Λιγκιάδες Ιωαννίνων,3 Οκτωβρίου 1943: Το χωριό που ρήμαξαν οι Γερμανοί
Το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων
Απόσπασμα -Μεταφορά από το χειρόγραφο κείμενο-μαρτυρία του Χρήστου Αναστ. Λιώλη ''Βίος ατομικός και ιστορία του χωριού Λιγκιάδων'':
Στις 3 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή το πρωί εσηκωθήκαμε από τον ύπνο μέρα καλή. Δεν είχαμε νερό και κίνησαν έξι γυναίκες να πάνε για νερό στον Μπλήτσι στο Στρούνη με τα ζώα φορτωμένα βαρέλες και δωχεία και πήγαιναν. Μόλις πήγανε οι γυναίκες στο νερό έσπασε ένα πηγάδι πέντε μέτρα μέσα προς την λίμνη και πέταγε από μέσα μπάρες πολύ θελό νερό. Και κάθησαν οι γυναίκες να λαγαρήσει το νερό πολλήν ώρα εκεί και αφού λαγάρησε γέμησαν ταις βαρέλες και δοχεία τα φόρτωσαν στα ζώα και έρχονταν προς τα απάνω.
Μόλις βγήκαν στο Δημόσιο δρόμο στης Αναστάσενας Κολόκα στο σπίτι, μια είχε βγει απάνω από τον δρόμο με δύο ζώα.Μόλις την είδαν το φυλάκιο από τον Αι-Λιά ψηλά από το Νησί της βάλανε με τα βαρέα μυδράλια να τη σταματήσουν εκεί όχι να τη σκοτώσουν ήταν η γριά Ρήνα Γεράκου. Τάχασε η καημένη η γριά πρόλαβε και έπιασε μια κοτρόνα πέτρα και δεν έβλεπε ούτε τα ζώα της τι έγιναν, ούτε τις άλλες γυναίκες από τον κουρνιαχτό γιατί ήταν και η γη πολύ ξερή και οι ριπές ασταμάτητες.
Οι άλλες πέντε γυναίκες δεν είχαν προλάβη να ανεβούν στο δρόμο, ήταν στα χείλα του δρόμου όταν άκουσαν τις ριπές και τάχασαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Σε λίγα λεπτά αυτής της σκηνής έφτασαν τέσσερα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες Γερμανοί σταμάτησαν τα πυρά. Μόλις κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα πήγαν κατευθείαν στα ζώα να δουν τι έχουν φορτωμένα. Τα είδαν που είχαν νερό, τα απαράτησαν φορτωμένα όπως ήταν πήραν τις γυναίκες τις έδωσαν σε τρεις-τέσσερις στρατιώτες και τις γύρισαν κάτω στο χωριό Στρούνη και τις φύλαγαν.
Οι πολλοί Γερμανοί ξεκίνησαν από το Λάκο Μαράφα και έρχονταν για το χωριό. Μόλις βγήκαν στο αγνάντιο στο Λάκο προς το χωριό αρχίσαμε να ανησυχούμε και να φεύγουμε μερικοί άντρες και άλλοι άνθρωποι πήγαιναν για πίσω στις Μουγγλιούς. Ήταν αυτή η εβδομάδα που ράβδιζαν τις καρυδιές πίσω και γλίτωσαν πολλοί άνθρωποι.
Οι Γερμανοί μόλις είδαν από τον Αι-Λιά ότι φεύγουν κόσμος άρχισαν με τα βαριά μυδραλιοβόλα γύρω από το χωριό φλογοφόρες διαφόρων χρωμάτων και ενγκεροφληγή για να σταματήσουν τον κόσμο.
Ήρθε ο Ιωάννης Παναγ. Τσερήκης από το σπίτι μου να φύγουμε και εγώ δεν ήμουν έτοιμος να φύγουμε. Είδε τους Γερμανούς στην καθήστρα στη Λόκοβα αποκάτω τον έπιασε πανικός και έφυγε μόνος του . «Εσύ δεν έρχεσαι εγώ φεύγω» και έφυγε. Όταν έφτασε στη μάνδρα του Ταγάρα και είδε τα πυρά εγκροφληγή και φλογοφόρα τότε τον έπιασε μεγαλύτερος πανικός γιατί δεν ήταν από πόλεμο δεν ήξερε και γύρισε κάτω και κάποιος τον ρώτησε «είπες ότι θα φύγεις;» και του απαντά ο Γιάννης «που να πάω καλύτερα να με πιάσουν παρά να με σκοτώσουν».
