ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ τραγικὰ νησιά, τὰ ἐννιὰ ἐρμονήσια.
Μὲ τὴ χλωρὴ τὴν Πρίγκιπο, μὲ τὴ γυμνὴ τὴν Πρώτη
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Μαρμαρᾶ κουλουριαστὰ πλαγιάζουν,
τοῦ πράσινου τὰ θάματα καὶ τοῦ λευκοῦ τὰ μάγια,
καὶ γκόρφια τοῦ Κατάστενου, καὶ τοῦ χαμοῦ ἀργαστήρια,
στάζουν τὸ μέλι, τὸ δροσό, τὸ φῶς, τὸ μύρο, τὸ αἷμα.
Παράξενα καὶ μυστικά, μουγγὰ κι ἀγέλαστα εἶναι·
καὶ μὲ τὸ ροδοχάραμα καὶ μὲ τ' ἀχνὸ τὸ βράδι,
κι ὅταν, ἀσημογνέματα τοῦ λογισμοῦ, κάποιοι ἦχοι,
σιωπὴ γιομάτοι, ἀνάκουστοι κι ἀπὸ τ' αὐτιὰ τῆς μέρας,
πολύβοης καὶ βαρύκοης δουλεύτρας μέσ' στὴν ἔγνοια,
κι ὅταν γλιστρᾶν καὶ πλέκονται καὶ ψιθυρίζουν οἱ ἦχοι,
τότες, οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι κ' οἱ ἀγεροχτυπημένοι
ξαφνιάζονται ποὺ τοὺς ἀκούν. Καὶ εἶναι φωνὲς ποὺ βγαίνουν
κατάβαθ' ἀπὸ τὰ νησιά, τὰ τραγικὰ ἐρμονήσια,
σὰν ἀπὸ τ' ἄβαθνα πνιμῶν καὶ βουλιασμένων κόσμων,
καὶ ὑψώνονται καὶ ἁπλώνονται. Καμπάνες, καὶ καλοῦνε
σὲ ὄρθρους, σπερνούς, ὁλονυχτιές, στοῦ κοσμικοῦ τὴ λήθη,
κ' ἡ δέηση, μοσκολίβανο τοῦ λόγου, πάει μαζί τους.
Βόγγοι καὶ οὐρλιάζουν, σπαρασμοὶ καὶ βαργομᾶνε, σάρκες
σκίζονται λές, συντρίβονται κόκκαλα λές, ξεσπᾶνε
κατάρες, καὶ σκοτίζουνε τοὺς οὐρανούς, καὶ πάνε.
Καὶ στὰ νερὰ τοῦ Μαρμαρᾶ, στοῦ γαλανοῦ τοὺς κήπους
ποὺ φυτευτὲς οἱ νέραϊδοι, θερίστρες οἱ σειρῆνες,
γέρνουν καὶ καθρεφτίζονται καὶ ἄϋλα καὶ τρεμουλιάζουν
τ' ἀσκηταριὰ καὶ τὰ κελλιὰ καὶ οἱ γοῦβες καὶ κρατᾶνε
στῆς ἐξορίας τὰ βάσανα κριματιστὲς κι ἀθώους.
Ἐδῶ στῆς Χάρης οἱ φωλιές, τοῦ Χάρου τὰ μετόχια.
Καὶ τοῦ καλόγερου ὁ ψαλμὸς κι ὁ χτύπος τῆς καμπάνας
πικροὺς νεκρούς, πικρότερες ζωὲς ξεπροβοδᾶνε.
Καὶ σκῆπτρα, νά! συντρίμματα, καὶ νά! κορῶνες μπαίγνια,
καὶ οἱ στύλοι ἐσεῖς τοῦ μουραγιοῦ, τῶν παλατιῶν οἱ ἀφέντες,
πορφυρογέννητοι βλαστοί, λιοντάρια τῶν πολέμων,
κ' ἐσεῖς ποὺ τὸν κρατούσατε στὸ ἀφράτο σας τὸ χέρι
παιγνίδι σας τὸν Ἔρωτα, καὶ στ' ἄλλο σας τὸ χέρι
τὴν Πολιτεία παιγνίδι σας, ρήγισσες θεριεμένες!
Τῆς τύχης ἔτσι οἱ ζυγαριὲς ἀνεβοκατεβαίνουν.
Τώρα σεργουνιασμένοι, ἀχνοί, ζόρκοι, παραλλασμένοι,
μὲ κατασάρκια τρίχινα, μὲ σάβανα καὶ ράσα!
Κι ἀνίσως δὲν τὰ βύθισε τὰ μάτια σας τοῦ μπόγια
τὸ πυρωμένο σίδερο στὴ νύχτα ποὺ δὲ σβυέται,
τὰ μάτια σας ἀδάκρυτα, δακρυοπλημμυρισμένα,
μάτια παρακαλεστικὰ κι ἀπελπισμένα μάτια,
τοῦ κάκου τὰ καρφώνετε πότε ἀπὸ δῶ στὴν Πόλη
ποὺ ἀγνάντια σας ἀπέραντη μαυρολογᾷ καὶ λάμπει,
πότε ἀπὸ κεῖ στὰ βιθυνὰ βουνὰ καὶ στ' ἀκρογιάλια
ποὺ ἀγέρινα, χαροποιά, σᾶς γνεύουν παραπέρα.
*
Στὰ ὡραῖα νησιά, στὰ τραγικὰ νησιά, στὰ ἐννιὰ ἐρμονήσια
μελαχρινὰ τὰ ροσμαρίνια, ὁλόξανθα τὰ σπάρτα,
περίσσια, κι ἀνασταίνουνε σπάρτα καὶ ροσμαρίνια.
