Κώστας Μόντης (18/02/1914 - 01/03/2004)
Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 και πέθανε την 1η Μαρτίου 2004. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνοκύπριους ποιητές και συγγραφείς.
Καταγόταν από την Κύπρο και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1914 στην κατεχόμενη σήμερα Αμμόχωστο και πέθανε το 2004 στη Λευκωσία, όπου διέμενε μετά την τουρκική εισβολή.
Βιογραφία
Ο Κώστας Μόντης (1914 -2004) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Ιδιαίτερη του πατρίδα η Κύπρος. Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 στην κατεχόμενη σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα Αμμόχωστο.
Έκτο και τελευταίο παιδί του Θεόδουλου Μόντη από τη Λάπηθο, δημοσίου υπαλλήλου και της Καλομοίρας Μπατίστα από την Αμμόχωστο.
Η παιδική και εφηβική ζωή του Κώστα Μόντη σημαδεύτηκε από το δράμα του θανάτου και της ορφάνιας. Στη τρυφερή ηλικία των οκτώ του χρόνων έχασε τους δύο αδελφούς του.
Ο αδελφός του Γιώργος Μόντης πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 21 ετών και μόλις τρεις εβδομάδες μετά πέθανε και ο αδελφός του Νίκος από λευχαιμία σε ηλικία 16 ετών. Στην ηλικία των δώδεκα, ο ποιητής έχασε τη μητέρα του. Ο θάνατος της μάνας του τον σημάδεψε και καθόρισε σαν άνθρωπο και σαν ποιητή.
Σε ηλικία δεκαέξι χρόνων χάνει και τον πατέρα του. Γυμνασιόπαιδο, πήρε μέρος στην εξέγερση κατά της αποικιοκρατίας, τα Οκτωβριανά 1931. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Επιστρέφοντας με το πτυχίο της νομικής στην Κύπρο το 1937, ο Μόντης αναγκάστηκε να εργασθεί αρχικά ως υπάλληλος μεταλλευτικής εταιρείας, γιατί η αγγλική αποικιοκρατική διοίκηση δεν αναγνώριζε το ελληνικό πτυχίο για την εξάσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως εκδότης εφημερίδων και περιοδικών.
Το 1942 ίδρυσε στη Λευκωσία, μαζί με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη και τον Φοίβο Μουσουλίδη το πρώτο επαγγελματικό θέατρο της Κύπρου, το «Λυρικό». Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου ο Κώστας Μόντης έπαιξε κύριο ρόλο στην οργάνωση περίθαλψης στους Ελλαδίτες πρόσφυγες, που εγκατέλειπαν την κατεχόμενη Ελλάδα και μέσω Τουρκίας κατέφευγαν στην Κύπρο. Τον Φεβρουάριο του 1946 παντρεύτηκε την Έρση Παντελή Κωνσταντίνου από τη Μόρφου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη. Το 1950 διορίστηκε γενικός γραμματέας της Εμποροβιομηχανικής Ομοσπονδίας Κύπρου. Συμμετέσχε στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου το 1955-59 ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών της ΕΟΚΑ. Το 1961 διορίστηκε διευθυντής του Τμήματος Τουρισμού της Κύπρου, θέση που υπηρέτησε μέχρι και το 1976 που αφυπηρέτησε.
Ασχολήθηκε με το θέατρο και τη λογοτεχνία. Έγραψε και δημοσίευσε περισσότερες από 40 επιθεωρήσεις και θεατρικά, ενώ έχει διασκευάσει στην Κυπριακή διάλεκτο τη «Λυσιστράτη» και την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Από το 1934 ως το 1996 εξέδωσε γύρω στα 30 ποιητικά και έξι πεζά βιβλία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι περίφημες «Στιγμές», ένα νέο ποιητικό είδος με το οποίο ο Κώστας Μόντης ανανέωσε και εξέλιξε από τη σκοπιά της Κύπρου, τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Κορυφαίο ωστόσο ποιητικό του επίτευγμα θεωρείται η τριλογία «Γράμματα στη Μητέρα» (1965, 1972, 1980). Ολόκληρο το έργο του περιέχεται στα Άπαντα του Κώστα Μόντη, που εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Λεβέντη. Η αγάπη για τον άνθρωπο και την πατρίδα κυριαρχούν στο έργο του.
Ποιητής, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά, Ρουμανικά και σε άλλες γλώσσες. Το 1980 τιμήθηκε με τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (Poet Laureate) από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού. Ο Κώστας Μόντης προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Το 1997 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών τον ανακήρυξε αντεπιστέλλον μέλος της, ύψιστη τιμή που απονέμεται σε πνευματικούς δημιουργούς που ζουν εκτός Ελλάδος, ενώ το 2001 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2004 στο σπίτι του στον Άγιο Δομέτιο, σε ηλικία 90 χρόνων, περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του.
