ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ - Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (Κωστῆς Παλαμᾶς)
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Γεννήτρα γῆ, κυματιστὰ σ' ἐσένα εἶν' ὅλα, Ἑλλάδα! Γιαλὸς, κ' ἕνα ἀνατρίχιασμα καὶ στὴ γαλήνη σου εἶναι, κορμὶ γυναίκας, καὶ ὅλα σου, κι ἀπὸ κορφὴ ὡς τὰ νύχια, κι ἀνάερα καὶ καμαρωτὰ λυγιένται, καὶ σὰ στέκουν.
Καταποτήρας ὁ Καιρὸς πέρασε κι ἀπὸ σένα, καί, σὰ ν' ἀλλαξοπίστησες καὶ τ' ὅνομά σου ἀλλάζεις, κι ἀκούεσαι Μεγαλοβλαχιά, καὶ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Γόθου, τοῦ Οὐνογούντουρου, τοῦ Σέρβου καὶ τοῦ Βλάχου σπαράζεις, καθὼς σπάραζες καὶ πρῶτα κάτου ἀπ' ἄλλα ποδάρια μ' ἄλλα ὀνόματα· μὰ ἡ Θεσσαλία καὶ πάντα. Σ' ἐσὲ πρωταναβρύσανε θεοὶ καὶ ἰσόθεοι. Χαῖρε! Τὸ χῶμα σου πολύκαρπο, τὸ ποταμοθρεμμένο, καὶ τὰ λιβάδια ὁλόδροσα, χαμπηλὰ τὰ λαγκάδια, φυτρώνει τὸ γρασίδι σου βιός, κ' εἶναι σὰν τὸ μέλι, καὶ τὰ γελάδια σου τὸ τρών, πληθαίνουν καὶ θεριεύουν. Σὰν τὸ πολύκαρπο τὸ χῶμα, ἡ Φαντασία σ' ἐσένα κάρπισε, μὲ τὸν ἕλληνα τὸ νοῦ γλυκοσμιγμένη καὶ γέννησε ἑλληνόπουλα ζωγραφιστά, τοὺς Μύθους, καὶ εἶν' ἁρμονίες τῶν ποιητῶν, τοῦ διαλεχτοῦ λατρεῖες, ἴσα μὲ τώρα ἀγέραστοι, χαρὲς τοῦ κόσμου ἀκόμα, κι ἀγνάντια τους καὶ τίποτε δὲ στέκεται γιὰ ταίρι, καὶ ταίριασμα μονάκριβο τὰ θαμασμένα Τέμπια, γιατὶ κι αὐτὰ σὰ μυθικά, τῆς φύσης παρθενώνας. Δουλευτικά σου τ' ἄλογα, μὰ οἱ γιοί σου ἀνάμελοι εἶναι, σὰ χτυπητοὶ ἀπ' ἀγερικά, σὰν ἀποκαρωμένοι, κι ἀπάνου ἀπὸ τ' ἀλόγατα κι ἀπάνου ἀπὸ τοὺς γιούς σου, φαρομανῆτρες, τρόμασμα τῆς νύχτας, οἱ γυναῖκες, οἱ ξελογιάστρες μάγισσες, στρίγλες, καρποὶ τῆς γῆς σου, ποὺ τὰ δεντρόφυλλα μετρᾶν καὶ τ' ἄστρα λογαριάζουν καὶ δέρνουν κατεβάζοντας κι ἀρμέγουν τὰ φεγγάρι, παίζουν ἀπάνου στὴν παλάμη τὰ μαργαριτάρια, τὸ σιδερόχορτο τρυγᾶν, τ' ἀντίψυχο μαζώνουν, τὰ μαγιοβότανα πιοτά, γιὰ κέρασμα, ρουφᾶμε τὸν ἔρωτα ἢ τὸ σίχαμα, γειά σας χαρά σας, φρένα! Ἡ δόξα σου εἶναι πιὸ πολὺ στὸ χάϊδεμα τοῦ Μύθου κι ὅσο δὲν εἶναι στὴ φωνὴ τῆς Ἱστορίας· καὶ λέει τὴν ἀρχοντιά σου ἡ δόξα σου, πανάρχαια, στῶν Ἑλλήνων πρωτογραμμένη τὸ χρυσὸ βιβλίο κι ἀπὸ τὴν ὥρα τὴ μακρινὴ ποὺ ὁ Κένταυρος ὁ ἀθάνατος, ἡ βρύση κάθε σοφίας καὶ μουσικῆς, καὶ τῶν θεῶν καμάρι, τὸν ἔθρεψε μὲ τὸν ἀφρὸ καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα, μὲ τὸ μυαλὸ τοῦ λιονταριοῦ, καὶ μὲ ὀρφικὴ μιὰ λύρα τῶν ἀντρειωμένων τ' ὄνειρο, τὸν ἥρωα ποὺ γιομίζει τὴν Ἰλιάδα σου, Ὅμηρε, τῶν τραγουδιῶν τραγούδι.