Κι ὁ Μάης ὁ λάγνος βασιλιὰς μὲ τὸ Φεγγάρι πλέκει
παθητικὲς κι ἀχόρταγες ἀγάπες μεθυσμένες
ἀπὸ τ' ἀσώπαστα πουλιὰ κι ἀπὸ τὰ περιγιάλια
τὰ θρακικά, τὰ μουσικὰ καὶ ἀκοίμητα, ποὺ ὁ γήλιος
ὁ ἀνατολίτικος ἁδρὺς τὰ ζῇ καὶ τὰ πυρώνει.
Παθητικὲς καὶ ἀχόρταγες ἀγάπες μεθυσμένες,
ἀπὸ τὰ παναρμονικὰ κομμάτια ποὺ τοῦ παίζουν
τοῦ γαυριασμένου βασιλιᾶ τοῦ Μάη γιὰ ν' ἀπολάψῃ
τὸ πάθος του μὲ τ' ὄμορφο παιδόπουλο Φεγγάρι,
τὰ μαστιχόδεντρα, οἱ μυρτιές, οἱ κουμαριές, τὰ βάτα,
καὶ τὰ πρινάρια κ' οἱ ἀγριλιὲς καὶ τὰ κρουστὰ τὰ πεῦκα,
ποὺ χάϊδεμα εἶν' ἡ σκέπη τους καὶ μπάλσαμο ἡ πνοή τους,
κι ὅ,τι χλωρὸ σιγολαλᾶ, φουντώνει, ἰσκιώνει, σειέται.
Κι ἀνάμεσα στὰ πράσινα τὰ γλυκοφιλημένα
τῆς αὔρας ποὺ τοῦ λιοπυριοῦ μερεύει τὴν ἁψάδα,
νὰ ἡ Πρώτη! νά ὁ ξερόβραχος, καὶ σάμπως ποτισμένος
ἀπὸ τὸ αἷμα μιᾶς πληγῆς ποὺ στάει, δὲν κλεῖ, ἀπὸ χρόνια.
Ξάγναντα στὴ Χρυσόπολη, στὴν οὐρανόπολη, ὅπως
τὴν εἶπε κι ὁ τραγουδιστής, ξέχωρη μέσα στ' ἄλλα,
ὅσο τῆς λείπει πράσινο, τόσο τῆς δίνεται ὅλο
νὰ χαίρεται τὸ ἀγκάλιασμα τ' ἄχανο τοῦ πελάγου
καὶ τ' οὐρανοῦ· κι ἀγνάντια της λαμποκοπᾶ καὶ πάντα
ὁ βιθυνιώτης Ὄλυμπος, τοῦ ἀσκητισμοῦ ἕνας κόσμος,
σὰ μιὰν ἐκστατικὴ ψυχή, ποὺ πάντα, γιὰ τοῦ κόσμου
τὸ λυτρωμό, τὰ κρίματα φορτώνεται τοῦ κόσμου.
Καὶ ἡ Πρώτη, τρίδιπλη μονιά, καὶ τρία τὰ μοναστήρια,
στοῦ λύκου τοῦ καρατρεμοῦ τὸ στόμα τρεῖς, καὶ νά τους,
οἱ βασιλιάδες οἱ ἀκουστοὶ ποὺ ζῆσαν καὶ ποὺ σβύσαν,
κακόσορτοι, παντέρημοι, βασανισμένοι ἀπ' ὅλα,
καὶ ὁλόβολους τοὺς ἔκλεισε τὸ μνῆμα καὶ δὲ λιώσαν,
καὶ γίναν ἴσκιοι καὶ γυρνᾶν τὶς νύχτες, καὶ εἶναι ἀγρίμια
τοῦ κάτου κόσμου, κ' οἱ ἄτρομοι ταράζονται σὰ λάφια.
Τὰ μονοπάτια τοῦ νησιοῦ τὰ στριφογυρισμένα,
φίδια σὲ πλάγια καὶ κορφές, καμπυλωτὰ γραμμένα,
τοὺς ξέρουν ὅλα τοῦ νησιοῦ τὰ παρακλάδια. Οἱ ἴσκιοι.
Καὶ οἱ βασιλιάδες εἶναι τρεῖς, ὁ Ραγγαβές, καὶ ὁ γόης
Λεκαπηνός, κι ὁ ἀσύγκριτος ὁ Ρωμανὸς Διογένης.
Ἔζησε ὁ πρῶτος ταπεινὸς καὶ πέρασε ἀπ' τὸν ἥλιο
στὴ νύχτα ὁλόϊσα γαληνὸς κρατώντας, καὶ τὴν ὥρα
τοῦ πεθαμοῦ, σὰν πάντοτε, τὰ μάτια καρφωμένα
πρὸς τοῦ ἁγιασμένου Παλατιοῦ τὸ φέγγος ποὺ μακριάθε
λιόλαμπρο τοῦ παιγνίδιζε καὶ πλάνα τὸν καλοῦσε.
Κι ὁ δεύτερος... Μιλῆστ' ἐσεῖς, ποὺ μὲ τὸ κάλεσμά του,
καλόγεροι καὶ ρασοφόροι κ' ἐρημίτες, μαῦρα
κοπάδια, μαῦρα σύγνεφα, ζωὲς μαῦρες, ἐδῶ πέρα
σᾶς ἔσπρωξε στὸ ἐρμόνησο, κι ἀπὸ τὶς χαμοκέλλες
γύρω, κι ἀπὸ τοὺς βιθυνοὺς γιαλοὺς κι ἀπὸ τὰ πλάγια
τὰ δασὰ τοῦ Ὄλυμπου, κι ἀπὸ τὸ μέγα μοναστήρι
τῶν ἀσκητάδων, τῆς κορφῆς τ' ἅγιου Ἀξεντίου κορώνα,
κι ἀπὸ τὶς βοσπορίτικες ὀχτιὲς ποὺ τὶς ἁγιάζουν
τῆς προσευκῆς τῆς μυστικῆς τ' ἀγάλματα, οἱ στυλίτες.
