Κοκόρο ιτάι («η καρδιά μου πονάει», στα γιαπωνέζικα) και άλλες μικρασιάτικες ιστορίες
Δημοσθένης Γκαβέας
«Κοκόρο ιτάι» (Η καρδιά μου πονάει), αυτή ήταν μια από τρεις λέξεις της ιαπωνικής γλώσσας που έμαθαν οι Έλληνες Μικρασιάτες εκείνο τον «μαύρο» Σεπτέμβριο του 1922. Οι άλλες δύο ήταν «αριγκάτο» (ευχαριστώ) και «Κομίτσουα» (καλημέρα).
Η ιστορία γνωστή. Ολοκαύτωμα ψυχών και σωμάτων, οργανωμένες σφαγές για την εξάλειψη των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Το τέλος της Σμύρνης, της «άπιστης Σμύρνης (Γκιαούρ Ιζμίρ), το τέλος του οικουμενικού ελληνισμού, η επί τριών και πλέον χιλιετιών ιστορία και πολιτισμός πνίγηκαν στο αίμα. Σπαραγμός. Οι νεότουρκοι του Κεμάλ Ατατούρκ, με εμπροσθοφυλακή τους τσέτες, «εξάγνισαν» την πόλη με το σπαθί και τη φωτιά. Οι ελλαδίτες πολιτικοί, από εκείνη την εποχή και ακόλουθοι του βασιλιά, σπιθαμιαίοι σε βαθμό εσχάτης προδοσίας.
Κλάμα, βουβό ή γοερό, των παιδιών που έχασαν τους γονείς τους, των γυναικών που βιάσθηκαν, των ανδρών που σάλεψαν από τη κτηνωδία. Στιγμές που δοκιμάζεται η ανθρώπινη φύση. Το δίλημμα άνθρωπος ή υπάνθρωπος πάντα παρόν.
«Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος» γράφει ο τότε Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον (George Horton).
«Το χειρότερο ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία» γράφει ο Έρνεστ Χεμινγουέι στο βιβλίο «Στην εποχή μας» και στο κεφάλαιο με τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης» (In Our Time - On the Quai at Smyrna).
Εξαθλιωμένοι οι Έλληνες της Σμύρνης μαζεύτηκαν στην αποβάθρα, πίστευαν πως οι Σύμμαχοι θα τους βοηθούσαν, πως δεν θα άφηναν να γίνει η καταστροφή. Τώρα, απλά ήλπιζαν πως θα τους έσωζαν από το θάνατο. Αυτό όμως δεν συνέβαινε.
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν...» γράφει ο Χέμινγουεϊ.
Το 1971 η Μάρτζορι Χουσεπιάν Ντόμπκιν, Αμερικανίδα αρμενικής καταγωγής, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Smyrna 1922: The destruction of a city (Σμύρνη 1922: Η καταστροφή μιας πόλης). Σε αυτό καταγράφει τις μνήμες ενός πρόσφυγα: « Το νερό ήταν γεμάτο πτώματα...Οι Τούρκοι περπατούσαν ανάμεσα στο πλήθος με σπαθιά, λήστευαν τον κόσμο, άρπαζαν κορίτσια, έκαναν ότι ήθελαν. Τα γαλλικά, αμερικανικά και βρετανικά πλοία δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους» (πηγή από το αρχείο της Εστίας Νέας Σμύρνης).
«Υπήρχαν πολλά εμπορικά και ξένα πλοία στο λιμάνι του Τσεσμέ. Κανένα δεν δέχθηκε να επιβιβάσει τους απελπισμένους πρόσφυγες. Υπήρξαν άντρες που προσπάθησαν να κολυμπήσουν μέχρι τα πλοία και, μόλις έφτασαν, τους ψέκασαν με καυτό νερό ή τους πέταξαν έξω...» γράφει στο βιβλίο της με τίτλο Demetrios the Survivor (Δημήτριος ο Επιζήσας, 2002) η Τζασμίν Άντριους (Jasmine P. Antrews). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα βασισμένο στις αληθινές εμπειρίες της οικογένειάς της στην Τουρκία (πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης).