Καὶ πουθενὰ δὲν ἔχει ἡ γῆ μεγαλοσύνη τέτοια, πάντα χυμένη σύμμετρα κι ὅσο θρασὰ κι ἄν εἶναι, (σὰ νὰ στοχάζεται μὲ νοῦ μιᾶς τέχνης πάντα ἡ πλάση), καὶ πουθενὰ δὲν ἔχει ἡ γῆ μεγαλοσύνη τέτοια σὰν τὴν ἀγεροκρέμαστη μεγαλοσύνη ποὺ ἔχουν οἱ βράχοι, οἱ βράχοι, οἱ βράχοι σου, στῆς γῆς σου ὁλόρθοι τὸ ἔμπα, κυκλῶποι βράχοι τῆς στεριᾶς, βράχοι τοῦ πέλαου σκύλλες, μοναχιασμένοι, ἀπάτητοι, κι ἄμοιαστοι, τινασμένοι τάχα ἀπὸ ποιὸ κατακλυσμὸ προτοῦ τὰ φέξῃ ὁ κόσμος, βράχοι, σὰ βάθρα, ἀπάνου τους γιὰ νὰ δεχτοῦν, ποιὸς ξέρει, στημένα ποιῶν ἰσόθεων ἀγάλματα καὶ σκιάχτρα καὶ ποιῶν τοῦ κόσμου ἀπαρνητῶν ἀσκηταριά, ποιὸς ξέρει! Βράχοι, ποὺ μόνο τ' οὐρανοῦ τὰ σύγνεφα σὰν παίρνουν πρόσωπα χίλια φανταχτὰ ἀζωγράφιστα μποροῦνε κι ἀγνάντια στὴν ἀγριάδα τους κι ὀμπρὸς στὴν ὀμορφιά τους νὰ παραβγοῦν. Καὶ τώρα, λές, ξεπίτηδες φυτρώσαν γιὰ νὰ κατευοδώσουνε καὶ νὰ καλωσορίσουν τὰ διάβα τοῦ προσκυνητῆ λαοῦ τοῦ νικηφόρου. Τὸ Πήλιο δασοφούντωτο, τετράψηλη μιὰ βάρδια, τοὺς ξάνοιξε, καὶ οἱ πλούσιες του βαλανιδιὲς τὸ βουΐξαν καὶ οἱ θεριεμένες καστανιές, καὶ ὁ Κίσσαβος τοὺς εἶδε κ' ἔγνεψε πρὸς τὸν Ὄλυμπο ποὺ τὴ θωριὰ στυλώνει σὰν πιὸ ψηλὴ κι ἀκόμα πιὸ ξεχωριστή, γιατ' εἶναι πάντα κρυψώνας καὶ θεῶν καὶ ἀρματωλῶν, καὶ κάποιο λόγο ποὺ ψιθυρίσανε, γύρω τόνε γρικῆσαν, τὸν ἄκουσε κι ὁ Σαλαμπριὰς ποὺ τρέχει ἀνάμεσό τους βασιλικὰ καὶ πομπικά, βουνῶν καὶ κάμπων κύρης, κι ἀλαργεμένα τὰ κρατᾶ τὰ δυὸ λεβεντοβούνια, γιατ' εἶναι πάντα ἀντίμαχα κ' ἒχει ἔγνοια μὴν πιαστοῦνε, τὸν πῆρε, τόνε σκόρπισε στὰ παραπόταμα ὅλα ποὺ τὰ χωνεύει μέσα του κι ὅλο ἀπὸ κεῖνα πλάθει πλατιὸ μακριὸ τὸ ρέμα του καὶ πλείσια τὴν ὁρμή του. Καὶ νά τὸ Φαρσαλίτικο ποτάμι, νά κι ὁ ἀρχαῖος ὁ Ἀπιδανός· τὸ ξέχασε μπορεῖ καὶ τ' ὄνομά του, μὰ πάντα στὸ θυμητικὸ κρατᾷ καὶ μουρμουρίζει πόλεμους καὶ πολέμαρχων περάσματα καὶ λόγια ποὺ ὀμπρός του σταματήσανε νὰ πάρουν κάποια ἀνάσα γιὰ συντριμμένοι ἀπὸ ντροπή, γιὰ στὰ φτερὰ τῆς νίκης. Ρεματιές, παραπόταμα, ποτάμια, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πρωτονιώσαν τὴ ζωὴ στοῦ Μετσόβου τὰ ράχια κι ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ χάνονται στῆς θάλασσας τῆς Ἄσπρης τ' ἄβανθα, δὲ θυμήθηκαν ποτέ τους νὰ χυθοῦνε κ' ἒτσι πλατιὰ κ' ἔτσι παντοῦ, σκεπάζοντας τὰ πάντα, σὰν τέτοιο ἕνα ξεχείλισμα, πλημμύρα τῶν ἀρμάτων, παλληκαριῶν ξεχείλισμα στῆς Θεσσαλίας τὰ πάντα πρὸς τῆς Ἑλλάδας τὴν καρδιὰ πέρα ἴσα στὴν Ἀθήνα.
Ἡ ὥρα δὲ σήμανε, δὲν ἦρθε ἡ λύρα ἡ σκαλισμένη σὲ ξύλο ἀπάνου δρυϊδικὸ μὲ τὶς χρυσὲς τὶς κόρδες στ' ὁλάσπρο φῶς τῶν Ὄλυμπων ἀπὸ τῆς Ἁρμονίας τὰ χέρια γιὰ νὰ μᾶς τὸ πῇ τὸ πέρασμα τοῦ γόη τοῦ στρατοκόπου Ἀλαμαννοῦ καὶ σὰν ἀναβρυσμένου ἀπὸ τοῦ Ρήνου τὰ νερὰ τὰ νεραϊδοπαρμένα στὴ μέση ἀπὸ σκουτάρηδες βαράγγους καβαλλιέρους, χτίστη καὶ ξεθεμελιωτῆ, τραβώντας πρὸς τὴ Σπάρτη, γαμπρός, γιὰ νἄβρῃ τῆς ἰδέας τὴ νύφη, τὴν Ἐλένη, καθὼς τὴν πρωταγνάντεψε στὸ μαγικὸ καθρέφτη, πὼς ἀγναντεύουν οἱ ἄγγελοι στὸ θρόνο τὴν Παρθένο, καὶ κόσμοι δυὸ νὰ σμίξουνε γιὰ τὸν καινούριο κόσμο. Καὶ μεγιστάνοι του ἡ Μαντὼ ἡ προφήτισσα, οἱ Σειρῆνες, λάμιες, νεράϊδες, κένταυροι, κι ἀρχαῖοι καὶ νέοι δαιμόνοι. Καὶ μαγεμένος κι ὁ Πηνειός, καὶ νείρεται πὼς τρέχει φέγγοντας μέσ' στῶν Ἠλυσίων τ' ἀμάραντα λιβάδια. Γιὰ μέναν' ἡ ὥρα σήμανε. Φλογέρα στοιχιωμένη, κάποιου ἄλλου διάβα ἄλλης φυλῆς, μεγαλοσύνης, ἄλλης, κι ὅσο κι ἄν εἶμαι ἀνάξια, νά με, ἐγὼ εἶμ' ἡ διαλαλήτρα.