Μιλῆστε ποὺ τὸν εἴδατε τὸ διαλεχτὸ τῆς δόξας,
μισόγυμνο, γονατιστό, σκισμένο, σκεβρωμένο,
νὰ κλαίγεται, νὰ δέρνεται μπροστά σας καὶ νὰ σκούζῃ
τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὰ κρίματα καὶ νὰ ξομολογιέται,
κ' ἕνα δασκαλευτὸ παιδὶ μὲ βούνευρο τὴ σάρκα
νὰ τοῦ ματώνῃ ἀλύπητα καὶ νὰ τὸν περιπαίζῃ.
Καὶ τ' ὄνομά του γιόμιζε τὴν ἱστορία. Μιλῆστε
μὲ τοῦ χοροῦ σας τὸ βαρὺ τσάκισμα: Κύριε ἐλέησον!
Κι ὁ τρίτος ὁ ἀπαράβαλτος, ὁλάκριβος τῆς Φήμης,
ὁ ἀτρόμητος κυβερνήτης, ὁ μέγας Καππαδόκης,
τοῦ Χαλεπιοῦ ὁ πολέμαρχος, τῶν Ἄδανων ὁ κύρης.
Τοῦ καταρράχτη τοῦ Τοργοὺλ τοῦ στήθηκε χαράκι,
καὶ κράτησε τὸν Ἀρπασλάν, τῶν τούρκων τὸ σουλτάνο
ποὺ καβαλλάρης ἄνεμος ἀπ' τὰ βουνὰ τοῦ Πόντου
κι ἀπὸ τ' ἀρμένικα στενὰ χυνόταν ὡς τοὺς κάμπους
τῆς Ἀντιόχειας· κ' ὕστερα νά! σκλάβος τοῦ σουλτάνου
κ' ὕστερα πιὸ λυπητερὸς ραγιάς, πανάθλιος δοῦλος
μέσα στὴ χώρα ποὺ ὥριζε· κι ἔφαε τὴν καταφρόνια,
τοῦ μουλαριοῦ τὸ λάχτισμα, τὸ φτύσιμο τοῦ Ἑβραίου,
καὶ ἀφόρισμα, καὶ φάγοσσα, κι ἔπαιρνε ἀπὸ τὰ χέρα
ποὺ τόνε λιβανίσανε καὶ ποὺ κεριὰ τοῦ ἀνάψαν,
τὸ δαρμό, τὸ βασάνισμα, τὸ πλήγιασμα, τὴν τύφλα.
Καὶ ἀτάραχος, καρτερικός, μαρτυρικός, ἀπάνου
στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς ρήγισσας ποὺ δὲν τὸν γνοίαστηκε ὅταν
ἡ δύναμή του βρόνταγε κι ἄστραφτε τὸ σπαθί του,
—δυσκολομάντευτη ψυχή, θαμπὴ καρδιὰ γυναίκεια—,
μὰ ποὺ τὸν ψυχοπόνεσε, σὰν ἦρθε τὸ κορμί του
κ' ἔγινε γέλιο καὶ ντροπὴ τοῦ πρωτινοῦ κορμιοῦ του,
τὸν πληγιασμένο μισερό, τὸν παραπεταμένο,
κ' ἦρθε, τὸν παραστάθηκε τὰ μάτια νὰ τοῦ κλείσῃ,
κι ἀπάνου τους χτυπούσανε φτερούγια ἀβάσταγα ὄρνια,
καὶ τὰ κοράκια κράζανε καὶ οἱ κίσσες γύρες φέρναν.
Καὶ τοῦ Διογένη Ρωμανοῦ κλειστήκανε τὰ μάτια
μέσα στὸ κόκκινο νησί, στὴν πιὸ ψηλὴ του ράχη,
καὶ ἡ πολεμόχαρη ψυχὴ φτερούγιασε καὶ πάει
νὰ βρῇ στεριὲς καὶ πέλαγα σ' ἀνατολὴ καὶ δύση,
τῆς γῆς νὰ γίνῃ ριζιμιά, τῆς θάλασσας φουρτούνα!
Στὰ τραγικὰ νησιά, στὰ ὡραῖα νησάκια, στὰ ἐρμονήσια.
Νά την κ' ἡ Αὐτοκρατόρισσα. Στὸν ἀθηναῖο τὸν ἥλιο,
τοῦ πόθου καὶ τοῦ θάνατου λουλούδι φυτρωμένο,
μαγεύτρα τοῦ ἄντρα, ἡ φρόνιμη, σοφή, σκληρὴ Ἀθηναία,
καὶ φόνισσα τοῦ σπλάχνου της καὶ μάννα τοῦ λαοῦ της,
ξέβρασμα, σκιάχτρο τοῦ νησιοῦ, φτωχή, παρατημένη,
μήτε ποὺ κλαίει τὴ μοῖρα της. Ἡ ἀπελπισιά της πέτρα.
Σέρνεται στὴν ἀκρογιαλιά, κ' εἶναι σὰν ξέρα, καὶ εἶναι
σὰ μαύρη λάμια τοῦ γιαλοῦ. Μακριά, μακριά, καράβια!
Κύματα, συνεπάρτε την, μὲ τὰ συντρίμμια, τρίμμα.