«Οι μουσικοί που ήταν επιβιβασμένοι στα αμερικανικά πολεμικά πλοία είχαν εντολή να παίζουν μουσική όσο πιο δυνατά μπορούσαν, ώστε να πνίγουν τις ικετευτικές κραυγές όσων κολυμπούσαν. Οι Άγγλοι έριχναν καυτό νερό στους άμοιρους που έφταναν στα πλοία τους. Το λιμάνι είχε φράξει τόσο πολύ από τα πτώματα, που οι αξιωματικοί συχνά αργούσαν στις συναντήσεις τους για δείπνο, καθώς τα πτώματα μπερδεύονταν στις προπέλες από τις μαούνες τους» [πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης, από το βιβλίο του Νίκολας Γκέιτζ (Nicholas Gage – Νίκος Γκατζογιάννης, Greek Fire)].
Οι μαρτυρίες δεν έχουν τέλος, όμως εκεί στην κόλαση συνέβη κάτι ανέλπιστο που έσωσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και έγινε γνωστό πρόσφατα.
Ενώ τότε είχε δοθεί ελληνική βασιλική διαταγή, που απαγόρευε στα ελληνικά πλοία να μεταφέρουν τους κινδυνεύοντες Έλληνες από τη Σμύρνη ή τα μικρασιατικά παράλια και τα ξένα πλοία έπαιρναν μόνο όσους πολίτες είχαν διαβατήρια της σημαίας που έφεραν, ένας καπετάνιος αγνόησε τις εντολές και τις απαγορεύσεις των Τούρκων και έκανε κάτι συγκλονιστικό.
Επρόκειτο για έναν Ιάπωνα καπετάνιο εμπορικού πλοίου ο οποίος μπροστά στην τραγωδία που έβλεπε δεν άντεξε και χωρίς να διστάσει πέταξε όλο το πανάκριβο εμπόρευμα από μετάξι και δαντέλα που είχε, προκειμένου να πάρει όσους περισσότερους Έλληνες και Αρμένιους μπορούσε.
«Μας έσωσαν κάποιο "ανέγνωροι άνθρωποι" » (παράξενοι στην όψη), είπε μια διασωθείσα, σύμφωνα με μαρτυρία του γιου της, όπως την μετέφερε στη HuffPost Greece η Έφορος Βιβλιοθήκης και Μουσείων της Εστίας Νέας Σμύρνης κ. Θέμις Παπαδοπούλου. Η κ. Παπαδοπούλου μας είπε πως ο Ιάπωνας καπετάνιος άφησε πολλούς από αυτούς τους πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη.
Οι Έλληνες που διασώθηκαν έμαθαν τη λέξη «Κοκόρο ιτάι» (πονάει η καρδιά μου). Αυτό φέρεται πως είχε πει ο Ιάπωνας καπετάνιος βλέποντας το δράμα αυτών των ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς τους Έλληνες προσπάθησαν να τον ευχαριστήσουν στη γλώσσα του. ««αριγκάτο»» μπόρεσαν και ψέλλισαν σε αυτόν και τους ναύτες που τους αγκάλιασαν, οι ξεριζωμένοι Έλληνες.
Η ιστορία αυτή έχει καταγραφεί και έγινε γνωστή μόλις τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο δεν υπάρχουν, εκτός από μια μοναδική φωτογραφία, άλλα στοιχεία με αποτέλεσμα τόσο το όνομα του καπετάνιου όσο και του πλοίου να παραμένουν έως και σήμερα άγνωστα.
Όμως οι μαρτυρίες επαληθεύουν το λόγου το αληθές.
Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, ο Τζορτζ Χόρτον σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 αναφέρει: «Ένα γιαπωνέζικο πλοίο πήρε μερικούς πρόσφυγες και άκουσα πως πέταξε το φορτίο του για τον σκοπό αυτό. Επιβάτες του πλοίου μιλούν για τη συγκινητικά ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος».