Κι ἀπὸ τῆς Γκούρας τὸ βουνό περάσανε, κι ὁ κόρφος τοῦ Ζητουνιοῦ τοὺς γέλασε τὸ μπλάβο γέλασμά του. Κι ὁ κάμπος ὁ κατάσπαρτος ποὺ τρέχεις, Ἀλαμάνα, τοὺς δέχτηκε, καὶ στὶς μυρτιὲς μιλήσανε τὰ βούρλα, τὰ χαμοδέντρια στὰ δεντρὰ καὶ τὰ δεντρὰ μιλήσαν πρὸς τὰ πουλιά· καὶ γέρανοι καὶ περιστέρια, τὰ ὄρνια, καὶ οἱ σιταρῆθρες τῆς αὐγῆς ἴσα μὲ τὰ τριζόνια τὰ βραδινά, ἀπὸ τὸν ἀϊτὸ στὴν πεταλούδα, καὶ ὅλα, κι ὅσα φτερὰ κι ὅσα φωνές, μήνους καὶ χρόνια ζοῦνε μ' αὐτὸ τ' ὀνειροπέρασμα. Καὶ πήγαν καὶ πατήσαν καὶ τὸ Στενό. Τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης τὸ πλατύναν καὶ τῶν τρακόσων τὰ καρμιά, τὸ κάμανε σὰν κόσμο. Κ' εἶδαν καὶ τὸν Καλλίδρομο, κι ἀπ' τὴν Ὑπάτη ἀπάνου τὴν Καταβόθρα, βίγλα της· καὶ ξεσκεπάζει ὀμπρός τους νά κ' ἡ Ἀλαμάνα φάντασμα τὸ κάστρο ποὺ εἴταν ὅλο χτιστὸ ἀπ' ἀνθρώπων κόκκαλα καὶ ἀλόγων, τῆς τὸ ὑψώσαν τοῦ Νικηφόρου τ' Οὐρανοῦ τὰ νικηφόρα ἀσκέρια κατάνακρα στὶς ἄκριες της, νὰ τὄχῃ γιὰ προικιό της. Κάστρο, κι ὁλάσπρο ὁλόφεγγε στὸν ἥλιο διαλαλώντας τὸν Ἕλληνα ποὺ ξέκαμε τὸ Βούργαρο. Καὶ κάστρο κι ὁλάσπρο πάντα ὁλόφεγγε καὶ στὸ φεγγάρι, μὲ ἄλλην ἀσπράδα. Μόλις τὄγγιζε τ' ὀνειρεμένο φέγγος, τοῦ ξύπναε μέσα τὴν ψυχὴ τῶν ξωτικῶν καὶ κάτι τὄκανε ποὺ εἴταν πάγανο καὶ τυλιμένο κάτι σφιχτὰ σὲ νεκροσάβανο μὲ χίλιες μύριες δίπλες. Πάγανο, καὶ στὰ πόδια κυλοῦσε κ' ἡ Ἀλαμάνα τὸ ρέμα της καὶ κοίταζε νὰ τὸ δροσολογήσῃ μὴν ξεδιψάσῃ στὰ στερνὰ καὶ λίγη ἀνάπαψη εὕρῃ ὅσο ποὺ τ' ἀβασίλευτα τὰ μάτια νὰ σφαλίσῃ. Γιατὶ διψοῦσε μιὰ σκληρή, παντοτινὴ μιὰ δίψα, γιατὶ καὶ πάντα ἀπόμενε στοιχιὸ καταραμένο τὸ μέγα καυκαλόκαστρο, μήτε ποὺ τοῦ φελοῦσε τὸ κρύο νερό, μηδὲ νερό διψοῦσε· γύρευε αἷμα. Τὸ αἷμα διψοῦσε καὶ ἤθελε, τὸ αἷμα τὸ χυμένο στῆς Ἀλαμάνας τὰ βαθιά, τὸ αἷμα τὸ περίσσιο νὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν ποταμό, καὶ νὰ τὸ ξαναβάλῃ στὶς φλέβες, καὶ νὰ ξαναμπῇ στὴν πλάση καὶ στὴ ζήση. Καὶ τῆς Κωσταντινόπολης ὁ βασιλιὰς ὁ βράχος, σὰν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ στοιχιωμένο κάστρο, δὲν πρόφτασε τὸ πέρασμα στὰ σπλάχνα του νὰ κόψῃ κάποιας πνοῆς ποὺ θἄλεγες ἀνατριχίλα θὰ εἰταν, αὐτὸς ποὺ τ' ἀνατρίχιασμα δὲν τὄνιωσε οὐδὲ τότε (στὴν ὥρα τὴν ἀνάξια του καὶ στὴ σκληρότατη ὥρα) ποὺ ἀπὸ μπροστά του πέρασαν κατὰ τὴν προσταγή του στοῦ τυφλωμοῦ τὴν κόλαση γιὰ πάντα βυθισμένοι τοῦ συντριμμένου Σαμουὴλ οἱ ἀντρεῖοι πολεμιστάδες, ἀπὸ στραβὸ μονόματο συρμένοι ὁ κάθε λόχος, καὶ στὴν ἀδήγητη ὄψη τους, τῆς μοίρας μπαίγνιο, ὁ τσάρος ξαφνοχτύπητος ἔπεφτε σὰν ἀπ' ἀστροπελέκι.