Εγώ έφυγα με την αδελφή μου τη Βαγγελή που ήταν παντρεμένη στην Κρυόβρυση και είχε έρθει μουσαφίρης εκείνο το Σαββατόβραδο. Μέσα τις μάνδρες Ταγάρα, Γούλα και Διαμαντή Χολέβα εκεί με είδαν απ΄ το Νησί και μας έβαλαν ριπή μυδραλίου περίπου 50 μέτρα μάκρος και δύο μέτρα ύψος. Έπεσα κάτω στον τοίχο, η αδελφή μου τάχασε, νόμισε πως με σκότωσαν. Γυρίζω και την κοιτάζω, ήταν έξαλλη από το φόβο. Της μιλάω, όταν θα δεις να σηκωθώ να φύγω έλα μαζί μου. Κάθισα πέντε λεπτά να μου χάσουν στόχο σηκώθηκα πάλι μέσα στην κερασιά του Ζώτου τροχάδι με όση δύναμη είχαμε Λάκο ασβεσταριά, Μακρεχώραφα, άνω Ράχη λάη εκεί καθίσαμε πήραμε μια ανάσα, και από κει στην Ράχη Κανάκη εκεί ήταν σε αγνάντιο και απυρόβλητο. Εκεί ανταμώσαμε με τον Γιώργο Λάππα κάναμαν ένα τσιγάρο είδαμαν στο Λυκοτόπι 3-5 άνδρες και άρχισαν να πυροβολούν με ατομικά όπλα. Έριξαν περίπου δέκα σφαίρες στον Γάμο τον Βλάχικον που ερχόνταν από πίσω από τους Κάναλες να πάρουν τη Βλάχα Νύφη που ήταν στην Τσάηκα εκεί είχαν τα κονάκια οι Βλάχοι Ζηγέοι.
Οι Γερμανοί μόλις βγήκαν στο χωριό εγκατέστησαν φυλάκια στη Ράχη, στον Πύργο, και ολόγυρα στο χωριό σκοπιές. Οι άλλοι σκόρπισαν μέσα στο χωριό έμασαν τον κόσμο στο μησοχώρι και πλιάτσικα πήραν περισσότερα από πέντε φορτώματα καρύδια, πατάτες, ρουχισμό, προίκες κοριτσιών και πολλά ασημικά των γυναικών τοκάδες, γκέπια, αρχεία αυτά και αλισούδια με σταυρούς ή με ντούπιες…
Σταμάτησε το πυροβολικό σηκώσανε αεροπλάνο και έφερναν χαμηλά από τον Αβγιό, Πολήγανη, Σαμαρίνη, Γιάννο. Εμείς καθίσαμε ακίνητοι και από πέντε ώρες να μην δώσουμε στόχο.
Ήταν ο ήλιος περίπου μια οριά έξω.. Εγώ μόλις είδα φωτιά στην Κατσούφλη έβαλαν στα γρέκια των Φουκέων και μετά στο χωριό υποψιάστηκα ότι θα σκοτώσουν και τον κόσμο. Είπα στους άλλους τους χωριανούς μου που κίνησαν να φύγουν όλοι με το γάμο που θα πάτε στο χωριό δεν είναι κανένας ζωντανός ….ξεκινήσαμε προς τα κάτω και όταν κατεβήκαμε στον πάτο στην Ντομοβιά ακούσαμε μια φωνή από την Στρογγλή, φώναζε στην Τσάϊκα της Αγγέλως Σιαφάκα που ήταν στο γάμο το βλάχικο. Δεν ακούγαμε τι έλεγαν, του μιλήσαμαν και εμείς που κατεβαίναμε να σταθεί εκεί να κατεβούμε στη Ράχη Σαμαρίτη.