*
Μὰ ποιὸς θὰ σὲ διαλογιστῇ καὶ ποιὸς θὰ σὲ μαντέψῃ,
ἐσένα, αὐτοκρατόρισσα μὲ τὰ ἰσόθεα νιάτα,
ποὺ ξέχωρη κι ἀταίριαστη καὶ μιά, μεθᾶς τὴ σκέψη,
καὶ κάνεις πέρασμα ἀστρικοῦ τῆς ἐρημιᾶς τὴ στράτα;
Ποιὸ μὲ τὸ κερομάστιχο θὰ πάῃ νὰ θεμελιώσῃ
τὴ ζωγραφιά σου ἀντάξια, ποιὰ φλογέρα θὰ γιομίσῃ
μὲ τὸ τραγούδι σου, χωρὶς νὰ συντριφτῇ ἀπὸ κεῖνο;
Ποιὸς θὰ μπορέσῃ ἀθάμπωτος τὸ ὑπέρλευκο τὸ κρίνο
νὰ μυριστῇ, καὶ πίνοντας τὴ δυνατὴ εὐωδιά του,
τὸν ὕπνο καὶ τὸ θάνατο μαζὶ νὰ πιῇ, σὰν κάτι
πολὺ γλυκὸ καὶ ἀχόρταγα πιθυμητὸ ἐδῶ κάτου;
Καί νά την, ἡ Σπαρτιάτισσα. Δὲν ξέρω ἄν εἶναι ἡ Σπάρτη
τὸ χῶμα ποὺ τὴ φύτρωσε, γιὰ ἡ Σπάρτη ἄν εἶναι ἡ γνώμη
ποὺ πῆρε καὶ τὴν ἔζησε. Μὰ ξέρω πὼς τὴ λούσαν
τὰ ἴδια νερὰ ποὺ λούσανε καὶ τὴν ἀρχαίαν Ἑλένη
μέσ' στὰ φιλιὰ τῶν καλαμιῶν καὶ στοὺς καημοὺς τῶν κύκνων.
Δὲν ξέρω ἄν τὴν πρωτόρριξε σ' ἄθλια ταβέρνα ἡ γέννα,
τὸ φῶς ἄν εἶδε σὲ χρυσὸ τῆς ἀρχοντιᾶς κουβούκλι.
Μὰ ξέρω πὼς οἱ ἀγέννητες κ' οἱ φοβερὲς Μητέρες
ποὺ ζοῦνε ἀπόξω ἀπ' τὸν καιρὸ κι ἀπὸ τὸν τόπο ἀπόξω,
κρατώντας μέσ' στὴν ἄβυσσο τῆς ἀγκαλιᾶς τους ὅλα
τὰ πλάσματα ποὺ εἶν' ἄξια νὰ ζοῦν, καὶ δὲν πεθαίνουν,
καὶ ποὺ τὰ παίρνουν ἀπ' αὐτὲς καὶ μᾶς τὰ ξαναφέρνουν
τοῦ κόσμου ὀνείρατα ἄπιαστα πανώρια κάποιοι μάγοι,
μὰ ξέρω πὼς οἱ ἀμίλητες κ' οἱ ἀλόγιαστες Μητέρες
τῆς δώσανε νὰ χαίρεται τὴ χάρη τῆς Ἑλένης.
Νά την ἡ Αὐγούστα Θεοφανώ! Πούλια καὶ Φούρια. Κοίτα.
Βέργα κρατᾶ, λιγνόβεργα, καὶ στὴν κορφὴ τῆς βέργας
ἀσάλευτος ὁ τρίφυλλος λωτός, μαλαματένιος.
Καὶ εἶν' ὁ λωτὸς ποὺ δὲν τὸν τρώς, τὸ στριγλοβότανο εἶναι
ποὺ μὲ τὸ θώρι σὲ χαλᾶ, μὲ τ' ἄγγισμα σὲ λιώνει,
κι ὅποιος κι ἄν εἶσαι, ἀσκητευτὴς ἤ χαροκόπος, ὅ,τι,
τὰ ξεχνᾶς ὅλα· τὴ ζωή, τὴ δύναμη, τὴ νιότη,
κι ἄν εἶσαι τίμιος, τὴν τιμή, τὸ θρόνο, ἄν εἶσαι ρήγας,
θησαυριστής, καὶ γίνεσαι ζητιάνος κ' ἐρμοσπίτης,
παιδὶ γιὰ τὴν ἀγάπη της, φονιὰς γιὰ τὸ φιλί της.
Καὶ μὲ τὴ βέργα κυβερνᾶ καὶ δένει πολεμάρχους,
τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς καρδιές, τὶς χῶρες καὶ τοὺς κόσμους,
αὐτοκρατόρους Ρωμανούς, Φωκάδες, Τσιμησκῆδες,
κι ὅσα γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν κι ὅσα γιὰ νὰ δεθοῦνε
στοῦ πέλαου τὰ πλεούμενα καὶ στοῦ ντουνιᾶ τὰ κάστρα
ταράζουν τὰ γυμνὰ σπαθιὰ καὶ τ' ἄξια παλληκάρια
καὶ τὴν ὀγρὴ φωτιὰ ποὺ καίει, δὲ σβύνει, καὶ ρημάζει.
Κι ὅπως δὲ σβύν' ἡ ὀγρὴ φωτιὰ μηδὲ στό πέλαο μέσα,
καὶ καταλύτρα καὶ στὴ γῆ καὶ στὸ νερὸ ἐκδικήτρα,
νά την ἡ Αὐγούστα Θεοφανώ, παντοῦ καὶ πάντα ἀφέντρα,
γιὰ βασιλεύει στὴν καρδιά, γιὰ κυβερνᾶ στὴν Πόλη.
Σὰν τὸ δοξάρι τοῦ οὐρανοῦ τοῦ κόρφου της οἱ ρόγες
λάμπουν, καὶ τὶς βυζαίνουνε καὶ τρεμοκοκκαλιάζουν
τὸ χαῦνο βασιλόπουλο τὸ γυναικοδοσμένο
κι ὁ νικητὴς ὁ ἀσύντριφτος τῶν ἀμηράδων, ὅμοια·
καὶ λάμπει, βίγλα ἀγγελικὴ σὲ οὐρανικὴ μιὰ πύλη,
τὸ μουσικὸ χαμόγελο στὰ πλαστικά της χείλη.
Νά την ἡ Αὐγούστα Θεοφανώ! Γλυκοτηρᾶ καὶ σφάζει·
στὴν ἄκρη ἀπὸ τὴ βέργα της πῶς κρέμεστε, σφαγάρια!