Καὶ πάνε πρὸς τὰ Σάλωνα, καὶ οἱ καταρράχτες ὅλοι μέσ' ἀπ' τὰ σύλλογγα βουνὰ τοὺς βροντοχαιρετήσαν. Τὰ περιβόλια φουντωτά, καὶ μέσ' στὴ βλάστηση ὅλη νὰ σαλωνίτισσα κ' ἡ ἐλιὰ πιὸ ἁδρή, πιὸ φουντωμένη. Τῆς Ἀττικῆς ἱερὴ κ' ἡ ἐλιὰ καὶ τῆς ἰδέας εἰκόνα, κ' ἐδῶ καλοπιθύμητη σὰ μεστωμένη σάρκα. Μαυρολογᾶνε τὰ βουνὰ μέσ' ἀπὸ ἔλατα ἄλλα κι ἄλλα μέσ' ἀπὸ σύγνεφα. Λαγκάδια καὶ λιβάδια, καὶ εἶναι χορτάτα ἀπὸ νερό, καὶ πλούσια κι ἀπὸ δέντρα, καὶ σὰ γνοιασμένους λογισμοὺς ἁπλώνουν κάποιους ἴσκιους, πρινάρια καὶ βελανιδιές, οἱ πεῦκοι, τὰ πλατάνια, ἄλλα στοὺς βράχους καρφωτὰ καὶ στὶς κορφὲς ὁλόρθα, κι ἄλλα σκυφτὰ στὶς ποταμιές, πάντα μ' αὐτὲς δεμένα. Καὶ μέσ' ἀπ' τὸν Καλλίδρομο καὶ ἀπὸ τὴν Οἴτη μέσα καὶ μέσ' ἀπὸ τὸν Παρνασσὸ τὰ ρέματα καὶ πάντα φιδοκυλᾶν καὶ χύνονται παιγνιδιστὰ στὸν κάμπο κι ὅσο νὰ βροῦν τὸν Κηφισσὸ νὰ τὰ γοργορρουφήξῃ, καὶ σὰ νὰ κοντοστέκονται ζητώντας νὰ ταιριάσουν μὲ τοῦ στρατοῦ τὸ πάτημα καὶ τὸ δικό τους δρόμο. Κόρφοι, ποτάμια, διάσελα, κάβοι, ζυγοί, κλεισοῦρες, βουνὰ ποὺ ξεχωρίζουνε μονά, βουνὰ δεμένα τὄνα μὲ τ' ἄλλο, ξακουστὰ βουνά, βουνὰ σβυσμένα κι ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ θνητοῦ κι ἄσβυστα πάντα μέσα στὴν πλάση τὴν τετράπλατη, μ' ὅποιο ὄνομα ἂν ἀκούνε, τῆς Λιάκουρας, τοῦ Μέτσοβου, τῆς Γκούρας βουνοτόπια, Βαρδούσια, Γκιόνα, Ὀξιά, Χλωμέ, Προφήτη Λιά, Βελούχι, κ' ἐσὺ κορφὴ τοῦ δίζυγου τοῦ Πίντου, Περιστέρι, καὶ ὦ ράχη ποὺ τὸ χάρηκες τὸ μακελλιὸ τοῦ ὀχτροῦ σου ἀπὸ χαντζάρι ἑλληνικὸ καὶ κράζεσαι ἀπὸ τότε Βουργάρα! Μὲ τῶν πεύκω σας τὶς μοσκοβολισμένες πνοές, καὶ μὲ τὰ ἐλάτια σας λαμπαδωτὰ πιὸ ἀπάνου, κι ἀλλοῦ ψηλὰ μὲ τοὺς γυμνοὺς ζυγοὺς καὶ μὲ τὰ χιόνια, τοὺς εἴδατε· τοὺς βλέπετε κι ἀκόμα στὰ ὄνειρά σας ποὺ ξαγναντεύουν πιὸ μακριὰ κι ἀπ' τῶν ἀϊτῶν τὰ μάτια!