Και μας είπαν στο χωριό του σκότωσαν όλους, του μιλήσαμαν να μας περιμένει εκεί να κατεβούμε, και μας περίμεναν. Πήγαμε ανταμώσαμε στη Στρογγλή ήταν ο Χαρίλαος Ι.Λιούρης…..Ο Νικόλαος Δ.Ρούσκας τραυματισμένος στο λαιμό...Τους αφήσαμε εκεί και οι άλλοι ήλθαμαν για το χωριό. Αφού μας είπαν όλα αυτά τα φοβερά και φρικτά εγκλήματα πως συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο Μησοχώρι, έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια, ότι πράγμα της τσέπης τους άρεσκε τα έπαιρναν. Και από το μησοχώρι μετά τους έπαιρναν ομαδικά δύο Γερμανοί έως 10 γυναικόπαιδα, τους βάζαν μέσα στα σπίτια και τους καίγανε. Εκτέλεσαν και έξω από τα σπίτια περίπου 12 άτομα.
Στο σπίτι του Ρούσκα ήταν δύο οικογένειες εκτελεσμένες η Ελένη Αθ.Μπαμπούσκα και το παιδί της σκοτωμένο και το άλλο τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη- ήταν ζωντανό και βύζαινε στη μάνα του σκοτωμένη 36 ώρες που ήρθαν και το πήραν. Ήρθε ο Νικόλαος Γ. Μανδήλας και το πήγαν στο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτη που είχαν οι αντάρτες- και η Μαρία Γ. Λάππα με τα τρία παιδιά της. Στη μάνδρα του Δημ. Παπά ήταν σκοτωμένος μεσ΄ τα πουρνάρια ο Σταύρος Γ.Ζώτος, είχε τα λεπτά στην τσαντήλα και μετά από πολλές μέρες τον βρήκαν και του πήραν τα λεφτά και μετά είπαν. Στον κήπο του Λάππα ήταν (σκοτωμένη) η Ελένη Γ. Γεράκου με τα δύο της παιδιά. Στην αυλή του Τσερίκη ήταν(σκοτωμένη) η Αγγέλω η γιαγιά Κώστα και Μήτσου Φούκα. Στην κουζίνα Θεοδώρου Λώλη ήταν σκοτωμένη η Λαμπρινή χήρα Λιούρη, η κοπέλα μου αβάπτιστη τεσσάρων μηνών καμένη μαζί με την σαρμάνα, η Αικατερίνη χήρα Λώλη και η Πανάγιω Κ. Λώλη κοπέλα 18 χρονών ήταν πίσω από την πόρτα στη γωνία. Άνοιγε η πόρτα και τις έπιανε η πόρτα πίσω. Έμειναν εκεί 25 μέρες ώσπου μύρισαν και τις βρήκαν και δεν μεταφέρονταν να τις θάψουν στο Νεκροταφείο και τις έθαψαν στην κήπο εδά κει. Αφού μας είπαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, τα χάσαμε, δεν ξέραμαν που πάμε, δεν είχαμε αίμα ζεστό απάνω μας, κρυώσαμε, παγώσαμε, χτυπηθήκαμε, κλάψαμε, θρηνήσαμε.
Η ώρα δώδεκα το μεσημέρι αφήσαμε τα παιδιά μας υγιέστατα, τα σπίτια μας σπίτια ωραία και να επιστρέψομε το βράδυ και μη βρούμε ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια. Ξεκινήσαμε από την Στρογγλή και κάναμε κάτω να έρθουμε για το χωριό και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Αλλού θέλαμε να πάμε και αλλού πηγαίναμε.
Ήρθαμαν στον Ρεβέντη από πάνω και τι να δούμε και τι να ακούσουμε και αν και νύχτα ήταν το χωριό φαινόταν παρανάλωμα του πυρός. Μια φωνή τραυλισμένη ακούσαμε μεγάλου ανθρώπου, κλάματα από μικρά παιδιά. Φεγκοβολούσε όλος ο τόπος από τις φλόγες, από τις φωτιές έσκαγαν σφαίρες, πόλεμος λες και γίνονταν. Τα σπίτια σωριάζονταν. Οι σάρκες των ανθρώπων, τα σοδήματα που καίγονταν, δεν σε άφηνε η βαριά μυρουδιά μα μπεις μέσα στο χωριό. Αλλά αφαιρεμένοι από το κακό και από τον πόνο δεν καταλαβαίναμε.
