Μάχη στό Δίστομο (17 Ιανουαρίου 1827)
Ο Κιουταχής ανήσυχος μέ τίς εξελίξεις στή Στερεά Ελλάδα, έδωσε εντολή στόν ικανότατο Ομέρ πασά νά εκστρατεύσει μέ ισχυρό στράτευμα καί νά εξουδετερώσει τόν Καραϊσκάκη. Πράγματι ο πασάς τής Εύβοιας μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι, κινήθηκε πολύ γρήγορα καί στίς 17 Ιανουαρίου 1827, πρίν ακόμα φέξει, βρέθηκε έξω από τό Δίστομο. Στό χωριό είχαν οχυρωθεί μόλις τετρακόσια παλληκάρια, μέ αρχηγούς τούς Κώστα Μπότσαρη, Γιάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαο Μπότσαρη, Βασίλη Μπούσγο, Μήτρο Τριανταφύλλου, Κουτσονίκα, Πάσχο Κοσμά, Κάσκαρη καί Γιάννη Μπιρμπίλη. Οι Έλληνες μόλις συνειδητοποίησαν τό μέγα πλήθος τών εχθρών κλείστηκαν στά δυνατότερα σπίτια τού χωριού καί αμέσως έστειλαν αγγελιοφόρους στά Σάλωνα ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
Ο Ομέρ πασάς εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση μέ όλες τίς δυνάμεις τού στρατού του γιά νά καταλάβει πάσει θυσία τό Δίστομο. Οι αμυνόμενοι πολέμησαν μέ αυτοθυσία, αλλά οι Τούρκοι κατέλαβαν τά πρώτα σπίτια τού χωριού, καθώς καί τό λόφο τού Προφήτη Ηλία, στά νώτα τών Ελλήνων, αποκλείοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Οι Σουλιώτες καί οι Ρουμελιώτες αγωνιστές, ήταν αποφασισμένοι νά διενεργήσουν έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια γιά νά μήν πέσουν ζωντανοί στά χέρια τού εχθρού, αλλά τήν τελευταία ώρα κατέφθασε ο Γεώργιος Δράκος μέ διακόσιους άνδρες καί ανακατέλαβε τόν λόφο τού Προφήτη Ηλία από τούς Τούρκους, δίνοντας νέες ελπίδες στούς αποκλεισμένους Έλληνες. Στή μάχη εκείνης τής ημέρας σκοτώθηκαν 80 Τούρκοι καί δύο Σουλιώτες.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατέφθασε από τή Βελίτσα (Άνω Τιθωρέα) στίς 20 Ιανουαρίου μέ τετρακόσιους άνδρες. Τό απόγευμα παρατηρώντας μέ τό κιάλι του τό Δίστομο, διαπίστωσε ότι ήταν περικυκλωμένο από τούς εχθρούς. Στή σύσκεψη πού ακολούθησε οι υπαρχηγοί τού πρότειναν νά ακολουθήσουν πλάγια μονοπάτια καί νά εισέλθουν στό Δίστομο από τήν απέναντι πλευρά. Ο αρχιστράτηγος όμως αντιπρότεινε νά περάσουν τό ίδιο βράδυ μέσα από τό εχθρικό στρατόπεδο καί νά μπούν έτσι στό Δίστομο, προκαλώντας πανικό στούς Τουρκαλβανούς τού Ομέρ τής Καρύστου. Αμέσως έστειλε μαντατοφόρο στούς πολιορκημένους Έλληνες τού Διστόμου νά είναι σέ κατάσταση επιφυλακής καί σέ περίπτωση πού θά ακούσουν πυροβολισμούς νά πραγματοποιήσουν έξοδο καί νά αιφνιδιάσουν καί αυτοί μέ τή σειρά τους τούς μουσουλμάνους.
Οι Έλληνες ξεκίνησαν τό ίδιο βράδυ μέ επικεφαλής τόν Καραϊσκάκη καί διέσχισαν τό εχθρικό στρατόπεδο, σκοτώνοντας αθόρυβα όποιον Τούρκο συναντούσαν. Ο αρχηγός οδηγούσε τούς άνδρες του αλλά όταν αυτοί έφθασαν στό μέσον τού στρατοπέδου, οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό καί άρχισαν νά πυροβολούν στά τυφλά. Οι Έλληνες τότε άρχισαν νά τρέχουν πυροβολώντας μέ τή σειρά τους δεξιά καί αριστερά. Δυστυχώς όμως, ο μαντατοφόρος πού είχε στείλει ο Καραϊσκάκης δέν είχε φθάσει ποτέ στό Δίστομο καί έτσι οι άνδρες τού Δράκου καί τού Μπότσαρη δέν επιτέθηκαν στό εχθρικό στρατόπεδο, τό οποίο δέν υπέστη σημαντική ζημιά.