*
Τὸν Παρνασσὸ ἀγναντέψανε, κ' ἕνα παιδί, στρατιώτης, θυμήθηκε τῆς μάννας του, καὶ σὰν ψαλμό, ἕναν ἦχο καὶ ἁπλὸ καὶ μυστηριακό, καὶ μύριζε θυμιάμα: —Σὲ μιὰ πλαγιὰ τῆς Λιάκουρας μιὰν ἐκκλησιὰ χτισμένη, μιὰν ἐκκλησιὰ κλεισμένη. Κι ὅποιος περνᾶ φωνές γρικᾶ σὰν κάποιοι μέσα νἆναι καὶ νὰ δοξολογᾶνε. Κι ὅταν κυλᾶ ἡ νεροσυρμὴ κι ὅλα τὰ ξερριζώνῃ, καθὼς κοντοζυγώνει στὴν ἐκκλησούλα τὴν κλειστή, τὸ δρόμο της θ' ἀλλάξῃ, νὰ μήν τηνε πειράξῃ.—
Γρικᾶ τὸν ἦχο ὁ Παρνασσὸς καὶ τὸ λαὸ ἀγναντεύει, τραγούδι ἀρχίνησε κι αὐτός, γιατὶ τραγούδι εἶν' ὅλος, ἀσώπαστο, ριζόκορφα, σὰν τὴ Φλογέρα ἐμένα. Καὶ τὸ τραγούδι τὸ εἴπανε τὰ στόματα καὶ οἱ λύρες τῶν ὅσα ἀνθοῦνε καὶ πετᾶν κι ὅσα κυλᾶν καὶ στέκουν στὰ πλάγια, στὰ λαγκάδια του, στὰ σπήλια, στὶς κορφές του:
—Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ' ὄνομά μου, ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα. Κ' εἶμαι σὰν ἕνα ἀντρόγεννο, κ' εἶμαι σὰ δυό, σὰν ταίρι σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιὰ πλάση κ' ἕνας κόσμος, π' ὅσο κι ἂ δείχνονται ἄμοιαστα, τὰ κάνω ἐγὼ καὶ μοιάζουν. Εἶμαι ἄντρας κόσμος καὶ γυναίκα πλάση· ἀρχαῖος κόσμος, νιὸς ἥλιος πάντα στ' οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ' ἀστέρια. Τὰ δυὸ τὰ πάναγνα, τὸ φῶς καὶ τὸ νερὸ ἐδῶ πέρα, πήρανε σάρκα, γίνανε πλάσματα, γίναν πλάστες καὶ τὄνα ὑψώθηκε θεός, Ἀπόλλωνα τὸν εἶπαν, καὶ τ' ἄλλο βλάστησε θεά, κ' εἶναι ἡ θεά, εἶν' ἡ Μοῦσα ἡ ἐννιάδιπλη κ' ἡ ἐννιάψυχη κ' ἡ ἐννιὰ φορὲς μητέρα. Κι ἀγάπες πλέξαν καὶ χοροὺς χορέψαν ἐδῶ πέρα θεϊκοὺς ἡ δροσοστάλαχτη κι ὁ φωτογεννημένος. Καὶ νά! στὰ πόδια μου ὁ ναὸς ὁ ἀλαφροκαμωμένος μὲ τὸ κερὶ τῆς μέλισσας καὶ τὸ φτερὸ τοῦ κύκνου, καρδιὰ τῆς γῆς, προσκύνημα τῆς οἰκουμένης· τὸ αἶμα τοῦ δράκοντα τοῦ στοίχιωσε τὰ θέμελα· καὶ πέσαν ἀπ' τ' ἄστρα κ' οἱ ἀστραπόπετρες, καὶ τὰ δελφίνια πλέξαν ἀπ' τοὺς γιαλούς, καὶ δούλεψαν γιὰ τὴ δική του δόξα. Κ' ἔσμιξε μὲ τὸ βόγγο μου τῆς δελφικῆς προφήτρας τ' ἅγιο τὸ παραμηλιτό, κ' ἡ Κασταλία ποτίζει τὸν Πήγασο καὶ ὑψώνει τον, κι ὅλα τὰ μπαλσαμώνει. Κι ἀντάμα μὲ τὸν κόσμο ἐμέ, ποὺ δίχως νὰ πεθάνω, χάθηκα καὶ ξανάλαμψα στὸ ψῆλος τῆς Ἰδέας, ἐγὼ εἶμ' ἡ πλάση, ἀπὸ φωτιὰ καὶ ἀπὸ δροσιὰ καὶ σάρκα, καὶ χέρια σου καὶ μάτια σου κι αὐτιά σου τὰ γιομίζω μὲ τὸ κορμί, μὲ τὴ γραμμή, καὶ μὲ τὸν ἦχο, κάθε φορὰ ποὺ ἐμένα μὲ γρικᾶς, μὲ ψηλαφᾶς, μὲ βλέπεις. Κ' ἐγώ εἶμαι σὰν ξεχειλιστὴ κι ἀπάνω στὸν καιρό της γυναίκα, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ ρίξῃ τὸν καρπό της, κ' ἐκεῖ ποὺ εἶν' ἑτοιμόγεννη, πανώρια πάντα στέκει. Τώρα οἱ θεοὶ καὶ οἱ θέϊσσες πιὰ δὲν εἶναι, μιὰ γιὰ πάντα κ' οἱ λειτουργοί, οἱ προφήτισσες, τὰ τάματα, οἱ παιάνες, τ' ἀγάλματα, οἱ χρησμοί, οἱ ναοί, κ' οἱ θησαυροί, καὶ ἡ νιότη, πὰν ὅλα· πάνε τὰ εἴδωλα, θαμμένα, ἀσβολωμένα, βάρβαροι τὰ συντρίψανε καὶ Γαλιλαῖοι τὰ διώξαν, καὶ δαιμόνοι γινήκανε καὶ σκιάχτρα τοῦ ἄλλου κόσμου· ὅσο ποὺ νἄρθῃ ἕνας καιρὸς νὰ ξαναϊδοῦν τὸν ἥλιο, μέσ' στ' ἀργαστήρια τοῦ σοφοῦ, τοῦ ὡραίου μέσ' στὰ μνημούρια, καὶ λείψανα καὶ τρίμματα νὰ ξαναλατρευτοῦνε πιὸ γυρευτὰ καὶ πιὸ ἀκριβὰ κι ἀπὸ τὸ κάθε ἀκέριο. Γιὰ πάντα ἡ ζωντανὴ ζωὴ σᾶς ἔχασε, γιὰ πάντα· μὰ ἐγὼ δὲ χάθηκα μ' ἐσᾶς, καὶ πάντα ὑπάρχω· νά με! Καὶ μ' ὅλα τὰ διαβατικὰ καὶ μὲ τ' ἀπέραστα ὅλα, καὶ μ' ὅσα ὀνείρατα εἴσαστε καὶ μ' ὅσα πράματα εἶστε· κ' οἱ ἀφροὶ καὶ οἱ πέτρες ζοῦν ἐδῶ μιὰ ζήση ἀδερφωμένη. Ὅλα εἶν' ἀφροὶ καὶ ὀνείρατα. Γιατὶ ὁ Θεὸς ποὺ ὑπάρχει ἀπάνου ἀπὸ θεοὺς θεὸς κ' ἕνα ὄνομα δὲν ἔχει, νὰ τὰ χαλάσῃ βιάζεται, τρανά, μικρά, ὅσα πλάθει, κι ὅσα εἶν' ὡραῖα καὶ γονατᾶ ἡ ψυχὴ νὰ τὰ λατρέψῃ. Καὶ δυνατὰ καὶ στανικά, μὲ τὴ σπουδὴ τὴν ἴδια τὸ χέρι τοῦ ξολοθρεμοῦ τὰ βάζει ἀπάνου σ' ὅλα, καὶ ὅ,τι θωρεῖ ποὺ ράγισε σεισμός, τ' ἀπογκρεμίζει. Ὄχι γιατ' εἶν' ἀδιάφορος κι ἀλύπητος ὁ Πλάστης· εἶναι κρυφὸς καὶ ἀμίλητος κι ἀξήγητος ὁ Πλάστης· ὅλο τραβᾶ καὶ μάχεται νὰ καταφέρῃ κάτι, θεὸς ἀπάνου στοὺς θεούς, ποὺ ἀσύγκριτα ν' ἀξίζῃ. Κι ὅσα παλιὰ καὶ τρικλιστὰ παραμερίζει τὰ ὅλα, γιὰ νὰ τὸν τρέχῃ ἀνέμποδα τὸ μυστικό του δρόμο, μπορεῖ πρὸς κόσμο πιὸ μεστὸ ἀπό τοῦτο καὶ πιὸ ἀκέριο. Ἐγὼ εἶμ' ἡ πλάση ἡ δίκορφη ποὺ δείχνομαι μακριάθε μὲ καισαρίκι κάτασπρο, καὶ μὲ στολὴ γεράνια, κ' ἐμένα εἶναι τὰ πλάγια μου κ' εἶν' οἱ ζυγοί μου, πότε γυμνοὶ καὶ ροδοκόκκινοι, καὶ πότε μοῦ φοροῦνε τὴν καταχνιὰ πουκάμισο, τὸ σύγνεφο μαντίλι· σὰν τὸ δοξάρι τ' οὐρανοῦ, τὰ χρώματα ὅλα τἄχω, ταιριάζοντας τα ὅπως ποθῶ, φορώντας τα ὅπως θέλω. Κ' οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν' ὁ στρατός μου, καὶ τὰ πουλιά μου εἶν' ὁ λαός, κ' οἱ ἀϊτοί μου οἱ πολεμάρχοι. Στὴν πιὸ ψηλή μου τὴν κορφή, στὸ ἀπάτητο Λυκέρι, λάμπει σὰν τὸ ἡλιοπάλατο παλάτι κρουσταλλένιο, καὶ κάθεται ὁ Κατεβατὸς μέσα ταμπουρωμένος, τύραγνος μέσα στὰ στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος, καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι. Κι ὅσο δροσάτες μου οἱ πηγές, τόσο οἱ πνοές μου χάϊδια, κι ὅσο βαθιές μου εἶν' οἱ σπηλιές, τόσο ἁπλωτές μου οἱ στέρνες γιὰ τὰ καλὰ κοπάδια μου ποὺ φέρνει τα ἐκεῖ πέρα μέσ' ἀπ' τὰ βοσκοτόπια μου καλόθρεφτα ὁ τσοπάνος νὰ ξεδιψάσουν. Τίποτε δὲν καραφρόνεσα· εἶναι κ' ἡ στρούγγα ἐμένα δόξα μου, καθὼς θὰ μοῦ εἰταν ἕνας ναός, κι ἀκούω τὸ λάλημα τοῦ κούκκου μὲ τὸ ἴδιο θρησκευτικὸ λαχτάρισμα ποὺ ἀκούω κι ἀπάνωθέ μου νὰ πολεμᾶν τὰ νέφελα καὶ ν' ἀστραποβροντᾶνε. Τὸ γάλα ἀπ' τὶς ἀρνάδες μου κερνῶ, λευκὸ μεθύσι, καὶ τὸ πλατὺ καρπόφορο λιβάδι μου μεστώνει ὁ βλογημένος μου καρπός, τ' ὁλόξανθο σιτάρι. Ἔχω κ' ἐγὼ τὶς πίκρες μου καὶ τὰ σαράκια μου, ἔχω τὶς ἔγνοιες μου καὶ τοὺς καημοὺς ποὺ καίνε καὶ λιγνεύουν, τὶς νύχτες μου ἀξημέρωτες, ἔχω τοὺς λογισμούς μου ποὺ αἰνίγματ' ἀξεδιάλυτα μέσα τους παραδέρνουν, καὶ ποὺ ὅσα δείχνει κι ὅσα κλεῖ σκληρὰ καὶ μαῦρα ὁ κόσμος μέσα τους ξαναδείχνονται καὶ ξανακλειένται χίλιες φορὲς πιὸ μαῦρα, ποὺ σκληρὰ ξαναδομένα, ὀϊμένα! Καὶ ξανακούεται μέσα μου τὸ μοιρολόϊ τοῦ κόσμου ξεχειλισμένο πιὸ πικρά, σὰν ἀπὸ πλῆθος γλῶσσες. Κι ἀνίσως δὲν πιστεύετε, γιὰ ἐλάτ' ἐδῶ καὶ ψάχτε κάποιες μου τρύπες, κάποιες μου σπηλιὲς ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ποτὲ τὸν ἥλιο, φυλακὲς παντοτινὰ καὶ κλειοῦνε μέσα τους κάποιες ξωτικές, καὶ κεῖνες ὅλο κλαίνε, σκλάβες, τὸν ἥλιο π' ἀγαπᾶν κι ἀποζητᾶν τοῦ κάκου, καὶ στάζουνε τὰ δάκρια τους καὶ γίνονται πετράδια. Καὶ μοναχὸς ὁ ἀντίλαλος πονετικὸς πααίνει καμιὰ φορὰ καὶ τὶς ρωτᾶ κι αὐτὲς τοῦ ἀπολογιένται σκούζοντας μ' ἀναφυλλητὰ καὶ δέρνοντας τὰ στήθια, κάνοντας σάμπως ἑκατὸ καὶ σάμπως χίλιες νἆναι. Κι ἂν κανεὶς ἄνθρωπος ποτὲ τὸ πάτημά του φέρῃ ξεταχτικὸς πέρα ὡς ἐκεῖ μὲ τοῦ δαυλιοῦ τὴ λάμψη, κάτω ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ δαυλιοῦ σέρνεται πιὸ μεγάλο καὶ ξετυλιέται πιὸ πυκνὸ τὸ σκότος ἐκεῖ μέσα. Καὶ τώρα μέσ' στὰ σπίτια μου καὶ κάτου ἀπ' τὴ σκεπή μου καὶ σὰ νὰ μοῦ εἰτανε γενιὰ τόνε φιλεύω ἀπ' ὅλα τὸν ἄνθρωπο ἀσημάδευτο ἀπὸ γένος κι ἀπὸ δόξα, ποὺ εἶναι βοσκὸς μὲ πρόβατα καὶ μὲ φλογέρα ψάλτης, γιὰ τῶν παλιῶν προσκυνητής, γιὰ κάνας ἐρμοσπίτης, ἢ μὲ τ' ἀπελατίκι του κανένας ἀπελάτης. Γιατ' ἀγαπῶ τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς ἁπλούς, κ' ἐκείνους τοὺς ἀντρειωμένους, κι ἀγαπῶ καὶ τοὺς ἀποδιωγμένους τοῦ κόσμου, πὄρχονται σ' ἐμὲ καὶ δὲν τοὺς λαχανιάζει τ' ἀνέβα μου, οὔτε τὸ τραχὺ τῆς ὄψης μου τρομάζουν. Κ' ἔρχονται πρὸς τὸ λυτρωτὴ γιὰ νἄβρουν τὴν ἀνάσα, καὶ νὰ κρατήσουν τὴν τιμή, καὶ λεύτεροι νὰ μείνουν, καὶ νὰ ξανάψουν τὴ φωτιά, καινούρια νὰ ρουφήξουν ὁρμὴ μὲ τὸν ἀέρα μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερό μου. Γιατὶ στὴ χώρα εἶν' οἱ κακοὶ κ' οἱ ὀκνοί, στὸν κάμπο οἱ σκλάβοι. Καὶ τὰ περιμαζεύω ἐγώ, κ' ἐγὼ τὰ διαφεντεύω τὸ χέρι ποὺ ἀντιστέκεται, τὸ στόμα ποὺ εἶναι βρύση τοῦ τραγουδιοῦ. Καὶ φτάνει μου. Θυμᾶμαι τὶς προάλλες οἱ πέτρες μου ἀπὸ πάτημα βαριὸ γοργοκυλήσαν, μοῦ τρίξαν τὰ χαμόδεντρα, μοῦ ρέκαψαν τὰ ὄρνια, καὶ βλέπω, σκαρφαλώνουνε, καὶ βλέπω, δρασκελᾶνε τὰ βράχια καὶ τὰ πλάγια μου λεῦκες κορμιά, λεβέντες. —Τ' εἴσαστ' ἐσεῖς;—Καλὰ καλὰ δὲν ξέρουμε· μὰ πές μας τῆς Ρωμιοσύνης ὀρφανά, τῆς Μοίρας ἀποπαίδια. —Ποῦθ' ἔρχεστε;—Ἀπ' τὸν Ἔλυμπο.—Στὸ θεῖο τους πανηγύρι μήνα σᾶς εἶχαν οἱ θεοὶ οἱ μακάριοι καλεσμένους νὰ σᾶς ποτίσουν τὸ κρασὶ τὸ οὐρανικὸ ἐκεῖ ὅπου σ' ἀέρα μέσα ὁλόφωτο καὶ τὸ κορμὶ φῶς εἶναι; —Παράξεν' εἶν' ἡ γλῶσσα σου, κι ὁ νοῦς μας δὲν τὴ βάζει. Στὸν Ἔλυμπο ὄρνια φώλιασαν, καὶ λύκοι ἐκεῖ μονιάζουν, κ' οἱ λαγκαδιές του ἀρίφνητες κι ἀνέγγιαγα τὰ χιόνια, καὶ τὰ λημέρια εἶν' ἄπαρτα, κ' εἶν' ἀποφασισμένα τὰ παλληκάρια τὰ γερὰ μὲ τ' ἄρματα στὰ χέρια. Στήσαν τὰ μετερίζια τους ἐκεῖ καὶ τὰ ταμπούρια καὶ τὴ ζωὴ τοῦ λεύτερου ἴσα κεῖ τὴν ἀνεβάσαν γιὰ μιὰ καινούρια ἀνάσταση καὶ γιὰ μιὰ νέα πατρίδα. Καὶ τώρα μοιραζόμαστε· κι ὅπου βουνό, λημέρι. Κ' ἤρθαμε καὶ σ' ἐσένανε, παπποῦ, κ' ἐδῶ ν' ἀνάψῃ μὲ τοῦ πολέμου τὴ βροντὴ ἡ φωτιά μας. Τῆς ἰδέας πλάστες κ' ἐμεῖς μὲ τ' ἄρματα. —Καλῶς τὰ παλληκάρια! Ἐγὼ εἶμ' ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κ' ἡ Λιάκουρα εἶμαι, κ' ἐγὼ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σὲ καιρὸ κανένα δὲν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεὸς μ' ὅποιο ὄνομα ἂν τὸν κράξῃς.