Αν ήταν άνθρωπος ξένος δεν έμπαινε μέσα στο χωριό από τη βαριά μυρουδιά που καίγονταν οι ανθρώπινες σάρκες, από τα σοδήματα, από τις σφαίρες που σκάγανε και από τις βροντές των σπιτιών που σωριάζονταν κάτω. Εμείς έξαλλοι όπως ήμασταν από το κακό που μας βρήκε δεν αισθανόμασταν απολύτως τίποτα. Δεν ξέραμαν και αν είχαν φύγει οι ούνοι ανθρωποφάγοι και λέγαμε τι τι θέλομε τη ζωή, ας μας σκοτώσουν.
Εγώ από του Ρεβέντη που ακούσαμε κλάματα μικρού παιδιού είδα και το σπίτι μου, ακούω, είπα ότι η κοπέλα μου είναι, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, βρήκα το σπίτι άδειο. Κατεβήκαμε όλοι μαζί στο αλώνι μου και ακούμε την Ρήνα Γεράκου που φώναζε Λευτέρη, Τούλα και πάλι φώναζε και έλεγε «αχ η μαύρη τον σκότωσαν τον κοσμάκη μας» και και πάλι φώναζε. Ήταν στο Στρούνη για νερό και είχαν έρθει και οι γυναίκες και αυτή μόνο φώναζε, οι άλλες δε μιλούσαν από το φόβο και από τον πανικό.
Ανάψαμε χόρτα ξερά με την αδελφή μου να βλέπουμε μήπως είναι πτώματα και πατήσομε, μήπως είναι η κοπέλα. Δεν ήταν τίποτα ούτε η σαρμάτα με την κοπέλα ούτε πτώματα . Ήταν το σπίτι άδειο και είχε πάρει φωτιά από τρεις μεριές από τα γειτονικά σπίτια. Σε λίγα λεπτά της ώρας αν δεν είχα έρθει θα καίγονταν και αυτό. Είχε πάρει φωτιά το παράθυρο στο Νοτιά ευτυχώς είχα τέσσερα φορτώματα κολοκύθια από το χωράφι από το Στρούνι και έπεσε η φωτιά ψηλά στα κολοκύθια και άναψε το πάτωμα στα διάκενα και όσο το πρόλαβα. Άναψε το παράθυρο από το απάνω σπίτι εκεί δεν ήταν επικίνδυνα να πάρει φωτιά γιατί το δωμάτιο αυτό ήταν πεσμένο.
Πήρε από το πίσω μέρος από του Γκούτση. Το έσβησα το σπίτι τα παιδιά δεν τα βρήκα. Η γελάδα μούγκριζε στην πόρτα, της είχαν πάρει τη μοσχίδα οι ανθρωποφάγοι. Άργησε να έρθει από τις βοσκές η γελάδα, είχαν φύγει οι ούνοι και γλίτωσε και την βρήκα. Μάσαμαν λίγα πράγματα που ήταν στο απάνω σπίτι, τα πολλά πράγματα κάηκαν στην κοζίνα…Πήραμαν μια καρπέτα με την αδελφή μου και λίγο ψωμί και τη γελάδα με το σχοινί τραβώντας και φύγαμε προς τα απάνω. Στην Κερασιά είχαν περάσει και οι γυναίκες που ήταν για νερό στο Στρούνη. Πήγαμε και μεις, ανταμώσαμε, θρήνους κλάματα απαρηγόρητα.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τα χωριά Λιγκιάδες και Στρούνη έφυγαν και οι γυναίκες ήρθαν για απάνω αφού γλίτωσαν και αυτές εκεί κάτω. Είχαν βλέψεις οι Γερμανοί να το κάψουν και το Στρούνη, όπως μας είπαν οι γυναίκες έβγαζαν τα εισοδήματα έξω να τα φορτώσουν γιατί πήγαινε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και δεν θα καιγαν από τρόφιμα στο Στρούνη θα τα έπαιρναν όλα. Τις δικές μας γυναίκες τις πήραν από την αυλή του Κώστα Παντελή Κολόκα και τις πήγαν στο σπίτι του Αποστ. Ευαγγελογιώργου τις έβαζαν μέσα, τις έβγαζαν έξω με κλωτσιές