Παρόλη τήν ασυνεννοησία τών Ελλήνων, τό όφελος πού αποκόμισαν ήταν μεγάλο αφού ενισχύθηκε σημαντικά η ψυχολογία τους, αντίθετα μέ τόν Ομέρ πασά πού θεώρησε μεγάλη προσβολή τήν νυκτερινή εισβολή στό στρατόπεδό του από μερικούς απίστους καί γιά παραδειγματισμό, αποκεφάλισε όλους τούς σκοπούς εκείνης τής βάρδιας. Τίς επόμενες ημέρες οι Τούρκοι δέν τόλμησαν νά επιτεθούν παρά τήν αριθμητική τους υπεροχή καί αδράνησαν περιμένοντας ενισχύσεις.
Στίς 31 Ιανουαρίου 1827, οι Έλληνες πού κατείχαν τό Στείρι, ανατολικά από τό Δίστομο, βγήκαν νά αρπάξουν τά άλογα τών Τούρκων πού τά είχαν βγάλει γιά βοσκή καί ξεκίνησε μία αψιμαχία η οποία όμως μετατράπηκε σέ σκληρή μάχη. Οι Έλληνες είδαν έκπληκτοι νά καταφθάνουν από μακρυά δύο τάγματα τού οθωμανικού τακτικού στρατού, μέ ευρωπαϊκού τύπου στολές καί μέ λογχοφόρα όπλα, τά οποία πραγματοποίησαν αμέσως επίθεση μέ άψογη παράταξη. Οι Ρουμελιώτες τρόμαξαν από τό νεοφερμένους καί υποχώρησαν μέ αταξία, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά τούς καταδιώξουν μέχρι τό Δίστομο. Ο πανικός ανάγκασε τόν Καραϊσκάκη νά τρέξει μέ μερικούς αγωνιστές νά βοηθήσει τούς υποχωρούντες Έλληνες καί τότε ήταν πού κινδύνεψε ο αρχηγός νά συλληφθεί ζωντανός από τούς Τούρκους, αλλά στήν δύσκολη εκείνη ώρα έτρεξε ο Σουλιώτης Διαμαντής Ζέρβας καί τόν έσωσε.
Στίς 3 Φεβρουαρίου 1827, τά ίδια τάγματα τού τουρκικού τακτικού στρατού επιχείρησαν επίθεση κατά τού Διστόμου, χωρίς νά ζητήσουν τή βοήθεια τών ατάκτων Αλβανών στούς οποίους έδειχναν ανοικτά τήν περιφρόνησή τους. Ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε από έναν άτακτο Αλβανό γιά τήν επικείμενη επίθεση καί οργάνωσε κατάλληλα τήν άμυνά του. Πιό συγκεκριμένα έδωσε εντολή νά μήν πυροβολούν όλοι οι Έλληνες, παρά οι μισοί καί οι υπόλοιποι μισοί νά τούς γεμίζουν τά όπλα, ούτως ώστε τό πύρ νά είναι ακατάπαυστο. Αυτή η τεχνική απέδωσε καρπούς καί οι Τούρκοι τακτικοί εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια κατάληψης τού χωριού, αφήνοντας 100 νεκρούς στό πεδίο τής μάχης εν μέσω αποδοκιμασιών από τούς ατάκτους Αλβανούς στρατιώτες. Δύο ημέρες αργότερα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διέταξε ξαφνική επίθεση. Οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά τού τουρκικού στρατοπέδου καί έφθασαν μέχρι τίς σκηνές τους σκορπώντας τόν πανικό καί τό θάνατο. Ήταν τέτοιο τό κτύπημα, ώστε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν στούς γειτονικούς λόφους καί νά διανυκτερεύσουν πολύ μακρυά από τίς αρχικές τους θέσεις.