Καὶ νά κ' ἡ Αὐγούστα Θεοφανώ! γλυκογελᾶ καὶ στάζει
τὸ φόνο καὶ τὸ χαλασμό, καθὼς ἡ αὐγὴ σταλάζει
μέσ' ἀπὸ τὰ ροδόχερα δροσομαργαριτάρια.
Τοῦ νιοῦ τὸ θρασομάντημα, τοῦ γέρου ἡ ξελογιάστρα,
λυγίζει τοὺς ἀλύγιστους, τὰ κατεβάζει τ' ἄστρα·
μὲ τὴν εἰδή της ἡ ὀμορφιὰ σὰν τὸ χρυσὸ δρεπάνι,
σὰν τὴν ἀράχνη ἡ σκέψη της, ἡ ἀγάπη της ἀφιόνι.
Λύσσα καὶ σφίγγα, σάρκα ἐσύ, δρακόντισσα, Ἀφροδίτη!
Καὶ ἀλύγιστη καὶ ἀχάλαστη, δέσποινα πάντα, μὰ ἴσκιος,
ἴσκιος ἀπὸ μιὰ ὁλόφεγγη μέρα, τοὺς βράχους κάνει
παράδεισους, τὴ νύχτα αὐγή, κάθε ἄλλον ἴσκιο φέρνει
στὰ πόδια της κι ἀγνάντια της νὰ λάμπῃ σὰ φεγγάρι
ποὺ τὸ κορμί του θὰ εἴταν φῶς ἀπ' τὸ δικό της ἥλιο.
Καὶ ἀγνάντια της γονατιστοὶ καὶ οἱ τρεῖς ἀφέντες, οἱ ἄλλοι,
κρατάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ψυχάρια τῆς γυναίκας
ποὺ λιμασμένη ὠρέχτηκε καὶ ἀχόρταγη κατάπιε,
φαντάσματα ὄξω ἀπ' τὴ ζωὴ κι ἀπὸ τὰ μνήματα ὄξω,
καὶ μόνο μέσα βασταχτοὶ στὸ γητευτὴ τὸ γῦρο
ποὺ χύνει ὁ ἴσκιος τοῦ ἴσκιου της, μιλᾶνε καὶ βογγᾶνε,
καὶ ὁ Ρωμανός, κ' ἐσὺ, Φωκᾶ, κι ὁ Τσιμισκὴς ὁ τρίτος,
ἀράδα ἀράδα, οἱ τρεῖς, καὶ ἡ μία. Κι ἀκούστε τους κι ἀκούστε:
—Τοῦ ροδοστάματου κανί, τῆς Ἀλεξάντρας μόσκος,
ποτήρι πορφυρόχειλο, γιομάτο ἀπὸ τὸν πόθο!
Ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης, καβαλλάρης
γιὰ τὸ πιοτί, γιὰ τὸ φιλί, γιὰ τῆς ἀγάπης ὅλα
τὰ ζαχαρένια, τὰ τρελά, τὰ λαμπερά, τὰ κούφια.
Θρόνος ἔμεναν' ὁ ἔρωτας, ἡ ἀπόλαψη κορώνα,
τῆς ξοδεμένης νιότης μου συντρόφοι, ἐσεῖς λαός μου.
Τοῦ κυβερνήτη ἀγνώριστος, ὀχτρὸς τοῦ καπετάνιου,
στὸν τσίρκο πρῶτος, βασιλιὰς μέσα στὸ νοῦ τῆς πόρνης.
Ἐμὲ ὑπουργὸς ὁ μαυλιστής, δρουγγάρης μου ὁ παλιάτσος.
Τὰ περιβόλια τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Παλατιοῦ μὲ ξέρουν,
τ' ἀνίερα ξεφαντώματα μὲ ρόδα τὰ ραντίζω,
λιμάνια, μῶλοι, τὰ καστέλια, οἱ κάμποι μὲ γνωρίζουν
πῶς τρέχω γιὰ τὶς πέρδικες, τὰ λάφια πῶς ξαφνίζω,
καὶ στὰ χρυσὰ τὰ ξόβεργα πῶς πιάνω τὰ κορίτσια.
Στῶν ἑκατοχρονίτικων βαλανιδιῶν τοὺς ἴσκιους,
ἀνατολίτικοι γιαλοί, χαλκιδικὰ ρουμάνια,
συχνὰ καὶ καλοπρόσδεχτα μὲ βλέπατε νὰ σέρνω
τὰ πλήθια τὰ λαγωνικὰ στοῦ κάπρου τὸ κυνήγι.
Μὰ μιὰν αὐγὴ ποὺ πάγαινα γιὰ νὰ ξεμοναχιάσω
τὸ δυσκολόπιαστο θεριό, καὶ παραστρατισμένος
κλείστηκα μέσ' στὴ λαγκαδιά, σὲ κάποιου σπήλιου τὸ ἔμπα
σ' ἀπάντησα, βασίλισσα, καὶ σύντυχα μ' ἐσένα.
Μὲ σκλάβωσες. Μὲ ὑπόταξες. Παιδί σου. Πρόσταξέ με.
Στὴ σάρκα σου εἶν' ἡ χώρα μου, στὰ μάτια σου ἡ φωτιά μου.
Μιὰ νύχτα στὸ κρεββάτι σου, στὴ Δαμασκὸ μιὰ νίκη.
Μιλᾶς; Θερίζεις τὶς καρδιές. Γελᾶς; Τρυγᾶς τὶς γνῶμες.
Γητεύτρα κ' ἡ ὀμορφάδα σου καὶ πνίχτρα κ' ἡ ἀγκαλιά σου,
κ' ἡ δύναμή σου ἀλύπητη κ' ἡ ἀπόφασή σου τίγρη.
Μὲ τὸ σπαθί, καὶ καταλεῖς, μὲ τὸ φαρμάκι, λιώνεις.