Η Anne Berrtz (Αν Μπιρτζ) σύζυγος, σύζυγος του Η. Berrtz, καθηγητή του Διεθνούς Κολεγίου της Σμύρνης, αναφέρει στην εφημερίδα «The Boston Globe» της 21ης Οκτωβρίου 1922, όπως μας μεταφέρει η κ. Παυλοπούλου:
«Οι απελπισμένοι πρόσφυγες βρίσκονταν στις αποβάθρες, το λιμάνι ήταν γεμάτο από άνδρες και γυναίκες που κολυμπούσαν με την ελπίδα να σωθούν, μέχρι που πνίγονταν. Στο λιμάνι εκείνη τη στιγμή ήταν ένα γιαπωνέζικο πλοίο, το οποίο μόλις είχε φθάσει φορτωμένο έως το κατάστρωμα με ένα πολύτιμο φορτίο από μετάξι, δαντέλες μεγάλης αξίας, χιλιάδων δολαρίων. Ο Γιαπωνέζος καπετάνιος, όταν κατάλαβε την κατάσταση που επικρατούσε, δεν δίστασε. Ολόκληρο το φορτίο πετάχτηκε στα βρόμικα νερά του λιμανιού, ενώ το φορτηγό φορτώθηκε και γέμισε με όσες εκατοντάδες πρόσφυγες μπορούσε να μεταφέρει ασφαλείς στον Πειραιά και στις ελληνικές ακτές».
«Την Πέμπτη υπήρχαν έξι ατμόπλοια στη Σμύρνη, για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες. Eνα γιαπωνέζικο, δύο γαλλικά, ένα αμερικανικό και δύο ιταλικά. Το αμερικανικό και το γιαπωνέζικο πλοίο δέχθηκαν όλους τους πρόσφυγες, χωρίς να ελέγξουν τα χαρτιά τους, ενώ τα άλλα πλοία πήραν όσους είχαν διαβατήριο» έγραψε ο ανταποκριτής των «New York Times στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 (Πηγή Εστία της Νέας Σμύρνης).
Επίσης στην εφημερίδα Atlanta Constitution της 15ης Οκτωβρίου αναφέρεται: «Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι (το γιαπωνέζικο) το οποίο έριξε όλο το φορτίο του στη θάλασσα και πήρες όλους τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά. Αντίθετα με τις ενέργειες κάθε άλλου πλοίου στη Σμύρνη, αυτό πήρε κάθε πρόσφυγα για το οποίο θα μπορούσε να βρει χώρο πάνω στο σκάφος. Τα αμερικανικά, τα βρετανικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά πλοία έλεγαν στους πρόσφυγες ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο τους δικούς τους πάνω στα σκάφη τους και τότε απέμειναν οι ταπεινοί Ιάπωνες να αποδείξουν την ευσπλαχνία τους στους πρόσφυγες» (Πηγή: Εστία της Νέας Σμύρνης).
Τις μαρτυρίες αυτές, έπειτα από 84 χρόνια, ανέφερε η Έφορος Βιβλιοθήκης και Μουσείων της Εστίας κ. Θέμις Παπαδοπούλου στον πρέσβη της Ιαπωνίας στην Ελλάδα κ. Μασούο Νισιμπαγιάσι. Ο κ. Νισιμπαγιάσι βραβεύθηκε, τον περασμένο Μάιο, από τον πρόεδρο της Εστίας Νέας Σμύρνης, τον κ. Ιωάννη Παπαδάτο. Επρόκειτο για τον ελάχιστο φόρο τιμής για τη σωτήρια βοήθεια που πρόσφεραν οι Ιάπωνες ναυτικοί στους εκδιωγμένους Έλληνες. Ο ίδιος, όπως μας είπαν από την Εστία δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του ακούγοντας την αφήγηση των ιστοριών.
«Το όνομα του καπετάνιου και του πληρώματός του μπορεί να είναι άγνωστα στο σημερινό κόσμο. Όμως η ιστορία το ξέρει και το έχει καταγράψει στους δέλτους της. Μέσα σε αυτό τον Αρμαγεδδώνα βρέθηκε ένα άτομο που τίμησε την ιδιότητα του να είναι άνθρωπος » είπε η κ. Παπαδοπούλου στην ομιλία της ενώπιον του κ. Μασούου Νισιμπαγιάσι.
Την ιστορία πολλές φορές την αλλάζουν μεμονωμένοι άνθρωποι. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να ξυπνήσει μια δύναμη μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και να κάνει τη διαφορά.
Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε και ο νεοϋρκέζος Μεθοδιστής ο πάστορας Εϊσα Κεντ Τζένινγκς.
Ο Έϊσα είχε φτάσει στη Σμύρνη ένα μήνα πριν την καταστροφή για να υπηρετήσει στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (YMCA). Ήταν μικρόσωμος, καμπούρης, μύωπας. Από αυτούς που συχνά οι άλλοι δεν υπολογίζουν και όμως εξαιτίας του χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας γλύτωσαν τη ζωή τους. Αυτός πήγε και συνάντησε τον Κεμάλ Ατατούρκ και τον πίεσε να του δώσει προθεσμία επτά ημερών για να φυγαδεύσει τον ελληνικό πληθυσμό (εκτός από τους άνδρες που ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία και οι οποίοι εστάλησαν στα στρατόπεδα εργασίας). Ο Τζένινγκς ήταν αυτός δωροδόκησε τον Ιταλό καπετάνιο για να πάρει δύο χιλιάδες Έλληνες. Ο Τζένιγκς ήταν αυτός που τσακώθηκε με τον στρατηγό Φράγκου για την απροθυμία του να σώσει τους συμπατριώτες του. Στη συνέχεια βρήκε τον καπετάνιο του ελληνικού θωρηκτού Κιλκίς, τον Θεοφανίδη που ήταν διατεθειμένος να παρακούσει τις εντολές των ανωτέρων του. Όμως απαιτείτο το «πράσινο φως» από τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η επικοινωνία έγινε μέσω του ασυρμάτου του πλοίου. Η πρώτη αντίδραση ήταν πως ο πρωθυπουργός κοιμόταν και ο Τζένινγκς απαίτησε να τον ξυπνήσουν, στη συνέχεια του είπαν πως ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να συγκαλέσει υπουργικό συμβούλιο και πως έπρεπε να σταλούν αγγελιοφόροι για να τους ξυπνήσουν, τέλος του ανακοίνωσαν πως δεν γίνεται να σταλούν πλοία υπό το φόβο ότι οι Τούρκοι ή θα εισέβαλαν στα νησιά ή θα τα αιχμαλώτιζαν.
Όμως όσο μπόι του έλειπε, ήταν μόνο 1.60, τόσο θάρρος και πυγμή είχε. Ο Τζένινγκς απάντησε πως ήταν η τελευταία φορά που μιλούσε με κώδικα μέσω ασυρμάτου και προειδοποίησε ότι η επόμενη επικοινωνία δεν θα ήταν κωδικοποιημένη έτσι ώστε όλοι να μάθουν πως η ελληνική κυβέρνηση άφησε στην τύχη τους 300.000 Έλληνες να πεθάνουν. Έπειτα από αυτή την απειλή η Αθήνα συναίνεσε και τον κατέστησε υπεύθυνο τόσο για τη διάσωση των Ελλήνων όσο και για την ασφάλεια του κάθε πλοίου ξεχωριστά. Αφού έγινε η επίταξη και των εμπορικών πλοίων, χιλιάδες Έλληνες γλύτωσαν. Στη συνέχεια, και τα πλοία υπό ξένη σημαία άρχισαν να συμμετέχουν στην επιχείρηση διάσωσης και έτσι τουλάχιστον 1.250.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν με ασφάλεια και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα.
Το ελληνικό κράτος τού απένειμε όσο ήταν εν ζωή τις ύψιστες τιμές για την προσφορά του, ενώ τον Φεβρουάριο ο δήμος Βόλου προέβη στα αποκαλυπτήρια μιας αναθηματικής πλάκας προς τιμήν του σε μια τελετή όπου παρέστη και ο εγγονός του Τζένινγκς.
Το 2015 ο Αμερικανός Λου Γιουρένεκ (Lou Ureneck), καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και συγγραφέας έγραψε το βιβλίο The Great Fire - One American’s Mission to Rescue Victims of the 20th Century’s First Genocide (Η Μεγάλη Πυρκαγιά - Η αποστολή ενός Αμερικανού που διέσωσε θύματα της πρώτης γενοκτονίας του 20ού αιώνα), ενώ εκτενής αναφορά στη δράση του γίνεται και στο ιστορικό μυθιστόρημα «ΕΛΛΑΔΑ - ΣΜΥΡΝΗ… ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ» (Ιωλκός, 2015) του Γιώργου Καπράνου.