«Όταν ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις Βελίτζαν, εβεβαιώθη θετικώς ότι οι εχθροί επήγαν εις Δίστομον, όντες έως τέσσαρες χιλιάδες τόν αριθμόν καί έχοντες επί κεφαλής τόν Ομέρ πασάν. Ο Καραϊσκάκης υποπτεύων μήπως συμβή τι απευκταίον εις τούς εις Δίστομον, όντας ολίγους ως πρός τοιαύτην εχθρικήν δύναμιν, απεφάσισε νά υπάγη εις βοήθειάν των αμέσως. Εσχεδίασεν όμως νά πράξη καί καθ' οδόν κανέν αξιόλογον έργον. Απέστειλε λοιπόν πεζοδρόμον διά νά ειδοποιήση, τούς εις Δίστομον Έλληνας ότι έμελλεν εκείνην τήν νύκτα νά υπάγη εις βοήθειάν των καί ότι έμελλε νά επιπέση εις τό εχθρικόν στρατόπεδον. Παρεκινούσε δέ καί αυτούς νά μένωσιν άγρυπνοι καί νά ήναι έτοιμοι ώστε, άμα ακούσωσι τήν συμπλοκήν, νά εξέλθωσιν από τάς οικίας κατά τών εχθρών.
Περί τήν δεκάτην ώραν τής ημέρας εκίνησεν από Βελίτζαν μέ τετρακοσίους στρατιώτας καί αξιωματικούς. Ήσαν δέ όλοι πεζοί κατά παραγγελίαν τού αρχηγού, καί τούτο διά νά μην εννοηθώσιν από τούς εις Δαύλειαν στρατοπεδεύοντας εχθρούς, όθεν αναγκαίως έπρεπε νά διαβώσι. Δέν ηθέλησεν ουδέ ο ίδιος νά λάβη ίππον, μ' όλον ότι όλοι τόν παρεκίνησαν επιμόνως. Διά τό βαθύ τής νυκτός σκότος, διά τήν ανωμαλίαν τών δρόμων καί διά τάς πολλάς περιστροφάς, μόλις δύο ώρας πρίν εξημερώση επλησίασαν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον, χωρίς νά εννοηθώσι διόλου από τούς φύλακας, καί εμβαίνουν εις αυτό φωνάζοντες καί τουφεκίζοντες. Αλλ' επειδή δέν είδον νά γένη ταυτοχρόνως κανέν κίνημα καί από τούς εις Δίστομον κατά τήν παραγγελίαν τού Καραϊσκάκη, δέν επέμειναν εις μάχην, αλλά διαβάντες διά μέσου τών σκηνών τού εχθρού τουφεκίζοντες, έφθασαν εις Δίστομον. Οι εχθροί δέν ετόλμησαν νά εξέλθωσι κατ' αυτών, περιωρίσθησαν δέ μόνον εις τό νά φωνάζωσι καί νά τουφεκίζωσι από τάς σκηνάς των. Από τούς Έλληνας εφονεύθησαν μόνον δύο καί αιχμαλωτίσθη είς, τών δέ εχθρών η ζημία κυρίως μέν δέν έγεινε γνωστή, πιθανολογείται όμως νά ήτον όχι μικρά.
Οι εις Δίστομον δέν εκινήθησαν κατά τού εχθρικού στρατοπέδου, διότι ο πεζοδρόμος δέν υπήγεν εν καιρώ νά τούς γνωστοποιήση τήν παραγγελίαν τού Καραϊσκάκη. Ελυπήθησαν μεγάλως διότι δέν ηδυνήθησαν νά συμπράξωσιν εις έν σχέδιον, τό οποίον έμελλεν ίσως νά επιφέρη τόν όλεθρον τού εχθρού. Ο Ομέρ πασσάς, αρχηγός τών Τούρκων εις τήν εκστρατείαν ταύτην, τόσον εξεπλάγη διά τήν αιφνίδιον παρουσίαν τού Καραϊσκάκη καί διά τό τόσον τολμηρόν τούτο επιχείρημα, ώστε τήν επομένην ημέραν τούς μέν στρατιώτας, τούς όντας εις νυκτερινήν φυλακήν, απεκεφάλισε διότι δέν εννόησαν τήν διάβασιν τών Ελλήνων, εις δέ τάς θέσεις του ωχυρώθη καλλίτερον καί συγχρόνως έστειλε καί διά νέαν βοήθειαν, ως από αυτομόλους εγένετο φανερόν.