Τὸ γέρο πορφυρόβλαστο πατέρα μου γιὰ σένα,
καθὼς γυρνοῦσε ἀπὸ τὴν Προύσα, στὴ χρυσὴ γαλέρα
νὰ ρέψῃ τὸν παράτησα στὰ δόντια τῆς ἀστένειας.
Καὶ τὴ σεβάσμια μάννα μου τὴ ρήγισσα γιὰ σένα
στὸ μοναστήρι ζωντανὴ τὴν ἔθαψα. Καὶ κεῖνες
τὶς χάρες ἀδερφάδες μου τὶς πολυαγαπημένες,
(Ζωή, Θοδώρα, Θεοφανώ, καρδοῦλες μου, Ἄννα, Ἀγάθη,)
τὶς ξέγραψ' ἀπὸ τὴ ζωή, τὶς ἔκλεψ' ἀπ' τὴ νιότη·
δαρμὸς ἀπάνω στὰ κορμιὰ τὰ ὁλάνθιστα τὸ ράσο
τῆς καλογριᾶς. Καὶ πρόσφερα τῆς καθεμιᾶς κομμένα
χῦμα τὰ πλούσια τὰ μαλλιά, τὰ μεταξένια χάϊδια,
θυσία γιὰ τὴν ἀχόρταγη πεῖνα σου, στὸ βωμό σου.
Καὶ τὴ δική μοτ τὴ ζωή, δαρμένη ἀπὸ τὰ πάθη,
στὴ πρόσφερα. Τὴν πότισες... Καὶ πάει! Τί ἄλλο θέλεις;—
—Θέλω τὸν ἄχαρο ἥρωα ποὺ ἔφτασε ἡ ζωή του
καταμεσὴς τοῦ δρόμου της, κ' εἶναι ψαρός, καὶ πάει
βαρύς, μαυρειδερός, κοντός, ἀδούλευτος καὶ πάντα
στοῦ γερασμοῦ τὴν ἐμπατὴ καὶ δὲ γερνᾶ ποτέ του.
Τὸν ἥρωα θέλω ποὺ ἔφερε κ' ἔδωκε τοῦ λαοῦ του
σάμπως παιγνίδια σὲ παιδί, τὶς θεώρατες πόρτες,
τσελικωμένες, θάματα τοῦ φιλτισιοῦ, τοῦ σμάλτου,
ἀπὸ τὰ κάστρα τῆς Ταρσὸς καὶ τῆς Μοψουεστίας·
τὸν ἥρωα τὸν ἀσκητευτὴ ποὺ ξέρει ἀπὸ μετάνοιες
κι ἀπὸ κορμὶ τῆς γυναικὸς δὲν ξέρει, κι ἁγνὸς εἶναι,
κ' εἶναι σὰ στύλος ἄπλαστος, γρανίτης ριζωμένος
κάπου στὴν ἀκροθαλασσιά, ποὺ χέρι ἑνὸς τεχνίτη
δὲν πέρασε ἀπὸ πάνω του, μὰ ποὺ ἀγαπᾶ τὸ κῦμα
μὲ τοὺς ἀφροὺς τὸν ὄγκο τὸ σκληρὸ νὰ συχνοδέρνῃ,
σὰν κάποιο πεῖσμα νἄβαλε νὰ τὸν ἁπαλοστρώσῃ,
καὶ ποὺ ἀγαπᾶ νὰ δένεται μαζί του τὸ καράβι,
περνώντας του ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὴ γούμενα. Καημό 'χω
κ' ἐγώ, κισσός, νὰ σφίξω τον, σεισμός, νὰ τὸν τραντάξω,
τὸν ἥρωα τὸ μισόκοπο, τὸν ἄσκημο τοῦ κόσμου·
μὰ ποῦ τὸν πλάθει ἡ φαντασία σὰν κέδρο μέσ' στοῦ Ταύρου
τοὺς πάγκαλους κι ἀρίφνητους κεδρῶνες, ποὺ εἶν' ἀπάνου
κι ἀπὸ τὰ ἔλατα, κι ἀπάνω ἀπὸ τοὺς πεύκους, Ὤ! ἔλα!—
—Ἦρθα. Ὁ Φωκᾶς. Ἔξω ἀπὸ σὲ στὰ πάντα Νικηφόρος!
Κυρά μου ἐρωτοδέσποινα ποθοκρατόρισσά μου,
κρατᾶς ἐσὺ τοὺς ἔρωτες καὶ δόσε ἐμὲ τὸν πόθο.
Ἀπὸ τὴν τιάρα τοῦ Αὔγουστου, μιὰ σκήτη στ' Ἁγιονόρος
κάλλιο μοῦ πρέπει· καὶ στὴ δόξα ἀγνάντια ποὺ φυτρώνει
στῆς Πορταΐτισσας Κυρᾶς τὸ μέτωπο καὶ φέγγει,
τοῦ θρόνου καὶ τοῦ θριάμβου καταφρονῶ τὴ δόξα.
Μὰ σὲ εἶδα, καὶ αὐτοκράτορας γιὰ νὰ σ' ἀξίσω, νά με!
Στὰ γόνατά σου ἡ τιάρα μου, στὰ δούλεψή σου ὁ νοῦς μου.
Καὶ γέρος καὶ ζηλόφτονος. Τῆς λεβεντιᾶς τὰ βρόχια,
τοῦ κόσμου τὰ πλανέματα, κι ὅσο ἄφοβος, τὰ τρέμω.
Καὶ πῆρα κ' ἔκλεισα κ' ἐσὲ καὶ τὴ ζηλοφτονιά μου
καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ στοῦ Βουκολέοντα μέσα
τὸ μέγα καστροπάλατο, κατάνακρα στὸ κῦμα,
μὲ τὰ τριπλά, τετράψηλα καὶ τ' ἄφταστα μουράγια.