Μεταξύ των ξένων που βοήθησαν ήταν και ο Τζον Χόρτον, ο τότε Αμερικανός πρέσβης στη Σμύρνη ο οποίος, ζήτησε τη διάθεση δύο αμερικανικών αντιτορπιλικών προς βοήθεια του ελληνογενούς στοιχείου, ενώ ναύλωσε πλεούμενα και υπό την προστασία της αμερικανικής σημαίας φυγάδευσαν Έλληνες πρόσφυγες. Λέγεται ότι όταν η Σμύρνη καιγόταν έδωσε πιστοποιητικά σε Έλληνες ότι δήθεν εργάζονταν για το προξενείο. Η δράση του συνεχίστηκε και στην Αθήνα όπου οργάνωσε την προσωρινή εγκατάστασή τους και συνέδραμε στην αρωγή τους.
Ένα πολιτισμός που χάθηκε;
Σμύρνη, πάντα όμορφη, αναφορές υπάρχουν από την εποχή του Ηρόδοτου ενώ ο Κικέρων μιλάει και αυτός για την ομορφιά της και κατά τους βυζαντινούς χρόνους εξελίχτηκε στο σημαντικότερο λιμάνι των παραλίων της δυτικής Μ. Ασίας.
Ο Σικελιανός γράφει στον πρόλογο του μυθιστορήματος «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη: «Είναι η γλυκιά ιωνική ατμόσφαιρα, είναι η κρυφή, χαμένη θαλπωρή της μυστικής του κόσμου σάρκας που απροσδόκητα ξανάρχεται και πάλι σ' επαφή μητριαρχική μαζί μου, είναι η αγνή ιωνική πνοή του ξεχασμένου και νοσταλγημένου από με τον ίδιο πολιτισμού».
Λίγο πριν την καταστροφή της, το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί αρμονικά με όλους τους άλλους λαούς, η ελληνική γλώσσα κυριαρχεί. Όμως μιλούν και γαλλικά. Είναι μια πόλη κοσμοπολίτικη. Το εμπόριο ανθεί, υπάρχει χρηματιστήριο, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες. Η Σμύρνη είναι και στα γράμματα πρώτη, φιλολογικά σαλόνια, εφημερίδες, τυπογραφεία, λέσχες, βιβλιοθήκη, εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Άντρες και γυναίκες ντύνονταν με την τελευταία λέξη της τότε ευρωπαϊκής μόδας. Όμως είχαν και τη δική τους. Υφάσματα με δαντέλες, μεταξωτά, καζάκες. Ήταν τόσο καλά ντυμένες που δεν χρειαζόταν να φορούν πολλά κοσμήματα.
Δείγματα του ρουχισμού βλέπουμε στο μουσείο της Εστίας Νέας Σμύρνης.
Εσώρουχα του γάμου άλλα με δαντέλες, άλλα μακριά με λεπτοδουλειά, όπως τα κουμπάκια στο νυχτικό που φορούσε η νεόνυμφη την πρώτη νύχτα του γάμου και άνοιγαν μέχρι τη μέση.Οι νυφικές ενδυμασίες διάφορες, ξαφνιάζουν αφού δεν θυμίζουν το κλασσικό άσπρο νυφικό που όλοι μας γνωρίζουμε, αφού είναι μια μόδα που εισήχθη στην κουλτούρα μας πολύ αργότερα.
Η λεπτομέρεια κυριαρχεί σε όλα τα ρούχα, οι γυναίκες είναι κοκέτες, υψηλή ραπτική αλά ελληνικά, τα ρούχα μπορούν να χαρακτηριστούν και ως έργα τέχνης.Ακόμη και τα απλά φορέματα ήταν κομψά όπως φαίνεται και στη φωτογραφία εν αντιθέσει με μια τουρκική φορεσιά που φιλοξενεί το μουσείο της Εστίας Νέας Σμύρνης.