Ακολουθούν αποσπάσματα από "Τα Τρία Γράμματα στη Μητέρα":
Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο,
αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο.
Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα.
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,
στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,
όμως αυτός είν' εκεί απέναντί μας ,
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας ,
και μας κοιτάζει , και μας κοιτάζει μ' ένα τρόπο ...
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας,
όμως αυτός είν' εκεί απέναντί μας ,
και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου,
και δε μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια
και σαν την Αμμόχωστο.
Και λέει: "Λοιπόν";
και μας ρωτά: "Λοιπόν";
«Μητέρα θυμᾶσαι τὸν oὐρανὸ
πoύχαμε δεμένo κὸμπo στo μαντήλι;
Μᾶς τoν πῆραν oἱ ταχυδακτυλoυργoί, μητέρα
ἔτσι ὅπως πρὶν τὴν μπάλα μεσ' ἀπ' τὸ κoυτί.
Θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὔ 'πλενε τὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὺ τoῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶς λευκὲς κραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶς φλυαρίες πoὺ ράμφιζαv τὴ ρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τoυς ψιθύρoυς πoυ μηχανoρραφoῦσαv τὴv ἄνoιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια πoὔ 'σκυβαv μεσ' στov ἤλιo
νά πιoῦv νερὸ στὴ χoύφτα τoυ,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κυλoῦσε κι ἔφευγε ἀπάνω ἀπ' τὶς φτερoῦγες τoυς,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κρεμόταv κάτω ἀπ' τo λαιμὸ τoυς,
τ' ὄνειρo πoὺ σκαρφάλωνε τὶς σημαῖες τoυς;
Τώρα ὀξειδώθηκαv ὅλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαv ὅλα μέσα μας.»
Από το Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα
(Αναφέρεται στη βοήθεια που περίμενε η Κύπρος από την Ελλάδα μετά την εισβολή και στην απογοήτευση που ακολούθησε την προσμονή...)
Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου να’ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
Τρίτο Γράμμα στη μητέρα εν βία
Όταν σου έστελνα το τελευταίο μου γράμμα μητέρα,
ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως δε θα σου ξαναέγραφα.
Κι όμως να που σου ξαναγράφω.
Και σου ξαναγράφω απροετοίμαστος
γιατί διαίσθάνομαι πως δε με παίρνει ο καιρός,
γιατί διαισθάνομαι πως δεν έχω πίστωση χρόνου για
αποκρυσταλλώσεις και διεργασίες.
Επιτέλους πες το απλώς, "προσχέδιο επιστολής"
επιτέλους πες το απλώς, "προσχέδιο στίχων".
Σου το σημειώνω άλλωστε:"Εν βία".
Εν βία και εν θλίψει και εν πληγή, μητέρα,
εν αμέτρω πληγή,
εν αφάτω πληγή.
Κι είναι κι από άλλης απόψεως μια εξαίρεση το γράμμα μου,
γιατί στη Λευκωσία δε γράφουμε πια γράμματα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους εκτεθειμένους στο κλάμα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους να γεμίσουν κλάμα
και τους ταχυδρομούμε,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους να γεμίσουν κλάμα
και περνάν τις νύχτες από τα σπίτια μας
και τους μαζεύουν οι άνεμοι,
και περνάν τις νύχτες από τα σταυροδρόμια
και τους μαζεύουν οι άνεμοι
και περνάν απ΄τ΄αντίσκηνα και τα παραπήγματα:
"Τα γράμματά σας, τα γράμματά σας"!
Ο μουσικοσυνθέτης Μάριος Τόκας, προσωπικός φίλος του ποιητή και επίσης καταγόμενος από την Κύπρο, μελοποίησε μερικά από τα συγκλονιστικότερα έργα του Κώστα Μόντη αναφερόμενα στην τουρκική εισβολή του 1974.
Σύνδεσμοι:
Ίδρυμα "Κώστας Μόντης"
Ποιήματα που απαγγέλλει ο ίδιος ο Κ. Μόντης
Παραθέματα και αφορισμοί από το έργο του Κ. Μόντη
Κώστας Μόντης, η ποιητική συνείδηση της Κύπρου
Ποιήματα του Κ. Μόντη
Ποιήματα του Κ. Μόντη
Ποιήματα του Κ. Μόντη