Ενταύθα ας οπισθοδρομήσωμεν ολίγον διά νά αναφέρωμεν τι έπραξεν ο Ομέρ πασσάς, άμα έφθασεν εις Δίστομον, καί πώς τόν αντέκρουσαν οι φυλάττοντες ταύτην τήν θέσιν Έλληνες. Ο Ομέρ πασσάς διωρίσθη νά υπάγη νά λύση τήν πολιορκίαν Σαλώνων, αλλ' επειδή δέν ετόλμα νά εισβάλη εις ταύτην τήν επαρχίαν, αφίνων τρόπον τινά εις τά οπίσθιά του τούς εις Δίστομον Έλληνας, απεφάσισε νά κινηθή πρώτον κατ' αυτών διά νά τούς καταστρέψη καί νά κάμη ασφαλή τήν διάβασιν του. Ετοιμάσας λοιπόν τάς δυνάμεις του μετέβη τήν 16ην Ιανουαρίου 1827 εις Δίστομον, πλησίον τού οποίου καί εστρατοπέδευσε. Θέλων δέ νά δοκιμάση τάς δυνάμεις τών Ελλήνων καί νά οδηγηθή επομένως εις τήν οποίαν εμελέτα νά κάμη επίθεσιν, έπεμψεν έν σώμα πεζών καί ιππέων διά νά ακροβολισθή μέ αυτούς. Ιδών δέ ότι αι δυνάμεις ήσαν ολιγώταται, απεφάσισε νά κάμη τήν επομένην ημέραν γενικήν εις τό χωρίον έφοδον.
Άμα ανέτειλεν ο ήλιος, ήρχισεν ο κανονοβολισμός. Έν μέγα κανόνιον, τοποθετημένον ολίγον μακρύτερον βολής τουφεκίου από τό χωρίον, διευθύνετο ως επί τό πλείστον εις τόν κατά πρόσωπον τού χωρίου τότε νεωστί κατασκευασθέντα πύργον. Αφ' ού έγεινεν ικανή βλάβη τόσον εις αυτόν, καθώς καί εις άλλας τινάς οικίας, εδόθη τό σημείον τής εφόδου. Όλοι οι εχθροί αλαλάζοντες καί τουφεκίζοντες επιπίπτουν εις τό χωρίον από τρία διάφορα μέρη, από μέν τά δεξιά οι Αλβανοί, έχοντες επί κεφαλής τόν Καρεμφίλμπεην, αδελφόν του εις Αράχωβαν φονευθέντος Μουσταφάμπεη, από δέ τά αριστερά οι Γκέκηδες υπό τόν Οσμάν πασάν, κατά πρόσωπον δέ αυτός ο Ομέρ πασάς μέ τούς Χαλντούπηδες. Όλοι εισήλθον ταυτοχρόνως εις τό χωρίον καί εκυρίευσαν τάς πλειοτέρας οικίας, τάς οποίας δέν εδύναντο νά κατέχωσιν οι Έλληνες, ως όντες ολίγοι. Εφώρμησαν έπειτα καί εις εκείνας, εις τάς οποίας ήσαν κλεισμένοι οι Έλληνες, ώστε κατήντησαν εις μερικάς ν' αποσπώσι τά ξύλα τής στέγης καί νά κρημνίζωσι τάς κεραμίδας.
Από τούς φυλάττοντας τήν επί τού λόφου εκκλησίαν Έλληνας κατέβησαν μερικοί πρός βοήθειαν τών πολεμούντων εις τάς οικίας. Συνέβη ταυτοχρόνως νά φονευθή καί είς σημαντικός Τούρκος από τούς κατά πρόσωπον προσβάλλοντας, ώστε είτε διά τό έν, είτε διά τό άλλο συμβεβηκός δειλιάσαντες οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, καί οι Έλληνες εξελθόντες από τάς οικίας τούς κατεδίωξαν ολίγα βήματα πρός τό στρατόπεδόν των. Δέν επρόλαβον όμως νά φύγωσι συγχρόνως καί οι από τά δεξιά προσβαλόντες καί διά τούτο, ως μείναντες ύστεροι, εζημιώθησαν περισσότερον από τούς λοιπούς. Περί τό εσπέρας έφθασεν από Σάλωνα καί ο Γεώργιος Δράκος, ο οποίος ορμήσας αμέσως κατά τών υπό τόν Καρεμφίλμπεην Αλβανών, τοποθετημένων επί τού πρός τά δεξιά τού Διστόμου λόφου, τούς ηνάγκασε νά φύγωσι καί νά τοποθετηθώσι πλησίον τού στρατοπέδου των. Εις ταύτην τήν μάχην οι φονευμένοι τών εχθρών ήσαν πολλοί, αλλά τούς μέν πεσόντας εις τήν έφοδον τούς έλαβον οι εχθροί καί τούς μετεκόμισαν εις τό στρατόπεδόν των, όσοι δέ πεσόντες περί τό χωρίον εγυμνώθησαν από τούς Έλληνας ήσαν υπέρ τούς 80. Από δέ τούς Έλληνας εφονεύθησαν δύω καί επληγώθησαν οκτώ, μεταξύ τών οποίων καί ο Νικόλαος Μπότσαρης.