Εντυπωσιακά είναι και τα χρυσοκεντημένα ρούχα. Κεντήματα με συρμάτινη κλωστή, από ασήμι ή χρυσάφι. Τεχνική που ανάγεται στη βυζαντινή περίοδο και ξεκίνησε για την ένδυση των ιερέων και σταδιακά επεκτάθηκε και στον πληθυσμό που μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά.Επρόκειτο για δύσκολη δουλειά που απαιτούσε ανδρικά χέρια. Αφού η κλωστή μπορούσε να ματώσει τα χέρια και ήθελε δύναμη για να περνάει η βελόνα.Από τον 18ο αιώνα εμφανίζεται η συντεχνία των συρμακέσηδων που κατέχει την τεχνική. Η έδρα τους βρίσκεται στην Ήπειρο και στην Ανατολική Μακεδονία. Αυτές οι συντεχνίες έφευγαν την άνοιξη και περιόδευαν, έφταναν μέχρι τη Σμύρνη, μας λέει η κ. Παπαδοπούλου. Έπαιρναν τις παραγγελίες, τις δούλευαν το χειμώνα και πάλι την άνοιξη έκαναν τις παραδόσεις και έπαιρναν καινούργιες δουλειές.
Η κ. Παυλοπούλου μας έδειξε και την τσίπα. Ένα ύφασμα, περίτεχνο και αυτό, που δενόταν στη μέση. Στόχος να καλύπτει το εσώρουχο έτσι ώστε να μη φαίνεται. Από εκεί λέγεται ότι βγήκε και η έκφραση «τσίπα δεν έχεις» «ξετσίπωτη» κτλ.Όμως στην καθημερινότητα των γυναικών σημαντικό ρόλο έπαιζε και η κόμμωση. Για κάποιο ρόλο οι νέες κοπέλες έπρεπε να έχουν 9 ή 12 κοτσίδες.
«Πάντα διερωτόμουν πως το κατάφερναν αυτό. Τόσα κοτσιδάκια καθημερινά;» μας λέει η κ. Παπαδοπούλου. Ώσπου έμαθε πως το κατάφερναν. Οι Μικρασιάτισσες ήταν μπροστά από την εποχή τους, είχαν ανακαλύψει τρόπους για να δείχνουν τα μαλλιά τους μακρύτερα. Στερέωναν σε μια φαρδιά λωρίδα από λάστιχο τις κοτσίδες, κάτι σαν στεφάνι και από επάνω φορούσαν ένα κεφαλόδεμα, ένα ξεχωριστό μαντήλι για να μη φαίνεται το τρικ.«Πρόκειται για ένα έθιμο που συνεχίζεται στην Κιλικία» λέει η κ. Παπαδοπούλου η οποία έχει τη φωτογραφία ενός κοριτσιού που συνάντησε εκεί και το οποίο φέρει τις ψεύτικες κοτσίδες.
Πολιτισμός δεν είναι μόνο μόδα. Η πνευματικότητα στη Σμύρνη ήταν έντονη. Ο λαός είχε ταυτίσει άρρητα την ταυτότητά του με την ορθοδοξία.
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν γλεντζέδες, αλλά αυτό δεν τους απέκοπτε από την πνευματικότητά τους.
Παρά τη σφαγή και την τέφρα που απέμεινε στη Σμύρνη κανείς από τους επιζώντες δεν βαρυγκώμησε. Η πίστη ήταν αυτή που τους κράτησε στη νέα πατρίδα.
Το βλέπουμε και στο δεύτερο μουσείο της Εστίας Νέας Σμύρνης. Εκεί δεσπόζει ένα ομοίωμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου (Χρυσόστομος Καλαφάτης κατά κόσμον). Ο Χρυσόστομος λίγο πριν μαρτυρήσει ήταν στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής. Εκεί μια αντιπροσωπεία Γάλλων στρατιωτών, με πρωτοβουλία ενός καθολικού ιερέα του πρότειναν να τους ακολουθήσει στο γαλλικό προξενείο όπου θα έβρισκε άσυλο. Όμως αρνήθηκε καθώς η θέση του όπως είπε, είναι στο πλευρό του ποιμνίου του.