και με κοντακιές. Του Θωμά Κολόκα πήγε ένας Γερμανός-ως φαίνεται για πλιάτσικο- θα κανε και δεν θα τον άφηνε η γυναίκα , την σκότωσε με τα δύο της παιδιά και έβαλε φωτιά και τους έκαψε άνευ διαταγής. Διαταγή περίμεναν από λεπτό σε λεπτό να εκτελέσουν και να βάλουν φωτιά. Αλλά ο Ερυθρός Σταυρός και οι αρχές των Ιωαννίνων μόλις είδαν το χωριό Λιγκιάδες που καιγόταν πήγαν και επέμεναν στις αρχές τις Γερμανικές και στείλανε ένα στρατιώτη Γερμανό με μοτοσικλέτα και από δευτερόλεπτα γλίτωσαν οι γυναίκες μας και το Στρούνη. Τα ζώα όλα με τα φορτώματα των γυναικών τα πήραν. Μόλις τις άφησαν ελεύθερες έφυγαν και ήρθαν απάνω στο χωριό και ανταμώσαμε ανυπολόγιστα, ούτε αυτές ήξεραν αν ζούμε εμείς ούτε εμείς αν ζουν αυτές…
Όλη τη νύχτα ξεκινήσαμαν και φύγαμαν απάνω κατά το βουνό αφήνοντας τα παιδάκια μας, τους ανθρώπους μας πίσω σκοτωμένους να ψήνονται μέσα στα ερειπωμένα σπίτια και άλλοι βαριά τραυματισμένοι-όπως μας είπαν οι γυναίκες-στο σπίτι του Ρούσκα έξω ήταν ο Στάθης Γεωργ. Λάππα βαριά τραυματισμένο 8 ετών και ο μικρός Παναγιώτης Αθαν. Μπαμπούσκας σχισμένος σε όλη τη σπονδυλική στήλη με το ξίφος. Στην Τσοκνίδα ξημερώσαμαν θρηνώντας και κλαίγοντας.
Το πρωί τις γυναίκες τις στείλαμε κάτω στις Καρυές «Μουγκλούς». Και εμείς οι άνδρες καθίσαμε στο βουνό, πήγαμε στη κορυφή στην Μπόλκο, στην πυραμίδα και αγναντίβαμε κάτω προς το χωριό μην ιδούμε καμιά κίνηση από αυτούς τους ανθρωποφάγους γιατί το βράδυ θα κατεβαίναμε στο χωριό. Μας φαίνονταν ότι κάποιον θα βρούμε, κάποιον θα δούμε. Το απόγευμα είδαμε δύο ανθρώπους που έρχονταν από το χωριό απάνω, κατεβήκαμε στην Τσοκνίδα του περιμέναμε. Ήταν ο Νικόλαος Γεωργ. Μαντήλας που είχε τον Παναγιώτη Μπαμπούσκα γκούσια. Ο άλλος Θεόδωρος Δημ. Λώλης το βρήκαν το παιδάκι βύζαινε στη σκοτωμένη μάνα του 36 ώρες και ήταν δύο ετών.
Το βράδυ καμιά ώρα μέρα από μέρη που δεν φαινόμασταν από τα Γιάννενα δια να μας βάλουν ήρθαμαν στο χωριό. Μας φαινόνταν πως θα βρούμε τους ανθρώπους ζωντανούς. Βρήκαμαν τη Λαμπρινή Λιούρη και την κοπέλα μου σκοτωμένες και καμένες στο μαγιριό ψηλά στο αξεφύληγο αραποσίτι του μπάρμπα μου Θοδωρή Λώλη. Την άλλη μέρα ήρθαν δύο τσοπαναραίοι να πάρουν λίγο νερό, ψωμί ότι να εύρεσκαν να βάλουν στο στόμα τους, τους βαλαν από το νησί με τα μυδράλια.
Και έτσι δεν έρχονταν ξανά μέρα άνθρωποι στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έρχονταν και έθαφταν τους σκοτωμένους που ήταν έξω από τα σπίτια και συμμάζευαν ότι είχε μείνει από την καταστροφή…
Οι Ναζί ακόμα το μάτι στο χωριό το είχαν. Την Τρίτη, Κυριακή και την Πέμπτη Κυριακή το βράδυ μετά το κάψιμο, έβαλαν με το πυροβολικό στα σπίτια που είχαν μείνει άκαιγα, τα τρύπησαν τα τοιχάρια με τα βλήματα αλλά ευτυχώς δεν ήταν άλλα θύματα.