ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ (Σιλουέτα)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
(Σιλουέτα)
Ἕνας ποιητής, τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς ἤγγισε πολὺ ἐνωρὶς τὸ μέτωπον. Δεκαπέντε ἐτῶν —ἐγεννήθη μίαν αὐγὴν τῆς ἀνοίξεως τοῦ 1879 εἰς τὴν Χίον— μαθητὴς ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς, ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν του ὡς διδάσκαλος. Τὸ πρῶτον του ποίημα ποῦ ἐδημοσιεύθη καὶ ἀναδημοσιεύθη καὶ ἐσχολιάσθη, τὴν «Θλῖψιν τοῦ Μαρμάρου», ἔχω τὴν ὡραίαν ἀνάμνησιν ὅτι πρῶτος τὸ εἶδα, τὸ ἐθαύμασα καὶ τὸ ἔδωκα πρὸς δημοσίευσιν. Ἔκτοτε ὁ μικρὸς χλωμὸς ποιητὴς ἐπροχώρησε μὲ νέας ἐκπλήξεις. Ὁ Μητσάκης πρῶτος, ἐξαφνισμένος ἀπὸ τὸ πρόωρον τάλαντον, τὸν ἐγκωμίασεν, ὁ Παλαμᾶς τὸν προσεφώνει θωπευτικῶς «jeune maitre», οἱ ξένοι ἤρχισαν νὰ τὸν μεταφράζουν καὶ νὰ τὸν κρίνουν καὶ δὲν ὑπῆρξεν ἔκτοτε ἰδικός μας ἢ ξένος, ποῦ νὰ ἠσχολήθη μὲ τὴν νεοελληνικὴν ποίησιν, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ τὸν ἐτοποθέτησεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν.
Δὲν εἰμπορεῖ νὰ χαρακτηρίσῃ κανεὶς τὴν ποίησιν τοῦ Πορφύρα εἰς ὀλίγας γραμμάς. Εἶνε μία ποίησις βαθύτατα ὑποβλητική, ἀναβλύζουσα μ' ἕνα ἐντελῶς ἀτομικὸν γλυκύτατον ρυθμόν, ἀπὸ μίαν καθαρωτάτην πηγήν, σκιασμένην ἀπὸ ἱερὰ δένδρα, ὑπὸ τὰ ὁποῖα δροσίζονται καὶ παίζουν Ναϊάδες καὶ ἀντηχεῖ κἄποιο φύσημα μακρυνὸν ἀρχαίου αὐλοῦ. Διότι ἡ ποίησις αὐτή, ἡ βαθύτατα μελαγχολική, δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴν καὶ πνιγηρὰν μελαγχολίαν τῶν σπληνικῶν τῆς Δύσεως, ἀλλὰ πλέει εἰς μίαν διαύγειαν καὶ εὐγένειαν ἑλληνικήν, καὶ εἶνε ἀρωματισμένη ἀπὸ τὸ ἄνθος τῆς θλίψεως, τῆς θλίψεως τῆς ἰδανικῆς, τὴν ὁποίαν γεννᾷ βαθεῖα ἐνατένισις τῆς ὡραιότητος.
Τὸ ἔργον τοῦ Πορφύρα δὲν εἶνε ἐκτεταμένον, βιαστικόν, συμπεφορημένον. Ἀπὸ τὴν ψυχὴν αὐτὴν νομίζει κανεὶς ὅτι δὲν ἀνεδόθη παρὰ ὅ,τι ἀνέβλυσεν αὐθόρμητον, εἰλικρινὲς καὶ ἀβίαστον, ὡς ᾆσμα καὶ ὡς στεναγμός. Καμμία προσπάθεια καὶ κανένας ἀγὼν δὲν φαίνεται ἐκεῖ μέσα. Ἀπὸ ὅλα τὰ σταυροδρόμια τῶν τεχνοτροπιῶν, ἀπὸ ὅλας τὰς ἀτραποὺς τῶν συρμῶν, ἀπὸ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἀνησύχου τέχνης τοῦ αἰῶνος μας, τίποτε δὲν τὸν ἀπεπλάνησε καὶ τίποτε δὲν τὸν παρεστράτησε, ὅπως τοὺς περισσοτέρους. Ἠκολούθησεν ἥσυχος, προσκυνητὴς περιπαθὴς ἑνὸς ἰδανικοῦ, τὸν δρόμον ποῦ ἐχάραξεν ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα, τὸ μυστικὸν καὶ ἥσυχον μονοπάτι, ποῦ εἰς κἄποιο ποίημά του ἀνεβαίνει εἰς τὸ βουνὸν καὶ χάνεται εἰς τὸν οὐρανόν.
Καὶ τὸ ἐρημικὸν μονοπάτι τὸν φέρει ὁλοένα πρὸς ὡραιοτέρους καὶ φωτεινοτέρους ὁρίζοντας τὸν χλωμὸν ποιητήν, μὲ τὸ φωτεινὸν μέτωπον, τὸν ποιητὴν τῶν ὡραίων ἁρμονιῶν καὶ τῶν εὐγενικῶν καὶ ὑπέροχων θλίψεων, τὸν μικρὸν προφήτην μὲ τὸ λεπτὸν καὶ εὔθραυστον στέλεχος μιᾶς ζωῆς, ἀφιερωμένης ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν λατρείαν τῆς μελαγχολικῆς ὡραιότητος.
Π. NB
Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ
ΤΟΥ Χάρου τὸ λιβάνι πάλι τώρα Σκορπάει τὴ βαρυά του μυρωδιά. Θανατικὸν ἐπλάκωσε τὴ χώρα Κ' ἐνέκρωσε ὅλα τὰ μικρὰ παιδιά. Τῆς ἐκκλησιᾶς ἀνοίγει ἡ πλατειὰ θύρα Κι' ἀργά, σκυφτοί, περνοῦν οἱ χριστιανοί. —Ἐλέησόν μας, τὤγραφεν ἡ Μοῖρα, Τὸ θέλημά σου, Θεέ μου, ἂς γενῇ. Δυὸ νηὲς μανοῦλες, κλαῖν, μοιρολογοῦνε, Ἄλλες, τρελλές, τραβοῦνε τὰ μαλλιά, Κι' ἄλλες, βουβές, χείλη νεκρὰ φιλοῦνε, Καμμιὰ δὲν παίρνει πίσω τὰ φιλιά. Καὶ ἡ καλὴ μάνα τῶν θλιμμένων μόνο Ζωγραφιστή, στὸ θόλο ἐκεῖ ψηλά, Εὐτυχισμένη, μέσ' τὸν ξένο πόνο, Κυττάζει τὸ παιδί της καὶ γελᾶ....
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Πηγή: Ἡμερολόγιον Σκόκου, Τόμος Δέκατος Πέμπτος & Εικοστός
Ἑλλήνων Φῶς