Στις 28 Αυγούστου, (10 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), ο Νουρεντίν πασάς τον παρέδωσε στον όχλο, και ο φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ Εφέντης είπε: Να οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι). Τότε ο Νουρεντίν απευθύνθηκε στο πλήθος, λέγοντάς:
«Αν καλό σας έκανε τούτος να του το ανταποδώσετε. Αν κακό σας έκανε, κάντε του και εσείς κακό! Εγώ σας παραδίδω τον χιρσίζ ντομούζ (δηλαδή κλεφτογούρουνο)» και το μαρτύριο ξεκίνησε. Του έκοψαν τη μύτη, τα αυτιά, του ξερίζωσαν τα γένια, του έκοψαν τα δάκτυλα, γιατί όπως λένε τα ύψωνε για να προσεύχεται, του έβγαλαν τα μάτια και στο τέλος λέγεται πως ένας τουρκοκρητικός που τον λυπήθηκε τον πυροβόλησε δύο φορές για να βάλει τέλος στο μαρτύριό του. Η Ορθόδοξη εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.
Στο μουσείο της Εστίας Νέας Σμύρνης βλέπουμε πόσο οι Σμυρνιοί αγαπούσαν τη βυζαντινή τέχνη. Εικόνες μοναδικές και υψηλής αισθητικής.
Μια εικόνα εντυπωσιάζει και σε αυτή απεικονίζεται ο αββάς Σισώης ο Αιγύπτιος ο οποίος πέθανε στην έρημο το 429 μ.Χ., και φέρεται πως βρήκε στην όαση της ερήμου Σίβα τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λέγεται πως όταν στάθηκε μπροστά στον τάφο αναλογίσθηκε το μεγαλείο, τη δόξα και τα κατορθώματα του μεγάλου βασιλιά αλλά ταυτόχρονα αντιλήφθηκε και τη ματαιότητα όλων αυτών.
«Στην εικόνα βλέπουμε τον αββά Σισόη να έχει βγάλει το χρυσό δόρυ και την ασπίδα του Μ. Αλεξάνδρου και να θαυμάζει. Εκεί στην εικόνα, [όπως σε όλες που δείχνουν τον αβά Σισόη] υπάρχει το εξής επίγραμμα: «Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;» (Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι [δηλαδὴ τον θάνατον]. Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιὸς μπορεί να σου ξεφύγη;) μας εξηγεί η κ. Παπαδοπούλου και προσθέτει πως οι ισχυρισμοί της αρχαιολόγου Λιάνας Σουλβατζή ότι ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου βρίσκεται στην έρημο Σίβια ταιριάζει με την ιστορία του αββά Σισσόη.
Ωστόσο υπάρχει μια εικόνα μοναδική, που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Πρόκειται για ένα έργο τέχνης του 17ου αιώνα. Σε αυτό απεικονίζεται η Παναγία που μαθαίνει τον Θεάνθρωπο να διαβάζει.
«Κάποιοι λένε πως είναι η Άννα που μαθαίνει την Παναγία να διαβάζει, όμως το πρόσωπο του μικρού είναι αγορίστικο. Θεωρώ απίθανη αυτή την υπόθεση αφού η Παρθένος σε ηλικία τριών ετών εισήχθη στο ναό» μας λέει η κ. Παπαδοπούλου.
Η σχέση των Ελλήνων της Σμύρνης με το βιβλίο και τη μάθηση είναι άρρηκτη. Ακόμη και ως πρόσφυγες και μόλις στάθηκαν στα πόδια τους και άρχισαν να προοδεύουν ξεκίνησαν να φτιάχνουν εστίες πολιτισμού. Το βιβλίο είναι λατρεία και φαίνεται στους τουλάχιστον 90.000 τίτλους που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη της Εστίας Νέας Σμύρνης.
Η βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1947 χάρη στην επιμέλεια της ποιήτριας Φιλής Βατίδου και από τότε συρρέουν βιβλία και μάλιστα σπάνιοι τίτλοι. Εκεί υπάρχει το πολυτιμότατο χειρόγραφο αρχείο του Συλλόγου της «Ανατολής», επίσης σπάνιες και παλαιές εκδόσεις Λειψίας, Βενετίας, Παρισίου, Σμύρνης, Κωνσταντινουπόλεως κ.λπ.) Επίσης υπάρχουν τα Καραμανλίδικα (βιβλία στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες σε ποικίλη θεματολογία.
