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου και της αποζημίωσης από τις περιουσίες που δεν θα αποδοθούν στους νόμιμους κατόχους τους, μετά τη λύση.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνθέτουν τους λόγους για τους οποίους το κλίμα αναστράφηκε στην Κύπρο και που θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας όσοι αντιτιθέμεθα στην αυτοκτονική λύση που πάνε να μας περάσουν.