Καὶ πρὸς τὴ μυστικὴ φωνὴ μέσ' στ' ἄγριο μεσονύχτι,
τὴν ὠργισμένη, γιὰ οὐρανοῦ γιὰ κόλασης, μηνύτρα,
ποὺ ρέκαξε καὶ μοὔκραξε: «Τοῦ κάκου ὑψώνεις, ρήγα,
τοῦ καστροπάλατου τριπλὰ τετράωηλα μουράγια.
Ἀνέβασ' τα ὡς τὸν ἔμπυρο, καὶ κλειδομανταλώσου·
πάντα θὰ σ' εὕρῃ ἡ συφορά, θὰ σὲ χτυπήσῃ ἡ Δίκη!»
Πρὸς τὴν προφήτισσα φωνὴ μέσ' στ' ἄγριο μεσονύχτι
μούγγριξα κι ἀποκρίθηκα: Δαίμονα, δὲν τρομάζω.
Κ' ἔπεσα καὶ κοιμήθηκα στοῦ λιονταριοῦ τὸ δέρμα·
κι ὁ λιόντας πιὸ πονετικὸς ἀπὸ τὴν ἔρωτά σου.
Καὶ μ' ἔσφαξες μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Τσιμισκῆ. Τί θέλεις;
—Τὸν ἄλλο. Πρῶτος πόνος μου, στερνή μου ἀρρώστια ἐκεῖνος
Ὅλοι ἐσεῖς, σᾶς ὠρέχτηκα· μὰ ἐκείνου, λάτρισσα εἶμαι.
Θέλω τὸ μικροκάμωτο μὲ τὰ μεγάλα μάτια
τὰ γαλανὰ καὶ τὰ γλαρά, ποὺ σέρνουν καὶ ποὺ πνίγουν.
Τὸ θώρι του ἐρωτόπουλο ξανθό, καὶ στὴν καρδιά του
μανιάζουν οἱ Ἁϊγιώργηδες, χτυπᾶνε οἱ Διγενῆδες.
Κάθομαι, στέκω, περπατῶ, κοιμοῦμαι, ξυπνητή 'μαι,
ἂν τρώγω, ἄν πίνω, ἀφέντης μου, πάντα στὸ νοῦ μου σ' ἔχω.
Ὅλοι ἐσεῖς, τὰ τραπέζια μου ποὺ κάθησ' ἀκουμπώντας
κ' ἔφαγα, κ' ἤπια, μέθυσα καὶ νύσταξα, κι ἀπάνου
στῆς νύστας τὴ βαργεστισιά, καὶ σπρώχνοντας, μὲ τοῦτο
σᾶς ἀναποδογύρισα τὸ πόδι, ποὺ σβεῖ κόσμους.
Κ' ἐκεῖνος ἡ Ἅγια Τράπεζα. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἦρθα,
στὰ φῶς τοῦ ἡλιοῦ, σὰν τὰ στοιχιὰ καὶ σὰν τ' ἀχόρταγα ἦρθα
γιὰ δυνατή, γιὰ δέσποινα, καὶ γιὰ βασίλισσα ἦρθα
μὲ τὸ τρεμοκοκκάλιασμα, μὲ τὴν ἀπόλαψη ὅλο
καὶ μὲ τοῦ ἀντρὸς τὸ συντριμμὸ στῆς ἀγκαλιᾶς τὸ σφίξε.
Στοῦ πόθου ἀπάνω τὸ βωμὸ καίει νύχτα μέρα ἡ σάρκα
κι αὐγὴ καὶ βράδι τὸ φιλὶ νὰ κελαϊδᾷ δὲν παύει.
Μὰ μιὰ φορὰ εἶν' ἡ λεβεντιὰ καὶ μιὰ φορὰ εἶν' τὰ νιάτα
καὶ μιὰ φορὰ ἀστραπόφεξες στὴ νύχτα τῆς καρδιᾶς μου,
Ἀγάπη γιά τὸν ἀρνητή, καὶ γιὰ τὸν πλάνο Ἀγάπη!—
Μὰ ὁ τρίτος ὁ ἴσκιος, ὁ ἀρνητὴς καὶ ὁ πλάνος, δὲν ἀνοίγει
τὸ στόομα του γιὰ συντυχιά, γιὰ λόγο τὴν καρδιά του.
Βουβός. Τὸ μέγα λάγγεμα τὸν ἄδραξε, στὰ δόντια
τὸν ἔτριψε, τὸν ἔλιωσε καὶ τὸν κατάπιε. Πάει
σὰν τὸ παιδὶ τὸ ἀνήμπορο καὶ τ' ἄπλερο τὸ χόρτο,
κι ὁ ἥρωας εἶναι ποὺ τρόμαξαν ἡ Ἀραπιὰ καὶ ὁ Ροῦσος,
γύρω στὴν Ἔδεσσα οἱ καιροί, στοῦ Ἴστρου τὰ πόδια οἱ τόποι.
Τὸ λάγγεμα, τὸ λάγγεμα. Καὶ πάντα μέσα του εἶναι,
καὶ εἴτε στὸν κόσμο τὸν ἀπάνου, εἴτε στοὺς ἴσκιους μέσα,
πάντα τὸν τρώει, καὶ τρώγοντα τόνε βουβαίνει, ἐντός του
στάζοντας κάτι ἀλίλητο πολὺ, πολὺ θλιμμένο
γιὰ νὰ τὸ πῇ μὲ στεναξιές, γιὰ νὰ τὸ ζήσῃ μὲ ἤχους.
Γιατ' εἶναι μέγα τὸ σπαθί πὤσφαξε τὸν πατέρα,
γιατ' εἶναι μέγα τὸ σπαθί, καὶ μέγα καὶ τὸ κρίμα,
γιατ' εἶναι καὶ ἡ βασίλισσα ποὺ ἀρνήθη πιὸ μεγάλη.