Έμφυτη η αγάπη των Μικρασιατών για την παιδεία, την τέχνη, τη μάθηση και φυσικά για τη μουσική.
Παράδειγμα το Παναρμόνιο, (από το παν + αρμονία, που σημαίνει ότι μπορεί να προσδώσει πάσες τις αρμονίες), μοιάζει με αρμόνιο και εκκλησιαστικό όργανο, αλλά είναι ένα μουσικό όργανο που παράγει όλους τους φθόγγους της Ευρωπαϊκής και της Βυζαντινής Μουσικής.
Το επινόησε ο Έλληνας λόγιος και μουσικολόγος Κωνσταντίνος Ψάχος (Ο Κωνσταντίνος Ψάχος (περ. 1866 – 1949)[1] υπήρξε Έλληνας λόγιος, παιδαγωγός, βυζαντινολόγος, μουσικός, συνθέτης, πρωτοψάλτης και μουσικολόγος. Ήταν μια σημαντική προσωπικότητα που έδρασε και επηρέασε την μουσική κουλτούρα της Μικράς Ασίας) και το σχεδίασε με την βοήθεια του φυσικομαθηματικού Σταύρου Βραχάμη.
Στη συνέχεια ο Ψάχος άρχισε έναν αγώνα για την συγκέντρωση του ποσού για την κατασκευή του μαζί με την φίλη και μαθήτριά του Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Παράλληλα ανέθεσε στην Γερμανική εταιρεία Steinmeyer την κατασκευή του, την οποία και επίβλεψε προσωπικά. Το όργανο άρχισε να κατασκευάζεται το Μάιο του 1922 στο Έττιγκεν της Βαυαρίας, σε δύο πλάνα. Το πρώτο πλάνο κατασκεύαζε ένα όργανο τύπου εκκλησιαστικού οργάνου και το δεύτερο πλάνο δύο όργανα τύπου αρμόνιου. Το πρώτο πλάνο τελείωσε τον Ιούνιο του 1924 στοιχίζοντας 3.000 δολάρια, ένα μεγάλο ποσό για την εποχή, που στο μεγαλύτερο μέρος του το πλήρωσε η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, προς τιμήν της οποίας και ονομάστηκε «Εύειον Παναρμόνιον». Η ειδική αυτή πρώτη κατασκευή δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα και πρέπει να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ένα παναρμόνιο που έχει απομείνει βρίσκεται στο μουσείο της Εστίας Νέας Σμύρνης. Το συγκεκριμένο το χρησιμοποιούσε ο Σικελιανός στις Δελφικές γιορτές. Το δεύτερο που έχει απομείνει βρίσκεται στην ιδιοκτησία της Ακαδημίας.
Το παρελθόν κινητήριος δύναμη για το μέλλον
Τίποτα δεν πεθαίνει, μόνο αν κερδίσει η λήθη. Αυτό τον αγώνα έδωσαν όλοι όσοι εκδιώχθηκαν από την Μικρά Ασία. Να μην ξεχάσουν, οι ίδιοι, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι Έλληνες, όπου και αν αυτοί βρίσκονται.
Αυτό το ρόλο επιτελούν οι άνθρωποι που συνεχίζουν το έργο των προκατόχων τους, αυτών που ίδρυσαν την Εστία Νέας Σμύρνης.
Από το 1930 όταν η Νέα Σμύρνη ήταν προσφυγικός συνοικισμός με 400 οικογένειες, κάποιοι πρωτοπόροι ίδρυσαν τη «Λέσχη Νέας Σμύρνης». Το 1938 η Λέσχη μετονομάστηκε σε «Εστία Νέας Σμύρνης». Ο ακούραστος Πάνος Χαλδέζος, ο οποίος στην κατοχή έσωσε τουλάχιστον 500 Έλληνες Εβραίους, επί δεκαετίες (46 χρόνια) πάλεψε με ομάδες εμπνευσμένων ανθρώπων να κρατήσει το όραμα ζωντανό, τη φλόγα αναμμένη, να κάνει με το καντηλάκι πυρκαγιά. Τα κατάφερε. Η κληρονομιά που άφησε είναι βαριά, για όλους μας.
Πηγή: Huffingtonpost.gr