Αναπαυθείς ολίγον ο Καραϊσκάκης, άμα εφάνη η ημέρα, περιήλθε τό ελληνικόν στρατόπεδον καί επαρατήρησε τάς παρά τών εχθρών κατεχομένας θέσεις. Ιδών δέ ότι επί τής κορυφής τινος λοφιδίου πρό τού χωρίου επροσπαθούσαν οι εχθροί νά κατασκευάσωσι προμαχώνα, τό οποίον ήθελεν αποβή φθοροποιόν εις τούς Έλληνας, απεφάσισε νά τούς αντικρούση εις τόν σκοπόν των καί νά ματαιώση τό σχέδιόν των. Όθεν διώρισε νά γεμισθώσι μέ χώμα μερικά δέρματα καί καλάθια καί αφ' ού ετοιμάσθησαν, παρακινήσας τούς στρατιώτας, επεχείρησε διά νυκτός ν' αναβή εις τήν κορυφήν τού λοφιδίου, τήν οποίαν δέν είχον κυριεύσει ακόμη οι εχθροί, ως κτυπώμενοι από τάς οικίας καί από τούς εν τή εκκλησία Έλληνας. Προτάξας λοιπόν τά δέρματα ταύτα, ανήγειρε λιθόκτιστον πρόχειρον οχύρωμα μόλις τεσσαράκοντα βήματα απέχον τού εχθρού καί τούτο ασφάλισε τό χωρίον από ένα όχι μικρόν κίνδυνον.
Ο δέ Ομέρ πασσάς πληροφορηθείς διά τής πείρας ότι δέν ήτον πλέον δυνατόν νά κυριεύση εξ εφόδου τό χωρίον, διέθεσε τό στρατόπεδόν του διά πολιορκίαν. Αφ' ετέρου πάλιν μέρους ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι δι' εφόδου ή συμπλοκής κατά πρόσωπον δέν ήτον δυνατόν νά καταστρέψη τούς εχθρούς, εστοχάσθη νά τούς αποκλείση πιάνων τάς δύω οδούς από τάς οποίας εφέροντο αι τροφαί εις τούς εχθρούς. Διώρισε λοιπόν επί τούτω τώ σκοπώ νά έλθωσιν εις Δίστομον τά εις Σάλωνα, καί Λιδωρίκι ευρισκόμενα στρατεύματα, αφ' ού μείνωσιν εις έκαστον μέρος ολίγοι μόνον πρός υπεράσπισιν τών κατοίκων. Ετοποθέτησε δέ εις μέν τήν Αράχωβαν τόν Γεώργιον Δυοβουνιώτην καί Κ. Πανουργιάν, εις δέ τό Στείρι τόν Γιαννούσην καί τό ιππικόν, καί τούς διώρισε νά προσμείνωσιν έως ου νά συνέλθη η αναγκαία δύναμις καί νά παρουσιασθή ο ανήκων καιρός πρός εκτέλεσιν τού σχεδίου τής αποκλείσεως. Εν τοσούτω, επειδή τό εχθρικόν κανόνιον εμψύχωνε τούς Τούρκους καί έφερεν αθυμίαν εις τούς Έλληνας, διώρισε καί αυτός καί έφεραν δύω κανόνια καί αντεκτύπα τόν εχθρόν.
Παρήλθαν ικαναί ημέραι καί εκτός ακροβολισμών τινών, κανέν άλλο σημαντικόν έργον δέν επράχθη ούτε από τό έν, ούτε από τό άλλο μέρος. Αλλά τήν 31ην Ιανουαρίου 1827 συνέβη μία μάχη, εις τήν οποίαν μόνην καθ' όλον τό διάστημα τής εκστρατείας ενικήθησαν οι Έλληνες καί υπέπεσον εις αισχράν φυγήν· αλλά καί τούτο συνετέλεσεν εις τό νά δοξάση περισσότερον τόν Καραϊσκάκην, ο οποίος εφάνη πολύ σημαντικώτερος, παρά αν ήθελε κατορθώσει αξιόλογον νίκην. Στρατιώται τινες από τούς εις Στείρι ευρισκομένους, παρατηρήσαντες ότι αερικά ζώα τών εχθρών βόσκοντα αφύλακτα απεμακρύνθησαν ολίγον από τό εχθρικόν στρατόπεδον, ώρμησαν κατ' αυτών καί περικυκλώσαντές τα, τά έλαβον καί επέστρεφον εις τόν τόπον τής κατοικίας των. Εβγήκαν πρός καταδίωξιν αυτών μερικοί από τούς πλησιέστερον ευρεθέντας εχθρούς, άλλοι δέ ηκολούθουν κατόπιν.