Κ' ἐσεῖς ποὺ μεγαλόπρεπα διαβαίνετε ἀπὸ δῶθε καὶ τρέμει καὶ βουλιάζει ἡ γῆ μὲ τὰ πατήματά σας, δυσκολομέτρητοι λαοὶ καὶ ἀπόκοτοι, φερμένοι ἀπ' τὸν ἀλύγιστο Ἥρωα, τὸ ρήγα καβαλλάρη ποὺ ξεχωρίζει ἀπ' ὅλους σας κι ἀξίζει ὁ ἕνας ὅλους, χίλιωνε δρόμων ὁ ἵδρωτας σταλάζει ἀπ' τὰ κορμιά σας, καὶ στὶς ματιές σας οἱ φωτιὲς χίλιων πολέμων καίνε, κ' εἶστε σὰ νὰ πηγαίνετε πιὰ ὄχι σὰν καὶ πρῶτα στὰ ξαφνικὰ καὶ στὰ γραφτὰ ξολοθρεμῶν κ' αἱμάτων, μὰ κάπου ἀλλοῦ, χαρούμενα καὶ γιορτερά, πρὸς κάποιο θρησκευτικὸ προσκύνημα καὶ μέγα πανηγύρι, παραστρατίστε, ἀκοῦστε με, λαοί, κι ἀλλάχτε δρόμο, κ' ἐλάτ' ἐδῶ καὶ σκύφτ' ἐδῶ καὶ διπλοπροσκυνῆστε πιὸ ἄξια κι ἀπὸ πιὸ σιμὰ τὸν ὅποιονε θεό σας, ἀπὸ τὰ κορφοβούνια μου. Καὶ τὸ προσκύνημά σας θὰ τὸ δεχτοῦν καὶ θὰ τὴν πὰν ψηλὰ τὴν προσευκή σας ἅγια κι ἀχεροκάμωτα κονίσματα πανώρια ποὺ φέγγει τους ἡ ἀκοίμιστη χρυσοκαντήλα τοῦ ἥλιου, ὅλα ὅσα στέκονται σπαρτὰ καὶ τ' ἀγναντεύω ἀράδα, ἀπὸ τὰ Σάλωνα ἐδῶ δὰ στὴ θάλασσα ἴσα κάτου τὴ θεσσαλονικιώτικη κι ἀκόμα ὡς τ' Ἁγιονόρος, ρωμαίϊκοι κάβοι καὶ βουνὰ κι ὅλα τὰ περιγιάλια ποὺ παίζουν πάντα ἐρωτικὰ καὶ σμίγουν μὲ τοὺς κόρφους, ὅλα ὅσα ὀρθὰ στυλώνονται κι ἀναπαμένα γέρνουν, τὰ γαλανά, τὰ πράσινα, καὶ τὰ ματοβαμμένα, ἀπὸ τὸ σταυραδέρφι μου τὸν Ἑλικώνα ὡς πέρα στοῦ μακρινοῦ τετράψηλου Ταΰγετου τὴ βάρδια.—
Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Ἀρχίζει μ' ἕνα ἐπιγραμματικὸ χαιρετισμὸ στὴ χάρη τῆς Ἑλληνικῆς γῆς. Τὸ πέρασμα τοῦ Βασιλιᾶ ἀπὸ τὴ Θεσσαλία. Ἡ δόξα τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου. Ἡ Φλογέρα, στοιχιωμένη πάντα, μνημονεύει τὴν ἐμφάνιση τοῦ Φάουστ, στὰ θεσσαλικὰ χώματα, μαγεμένου ἀπὸ τὴν Ἑλένη, μὲ τὴ μυθική του ἀκολουθία. Οἱ τόποι μὲ τὴν παράδοση καὶ μὲ τὴν ἱστορία τους. Τὸ ἀγνάντεμα τοῦ Παρνασσοῦ, τὸ τραγούδι του καὶ ἡ πρόσκλησή του πρὸς τὸν ἀντρειωμένο στρατὸ τοῦ Βουλγαροχτόνου. Ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα. Ὁ συμβολικὸς τοῦ ἀρχαίου καὶ τοῦ νέου σφιχτὰ συμπλεγμένος Ἀντρόγυνος. Ἡ ὁμολογία λατρείας πρὸς τὴν ἡρωϊκὴ μορφὴ τῆς ἱστορίας ποὺ εἶναι ὁ Βουλγαροχτόνος ἀπὸ τὴν ξεχωριστὴ ἑλληνικὴ κορφὴ καὶ γιὰ τὴ φύση καὶ γιὰ τὴ Μοῦσα ποὺ εἶναι ὁ Παρνασσός.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Ε΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Φωτογραφία: Travelogues
Ἑλλήνων Φῶς