Ἒτσι στὰ τραγικὰ νησιά, στὰ ἔρμα ὀμορφονήσια,
τοῦ χαλασμοῦ βασίλισσες, καὶ τοῦ χαμοῦ ρηγάδες,
τοὺς τάφους ἀπαριάζοντας, γυρνᾶν καὶ συντυχαίνουν,
μοιρολογᾶν τὰ πάθη τους καὶ τὰ ξεμολογιένται
μέσ' στοὺς ἀχνοὺς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ μέσ' στοῦ Μάη τὶς γλύκες,
μὲ τῆς νυχτιᾶς τὸ μάγεμα. Καμπάνες, καὶ καλοῦνε
στὸν ὄρθρο, στὸν ἑσπερινό, στοῦ κοσμικοῦ τὴ λήθη,
βόγγοι καὶ οὐρλιάζουν, σπαρασμοὶ καὶ βαργομᾶν. Καὶ ξάφνου
στριγγιὰ γρικιέται σάλπιγγα, καὶ χτύποι σὰν πετάλων,
καὶ ἀπὸ φουσάτο χλαλοή, καὶ ὀμπρός του καβαλλάρης,
μαζὶ ἄνθρωπος, μαζὶ ἄλογο· περνᾶ καὶ σὰ νὰ πάῃ
προσκυνητής, καὶ νἄρχεται, Θεοφανώ, πρὸς ἐσένα,
διψώντας τὸ φιλὶ κι αὐτός, ὁ βασιλιὰς κι ὁ γιός σου!
Ἄλλοι ἄς ὀργίζωνται μ' ἐσέ, κι ἂςν ἀναθεματίζουν
τὴ μνήμη σου κι ἄς ντρέπωνται ν' ἀκούνε τ' ὄνομά σου.
Κι ἄλλοι ἄς μιλᾶν, τὴν ὀμορφιά σου διαλαλώντας, ὅπως
τὴ λαμπηράδα τῆς φωτιᾶς, τῆς τίγρης τὸ τομάρι.
Φλογέρα ἐγὼ προφητικὴ κ' ἐγὼ ἐπικὴ φλογέρα,
ναὸ σοῦ ὑψώνω, ἀνάφτω σου λαμπάδα, ὑμνολογώντας
μέσ' στὸν καπνὸ τοῦ λιβανιοῦ τὸ κόνισμά σου. Ὤ! δόξα,
δόξα σ' ἐσέ, κενταύρισσα βασίλισσα, μητέρα
ποὺ γέννησες τὸν κένταυρο τὸ ρήγα, ὅπως γεννήθη
μ' ἕνα τῆς τρίαινας χτύπημα στὴ μυθοπλάστρα Ἑλλάδα,
ἀπὸ τὸ κῦμα τὸ πικρό, τὸ παινεμένο τὸ ἄτι.
Ἔτσι στοὺς κοσμογονικοὺς καιροὺς ἀπὸ τὴν τρύπα
ποὺ ἕνας σεισμὸς ξολοθρευτὴς θἄχε τῆς γῆς ἀνοίξει,
κάποιο βουνὸ θὰ ὑψώθηκε κάστρο τῆς γῆς καὶ σκέπη.
Καὶ τὸ δοξάρι τοῦ Ἔρωτα καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἄρη
τό 'να ἀπὸ τ' ἄλλο δύσκολα κανεὶς τὰ ξεχωρίζει
τὴν ὥρα ποὺ σκληρὰ χτυπᾶν ἢ ποὺ γερὰ στηρίζουν
καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς καὶ τ' ἅγια καὶ τ' ἀνάξια.
Καὶ γαυριασμένος ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Πόλεμος λυσσάρης,
ἀλόγατα καὶ χλιμιντρᾶν ἀβάσταγα καὶ σκάφτουν.
Καὶ βρυσομάννα εἶν' ἡ γυναίκα· κ' ἔρχονται ἀπὸ κείνη
κ' ἐσύ, ἁμαρτία, κι ὁ λυτρωμὸς κ' ἡ ἀνάσταση καὶ ὁ Χάρος
καὶ τὸ σπαθὶ ποὺ σ' ἔσφαξε, δέσποτα Νικηφόρε,
καὶ ἡ μήτρα ποὺ σὲ γέννησε, Βουργαροφάγε ρήγα.
Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ἐπεισοδιακός. Στὰ Πριγγιπονήσια. Ἡ ζωγραφιὰ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ ἱστορικοῦ κόσμου, οἱ ἴσκιοι, πάντα ζωντανοὶ ἐκεῖ, αὐτοκρατόρων καὶ αὐτοκρατορισσῶν ποὺ καλογέρεψαν ἐξόριστοι, ξεπεσμένοι, δυστυχισμένοι ἐκεῖ. Ρωμανὸς Διογένης, Ραγκαβὲς, Λεκαπηνός, Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία. Παρουσιάζονται σὲ γοργοπέρασμα μὲ τὰ ἱστορικά τους. Ἀπάνω ἀπ' ὅλους οἱ δυὸ πολεμόχαροι βασιλιάδες, ὕστερ' ἀπὸ τὸν ἡδονόπαθο Ρωμανό, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ Τσιμισκής. Καὶ ἡ εἰκόνα ποὺ ὅλους ἐκεῖ τοὺς θολώνει μὲ τὸ φέγγος της, ἡ αὐτοκρατόρισσα Θεοφανώ. Δραματικὸς διάλογος τῆς Αὐγούστας μὲ τὰ τρία της θύματα. Ὕμνος στὴν ὑπέροχην ὀμορφιὰ τῆς Θεοφανῶς, ποὺ συμβολίζει τὴν ἰδεατὴ γυναίκα, μαζὶ λυτρωμὸ καὶ κατραστροφή. Γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσῃ παρουσιάζεται καὶ ὁ Κένταυρος ὁ γιός της ἀκόμα, ὁ Βουλγαροφάγος.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Φωτογραφία: Pinterest
Ἑλλήνων Φῶς