Οι δέ εις Στείρι, βλέποντες ότι εκινδύνευουν περικυκλωθώσιν οι φέροντες τά ζώα, εξήλθον όλοι εις βοήθειαν καί απαντήσαντες τούς πρώτους τών εχθρών, τούς έτρεψαν εις φυγήν. Θέλων νά ωφεληθή από τήν περίστασιν ταύτην ο Καραϊσκάκης, διώρισε νά υπάγωσι καί μερικοί από τούς εν Διστόμω πρός ενδυνάμωσιν τών από Στείρι εξελθόντων. Όλοι ομού λοιπόν διώκοντες τούς εχθρούς, έφθασαν έως βολήν τουφεκίου πλησίον τού στρατοπέδου αυτών καί καταλαβόντες ένα λόφον εκτυπούσαν τούς Τούρκους, οι οποίοι δέν ετολμούσαν νά εξέλθωσιν από τό στρατόπεδόν των. Ο Καραϊσκάκης επιθυμών νά κάμη σημαντικήν τινα βλάβην εις τούς εχθρούς, έκρινεν αναγκαίον νά διαμείνωσιν οι Έλληνες καί τήν επερχομένην νύκτα εις τάς οποίας ευρίσκοντο θέσεις καί επομένως νά βάλη εις ενέργειαν τό σχέδιον τής αποκλείσεως. Επειδή δέ ο λόφος, επί τού οποίου είχον τοποθετηθή οι Έλληνες, επεριτριγυρίζετο από πεδιάδα, φοβούμενος μήπως περικυκλωθώσιν είτε διά τού ιππικού τών εχθρών, είτε διά τινος άλλου ανελπίστου συμβεβηκότος, κατέλαβεν αυτός μέ ολίγους στρατιώτας ένα τόπον πετρώδη εν τώ μέσω τής πεδιάδος καί οχυρωθείς αυτοσχεδίως εις αυτόν αντεπολέμει τούς εχθρούς καί εφύλαττεν ασφαλή τήν κοινωνίαν τών επί τού λόφου Ελλήνων μέ τούς εις Δίστομον.
Οι Έλληνες άν καί ήσαν άγρυπνοι εις τάς φυλακάς καί εν μέρει δέν απείχον από τό εχθρικόν περισσότερον από τεσσαράκοντα βήματα, μ' όλον τούτο δέν ημπόρεσαν νά εννοήσωσι τήν φυγήν των, μέ τόσην προσοχήν καί ησυχίαν έγεινεν. Αφ' ού όμως οι εχθροί εξεμάκρυναν, αυτόμολός τις χριστιανός ελθών από τό εχθρικόν στρατόπεδον, ανήγγειλε τήν φυγήν εις τούς Έλληνας, οι οποίοι αμέσως έδραμον πρός τό στρατόπεδον, αλλ' οι μέν πρώτοι επέπεσον εις τά λάφυρα· μόλις δέ οι μή ευρίσκοντες πλέον τι νά λαφυραγωγήσωσι, διευθύνθησαν πρός τό μέρος όπου έφυγον οι εχθροί, αλλά καί εξ αυτών οι επιτυγχάνοντές τι καθ' οδόν επέστρεφον, ώστε ολίγοι μόλις έφθασαν εις τήν οπισθοφυλακήν τών εχθρών, μετά τής οποίας εσυγκρούσθησαν, χωρίς όμως νά τήν βλάψωσιν επαισθητώς.
Εζημιώθη μ' όλα ταύτα ο εχθρός εις τήν φυγήν ταύτην, εκτός τών αποσκευών καί σκηνών, υπέρ τούς 30 φονευθέντας καί αιχμαλωτισθέντας. Οι εχθροί τήν νύκτα εκείνην μετέβησαν εις Δαύλειαν, εκείθεν δέ παραλαβόντες καί τούς εκεί στρατοπεδεύοντας μετέβησαν εις Λεβαδείαν, όθεν ακολούθως ο Ομέρ πασσάς μετέβη εις Εύριπον (Εύβοια), μή δυνηθείς νά φέρη εις έκβασιν τό επιχείρημά του. Οι δέ εις τό φρούριον τών Σαλώνων πολιορκούμενοι, μαθόντες τήν φυγήν τού Ομέρ πασσά καί απελπισθέντες ολοτελώς τού νά έλθη εις αυτούς βοήθεια, έφυγον από τό φρούριον μέ όσας εκ τών αποσκευών των ηδυνήθησαν νά συμπαραλάβωσιν. Οι Έλληνες ειδοποιήθησαν, αλλά βραδέως περί τής φυγής, ώστε όταν έδραμον εις τήν καταδίωξιν, μόλις εκατάφθασαν τήν οπισθοφυλακήν, εκ τής οποίας φονεύσαντες μερικούς, διέσωσαν τινάς αιχμαλώτους καί έλαβον ολίγας αποσκευάς.»
Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου έχοντας υπόψη του τήν συντριβή τής Αράχωβας δέν διακινδύνεψε τήν παραμονή του στούς λόφους τού Διστόμου καί τά χαράματα τής 6ης Φεβρουαρίου 1827, εγκατέλειψε τό στρατόπεδό του μέ όλες τίς σκηνές καί τά πολεμοφόδια καί επέστρεψε ταπεινωμένος στήν Εύβοια. Η μάχη τού Διστόμου επιτάχυνε τήν πτώση τών Σαλώνων καί ολοκλήρωσε τήν απελευθέρωση ολόκληρης τής Στερεάς Ελλάδος από τό στρατό τού Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης τοποθέτησε φρουρά στά Σάλωνα μέ υπεύθυνους τούς Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί Κομνά Τράκα, στό Δίστομο διόρισε τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα καί τόν Χρήστο Βάρφη, στό Δομπό τόν Βασίλειο Κόλια, στήν Αταλάντη τόν Σπύρο Ξύδη, στό Ξηρόμερο καί τό Λεσίνι τούς Δημοτσέλιο, Ιωάννη Ράγκο, Φώτη Κουσουρή, Σπύρο Καρπούζη καί Διαμαντή Ζέρβα, στήν ορεινή Ναυπακτία τούς Δαγκλή, Πανομάρα, Σαφάκα καί στό Μαλανδρίνο τόν Τριαντάφυλλο Αποκουρίτη. Πλέον η σημαία τού σταυρού κυμάτιζε σέ όλες τίς πόλεις τής Ρούμελης μέ εξαίρεση τό Μεσολόγγι καί τή Ναύπακτο δίνοντας νέα πνοή στήν επανάσταση καί τήν αιώνια δόξα στόν στρατηγό αυτής τής επιτυχίας τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο νικητής τής Αράχωβας, αφού έστειλε δεκάδες επιστολές πρός τούς προεστούς τών προσκυνημένων χωριών παρακινώντας τους νά πολεμήσουν γιά πίστη καί πατρίδα, επανήλθε στό Κερατσίνι.
«Πανοσιώτατοι ιερομόναχοι, καί ηγούμενοι, αιδεσιμότατοι ιερείς, σεβασμιότατοι πνευματικοί, τίμιοι δημογέροντες, καί λοιποί άπαντες μικροί καί μεγάλοι αδελφοί πατριώται Έλληνες, όσοι κατοικείτε εις τάς επαρχίας Λιδωρικίου, Κραβάρων, Σαλώνων καί Θηβών χαίρετε καί υγιαίνετε!
Είναι φανερόν, αδελφοί ότι όλοι μαζί εδράξαμε τά όπλα εξ αρχής τής επαναστάσεως, καί συμφώνως τά εμεταχειρίσθημεν κατά τού κοινού εχθρού τής πατρίδος καί θρησκείας, καί μέ πολλούς αγώνας αιματοχυσίας καί κακοπαθείας τόν ενικήσαμεν διά τέ ξηράς καί θαλάσσης. Καί ήθελε βέβαια τόν εξολοθρεύσομεν μέ τήν ολότην έως τήν σήμερον, άν πολλάκις δέν μάς έλειπαν τά αναγκαιότερα μέσα, χωρίς τών οποίων είναι δύσκολον νά νικώνται καί προχωρώσιν αι πολεμικαί πράξεις.
Τοιαύτα περιστατικά έπιασαν τά όπλα μας, μετά τήν άλωσιν τού Μεσολογγίου, ν' αφήσωσι πρός καιρόν καί μέ βαθείαν θλίψιν τής ψυχής τήν Ανατολικήν Ελλάδα, καί εισέλθωμεν εις Πελοπόννησον, καί εξοικονομήσωσι τά αναγκαιούντα διά τήν τωρινήν εκστρατείαν. Ημείς βλέποντες τόν εχθρόν τής πίστεώς μας κατακυριεύσαντα όλην τήν Ανατολικήν Ελλάδα, γνωρίζοντες ότι οι εξαετείς υπέρ πατρίδος αγώνες μας καί θυσίαι έμελλον νά χαθώσιν, αποφασίσαμεν όλα τά υπάρχοντα όπλα ή νά εξώσομεν τόν εχθρόν απεδώ, ή νά αποθάνωμεν, διότι ούτε τήν πατρίδα εκ νέου εις βαρυτέρας αλύσσους ούτε τών άλλων εθνών τάς ύβριτας, είναι δυνατόν ζώντες νά βλέπωμεν καί υποφέρωμεν. Ο κραταιός βραχίων τού Παντοκράτορος καί η αξιολάτρευτος ευχή τής πατρίδος απέδειξαν τά όπλα μας παντού θριαμβευτικά καί τροπαιούχα. Όλα ταύτα σείς τά βλέπετε μέ τά ίδια σας όμματα, καί ο κόσμος όλος τά μανθάνει καθ' εκάστην, καί θαυμάζει.
Ημείς εγνωρίσαμεν προφανέστατα τόν φρόνιμον τρόπον, διά τού οποίου επολιτεύθητε τόν εχθρόν έως τής σήμερον, διότι εάν εκάμνετε διαφορετικά, κι εσείς εμέλλετε νά σφαγή, αδύνατοι όντες από τό αιμοβόρον ξίφος του, καί τά αθώα γυναικόπαιδά σας νά αιχμαλωτισθώσιν. Είμεθα βέβαιοι λοιπόν ότι, άν τό σώμα σας υποφέρει τήν τυραννίαν, αλλ' η ψυχή σας φρονεί ελεύθερα διότι πώς είναι δυνατόν νά ζήση εις τό εξής ο βαπτισμένος μέ τόν αβάπτιστόν; ο Έλλην μέ τόν βάρβαρον; ή πώς είναι δυνατόν νά σάς αφήσουν αυτοί ζωντανούς μετά τήν άλωσιν τών Αθηνών, ενώ σείς εις τούς απερασμένους χρόνους εσφάξατε τούς ομοπίστους αυτών σύν γυναιξί καί τέκνοις; καί πώς είναι δυνατόν νά δώσετε πίστιν εις τάς υποσχέσεις καί κολακίας των, ενώ τά πρός τόν Κιουταχήν διατάγματα τού σουλτάνου φωνάζουν εκδίκησιν πρός τούς αποστάτας ραγιάδες;
Χρέος λοιπόν γνωρίζομεν πατρικόν καί αδελφικόν νά σάς γνωστοποιήσωμεν τά άνω ρηθέντα, ταυτοχρόνως δέ νά σάς βεβαιώσωμεν ότι όλοι οι χριστιανικώτατοι, καί κραταιώτατοι βασιλείς τής Ευρώπης μάς παραγγέλουν νά κινήσωμεν τά όπλα κατά τών οθωμανών καί αυτοί θέλουσι φροντίσει διά τήν στερέωσιν τής ανεξαρτησίας μας. Διό δράξατε καί πάλιν τά αιματοστάλακτα καί τροπαιούχα όπλα σας, ενωθήτε μαζί μας διά νά εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τόν εχθρόν, καί ελευθερώσωμεν διά πάντα τήν πατρίδα καί θρησκεία. Άν όμως, τό οποίον δέν πιστεύομεν, φανεί τις εναντίος εις ταύτην τήν ιεράν τής πατρίδος καί πίστεως φωνήν, ούτος ή κληρικός ή δημογέρων ή απλούς πολίτης ή χωρίον ή επαρχία ολόκληρος είναι, οι τοιούτοι ας ηξεύρουν μέ βεβαιότητα ότι θά τούς παιδεύσομεν χειρότερα από τούς Τούρκους, επειδή δυνάμενοι νά σώσωσι πίστιν καί πατρίδαν, τά προδίδουσιν εις τήν αιώνιον κόλασιν, φειδόμενοι μικρού αγώνος.
Οι τοιούτοι δέν πρέπει νά έχουσιν αίμα ελληνικόν εις τάς φλέβας των, αλλ' είναι τουρκοσπέρματα, τούτο ένεκα προειδοποιούμεν τούς τοιούτους διά νά μή μάς προβάλωσιν έπειτα προφασιολογίας εις τάς οποίας δέν θέλει δώσωμεν τήν παραμικράν ακρόασιν, μάλιστα διά τά όσα κακά μέλλουν νά συμβούν εξαιτίας των. Χρεωστούν νά δώσωσι λόγον πρός τό Έθνος καί πρός τόν Θεόν.
9 Φεβρουαρίου 1827, εκ τού εν Διστόμω στρατοπέδου
Ο Αρχηγός
Γεώργιος Καραϊσκάκης
καί λοιποί οπλαρχηγοί.»
Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης
Πηγή: agiasofia.com